του Θεοδόση Κυριακίδη
[1]Ο χώρος στον οποίο είμαστε σήμερα συγκεντρωμένοι, δεν είναι από τους χώρους εκείνους που παραμένουν αδιάφοροι στο πέρασμα των αιώνων. Το να μιλήσει κανείς για την ιστορία της Μονής του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, μέσα σε 15-20 λεπτά αποτελεί μια ουτοπία. Δεν αρκούν ούτε για να σημειώσουμε τους σημαντικότερους σταθμούς της κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη Μονή, που ανιστορήθηκε εδώ στο χωριό Άγιος Δημήτριος Κοζάνης, σηματοδοτεί τη συνέχεια μιας πλούσιας ιστορίας 1700 και πλέον ετών. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στο Αρχειοφυλάκιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη έχουνε βρεθεί γύρω στα 300 έγγραφα που αφορούν τη μονή του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνα. Παρόλα αυτά θα προσπαθήσουμε σήμερα να σκιαγραφήσουμε συνοπτικά την ιστορία της Μονής τονίζοντας τα σημαντικότερα στοιχεία που την αφορούν.
Η Μονή του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνα αποτελεί μια από τις τρεις μεγαλύτερες και πιο γνωστές μονές του Πόντου, οι άλλες δυο είναι η της Παναγίας Σουμελά και η του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, ενώ είναι και η αρχαιότερη. Ιδρύθηκε σύμφωνα με την παράδοση το 270 μ.Χ. από αναχωρητές χριστιανούς, οι οποίοι κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό του Πόντου για να αποφύγουν τους διωγμούς του Δεκίου (249-251) και του Βαλλεριανού (253-260). Εκεί τους βρήκε κάποιος άλλος αναχωρητής από τη Μικρά Ασία με το όνομα Ιωάννης και από κοινού αποφάσισαν να ιδρύσουν τη Μονή[2].
Για την προέλευση του ονόματος υπάρχουν δυο απόψεις. Η πρώτη υποστηρίζει πως η Μονή έλαβε την ονομασία από το όρος πάνω στο οποίο χτίστηκε και η δεύτερη, πως έλαβε την ονομασία της από την περιοχή στην οποία ξεκίνησε το κήρυγμα του ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η οποία ονομαζόταν γη Ζαβουλών. Έπειτα από παραφθορά η ονομασία Ζαβουλών μετατράπηκε τα τελευταία χρόνια σε Βαζελών[3].
Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνα στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της έδρασε ευεργετικά απέναντι στη μονή της Παναγίας Σουμελά κατά την ίδρυση της τελευταίας το 386 μ.Χ. Συγκεκριμένα, οι ιδρυτές της Σουμελά Βαρνάβας και Σωφρώνιος όταν έφτασαν στο σημείο όπου θα έχτιζαν τη Μονή βρέθηκαν σε μεγάλη ανάγκη μη μπορώντας να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Τότε παρουσιάστηκε στον ηγούμενο της Μονής του Βαζελώνα σε όραμα ο Άγιος Ιωάννης, ο οποίος τον πρόσταξε να βοηθήσει τους δούλους της Θεοτόκου. Ο ηγούμενος έστειλε τρεις μοναχούς με τρία μουλάρια φορτωμένα με όλα τα χρειώδη. Από τότε η Μονή Σουμελά έστελνε κάθε χρόνο προς ένδειξη ευγνωμοσύνης στη Μονή του Βαζελώνα 50 άσπρα, 12 οκάδες κερί και λάδι και κάθε εφτά χρόνια ένα μουλάρι. Το έθιμο αυτό κράτησε μέχρι το 1800 οπότε με αίτηση του ηγουμένου της Σουμελά καταργήθηκε[4].
Η πρώτη μονή καταστράφηκε από τους Πέρσες στα τέλη του 6ου αιώνα αλλά αναγέρθηκε μεγαλύτερη και λαμπρότερη από το στρατηγό του Ιουστινιανού Βελισάριο. Η δαπάνη της ανέγερσης καλύφθηκε από το αυτοκρατορικό ταμείο ενώ ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός εξέδωσε υπέρ της Μονής χρυσόβουλο με το οποίο την ανακήρυξε Βασιλική. Η μονή ανοικοδομήθηκε, σε απόσταση μιας ώρας από την αρχική της θέση για να προστατεύεται καλύτερα από τις επιδρομές, στη θέση στην οποία βρίσκονται και σήμερα τα ερείπια της[5].
Η μονή του Βαζελώνα κατά τα βυζαντινά χρόνια περνά μια περίοδο άνθησης, καθώς οι ίδιοι οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας την προστατεύουν και την ευεργετούν. Μάλιστα σώζονταν σε αντίγραφα του 17ου αιώνα τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, υπέρ της Μονής των Μεγάλων Κομνηνών Αλεξίου Γ΄ (1349-1390) και Μανουήλ Γ΄ (1390-1416/17)[6]. Την περίοδο αυτή, το φαινόμενο της κατοχής μεγάλων εκτάσεων γης από τις Μονές ήταν σύνηθες, καθώς πολλές φορές ο αυτοκράτορας δώριζε κτήματα στις Μονές[7] και ανέθετε την προστασία τους στους πάροικους, οι οποίοι ζούσαν γύρω από τις Μονές και καλλιεργούσαν τα κτήματα που τους είχαν παραχωρηθεί[8]. Φαίνεται, μάλιστα, πως απολάμβαναν ιδιαίτερα φοροαπαλλακτικά προνόμια[9] τα οποία συνεχίστηκαν και κατά την Οθωμανική περίοδο[10].
