του Κυριάκου Ιωσηφίδη
Πρέπει να ομολογήσω, αγαπητοί συμπατριώτες, ότι χρειάστηκε να παλέψω μέσα μου πάρα πολύ πριν κάτσω να γράψω αυτό το σημείωμα, αυτή την επιστολή μου με πολλούς αποδέκτες. Και χρειάστηκε να παλέψω μέσα μου πάρα πολύ, όχι για το αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να αντιδράσω ή να καταγγείλω αυτά που είδα κι άκουσα -εξάλλου τα είδαν και άκουσαν όλοι(!!!)- αλλά για τον τρόπο έκφρασης και το λεξιλόγιο που θα επέλεγα σ’ αυτή μου τη γραπτή διαμαρτυρία. Ο χρόνος είναι κακός σύμβουλος σ’ αυτές τις περιπτώσεις, έτσι οι μέρες που κύλησαν από τότε θέλω να πιστεύω ότι επέδρασαν αρκετά προς την κατεύθυνση να μη χρησιμοποιήσω υβριστικές εκφράσεις ούτε έξαλλο λόγο στη διατύπωση. Όλ’ αυτά θα ήταν αδύνατο να τα αποφύγω αν καθόμουνα αμέσως την επομένη να γράψω την επιστολή μου.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Στις 09-01-2010 το βράδυ στην τηλεόραση της ΝΕΤ, η τηλεοπτική εκπομπή «Στην υγειά μας» του αξιότατου κατά τ’ άλλα ηθοποιού και παραγωγού εκπομπών Σπύρου Παπαδόπουλου ήταν αφιερωμένη στο Δημοτικό Τραγούδι. Μια εκπομπή από τις πρώτες του καινούργιου χρόνου, αφιερωμένη στο Δημοτικό Τραγούδι, σηματοδοτεί τη μεγάλη σημασία που θέλει να δώσει ο παραγωγός στο θέμα του.
Μάλιστα όταν τη συγκεκριμένη εκπομπή τη βλέπουν στις πέντε ηπείρους, είτε δορυφορικά είτε μέσω INTERNET, τότε η σημασία του περιεχομένου παίρνει άλλες διαστάσεις, δεν στοχεύει μόνο στην ψυχαγωγία αλλά και στη διατήρηση και διάδοση του λαϊκού μας μουσικού πλούτου και των λαϊκών μας χορών. Γίνεται γέφυρα πολιτισμού ανάμεσα στο παρελθόν και το παρών, ανάμεσα στην πατρίδα και τους ξενιτεμένους, ανάμεσα στο καταξιωμένο ελληνικό και στη θολούρα της σύγχρονης αναζήτησης. Αυτό η εκπομπή το πέτυχε. Είναι πολύ μεγάλη υπόθεση να βλέπεις τον μεγάλο Πετρολούκα Χαλκιά δίπλα-δίπλα με το νέο αστέρι της δημοτικής μας μουσική τη νεαρή πια τώρα Αρετούλα Κατιμέ. Να βλέπεις νέους ανθρώπους σπουδασμένους να ασχολούνται με τη δημοτική μουσική, σε αγαστή συνεργασία με τους παλιούς καταξιωμένους λαϊκούς καλλιτέχνες, κι ακόμη να βλέπεις λεβέντες και λεβέντισσες να χορεύουν τους ωραίους παραδοσιακούς Ελληνικούς Δημοτικούς Χορούς.
Περίμενα κι εγώ. Λέω, δε μπορεί, θα δούμε και ποντιακά. Και είδαμε!!!
