Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008
Κωνσταντίνος Χιονίδης
Του Δημητρίου Σ. Κοσμίδη
Έφτασε η είδηση του θανάτου του μεγάλου Ιατρού και μέντoρα Κωνσταντίνου Χιονίδη όχι μόνο στην Νέα Αγγλία, Ηνωμένες Πολιτείες και Ελλάδα αλλά σε όλον τον κόσμο στις πέντε Ηπείρους και στον Ιατρικό κόσμο.
Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Το να μιλήσει και να γράψει κάποιος για τον Δρ. Κ. Χιονίδη είναι ένα πολύ δύσκολο πράγμα, αλλά θα το αποτολμήσω, γιατί για εμάς τους νέους ήταν ο καθοδηγητής, αυτός που μας δίδαξε τι είναι Πόντος, τον οποίον αποκαλούσαν οι γονιοί μας και οι παππούδες μας Πατρίδα.
Αλλά περισσότερο το κάνω από σεβασμό και αγάπη στην μνήμην του.
Ο Κωνσταντίνος Ι. Χιονίδης σε ηλικία 7 ετών, μαζί με την μητέρα του και τις τρείς αδελφές του, το 1922 έφυγε από την Πατρίδα του τον Πόντο για να γλιτώσουν από την μανία και την γενοκτονία που διέπρατταν οι Τούρκοι και ήλθε στην Ελλάδα.
Σε ηλικία 2 μόλις ετών έχασε τον πατέρα του όταν τον επιστράτευσαν οι Τούρκοι στα Αμελέ –Ταπουρού, (Τάγματα εργασίας).
Γεννήθηκε από Κοτυωρήτες γονείς, τον Ιωάννη και την Μαγδαληνή Χιονίδη. Λόγω επαγγέλματος και ευκολίας προφοράς του ονόματος του από τους Αμερικανούς συναδέλφους του, μετέφρασε το επιθετό του σε «Snow» που σημαίνει Χιόνι στην Αγγλική γλώσσα.
Με το όνομα Snow έγινε ο πιό αξιοσέβαστος και επιτυχημένος Ιατρός και πρωτοπόρος στην μοντέρνα Αναισθησιολογία στην Βοστώνη. Αλλά ποτέ δεν ξέχασε τις ταπεινές του ρίζες και βοηθούσε απλόχερα όλους τους Έλληνες μετανάστες εδώ, στηρίζοντας τους, ψυχολογικώς και οικονομικώς. Ήταν ο καλύτερος στόν Ιατρικό τομέα που ακολούθησε, με την εμπειρία του και τα συγγράμματά του.
Ο Δρ. Χιονίδης ο οποίος ήταν διευθυντής αναισθησιολογίας για 26 χρόνια στο φημισμένο Νοσοκομείο, Mass Eye and Ear Infirmary, κατόπιν έγινε καθηγητής Αναισθησιολογίας στο Boston University School of Μedicine.
Ο Δρ. Χιονίδης ήταν από τους ιδρυτές πολλών Ελληνοαμερικανικών Συλλόγων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, όπως του Ελληνικού Ιατρικού και Οδοντιατρικού Συλλόγου της Νέας Αγγλίας, του Ελληνοποντιακού Συλλόγου Παναγία Σουμελά Βοστώνης, Ποντιακή Εστία Μασσαχουσέττης, της Ομοσπονδίας Ελληνοαμερικανικών Συλλόγων Νέας Αγγλίας.
Ο Δρ. Χιονίδης ήταν άνθρωπος με πολύ μεγάλη καρδιά, και ποτέ δεν κατέθεται τα όπλα εύκολα, ήταν αγωνιστής και μπροστάρης σ’όλα τα εθνικά μας θέματα.
Όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν τον Γιατρό ομιλούν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. « Ο Δρ. Χιονίδης είχε δυνατή θέληση και επιμονή» είπε η κυρία Μαρία Αναγνωστοπούλου του Ελληνικού Ινστιτούτου στο Cambridge της Μασσαχουσέττης.
Ο Νικόλαος Μαδίας διευθυντής του Caritas St. Elizabeth Medical Center in Brighton και η σύζυγος του, που γνώρισαν τον Γιατρό όταν ήταν φοιτητές της Ιατρικής είπε «πάντοτε τον βλέπαμε ως μία ακτίνα ελπίδος και σύμβολο του ότι κάποιος μπορεί να καταφέρει ότι θέλει σ’ αυτήν την ζωή αν επιμείνει αρκετά.»