Η Μονή απέκτησε μια ιδιόμορφη εξουσία στους κατοίκους της περιοχής, με τα προνόμια που παραχωρήθηκαν από τους αυτοκράτορες της Τραπεζούντας, η οποία αυξήθηκε και αποκρυσταλλώθηκε με τον θεσμό της εξαρχίας[11]. Πολλά από τα προνόμια αυτά, αναγνωρίστηκαν και από τους πρώτους Οθωμανούς σουλτάνους, κυρίως, βέβαια, για λόγους που εξυπηρετούσαν τους ίδιους.
Το 1461 με την πτώση και της ελληνικής Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και με τη σταδιακή κατάκτηση των ανεξαρτήτων φρουρίων, όλη η Μικρά Ασία καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς. Εκτός των άλλων δεινών που υπέστησαν οι χριστιανοί, πολλά κτήματα βασιλικά και μοναστηριακά περιέπεσαν στην κατάσταση των Τιμαρίων[12]. Ιδιαίτερα φαίνεται πως τα μοναστήρια που βρίσκονταν μέσα στην πόλη της Τραπεζούντας και γύρω από αυτήν, έχασαν όλη την περιουσία τους και πολλά από αυτά έπαψαν να λειτουργούν αμέσως μετά την Οθωμανική κατάκτηση. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, τα τρία μεγάλα μοναστήρια της Ματσούκας, δηλαδή της Σουμελά, του Περιστερεώτα και του Βαζελώνα, διατήρησαν τις περιουσίες τους σχεδόν ανέπαφες μετά το 1461. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους, για τους οποίους το βάνδο της Ματσούκας ήταν πιο διακεκριμένο, από άλλα βάνδα στην περιοχή του Πόντου και μάλιστα από πολλά άλλα μέρη του Βυζαντινού κόσμου[13]. Η Μονή του Βαζελώνα έχασε κάποια μικρά αγροτεμάχια στην εξαρχία της, εξαιτίας του ότι τα κατείχε από κοινού με κάποιες αριστοκρατικές οικογένειες, των οποίων η περιουσία απαλλοτριώθηκε ολόκληρη[14]. Γεγονός, πάντως, παραμένει πως η κτηματική περιουσία των τριών κύριων μοναστηριών παρέμεινε σχεδόν ανέπαφη μετά το 1461. Μάλιστα, ο Anthony Bryer υποστηρίζει ότι τα εισοδήματα των μονών της Ματσούκας, (Σουμελά-Βαζελώνα-Περιστερεώτα) αποτελούσαν πλέον την μεγαλύτερη οικονομική μονάδα της εκκλησίας μετά το Άγιο Όρος, ενώ ήταν αυτά, κυρίως, που υποστήριξαν χρηματικά και πλήρωσαν το πεσκέσι για την εκλογή του Τραπεζούντιου υποψηφίου Συμεών, στον Πατριαρχικό θρόνο το 1465[15].
Σε αυτή την δύσκολη για τους Έλληνες περίοδο της Οθωμανικής κατάκτησης, οι Μονές διαδραμάτισαν σωτήριο ρόλο και ο πληθυσμός που διέμενε κοντά σε αυτές παρέμεινε αμιγής και ακμαίος, ενώ εκεί διατηρήθηκαν τα περισσότερα από τα χριστιανικά μνημεία[16]. Μάλιστα οι κάτοικοι της Τραπεζούντας κατευθύνθηκαν προς τη Ματσούκα τόσο για το ορεινό και άρα ανενόχλητο της περιοχής, όσο και για να βρίσκονται κάτω από την προστασία των τριών μεγάλων μοναστηριών[17].
Μια όχι και τόσο γνωστή περίπτωση στην ιστορική έρευνα κατά την οποία οι μονές περιέθαλπαν τους χριστιανούς του Πόντου, είναι όταν οι πόλεις πλήττονταν από επιδημίες και γενικά από θανατηφόρες αρρώστιες[18]. Όταν όλη η Ευρώπη από τον 13ο ως τον 19ο αιώνα συγκλονίζεται από το μαύρο θάνατο, τη γνωστή πανούκλα, η Τραπεζούντα δεν αποτελεί εξαίρεση. Στους Κώδικες των Μονών υπάρχουν πολλές εγγραφές που αναφέρονται σε περιστατικά επιδημικών αρρωστιών στην Τραπεζούντα, όπως η ιστοπαθής χολέρα και η πανώλη. Την περίοδο λοιπόν που τις πόλεις τις έπλητταν οι αρρώστιες, πολλοί κάτοικοι φιλοξενούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στις Μονές, από τις οποίες αποχωρούσαν μόνο όταν υποχωρούσε η ασθένεια.