Τώρα τι είδαμε, ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Καλά, προσπάθησαν τόσο πολύ, απ’ όσο τουλάχιστον δήλωσε ο συνοδός επικεφαλής τους, για να μπορούν να μας εξευτελίσουν; Γιατί τι άλλο παρά "ξεφτίλα" είναι όταν κακοποιείς τους χορούς, σε σημείο να μην καταλαβαίνεις με ποιο χορό ξεκινάνε και με ποιο τελειώνουνε (αχταρμά). Τι άλλο παρά "ξεφτίλα" είναι όταν ντύνεις παλικάρια (τα κορίτσια πάει κι έρχεται, τη γλιτώνουνε) όχι για να πάνε στη γιορτή, στο πανηγύρι, αλλά έτοιμους για το χωράφι, για τα ξύλα ή για τα χτήνια; Τα εγκόλπια τους μάραναν. Καταργούμε πρώτα εντελώς αυθαίρετα την ανδρική ζυπούνα ή το ισλούκ ή το καπακλίν ή το κοντέσ και επιβάλουμε σκέτο το γελέκ ή το τζαμντάν (τουρκ.) (είδος γιλέκου) πάνω από ένα περίεργο πουκάμισο (καμίσ’) από ένα ύφασμα καρό σαν αυτό που φτιάχνανε κάποτε τις πετσέτες που βάλαμε το προσφάι για το χωράφι. Τώρα ποιος φαεινός εγκέφαλος το κατέβασε να μας παρουσιάσει με τέτοια πουκάμισα που τείνουν μάλιστα να γίνουν και μόδα, δεν ξέρω, μπορεί να ελπίζει να αναγνωριστεί ως μετρ της υψηλής ραπτικής, ο «Πόντιος Βερσάτσε».
Γράφει στο «Αρχείο του Πόντου» ο μεγάλος μελετητής της λαογραφίας μας Δ. Η. Οικονομίδης (τ. Β’, σελ. 7, Αθήνα 1929): «Το καμίσ’ όπερ κατεσκευάζετο από άσπρον παννίον, χασέν, λινόν ή και δίμιτον…» αλλά ποιος δίνει σημασία; Οι νέοι φερέλπιδες ερευνητές, μελετητές, αναλυτές και δε ξέρω τι άλλο, θα ανακαλύψουν «το κενό που υπάρχει» και δουλεύουν να το καλύψουν. Δεν ξέρω τι θα καλύψουν, ξέρω όμως ότι εμάς μας δουλεύουν και μάλιστα ψιλό γαζί.
Καμιά σχέση βέβαια οι "περι ων ο λόγος" τους νέους επιστήμονές μας που ενδιαφέρονται πράγματι να κάνουν σοβαρές μελέτες στα πλαίσια των σπουδών τους.
Και σαν συμπλήρωμα της ενδυμασίας έρχεται βέβαια και η αρματωσιά.
Πού όμως, ρε παιδιά, σε μισόγυμνους ανθρώπους; Είναι δυνατόν να αρματώνεσαι πριν ντυθείς; Βάλαμε το γελέκ’, βάλαμε το ζωνάρ’ να ξεκινάει απ’ το στήθος, μέχρι κάτω από τη μέση, (άλλο πάλι τούτο, να φοράνε το ζωνάρι εικοσάχρονα παιδιά σαν ογδοντάρηδες γέροι) και είμαστε έτοιμοι να αρματωθούμε. Έρχεται και το σιλάχ και δένει την καρικατούρα. Άλλα αν ήταν μόνο θέμα καρικατούρας, ίσως, λέμε ίσως, τα πράγματα να ήταν εύκολα και να προκαλούσαν γέλια, ή και κλάματα, αλλά τίποτε παραπάνω. Όμως υπάρχει και συνέχεια.
Όλοι αυτοί λοιπόν που διαπίστωσαν την ύπαρξη κενού (δεν ξέρω αν το κενό αφορά στο αντικείμενο ή στο υποκείμενο) κάτσανε και είπανε: για καθίστε, ρε παιδιά, πριν να υιοθετήσουν και προσαρμόσουν στα δικά τους δεδομένα και ανάγκες τις ζίπκες οι Πόντιοι, τι φορούσανε; Ποια ήταν ‘η προ ζίπκας ενδυμασία’; Μιλάμε για μεγάλο στοχασμό, για πρωτότυπη σκέψη. Για ερευνητικά μυαλά ξουράφι.