Η Marcella Willock, πρώην διευθύντρια αναισθησιολογίας στο University Hospital, τον ονόμαζε « Άνθρωπο της Αναγέννησης».
« Ο Δρ. Χιονίδης αισθανόταν ότι είχε χρέος να τιμήσει το επάγγελμά του.»
Ήταν πολύ φιλάνθρωπος, το 1977 έφερε από την Ελλάδα τον μικρό Δημήτριο Αναστασόπουλο, με έξοδα δικά του, στην Βοστώνη όπου εγχειρίστηκε και ανάρρωσε.
Ο Δρ. Χιονίδης μετά που έφυγε από τον Πόντο με την μητέρα του και τις αδελφές του, τους πήρε ένα Γαλλικό πλοίο και τους μετέφερε σε ένα Ελληνικό νησί, όπου έμειναν σε ένα προσφυγικό κέντρο για 2½ χρόνια. Σύμφωνα με τον γαμπρό του, δικηγόρο Αργύρη Τυπάδη, θυμάται ο πεθερός του είπε ότι «από 3,500 ανθρώπους στο κέντρο, 1,500 απέθαναν από την διφθερία και άλλες λοιμώξεις». Από εκεί μεταφέρθηκαν στην Κατερίνη κάτω από τον Όλυμπο. Ή κυβέρνηση παραχώρησε στην οικογένεια του και σε άλλους πρόσφυγες ένα μικρό κομμάτι γής, να το καλλιεργήσουν για να ζήσουν.
Λίγο αργότερα η μητέρα του έπιασε δουλειά σε ένα ορφανοτροφείο αρρένων, τρεις ώρες μακριά από την Κατερίνη, όπου ζούσε μαζί με τα παιδιά της, και όπου ο Δρ. Χιονίδης πήγε στο σχολείο, επανήλθαν στην Κατερίνη τέσσερα χρόνια αργότερα.
Παράλληλα με την εκπαίδευση του, 12 χρονών ο Δρ. Χιονίδης εργάστηκε ως βοηθός σε ένα τυπογραφείο, και γρήγορα έγινε ο επιβλέπων του τυπογραφείου.
Εκεί τον γνώρισε κάποιος Ιατρός, αναγνωρίζοντας τις ικανότητες του, τον ενεθάρρυνε να σπουδάσει Ιατρική. Πέρασε τις εθνικές εισαγωγικές εξετάσεις της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με πολύ καλό βαθμό. Οι σπουδές του διεκόπηκαν πολλές φορές κατά την διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όταν το Πανεπιστήμιο έκλεισε και εργάστηκε σε Νοσοκομείο της Αθήνας.
Μετά την αποφοίτησή του το 1946 ο Δρ. Χιονίδης υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό για δύο έτη, κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1951 στην Νέα Υόρκη.
Το 1953 στεφανώθηκε την Άννα Ανδρεάδου, δεσποινίδα απο το Brighton, την οποία γνώρισε μέσω συγγενών, έζησαν στην Νέα Υόρκη έως ότου μετακόμισαν στην Βοστώνη το 1956. Ο Δρ. Χιονίδης συνταξιοδοτήθηκε στα 75 χρόνια από το University Hospital, University Hospital, τώρα Boston Medical Center.
Η συνταξιοδότηση, του χάρισε περισσότερο χρόνο να ασχοληθεί με το γράψιμο και τις διαλέξεις, εκτός από τα πολλά επιστημονικά βιβλία και συγγράμματα που έγραψε, εξέδωσε το βιβλίο « Πόντιοι στις Παραλίες του Πόντου» το οποίο εκδόθηκε στην Ελληνική και Αγγλική γλώσσα, επιμελείτο την έκδοση τριμηνιαίου περιοδικού «Τραπεζούς» στην Ελληνική και Αγγλική.
Ο Δρ. Χιονίδης ταξίδευε σε όλες τις Ηπείρους για να δώσει διαλέξεις για τον Ελληνικό Πολιτισμό και Ιστορία, ειδικά για την Ιστορία της γενέθλιας του γης, του αλησμόνητου Πόντου.
Τον Δρ. Χιονίδη, είχα την ευγενή τύχη να τον γνωρίσω όταν ήλθα στην Βοστώνη 18 ετών για σπουδές το 1970, μακριά από την γενέτειρα, τους δικούς μου, φίλους και συγγενείς χωρίς τα ήθη τα έθιμα τους χορούς τα τραγούδια μας.