Η ανύψωση των τριών μεγάλων μονών σε πατριαρχικές εξαρχίες, αποτελεί την εκκλησιαστική αντίδραση στο γεγονός της διατήρησης στην περιοχή των Μονών της ανθηρής σε σχέση με την εποχή, οικονομικής και εκκλησιαστικής δραστηριότητας. Αντίθετα στην μητρόπολη της Τραπεζούντας υπήρχαν πριν το 1461 18 γνωστά μοναστήρια και 46 εκκλησίες, ενώ μετά το 1486 αναφέρονται μόνο 23 ιερείς για όλη την πόλη, 5 για το 1553 και 2 για το 1583. Στην περιοχή της Ματσούκας μέχρι το 1920 ο πληθυσμός είναι 76% χριστιανικός, ενώ μόνο στην περιοχή της Άνω Ματσούκας υπάρχουν 98 εκκλησίες[19].
Για το λόγο αυτό το Πατριαρχείο έκρινε πιο συμφέρουσα για τον Ελληνισμό της περιοχής την άμεση υπαγωγή του στις Μονές, οι οποίες είχαν διατηρήσει κάποια από τα προνόμια τους, σε σχέση με το απομακρυσμένο και αποδυναμωμένο Πατριαρχείο, το οποίο ήταν αδύνατο να προστατεύσει αποτελεσματικά από τόσο μακριά τους χριστιανούς[20]. Έτσι παρά τους γενικούς εξισλαμισμούς και τις βιαιότητες την εποχή της σκληρής τυραννίας των Ντερεμπέηδων, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, ο οποίος επισκέφτηκε το 1681 την περιοχή του Πόντου, διαπίστωσε ότι στις περιοχές των τριών μεγάλων σταυροπηγιακών μονών και στη Χαλδία διασώθηκαν αμιγείς χριστιανικοί πληθυσμοί.
Ο Ηγούμενος λοιπόν ως Έξαρχος της γύρω περιοχής, ασκούσε το πνευματικό και κοινωνικό έργο, εκδίδοντας άδειες γάμου και διαζυγίων και μεριμνώντας για την εκπαίδευση των κατοίκων της περιοχής του[21], ενώ πολλές φορές αναλάμβανε να λύσει τις όποιες διαφορές προέκυπταν, αφού οι ίδιοι οι κάτοικοι της Εξαρχίας προτιμούσαν να απευθύνονται σε αυτόν και όχι στα τουρκικά δικαστήρια. Σημειωτέον, πως οι αποφάσεις του ηγουμένου και του Ηγουμενοσυμβουλίου γίνονταν σεβαστές και από τις δυο πλευρές[22].
Το έτος 1719 η Μονή λεηλατήθηκε από ληστές, οι οποίοι απογύμνωσαν το πλούσιο Αρχειοφυλάκιο της[23]. Στην σταδιακή απώλεια των πλούσιων κειμηλίων της Μονής συνετέλεσε και το γεγονός της κλοπής των κειμηλίων και των χειρογράφων από τους περιηγητές και ερευνητές που κατά καιρούς επισκέφτηκαν τη Μονή. Με αφορμή της κλοπής του 4ου Κώδικα της Μονής, ο Πανάρετος Τοπαλίδης κρίνει αρνητικά την πρακτική του Πατριαρχείου να χορηγεί αφειδώς άδειες στους ερευνητές για να εισέρχονται απρόσκοπτα στις βιβλιοθήκες των Μονών, διότι έτσι συντελεί στην απογύμνωση των Μονών από τα κειμήλια τους. Μάλιστα ο ίδιος πληροφορήθηκε από προσκυνητές στην Σταυρούπολη της Κριμαίας, ότι κάποια οικογένεια εκεί, είχε στην κατοχή της ένα μεμβράνινο τετραευαγγέλιο με την σημείωση: Κτήμα μονής Βαζελώνος[24].
Από τα σημαντικότερα χειρόγραφα της Μονής που έχουν διασωθεί είναι ο 5ος Κώδικας της Μονής, τον οποίο μετέφερε στο μουσείο του Λένινγκραντ ο βυζαντινολόγος Θεόδωρος Ουσπένσκι, ο οποίος να αναφέρουμε εδώ ότι δολίως απέσπασε πάρα πολλά χειρόγραφα από τις Μονές του Πόντου, μαζί με τον έτερο ιστοριοδίφη Μηνά Μηνωΐδη. Ο 5ος Κώδικας αποτελεί τα λεγόμενα Acta Vazelonos, τα οποία μας δίνουν πολύ σημαντικές πληροφορίες για την αγροτική, κοινωνική και οικονομική ζωή στο Βυζάντιο καθώς και για το δίκαιο της εποχής[25].
