Ο Σύλλογος Δυτικοποντίων Ν. Κιλκίς «Γερμανός Καραβαγγέλης» πραγματοποίησε εννιαήμερη προσκυνηματική εκδρομή στους γενέσιους τόπους, στο διάστημα από 21 μέχρι 29 Αυγούστου 2008.
Σαράντα τέσσερις (44) ταξιδιώτες με προγόνους από τις τουρκόφωνες περιοχές του Δυτικού Πόντου (Μπάφρα, Καβάκ, Κάβζα, Τσορούμ, Σαμψούντα, Λαντίκ, Αλάτσαμ, Τσαρτσαμπά, Μέρζυφων, Βεζύρκιοπρου, και Αμάσεια) με επικεφαλή και Αρχηγό τον Πρόεδρο του Συλλόγου Δικηγόρο Θεόδωρο Ε. Παυλίδη, επισκευθήκαμε τα μέρη που χρόνια και χρόνια μας μιλούσαν οι παππούδες μας, οι οποίοι, αλοίμονο, δεν υπάρχουν πια.
Οι ταξιδιώτες είχαν την μοναδική ευκαιρία να δουν με τα μάτια τους τα μέρη όπου γεννήθηκαν οι δικοί τους, όπου πρωτοπερπάτησαν, όπου ευτύχησαν να μάθουν τα πρώτα γράμματα, όπου δημιούργησαν τις οικονομίες και τις οικογένειες τους και όπου δυστυχώς οι περισσότεροι άφησαν τα κόκκαλά τους.
Στην Αμάσεια οι ταξιδιώτες αντίκρυσαν τον Ίρη (Γιεσίλ Ιρμάκ) και στην Μπάφρα τον Άλυ (Κιζίλ Ιρμάκ) που συνεχίζουν να ρίχνουν τα ήρεμα νερά τους στον Εύξεινο Πόντο παρασέρνοντας ακόμα που και που τα κόκκαλα κάποιου αδικοπνιγμένου Ρωμιού στις δύσκολες εκείνες μέρες του διωγμού και της εξορίας. Στην Αμάσεια οι Βασιλικοί τάφη θυμίζουν τους Ελληνομαθείς Μιθριδάτες, ενώ οι άλλοι τάφοι του Ασάρ, νοτίως της Μπάφρας, παραπέμπουν στους βασιλείς των Ελληνιστικών χρόνων.
Στη Μερζιφούντα το Κολλέγιο «Ανατόλια» επισκευάζεται με πλούσια χορηγία της Νομαρχίας Αμάσειας, προκειμένου να λειτουργήσει και πάλι ως εκπαιδευτικό ίδρυμα. Δυστυχώς, όμως, ούτε στα ανηρτημένα κατασκευαστικά σχέδια του Αρχιτέκτονα, ούτε στην τεράστια πινακίδα του έργου, γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στις λέξεις «Κολλέγιο Ανατόλια». Εκεί κοντά η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, η οποία επισκευάζεται επίσης, δείχνει μαραζωμένη μέσα σ’ ένα κόσμο μουσουλμανικό που την αποστρέφεται.
Το Καβάκ, φτωχή κωμόπολη, θυμίζει το διαβολικό ρέμα (Σεϊτάν Ντερεσί) όπου εντελώς απρόοπτα και άδικα δολοφονήθηκε μια ολόκληρη αποστολή Μπαφραίων (450 άτομα) στο δρόμο της εξορίας για το Μαμουρέτ Ελ Αζίζ. Σήμερα ο Δήμαρχος της μας υποδέχθηκε με φιλόξενα λόγια και του ανταποδώσαμε τη χαρά μας, κρατώντας το ανεξόφλητο Γραμμάτιο της συγγνώμης για τη γενοκτονία.
Εκεί άλλωστε στην ίδια γειτονιά είναι και το Μουαμλή, το Σελαμελίκ, το Ότκαγια, το Κιοβτζέσου και το Τζουλφάζ Χοτζά, όπου ευρίσκονται τα θυσιαστήρια των Ελλήνων από ομαδικές και άδικες σφαγές.
Στην Κάβζα κατηφορίσαμε τον κεντρικό δρόμο όπου ο Κεμάλ στο διάστημα από 25.5.1919 έως 12.6.1919, δύο φορές, γλίτωσε τη ζωή του από την σπάθα του Πίτς Βασίλ και το τουφέκι του Ντελή Σωκράτ.