Σαν να ήταν χθες, ενθυμούμε την χαρά που έκανα, όταν τα δεύτερα Χριστούγεννα που ήμουνα στην Βοστώνη, οταν λέγαμε τα Ποντιακά κάλαντα, γνώρισα τον Δρ. Χιονίδη «Τ’εμέτερον τον Γιατρόν» που ομιλούσε την ίδια γλώσσα, είχε τα ίδια ήθη, έθιμα, την ίδια αθώα και απλή καρδιά, ο μεγάλος γιατρός που γινόταν μικρός με τους μικρούς και μεγάλος όταν έπρεπε, αγνός, ευθύς, στοργικός, με πολύ αγάπη για την νεολαία.
Διοργάνωνε συγκεντρώσεις, ομιλίες, διαλέξεις και χορούς για τους Ελλήνες φοιτητές, ειδικά για εμάς τους Πόντιους φοιτητές, για να μην ξεχάσουμε την καταγωγή και ταυτότητά μας.
Εμψύχωνε όλους τους νέους διδάσκοντας με μεγάλη υπομονή την Ποντιακή διάλεκτο, πάντα έλεγε ότι η «Ποντιακή διάλεκτος είναι η πιστότερη αδελφή της Αρχαίας και Ομηρικής γλώσσας» και μας έκανε υπερήφανους για την Ελληνική μας καταγωγή και την ράτσα μας.
Θα χρειαζόταν χρόνος πολύς και πολλές σελίδες χάρτου για να εξιστορίσουμε όλα αυτά που έπραξε και μας εδίδαξε ο Γιατρόν έτσι τον γνωρίζανε όλοι.
Γιατρός ήταν συνώνυμο με τον Δρ. Χιονίδη, βοηθούσε απλόχερα όλους τους Έλληνες και ειδικά τους νέους.
Ένθυμούμε που μας συμβούλευε « Πρέπει να σπουδάσετε, τα πτυχία σας είναι τα διαβατήρια σας για την καλή ζωή, την απελευθέρωση και επιτυχία στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή».
Ίδρυσε με την Ποντιακή Νεολαία, τον Σύλλογο Παναγία Σουμελά Βοστώνης και ήταν ο πρώτος Πρόεδρος του Συλλόγου, τον οποίον αγάπησε και στήριξε παντιοτρόπως, πρωτοστάτησε να βρεθεί και να αγορασθεί το 1982 η στέγη του Συλλόγου, που ευρίσκεται στην καρδιά της Βοστώνης, ακόμα και την τελευταία στιγμή που αποδήμησε εις Κύριον, ρωτούσε για την μεγάλη του αγάπη, Παναγία Σουμελά.
Ο Δρ. Χιονίδης προς τον δρόμο για τα παλάτια του Άδη κρατούσε στο χέρι του λίγα λουλούδια, Παναγίας Δάκρα (Μάραντα), τα οποία ο ίδιος έκοψε από τον αύλιο χώρο του Μοναστηριού της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο, όταν το επισκεύθηκε, πριν 15 χρόνια.
Η Νεολαία μας, σε ένδειξη σεβασμού, τιμής και αγάπης προς την μνήμην του, συνόδευσε την σορό του στην τελευταία του κατοικία, ντυμένοι με παραδοσιακές Ποντιακές ενδυμασίες.
Αίσθανόμενοι την ανάγκη να αποχαιρετίσουμε στο ύστατο αντίο, τον δικό μας Γιατρό, με την ίδια γλώσσα που γεννήθηκε, πρωτοάκουσε της μητέρας του το νανούρισμα και πρόφερε τiς πρώτες του λέξεις ο ίδιος στον τόπο που γεννήθηκε, τον πολύπαθο και μυριοτραγουδισμένο Πόντο.
Ο Σύλλογος Παναγία Σουμελά Βοστώνης, φρόντισε για ένα ποίημα στην Ποντιακή Διάλεκτο με τον τίτλο « Τ’ εμέτερον ο Γιατρόν» αφιερωμένο στην Μνήμην, του μεγάλου Πόντιου Ιατρού Κωνσταντίνου Χιονίδη, που για μας ήταν η ζωντανή γέφυρα, μεταξύ Πόντου και Ελλάδος, ΗΠΑ, της παλαιάς γενιάς και της νεώτερης.