Κατά το τέλος του 17ου αιώνα η μονή του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα περιήλθε σε οικονομική κρίση και κόντεψε να διαλυθεί. Η διάλυση της Μονής αποσοβήθηκε με την οικονομική υποστήριξη των τσάρων της Ρωσίας Πέτρου και Ιωάννου[26]. Εξάλλου το 1816 εκδόθηκε ουκάζιο από τον τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο Α΄ υπέρ της Μονής με το οποίο δίνονταν ετήσια χορηγία στη μονή 50 ρούβλια[27].
Στις αρχές του 19ου αιώνα η Μονή συνέχισε να έχει σοβαρά οικονομικά προβλήματα λόγω, κυρίως, της οικονομικής αφαίμαξης από τους Ντερεμπέηδες της περιοχής, αλλά και λόγω του λοιμού που κράτησε από το 1810 ως το 1812 και της πανούκλας που ενέσκηψε στην περιοχή το 1811[28]. Ενάντια στους Ντερεμπέηδες αγωνίστηκαν με όλα τα μέσα και οι Μονές, προκειμένου να ελαφρύνουν το βάρος της τυραννίας προς τους χριστιανούς της δικαιοδοσίας τους. Τελικώς, κατάφεραν μετά από μακροχρόνια παραμονή των ηγουμένων των τριών μονών στην Κωνσταντινούπολη, να τους εκτοπίσουν το 1836[29].
Το έτος 1821 ο Οικουμενικός Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, Ευγένιος, έστειλε πατριαρχική και συνοδική επιστολή, με την οποία καλούσε τους χριστιανούς σε ευπείθεια και υποταγή. Είναι γνωστό ότι το διάστημα μετά την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, οι μουσουλμάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξέσπασαν με αντίποινα στους υπόλοιπους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας. Έτσι δικαιολογείται η επιστολή αυτή, αντίγραφο της οποίας βρήκε ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης στη Μητρόπολη Τραπεζούντας[30]. Σε αυτή τη δύσκολη, για το χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εποχή, πολλοί παράγοντες συντέλεσαν, διαφορετικοί σε κάθε περιοχή, ώστε να διασωθούν οι χριστιανοί από τις σφαγές. Στην Χαλδία έπαιξαν προστατευτικό ρόλο οι αρχιμεταλλουργοί, στην Τραπεζούντα ο Οσμάν Πασάς Σατήρογλης, και στην περιοχή της Ματσούκας τα Μοναστήρια. Ιδιαίτερα γνωστή είναι η περίπτωση της Μονής Βαζελώνα, όπου ο ηγούμενος της Χρύσανθος με τη βοήθεια του κρυπτοχριστιανού Κοστέλ αγά και 15.000 γρόσια, εξαγόρασε τις ζωές των χριστιανών της εξαρχίας του[31].
Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι Κώδικες του μοναστηριού, διότι χρησίμευαν ως μητρώα βαπτίσεων των χριστιανών αλλά και των Κρυπτοχριστιανών. Έτσι, στα χρόνια των Τανζιμάτ και με τους μεταρρυθμιστικούς νόμους του 1839 και 1856 οι οποίοι εξασφάλισαν την μερική θρησκευτική ελευθερία, οι Κρυπτοχριστιανοί που ήθελαν να αποδείξουν την χριστιανική τους πίστη, κατέφευγαν στους Κώδικες της Μονής, όπου ήταν καταχωρημένη η βάπτιση τους. Στα αρχεία αυτά άλλωστε, σημειώνονταν διάφορες πράξεις των Κρυπτοχριστιανών, θρησκευτικές και ληξιαρχικές, όπως γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμοι, θάνατοι, κ.α., καθώς και τα χριστιανικά ονόματα των Κρυπτοχριστιανών, οι οποίοι επίσημα κυκλοφορούσαν με τούρκικα ονόματα[32].
Σημαντική ήταν και η συμβολή της Μονής στην εκπαίδευση. Άλλωστε, η ύπαρξη έργων της θεολογικής αλλά και της θύραθεν παιδείας, που βρίσκονταν αντιγραμμένα στην πλούσια βιβλιοθήκη του μοναστηριού[33] αλλά και η πλειοψηφία των λογίων μοναχών, πολλοί από τους οποίους αναδείχτηκαν και μητροπολίτες[34], αποδεικνύει το επίπεδο της εκπαίδευσης που παρέχονταν στη Μονή. Μάλιστα συνέβαλε καταλυτικά στην εκπαίδευση των κατοίκων της εξαρχίας της με την ίδρυση στα 1872 Κεντρικής Αστικής Σχολής στο Χαμψίκιοϊ[35].