Απολαύσαμε, όμως, και τα ιαματικά μπάνια μας μέσα στο πολυτελές ξενοδοχείο μας, στο υπόγειο του οποίου ρέουν πλούσια τα καυτά νερά της θεραπείας. Το σπίτι του Κεμάλ, που λειτουργεί σήμερα ως μουσείο, αν και δίπλα στο ξενοδοχείο, πολλοί δεν θέλησαν να το επισκεφθούν, όχι τόσο από αντίδραση στο πρόσωπο του Κεμάλ, όσο γιατί οι Τούρκοι μια άλλοτε Ελληνική ιδιοκτησία (του Επισκόπου Αριστείας Ιερόθεου) την εμφανίζουν ως περιουσία κάποιου Τούρκου Αλή Μπαμπά, όνομα συνώνυμο του παραμυθιού και της πλάκας.
Το Τσορούμ έγινε μια σύγχρονη μεγαλούπολη και το Ρολόι στην κεντρική του πλατεία είναι το ίδιο έτσι όπως το άφησαν οι Τσορουμλήδες συμπατριώτες μας φεύγοντας οριστικά από την πόλη.
Τα Ελληνορωμαϊκά κατάλοιπα στην πλατεία του Λαντίκ εξακολουθούν να καλούν τη Λαοδίκια τη σύζυγο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα προς τιμή της οποίας χτίστηκε η πόλη. Το Καραμούκ, χωριό καταγωγής των Διποταμιτών εκδρομέων, είχε την τιμητική του. Τα λίγα ερείπια που έμειναν έκπληκτα αντίκρυσαν ανθρώπινες φιγούρες από τα παλιά.
Η Σινώπη με τα κάστρα της και τη στρατηγική της θέση, θαρρείς και επάιρεται ακόμη που από κει ξεκίνησε ο εποικισμός των Ποντιακών παραλίων.
Και εκείνος ο Διογένης με το σκύλο και το φανάρι του στην είσοδο της πόλης, ψάχνει ακόμη ανθρώπους μέρα μεσημέρι.
Το Κέρζε, με τον πανέμορφο κόλπο του, είναι η πόλη που αγαπούσε ο Λαζίκ, ο καπετάνιος του Γιουν Νταγ και του Νεμπυάν, γιατί από κει ο Τσερκέζος εφοδίαζε τους αντάρτες με ολοκαίνουρια γερμανικά όπλα και σφαίρες. (Η μαγνητοφωνημένη αφήγησή του στο αρχείο μου.)
Πού να πρωτοπάς, τι να πρωτοδείς. Η Ελληνική Συνοικία της Μπάφρας γίνεται αντιληπτή κι από τον πιο ανίδεο. Τα ωραιότερα σπίτια, οι ομορφότεροι μπαξέδες θυμίζουν Ελλάδα. Σήμερα οι Τούρκοι μετανοιώνουν που γκρέμισαν τα περισσότερα σπίτια. Είναι, όμως, περήφανοι γι αυτά που απέμειναν. Ιδιωτικά ή Δημόσια κηρύχθηκαν διατηρητέα και κανείς πλέον δεν μπορεί να τα γκρεμίσει. Δυστυχώς γκρεμίστηκε η Εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, παρέμεινε όμως η οικία του Παπά και το τριώροφο σπίτι ιερομάρτυρα Επισκόπου Ευθύμιου Αγριτέλη. Ο Μπαφραίος συγγραφέας Μουσταφά Ουστά επίκεντρο του έργου του (τρία βιβλία) έχει τα σπίτια αυτά και τους Ρωμιούς που τα κατοικούσαν. Στη νότια έξοδο της Μπάφρας δεσπόζει η παλιά γέφυρα του Άλυ με τις καμάρες. Η γέφυρα στον καιρό των παππούδων μας ήτανε ξύλινη. Αχ αυτή η γέφυρα. Πόσα κάρα και πόσοι άνθρωποι δεν γκρεμίστηκαν στα νερά του Άλυ!… Το 1938 ο Υπουργός του Κεμάλ Τσετινκαγιά έχτισε την θολωτή γέφυρα και προς τιμή του το γειτονικό μεγαλοχώρι Μαρτάρ (χωριό του πατέρα μου) μετονομάστηκε σε Τσετίνκαγια. Χίλια Τσετίνκαγια κι αν το βαφτίσουν οι κάτοικοι πάλι θα το λένε Μαρτάρ (Mardar).