Άς είναι Αιωνία η μνήμη του.
Ο Δρ. Χιονίδης εκτός από την Σύζυγό του και την θυγατέρα του, αφήνει την αδελφή του, Μαρία Σαβίδου στο St. Petersburg, Florida.
<< Τ’ΜΕΤΕΡΟΝ Ο ΓΙΑΤΡΟΝ >>
Ελεγείον
Στον υπερ Ελληνοπόντιο απο τα Κοτύωρα (Ορτού)
Ιατρό Κωνσταντίνο Χιονίδη
Σήμερον μαύρος ουρανός
Ό Πόντον όλεν κλαίει,
Έχάσα Χιονίδην τον υιό μ’
Μοιρολογά και λέει.
Σήμερον μαύρος ουρανός
Σήμερον μαύρη μέρα,
Σήμερον φεύγει ο Ιατρόν
Πετά με περιστέρα.
Παίρεν την στράταν το μακρύν
Και πού πάει ‘κι ξέρει,
Αγράνεμον θα πέρ’ατόν
Οπίσ’ σ’ον Πόντον φέρει.
Δύο ονέματα έκουεν
Γιάννε και Κωνσταντίνε,
Ατός για τον Ελληνισμόν
Πολλά καλά εποίνε.
Πατρίδαν είχεν την Ορτούν
Τ’ Πόντου θεγατέραν,
Την Κατερίνην επεκεί
Εποίκενα μητέραν.
Πατρίδαν είχεν την Ορτούν
Του Πόντου περιστέραν,
Δύο χρονών ορφάνιεν
Ατός απο πατέραν.
Γενοκτονίαν γνώρισεν
Άπο μικρόν παιδίνι,
Ατός τον Κύριν έχασεν
Μωρόν ασ’ κουνίνι.
Τ’ ορμία και τ’ ορμόχειλα
Όλα μοιρολογούνε,
Ράχια και ραχιοκέφαλα
Άτόναν τραγωδούνε.
Άτόν όντας εχάσαμε
Άς λέγω σας πώς έτον,
Δευτέραν, ημέρα έξεργος
Τη Παναΐας έτον.
Όχτώ Σταυρίτα μεσημέρ’
Ό καίρον λιβωμένος,
Άμον Άητέντσ επέταξεν
Σ’άσπρα φορεμένος.
Ή Παναΐα Σουμελά
Έσέν θα παραστέκει,
Καί σήν Ορτούν την έμορφον,
Έσέν θα φέρ’ και θέκει.
Ποντιομάνα Σουμελά
Έγκάλιν ανοί’ τρανόνι,
Θα πέρ’ και πάει φέρ’ εσέν
Σ’ Πόντου το γιαλόνι.
Άν πάς άρ’ άμε ‘ς σο καλόν
Μελίγαλαν η στράτα σ’,
Άγγέλ’ να παραστέκ’ν σεν
Και η καλέσσα η μάνα σ’.
Λαφρύν, λαφρύν και ‘ξίλαφρον
Το χώμαν ντο σκεπά’ει σεν,
Με των αγίων τά ψήα
Θεόν θ’αναπά’ει σεν.
Σ’άλλο τον κόσμον όντας πάς
Άητέντς τ’παραδείσι,
Άν έλεπ’ς άλλους Πόντιους
Χαιρέτιας να δίσει.
Σ’ον Πόντον όντας έπηεν
Άμον τον μουσαφίρην,
Την Παναγιάν προσκύνησεν
Το μέγαν μοναστήριν.
Άσην αυλήν τη Σουμελάς
Σώρεψεν τσιτσακόπα,
Όλίγον χώμαν άγιον
Και δύο λιθαρόπα.
Έκράνεν πέντε μάραντα
Δάκρα τη Παναΐας,
Την μάνναν’ ατ να φέρ’ ατα
Να χαίρεται η καρδία τς.
Πολλά φουρτούνας έσυρεν
Ό Γιάτρον ο Χιονίδης,
Ατόν πολλά εγάπανεν
Ο Πέπης ο Κοσμίδης.
Γάλε γάλε έφυεν
Άμον πουλίν το ψυόπος,
Σ’ κοιμητήρι σ’ θ’έρχουμαι
Κι’ άφτω το κερόπο σ’
Πορτολόϊσ, ο Σταματέτες
Βοστώνη, 8 Σταυρίτα, 2008