Το έτος 1863 αποτελεί σημαντικό σταθμό στη νεώτερη ιστορία των σταυροπηγιακών μονών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνεπώς και της μονής του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, καθώς σύμφωνα με τους Εθνικούς Κανονισμούς καταργούνται οι εξαρχίες. Έτσι, τα εξαρχιακά χωριά των μονών του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, της Παναγίας Σουμελά και του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, συγκροτούν πλέον την Αρχιεπικοπή Ροδοπόλεως, με πρώτο αρχιεπίσκοπο τον Γεννάδιο Μησαϊλίδη από τη Γαλλίαινα. Λόγω των σφοδρών αντιδράσεων, όμως, που προέκυψαν από τις μονές αλλά και από τα χωριά, το Πατριαρχείο αναγκάστηκε να καταργήσει την Αρχιεπισκοπή 4 χρόνια μετά και να επαναφέρει το προηγούμενο εξαρχιακό των Μονών καθεστώς. Το 1902, όμως, παρά τις αντιδράσεις η Αρχιεπισκοπή Ροδοπόλεως ανασυστάθηκε και προβιβάστηκε σε Μητρόπολη με πρώτο μητροπολίτη τον επίσκοπο Ναζιανζού Γερβάσιο Σαρασίτη[36].
Κατά τη διάρκεια της συστηματικής εξόντωσης του χριστιανικού στοιχείου του Πόντου, στις αρχές του 20ου αιώνα, σημαντικότατη στάθηκε η ευεργετική επίδραση των Μονών. Σε αναφορά του Προεδρείου του Κεντρικού Συμβουλίου των Επαρχιακών Συνδέσμων του Πόντου, προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στις 29 Φεβρουαρίου 1922, σημειώνονται τα εξής αποκαλυπτικά: «Ἐν τῷ μέσῳ τῆς μαινόμενης ταύτης κολάσεως αἱ ἱεραί Μητροπόλεις καί Μοναί τοῦ Πόντου ἀποτελοῦσι τά μόνα Κέντρα ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἐκεῖ χειμαζόμενος Ἑλληνισμός ἀντλεῖ θάρρος ἐν τῇ ἀντοχῇ, καί δι΄ ὧν συνέχεται ἐν τῇ ἰδέᾳ τῆς ἐθνικής ὑποστάσεως καί θρησκευτικῆς συνειδήσεως αὐτοῦ. Παρ΄ αὐτῷ, αἱ τρεῖς ἰστορικαί Πατριαρχικαί καί Σταυροπηγιακαί μοναί τοῦ Πόντου, ἡ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Βαζελῶνος, ἡ τῆς Παναγίας Σουμελᾶ, ἡ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, καί ἡ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Χουτουρᾶ, εἰσίν ἱερά ἄσυλα ἀνακουφίσεως καί καταφυγῆς. Μαρτυρούσαι ἀπό χιλιετηρίδων ἐπί τῶν ὑπερποντίων ὀρέων, ἐξακολουθοῦσι νά καλύπτωσι τούς φεύγοντας, νά ἐνθαρρύνωσι τούς ἠλαττωμένους, καί νά τρέφωσι τούς πεινώντας» [37].
Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, στα έτη 1916-18 οι μονές του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα και της Παναγίας Σουμελά, βρίσκονταν στην τουρκική πλευρά με συνέπεια να εκκενωθούν με τη βία και να γίνουν έρμαια της λεηλατικής μανίας των Τούρκων[38].
Με την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων επέστρεψαν σταδιακά και οι μοναχοί στη μονή, αλλά μόνο για λίγα χρόνια, αφού το 1923 ακολούθησαν την τραγική μοίρα του υπόλοιπου Ελληνισμού και πέρασαν στην Ελλάδα. Ο μοναχός Διονύσιος Αμαραντίδης κατά την έξοδο από τη Μονή διέσωσε και μετέφερε στην Ελλάδα, στη μονή της Αγίας Τριάδος στις Σέρρες, την εικόνα του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου[39].
Αξίζει να σημειωθεί ότι το τριώροφο οικοδόμημα της Μονής, όπως φαίνονται και σήμερα τα ερείπια της, ήταν πρόσφατη κατασκευή τα θεμέλια της οποίας εγκαινιάστηκαν στις 14 Μαΐου 1900, ενώ κατά την εποχή που γράφει ο Πανάρετος Τοπαλίδης, δηλαδή το 1909, το εσωτερικό του οικοδομήματος δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί[40]. Το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία, με τις περίφημες τοιχογραφίες που σώζεται δίπλα στη Μονή χρονολογείται στον 17ο αιώνα, ενώ χρησίμευε και ως κοιμητήριο της Μονής[41]. Στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν στη Μονή ένδεκα μοναχοί[42].
Κλείνοντας θέλω να σημειώσω πως η γνώση της ιστορίας μας είναι απαραίτητη και μας θέτει προ των ευθυνών μας. Το 2ο Πανελλήνιο Συναπάντημα Νεολαίας σηματοδοτεί την ανάληψη των ευθυνών αυτών από τους νέους απέναντι στην παράδοση και στην ιστορία μας. Αφού ευχαριστήσω την οργανωτική επιτροπή που μου έκανε την τιμή να με προσκαλέσει απόψε μαζί σας, εύχομαι κάθε επιτυχία στην Συνάντηση αυτή εκφράζοντας την πεποίθηση και την ελπίδα ότι η νεολαία μπορεί να συμβάλλει στο να γίνουν οι αλλαγές που χρειάζεται ο χώρος μας.