Σήμερα οι Τούρκοι έχτισαν μια νέα μεγάλη γέφυρα σύγχρονων προδιαγραφών.
Ξεχάσαμε κάτι; Α, ναι! Τη Σαμψούντα. Ξεχνιέται μωρέ η Σαμψούντα; Στην παραλία η πλατεία Δημοκρατίας στη θέση των παλιών νεκροταφείων των Ελλήνων.
Πάνω στην πλαγιά το Κατήκιοϊ, ο γνήσιος Ελληνικός συνοικισμός.
Δυτικά το Χατζή Ισμαήλ όπου φιλοξενήθηκε ο έφεδρος λοχαγός Χρυσόστομος Καραΐσκος όταν πήγε κρυφά εκεί για να οργανώσει το αντάρτικο του Πόντου. Στο κέντρο της πόλεως ο χώρος του Μητροπολιτικού ναού της Αγίας Τριάδας, όπου σήμερα λειτουργεί το λύκειο Μιτχάτ Πασά.
Ανατολικά το Καρά Σαμψούν, δηλαδή, η παλιά Αμισός, όπου οι ανασκαφές ξαναζωντανεύουν την αρχαία Ελλάδα.
Αχ η Σαμψούντα! Η Ευρωπαία πλέον Σαμψούντα που υπερτερεί όλων των πόλεων της Ευξείνειας Ακτής. Στον πληθυσμό, στη ρυμοτομία, στο εμπόριο, στον κοσμοπολιτισμό. Πόλη σύμβολο της σύγχρονης Τουρκίας γιατί από κει ξεκίνησε το πρώτο βήμα (_lk adim), ο Μεγάλος Οδηγός (έτσι την αποκαλούν οι Τούρκοι, κείνη τη σημαδιακή μέρα της 19ης Μαΐου του 1919.
Εννιά μέρες στο Δυτικό Πόντο. Ένα τίποτε. Πέρασαν με μια ανάσα. Στο δρόμο της επιστροφής όλοι ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Να ξαναδούν τους Δημάρχους του Καβάκ, του Γιενίτσε (Αμάσειας), της Κάβζας, του Τσετίνκαγια, του Κολάϋ, της Μπάφρας. Όλοι τους μας υποδέχτηκαν με περισσή ευγένεια και φιλοφροσύνη. Να ξαναδούν τον φιλόξενο και ανοιχτόκαρδο Δήμαρχο του Μητροπολιτικού Δήμου της Σαμψούντας Γιουσούφ Ζιγιά Γιλμάζ και να ξανακούσουν από το στόμα του το πόσο ευτυχής είναι όταν βλέπει Έλληνες να επισκέπτονται τα χωριά των παππούδων τους. Να ξαναγλεντήσουν αδελφομένοι στην όμορφη ατμόσφαιρα του Γιάζκιουλ Τούρκοι και Έλληνες σε μια μουσικοχορευτική βραδιά ακαθόριστης προέλευσης που την έμαθαν όλοι οι Σαμψούντιοι σπο τον τοπικό τύπο και τηλεόραση.
Να ξαναδούν και να ξαναμιλήσουν όλοι με τον Ρετσέπ, τον Σαφέτ, τον Ακτσάϋ, τον Χουσεΐν, τον Μεχμέτ, τον Καρατσά, τον Ενβέρ, τον Τσαβίτ, τον Σερίφ, τον ………Και να κλάψουν όλοι στο δάκρυ του Οκταύ που αναζητά επίμονα τους συγγενείς της Ελληνίδας μάνας του στην Ελλάδα.
Πάει, τελείωσε το ταξίδι. Και όλοι κατάλαβαν ότι δεν ήταν ένα παιγνίδι. Δεν ήταν μια εκδρομή, δεν ήταν μια περιπέτεια. Ήταν ένα προσκύνημα, μια τελετουργία. Στα Αγια χώματα της Σαμψούντας , του Αλάτσαμ, του Βεζύρκιοπρου, της Κάβζας, του Καβάκ, της Σινώπης, του Τσορούμ, του Λαντίκ, της Μπάφρας, της Τοκάτης, του Έρπαα, της Μερζιφούντας. Στα χώματα εκείνα που έζησαν οι Έλληνες δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Στα χώματα εκείνα που γεννήθηκαν οι παππούδες μας και μόλις χθες τα εγκατέλειψαν. Βίαια και αιματηρά.
Πηγή: Εφημερίδα "Ειδήσεις"