Ποια μπορεί να ήταν η ενδυμασία των Ποντίων πριν τις ζίπκες, κύριοι αυτοαποκαλούμενοι ερευνητές, αν όχι αυτή που επέβαλε το ΄Ντοβλέτι΄ στους Ραγιάδες κατά τόπους (συνήθως κοντά Βιλαέτια); Ή αυτό δεν το ξέρετε; Και γιατί θα πρέπει να ξαναπάμε δυο περίπου αιώνες πίσω; Για να αναστήσουμε τι; Ό,τι εκπροσωπεί την άγρια καταπίεση του Τούρκου δυνάστη; Γιατί υιοθέτησαν τις ζίπκες οι Πόντιοι; Αφού τις προσάρμοσαν, το ξανατονίζω, έτσι που να ξεχωρίζουν από τις Λαζικές, τις Γεωργιανές και άλλες καυκασιανές.
Πότε έγινε αυτό και τι σηματοδοτούσε; Συνδέεται ή δε συνδέεται με το χάτι σερίφ και το χάτι χουμαγιούκ; Ερευνητές(!!!) είστε, ψάξτε τα.
Αλλά εδώ δεν έχουμε ‘κάλυψη κενού’ -μια ματιά στο «Αρχείο του Πόντου τ. Β’, Αθήνα 1929» θα μας έλυνε τις απορίες και θα γέμιζε τα κενά μας όπου κι αν αυτά παρουσιάζονται. Εδώ έχουμε ευθεία στρέβλωση της αλήθειας στην καλύτερη περίπτωση, και απροκάλυπτη προσβολή της εθνικής μας αξιοπρέπειας στη χειρότερη.
Με τι ντύσατε, κύριε ή κύριοι υπεύθυνοι, το νεαρό εκείνο παιδί και το εντάξατε σε κείνη την ομάδα των ζιπκοφόρων (με όλες τις ατέλειές τους) και τι παρίστανε; Ήταν ή δεν ήταν ντυμένος τούρκικα; Πού τα βρήκατε το κόκκινο κοντέσ, το κόκκινο φέσι και την τούρκικη βράκα; Ποιος σας έδωσε την εξουσία να επιβάλετε ξανά ως νέοι Οθωμανοί τις φορεσιές των ραγιάδων;
Εμείς αυτές τις αλλάξαμε. Όχι εδώ αλλά εκεί στον Πόντο. Το φέσι το αντικαταστήσαμε πολύ πριν και οι ίδιοι οι Τούρκοι το πετάξουν. Τι θέλετε να δημιουργήσετε; Πού το πάτε; Ποιανών τα κελεύσματα υπηρετείτε;
Πρέπει όμως, αν θέλω να είμαι δίκαιος στην κριτική μου, να πω όλη την αλήθεια προς κάθε κατεύθυνση. Θέλετε να προωθήσετε νέα πρότυπα, νέες απόψεις για τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά της ράτσας μας. Οι θεματοφύλακες όμως αυτών των πραγμάτων τι κάνουν; Οι Σύλλογοι, οι Ομοσπονδίες, τα Πνευματικά μας Ιδρύματα και Οργανώσεις πώς αντιδρούν; Μήπως στο βωμό των ισορροπιών (τα ψηφαλάκια) ‘ποιούν την νίσσαν’, κοινώς «κάνουν την πάπια». Και τι θα πρέπει να κάνουμε δηλαδή; Πάλι θα τα φορτώσουμε στον πατριωτισμό των Ελλήνων (ακροτελεύτιο άρθρο όλων των Συνταγμάτων της χώρας μας); Πάλι μεμονωμένα πρέπει να κινηθούμε;
Δυστυχώς η πρόσφατη ιστορία δεν δείχνει κάτι καλύτερο εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων όταν δεν κινδυνεύει ν’ ανοίξει καμιά μύτη. Τότε όμως, κύριοι της Π.Ο.Ε., της Ευξείνου Λέσχης Θεσ/νίκης, ακόμα και της ΔΙΣΥΠΕ, αν μας αναγκάσετε να προσφύγουμε ως μεμονωμένοι πολίτες στην Ελληνική Δικαιοσύνη, κάνοντας χρήση των νόμων περί προσβολής Εθνικής Αξιοπρέπειας, εθνικών συμβόλων κ.λπ., τότε κι εσείς θα είστε υπόλογοι ως ηθικοί αυτουργοί για όλες αυτές τις ασχήμιες τις οποίες στην καλύτερη περίπτωση καλύπτετε με την ανοχή σας.