[1] Το παρόν κείμενο αποτελεί την ομιλία που πραγματοποιήθηκε στη 2ο Πανελλήνια Συνάντηση Ποντιακής Νεολαίας στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα στις 19 Αυγούστου 2006. Στην παρούσα της μορφή έχουν προστεθεί οι υποσημειώσεις, που συνοδεύουν το κείμενο.
[2] Πανάρετου Τοπαλίδη (Αρχιμανδρίτου), Ιστορία της Ιεράς Βασιλικής Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου Ζαβουλών ή Βαζελών, Εν Τραπεζούντι 1909, σ. 60-62. Επίσης, για τη μονή του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα βλ. την εργασία του Επαμεινώνδα Κυριακίδη, «Περί της παρά την Τραπεζούντα Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου του Βαζελώνος», Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, 27 (1899), 358-368.
[3] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 20-22. Η ονομασία Βαζελών άρχισε να χρησιμοποιείται σε έγγραφα από το 1660 και έπειτα, ενώ μέχρι το 1830 ήταν σε χρήση και οι δυο ονομασίες. Από το 1830 και εξής άρχισε να χρησιμοποιείται μόνο η ονομασία Βαζελών. Βλ. Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 151, υποσ. 1.
[4] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 65-69 και 166. Την περίοδο που καταργήθηκε το έθιμο, οι ηγούμενοι των δυο Μονών ήταν από το ίδιο χωριό, το Σκαλίτα.
[5] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 78-80 και 84-85.
[6] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 89.
[7] Βλ. Anthony Bryer, “Rural Society in Matsuka” σ. 62, στον τόμο Anthony Bryer and Heath Lowry, Continuity and Chance in late Byzantine and early Ottoman society, 1986. = (Anthony Bryer, “Rural Society in Matzouka”, στο Peoples and Settlement in Anatolia and the Caucasus, Collected studies, XII, p. 62, London 1988), και Πανάρετου Τοπαλίδη (Αρχιμανδρίτου), Ιστορία της Ιεράς Βασιλικής Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου Ζαβουλών ή Βαζελών, Εν Τραπεζούντι 1909, σ. 89. Πρβλ. και Αθηνά Αντ. Κολτσίδα, Οι σχέσεις των Μεγάλων Κομνηνών με την Εκκλησία της Τραπεζούντας (1204-1461), Το χορηγικό έργο-η θρησκευτική συνείδηση-το εκκλησιαστικό περιβάλλον, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 50-58. Βλ. και S S. P. Karpov, “Some notes on the social structure of the Pontic towns in the XIIIth-XVth centuries” Βυζαντιακά 9 (1989) 142-143, όπου μεταξύ άλλων σημειώνει πως για την περιοχή του Πόντου, ο όρος μεγαλοκτηματίας “big landowners” δεν είναι ο κατάλληλος προσδιορισμός, αφού οι πιο ισχυροί κοσμικοί ή μοναστηριακοί κάτοχοι γης δεν είχαν παρά κάποιες δεκάδες παροίκων. Η μεγαλύτερη έκταση γης ανήκε στον Αυτοκράτορα.
[8] Για τους πάροικους βλ. Νεόφυτου Ιεροδιακόνου Πελοποννησίου του Καυσοκαλυβίτου, Ιστορία της Ιεράς Μονής Παναγίας του Σουμελά, Εν Λειψία της Σαξωνίας 1775, (φωτοστατική ανατύπωση Θεσσαλονίκη 2001), σ. 114-5, Jac. Ph. Fallmerayer, Original-Fragmente, σ. 73-74 και 119. Επίσης, βλ. και Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρύσανθου, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, Ανατύπωσις εκ του τετάρτου και πέμπτου τόμου του Αρχείου Πόντου, Εν Αθήναις 1933, σ. 684-5, Τρύφωνα Ε. Ευαγγελίδη, Ιστορία της Ποντικής Τραπεζούντας, Από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα (756 π.Χ.-1897), (Ανατύπωση της έκδοσης του 1898), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 249, Anthony Bryer, “Rural society in the Empire of Trebizond” Αρχείον Πόντου 28 (1966-1967) 157.
[9] Anthony Bryer, Rural Society in Matzouka, ό.π., σ. 65.
[10] Ronald Jennings, “The Society and Economy of Maçuka in the Ottoman Judicial Registers of Trabzon, 1560-1640”, σ. 137-138, στον τόμο, Anthony Bryer and Heath Lowry, Continuity and Chance in late Byzantine and early Ottoman society.
[11] Ειδικότερα για το θεσμό της εξαρχίας βλ. τη μελέτη της Μάχης Παΐζη Αποστολοπούλου, Ο θεσμός της πατριαρχικής εξαρχίας 14ος-19ος αιώνας, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1995.
[12] Βλ. Heath Lowry, “Privilege and Property in Ottoman Maçuka in the Opening Decades of the Tourkokratia: 1461-1553, σελ. 97-128 στον συλλογικό τόμο, Anthony Bryer and Heath Lowry, Continuity and Chance in late Byzantine and early Ottoman society. Iδιαίτερα το κεφάλαιο, The status of Monastic Properties in the Nahiye of Maçuka, στις σελ. 119-127. Επίσης, Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Β΄, Τουρκοκρατία 1453-1669, Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 75-77, όπου αναφέρει ότι 25 σχεδόν χρόνια μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, από τα 207 τιμάρια του λιβά της Τραπεζούντας, τα 101 είχαν μοιραστεί μεταξύ των γενιτσάρων, τζεπετζήδων, ουλουφετζήδων, σεκμπάνηδων, σολάκηδων κλπ. Πρβλ. επίσης, Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Ά, Αρχές και διαμόρφωση του, Θεσσαλονίκη 21974, 372. Βλ. και Anthony Bryer, Rural Society in Matzouka, ό.π., σ. 81, όπου σημειώνει χαρακτηριστικά ότι οι περιουσίες των μονών, εκτός των τριών μεγάλων, είχαν κατασχεθεί πριν το 1486.
[13] Anthony Bryer, Rural Society in Matzouka, ό.π., σ. 81. Πρβλ. και στο ίδιο σελ. 85. Πρβλ. και Jacob P. Fallmerayer, Byzanz und das Abendland, σ. 261. Για το ότι οι τρεις μεγάλες Μονές διατήρησαν την περιουσία τους βλ. επίσης, Heath Lowry, Privilege and Property, ό.π., σ. 121-123, όπου και σημειώνει ότι ο λόγος που απουσιάζουν πληροφορίες για τις τρεις αυτές μεγάλες μονές, στα Οθωμανικά ντεφτέρια και στους φορολογικούς καταλόγους, είναι ακριβώς διότι διατήρησαν τα προνόμια που είχαν από τη Βυζαντινή εποχή.
[14] Anthony Bryer, Rural Society in Matzouka, ό.π., σ. 81. Βλ. και στο ίδιο το Appendix στις σελ. 91-95. Φαίνεται πάντως πως κάποιες από τις αριστοκρατικές οικογένειες της Τραπεζούντας και της Ματσούκας, διατήρησαν τις περιουσίες τους. Βλ. Heath Lowry, Privilege and Property, ό.π., σ. 126.
[15] Anthony Bryer, Rural Society in Matzouka, ό.π., σ. 84-86. Γενικά για τις περιουσίες των μοναστηριών στον Πόντο βλ. τις μελέτες των τριών ερευνητών, Anthony Bryer, Heath Lowry και Ronald Jennings, που δημοσιεύτηκαν στο συλλογικό Continuity and Change, στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο: Continuity and Change in Trebizond’s Matzouka-Maçuka valley, σελ. 51-158. Επίσης, βλ. διάσπαρτες πληροφορίες στο Anthony Bryer, “The estates of the Empire of Trebizond, evidence for their resources, products, agriculture, ownership and location” Αρχείον Πόντου 35 (1979) 370-477. = (Anthony Bryer, The Empire of Trebizond and the Pontos, Variorum reprints, London 1980, Collected Studies, VII, p.370-477 και Anthony Bryer, Rural society in the Empire, ό.π., σ. 152-160. Πρβλ. και Νίκου Λαπαρίδη, Η Ματσούκα του Πόντου, ιστορική διαδρομή, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 91-92. Για τον Συμεών και το πεσκέσι του Πατριάρχη βλ. τη μελέτη, Δ. Γ. Αποστολόπουλος, Ο «Ιερός Κώδιξ» του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο β΄μισό του ΙΕ΄ αιώνα, Αθήνα 1992, κυρίως το κεφάλαιο με τίτλο: Αθώος των κατηγοριών ο Συμεών, σελ. 89-97. Επίσης, Ελισάβετ Α. Ζαχαριάδου, Δέκα Τουρκικά έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567), Αθήνα 1996, σ. 157-162, Μάχη Παίζη-Αποστολοπούλου, Ο Θεσμός της πατριαρχικής εξαρχίας, 14ος-19ος αιώνας, Αθήνα 1995, σ. 52-4 και Χρύσανθου Φιλιππίδη, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, ό.π., σ. 525-529. Πρβλ. και Τρύφωνα Ευαγγελίδη, Ιστορία της Ποντικής, ό.π., σ. 263-265 και Σάββα Ιωαννίδη, Ιστορία και Στατιστική της Τραπεζούντας και της γύρω περιοχής και στοιχεία για την εκεί ελληνική γλώσσα, Εν Κωνσταντινουπόλει 1870, Ανατύπωση Θεσσαλονίκη 1988, σ. 102.