Εύχομαι να μη χρειαστεί να επανέλθω, γιατί τότε δεν θα είμαι ένας, θα είναι πολλοί, θα είναι γενική κατακραυγή, θα είναι κίνημα εξυγίανσης. Η διαδρομή μου στα ποντιακά πράγματα αλλά και γενικότερα στη δημόσια ζωή θεωρώ ότι μου δίνει όχι μόνο το δικαίωμα αλλά με φορτώνει και ευθύνες για όλα αυτά, κι ο λόγος μου συμβόλαιο.
Με άπειρες ευχές για ειρήνη και ευτυχία στην καινούργια χρονιά 2010 αλλά με πολύ βαριά καρδιά για όλα τα παραπάνω.
Ιωσηφίδης Δ. Κυριάκος
πρώην Αντιπρόεδρος Σ.ΠΟ.Σ. Θεσ/νίκης, Πρόεδρος Ένωσης Ποντιακής
Νεολαίας Ελλάδος, Μέλος Δ.Σ. της Ε.Λ.Θ. επί σειρά ετών, Μέλος Δ.Σ. της
Καλλιτεχνικής Στέγης Ποντίων Β. Ελλάδος, Χορευτής και Χοροδιδάσκαλος
από το 1968 έως πρόσφατα σε πολλά σωματεία της Θεσσαλονίκης και της
Πτολεμαΐδας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ποντιακή Γνώμη - Τεύχος Μαρτίου
Πρέπει να ομολογήσω, αγαπητοί συμπατριώτες, ότι χρειάστηκε να παλέψω μέσα μου πάρα πολύ πριν κάτσω να γράψω αυτό το σημείωμα, αυτή την επιστολή μου με πολλούς αποδέκτες. Και χρειάστηκε να παλέψω μέσα μου πάρα πολύ, όχι για το αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να αντιδράσω ή να καταγγείλω αυτά που είδα κι άκουσα -εξάλλου τα είδαν και άκουσαν όλοι(!!!)- αλλά για τον τρόπο έκφρασης και το λεξιλόγιο που θα επέλεγα σ’ αυτή μου τη γραπτή διαμαρτυρία. Ο χρόνος είναι κακός σύμβουλος σ’ αυτές τις περιπτώσεις, έτσι οι μέρες που κύλησαν από τότε θέλω να πιστεύω ότι επέδρασαν αρκετά προς την κατεύθυνση να μη χρησιμοποιήσω υβριστικές εκφράσεις ούτε έξαλλο λόγο στη διατύπωση. Όλ’ αυτά θα ήταν αδύνατο να τα αποφύγω αν καθόμουνα αμέσως την επομένη να γράψω την επιστολή μου.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Στις 09-01-2010 το βράδυ στην τηλεόραση της ΝΕΤ, η τηλεοπτική εκπομπή «Στην υγειά μας» του αξιότατου κατά τ’ άλλα ηθοποιού και παραγωγού εκπομπών Σπύρου Παπαδόπουλου ήταν αφιερωμένη στο Δημοτικό Τραγούδι. Μια εκπομπή από τις πρώτες του καινούργιου χρόνου, αφιερωμένη στο Δημοτικό Τραγούδι, σηματοδοτεί τη μεγάλη σημασία που θέλει να δώσει ο παραγωγός στο θέμα του.
Μάλιστα όταν τη συγκεκριμένη εκπομπή τη βλέπουν στις πέντε ηπείρους, είτε δορυφορικά είτε μέσω INTERNET, τότε η σημασία του περιεχομένου παίρνει άλλες διαστάσεις, δεν στοχεύει μόνο στην ψυχαγωγία αλλά και στη διατήρηση και διάδοση του λαϊκού μας μουσικού πλούτου και των λαϊκών μας χορών. Γίνεται γέφυρα πολιτισμού ανάμεσα στο παρελθόν και το παρών, ανάμεσα στην πατρίδα και τους ξενιτεμένους, ανάμεσα στο καταξιωμένο ελληνικό και στη θολούρα της σύγχρονης αναζήτησης. Αυτό η εκπομπή το πέτυχε. Είναι πολύ μεγάλη υπόθεση να βλέπεις τον μεγάλο Πετρολούκα Χαλκιά δίπλα-δίπλα με το νέο αστέρι της δημοτικής μας μουσική τη νεαρή πια τώρα Αρετούλα Κατιμέ. Να βλέπεις νέους ανθρώπους σπουδασμένους να ασχολούνται με τη δημοτική μουσική, σε αγαστή συνεργασία με τους παλιούς καταξιωμένους λαϊκούς καλλιτέχνες, κι ακόμη να βλέπεις λεβέντες και λεβέντισσες να χορεύουν τους ωραίους παραδοσιακούς Ελληνικούς Δημοτικούς Χορούς.
Περίμενα κι εγώ. Λέω, δε μπορεί, θα δούμε και ποντιακά. Και είδαμε!!!
Τώρα τι είδαμε, ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Καλά, προσπάθησαν τόσο πολύ, απ’ όσο τουλάχιστον δήλωσε ο συνοδός επικεφαλής τους, για να μπορούν να μας εξευτελίσουν; Γιατί τι άλλο παρά "ξεφτίλα" είναι όταν κακοποιείς τους χορούς, σε σημείο να μην καταλαβαίνεις με ποιο χορό ξεκινάνε και με ποιο τελειώνουνε (αχταρμά). Τι άλλο παρά "ξεφτίλα" είναι όταν ντύνεις παλικάρια (τα κορίτσια πάει κι έρχεται, τη γλιτώνουνε) όχι για να πάνε στη γιορτή, στο πανηγύρι, αλλά έτοιμους για το χωράφι, για τα ξύλα ή για τα χτήνια; Τα εγκόλπια τους μάραναν. Καταργούμε πρώτα εντελώς αυθαίρετα την ανδρική ζυπούνα ή το ισλούκ ή το καπακλίν ή το κοντέσ και επιβάλουμε σκέτο το γελέκ ή το τζαμντάν (τουρκ.) (είδος γιλέκου) πάνω από ένα περίεργο πουκάμισο (καμίσ’) από ένα ύφασμα καρό σαν αυτό που φτιάχνανε κάποτε τις πετσέτες που βάλαμε το προσφάι για το χωράφι. Τώρα ποιος φαεινός εγκέφαλος το κατέβασε να μας παρουσιάσει με τέτοια πουκάμισα που τείνουν μάλιστα να γίνουν και μόδα, δεν ξέρω, μπορεί να ελπίζει να αναγνωριστεί ως μετρ της υψηλής ραπτικής, ο «Πόντιος Βερσάτσε».
Γράφει στο «Αρχείο του Πόντου» ο μεγάλος μελετητής της λαογραφίας μας Δ. Η. Οικονομίδης (τ. Β’, σελ. 7, Αθήνα 1929): «Το καμίσ’ όπερ κατεσκευάζετο από άσπρον παννίον, χασέν, λινόν ή και δίμιτον…» αλλά ποιος δίνει σημασία; Οι νέοι φερέλπιδες ερευνητές, μελετητές, αναλυτές και δε ξέρω τι άλλο, θα ανακαλύψουν «το κενό που υπάρχει» και δουλεύουν να το καλύψουν. Δεν ξέρω τι θα καλύψουν, ξέρω όμως ότι εμάς μας δουλεύουν και μάλιστα ψιλό γαζί.
Καμιά σχέση βέβαια οι "περι ων ο λόγος" τους νέους επιστήμονές μας που ενδιαφέρονται πράγματι να κάνουν σοβαρές μελέτες στα πλαίσια των σπουδών τους.
Και σαν συμπλήρωμα της ενδυμασίας έρχεται βέβαια και η αρματωσιά.
Πού όμως, ρε παιδιά, σε μισόγυμνους ανθρώπους; Είναι δυνατόν να αρματώνεσαι πριν ντυθείς; Βάλαμε το γελέκ’, βάλαμε το ζωνάρ’ να ξεκινάει απ’ το στήθος, μέχρι κάτω από τη μέση, (άλλο πάλι τούτο, να φοράνε το ζωνάρι εικοσάχρονα παιδιά σαν ογδοντάρηδες γέροι) και είμαστε έτοιμοι να αρματωθούμε. Έρχεται και το σιλάχ και δένει την καρικατούρα. Άλλα αν ήταν μόνο θέμα καρικατούρας, ίσως, λέμε ίσως, τα πράγματα να ήταν εύκολα και να προκαλούσαν γέλια, ή και κλάματα, αλλά τίποτε παραπάνω. Όμως υπάρχει και συνέχεια.
Όλοι αυτοί λοιπόν που διαπίστωσαν την ύπαρξη κενού (δεν ξέρω αν το κενό αφορά στο αντικείμενο ή στο υποκείμενο) κάτσανε και είπανε: για καθίστε, ρε παιδιά, πριν να υιοθετήσουν και προσαρμόσουν στα δικά τους δεδομένα και ανάγκες τις ζίπκες οι Πόντιοι, τι φορούσανε; Ποια ήταν ‘η προ ζίπκας ενδυμασία’; Μιλάμε για μεγάλο στοχασμό, για πρωτότυπη σκέψη. Για ερευνητικά μυαλά ξουράφι.
Ποια μπορεί να ήταν η ενδυμασία των Ποντίων πριν τις ζίπκες, κύριοι αυτοαποκαλούμενοι ερευνητές, αν όχι αυτή που επέβαλε το ΄Ντοβλέτι΄ στους Ραγιάδες κατά τόπους (συνήθως κοντά Βιλαέτια); Ή αυτό δεν το ξέρετε; Και γιατί θα πρέπει να ξαναπάμε δυο περίπου αιώνες πίσω; Για να αναστήσουμε τι; Ό,τι εκπροσωπεί την άγρια καταπίεση του Τούρκου δυνάστη; Γιατί υιοθέτησαν τις ζίπκες οι Πόντιοι; Αφού τις προσάρμοσαν, το ξανατονίζω, έτσι που να ξεχωρίζουν από τις Λαζικές, τις Γεωργιανές και άλλες καυκασιανές.
Πότε έγινε αυτό και τι σηματοδοτούσε; Συνδέεται ή δε συνδέεται με το χάτι σερίφ και το χάτι χουμαγιούκ; Ερευνητές(!!!) είστε, ψάξτε τα.
Αλλά εδώ δεν έχουμε ‘κάλυψη κενού’ -μια ματιά στο «Αρχείο του Πόντου τ. Β’, Αθήνα 1929» θα μας έλυνε τις απορίες και θα γέμιζε τα κενά μας όπου κι αν αυτά παρουσιάζονται. Εδώ έχουμε ευθεία στρέβλωση της αλήθειας στην καλύτερη περίπτωση, και απροκάλυπτη προσβολή της εθνικής μας αξιοπρέπειας στη χειρότερη.
Με τι ντύσατε, κύριε ή κύριοι υπεύθυνοι, το νεαρό εκείνο παιδί και το εντάξατε σε κείνη την ομάδα των ζιπκοφόρων (με όλες τις ατέλειές τους) και τι παρίστανε; Ήταν ή δεν ήταν ντυμένος τούρκικα; Πού τα βρήκατε το κόκκινο κοντέσ, το κόκκινο φέσι και την τούρκικη βράκα; Ποιος σας έδωσε την εξουσία να επιβάλετε ξανά ως νέοι Οθωμανοί τις φορεσιές των ραγιάδων;
Εμείς αυτές τις αλλάξαμε. Όχι εδώ αλλά εκεί στον Πόντο. Το φέσι το αντικαταστήσαμε πολύ πριν και οι ίδιοι οι Τούρκοι το πετάξουν. Τι θέλετε να δημιουργήσετε; Πού το πάτε; Ποιανών τα κελεύσματα υπηρετείτε;
Πρέπει όμως, αν θέλω να είμαι δίκαιος στην κριτική μου, να πω όλη την αλήθεια προς κάθε κατεύθυνση. Θέλετε να προωθήσετε νέα πρότυπα, νέες απόψεις για τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά της ράτσας μας. Οι θεματοφύλακες όμως αυτών των πραγμάτων τι κάνουν; Οι Σύλλογοι, οι Ομοσπονδίες, τα Πνευματικά μας Ιδρύματα και Οργανώσεις πώς αντιδρούν; Μήπως στο βωμό των ισορροπιών (τα ψηφαλάκια) ‘ποιούν την νίσσαν’, κοινώς «κάνουν την πάπια». Και τι θα πρέπει να κάνουμε δηλαδή; Πάλι θα τα φορτώσουμε στον πατριωτισμό των Ελλήνων (ακροτελεύτιο άρθρο όλων των Συνταγμάτων της χώρας μας); Πάλι μεμονωμένα πρέπει να κινηθούμε;
Δυστυχώς η πρόσφατη ιστορία δεν δείχνει κάτι καλύτερο εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων όταν δεν κινδυνεύει ν’ ανοίξει καμιά μύτη. Τότε όμως, κύριοι της Π.Ο.Ε., της Ευξείνου Λέσχης Θεσ/νίκης, ακόμα και της ΔΙΣΥΠΕ, αν μας αναγκάσετε να προσφύγουμε ως μεμονωμένοι πολίτες στην Ελληνική Δικαιοσύνη, κάνοντας χρήση των νόμων περί προσβολής Εθνικής Αξιοπρέπειας, εθνικών συμβόλων κ.λπ., τότε κι εσείς θα είστε υπόλογοι ως ηθικοί αυτουργοί για όλες αυτές τις ασχήμιες τις οποίες στην καλύτερη περίπτωση καλύπτετε με την ανοχή σας.
Εύχομαι να μη χρειαστεί να επανέλθω, γιατί τότε δεν θα είμαι ένας, θα είναι πολλοί, θα είναι γενική κατακραυγή, θα είναι κίνημα εξυγίανσης. Η διαδρομή μου στα ποντιακά πράγματα αλλά και γενικότερα στη δημόσια ζωή θεωρώ ότι μου δίνει όχι μόνο το δικαίωμα αλλά με φορτώνει και ευθύνες για όλα αυτά, κι ο λόγος μου συμβόλαιο.
Με άπειρες ευχές για ειρήνη και ευτυχία στην καινούργια χρονιά 2010 αλλά με πολύ βαριά καρδιά για όλα τα παραπάνω.
Ιωσηφίδης Δ. Κυριάκος
πρώην Αντιπρόεδρος Σ.ΠΟ.Σ. Θεσ/νίκης, Πρόεδρος Ένωσης Ποντιακής
Νεολαίας Ελλάδος, Μέλος Δ.Σ. της Ε.Λ.Θ. επί σειρά ετών, Μέλος Δ.Σ. της
Καλλιτεχνικής Στέγης Ποντίων Β. Ελλάδος, Χορευτής και Χοροδιδάσκαλος
από το 1968 έως πρόσφατα σε πολλά σωματεία της Θεσσαλονίκης και της
Πτολεμαΐδας.