[16] Επαμεινώνδα Θ. Κυριακίδη, Ιστορία της παρά την Τραπεζούντα ιεράς Βασιλικής, Πατριαρχικής, Σταυροπηγιακής μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Σουμελά, εν Αθήναις 1898, σ. 79, 91-92, Επαμεινώνδα Θ. Κυριακίδη, Βιογραφίαι των εκ Τραπεζούντος και της περί αυτήν χώρας από της Αλώσεως μέχρις ημών ακμασάντων λογίων, μετά σχεδιάσματος ιστορικού περί του ελληνικού φροντιστηρίου των Τραπεζουντίων, Εν Αθήναις 1897, σ. 56, Πανάρετου Τοπαλίδη (Αρχιμανδρίτου), Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1927, σ. 96-97, Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 5-6, 117-127, και 131-3, Σάββα Ιωαννίδη, Ιστορία και Στατιστική, ό.π., σ. 96 και 109, Τρύφωνα Ευαγγελίδη, Ιστορία της Ποντικής, ό.π., σ. 255-256. Βλ. και Περικλέους Τριανταφυλλίδου, Οι Φυγάδες, δράμα εις μέρη πέντε μετά μακρών προλεγομένων περί Πόντου, Εν Αθήναις 1870, σ. 40-42, 59-61, ο οποίος όμως σημειώνει στη σελ. 45 και 60, ότι οι Μονές που βρίσκονταν μέσα στις πόλεις δεν κατάφεραν να αμυνθούν της Οθωμανικής λαίλαπας και ή μετατράπηκαν σε οθωμανικά τεμένη ή καταστράφηκαν και ερημώθηκαν. Υποστηρίζει λοιπόν μια θετική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα μοναστήρια και τον χριστιανικό πληθυσμό σημειώνοντας μεταξύ άλλων και τα εξής: «…ὅπου ὑπῆρχον μέν μοναστήρια, ἔλειπον ὅμως καί ἄλλα αἴτια, τά μοναστήρια οὔτε τόν χριστιανισμόν οὔτε ἕαυτόν κατόρθωσαν νά σώσωσι, μάρτυρες τά λοιπά τοῦ κράτους μοναστήρια ἐρημωθέντα καί καταστραφέντα, ἅμα ἀπεξηράνθη ὁ τρέφων καί ζωογονῶν καί συντηρῶν αὐτά χριστιανισμός. Τά δέ περί Πυξίτη καί Κάνιν ἐπέζησαν, διότι ὁ περί αὐτά χριστιανισμός ὑπό εἰδικῶν ἄλλων συντρεξασῶν περιστάσεων ἐνισχυθείς, διετηρήθη ἀκμαῖος…». Πρβλ. και Νίκου Λαπαρίδη, Η Ματσούκα, ό.π., σ. 50. Σφόδρα αντιδρά στις παραπάνω εκτιμήσεις του Τριανταφυλλίδη ο Πανάρετος Τοπαλίδης, ο οποίος μάλιστα κατηγορεί τον Τριανταφυλλίδη για σκόπιμη απόκρυψη της αλήθειας. Βλ. Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 10-11, 121-2, 133-4.
[17] Στάθης Πελαγίδης, Ο Κώδικας της ιερής Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, Από το αρχείο της οικογένειας Γραμματικοπούλου, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 24-25, Νίκος Λαπαρίδης, Η Ζάβερα της Ματσούκας του Πόντου, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 29 και 32, Κωνσταντίνος Φωτιάδης, «Τα Μοναστήρια του Πόντου», σελ. 172-194, στον συλλογικό τόμο, Τα Προπύργια της Ορθοδοξίας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 191 και Ιωάννου Ευσταθίου Ευφροσυνίδου, Ιστορικαί σελίδες της εν Πόντω Ιεράς Βασιλικής Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και της εξαρχίας Γαλλιαίνης, Δράμα 21937, σ. 8.
[18] Για την πανούκλα στην Τραπεζούντα κατά το Μεσαίωνα έχει γράψει ο Ronald C. Jennings, ο οποίος μελέτησε τα Οθωμανικά δικαστικά αρχεία. Βλ. Ronald C. Jennings, “Plague in Trabzon and reactions to it according to local judicial registers”, στο Studies on Ottoman social history in the sixteenth and seventeenth centuries, pp. 667-676. Μέσα από την αρχειακή αυτή έρευνα διαπιστώθηκε καταρχήν, ότι στις περιπτώσεις που υπήρχε πανώλη στην πόλη, η οικονομία κατέρρεε, ενώ όταν μετριαζόταν, η κατάσταση επανερχόταν στους κανονικούς ρυθμούς. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην πτώση των ενοικίων κατά τη διάρκεια της επιδημίας. Ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που δίνει ο Jennings είναι τα δημόσια λουτρά (χαμάμ) του Κουλέ, που ανήκαν στο ίδρυμα του Σουλτάνου Μεχμέτ. Από 13.000 akçe, το ενοίκιο κατέβηκε λόγω του φόβου της πανώλης στα 8.000 και τελικώς με απόφαση των ανθρώπων της πόλης στα 7.000 akçe. Βλ. Ronald C. Jennings, Plague in Trabzon, ό.π., σ. 671. Ειδικότερα για την επίδραση της επιδημίας στα ενοίκια βλ. στις σελ. 669-671 και 674, καθώς και στο άρθρο του στον ίδιο τόμο με τίτλο “Pious foundations in the society and economy of Ottoman Trabzon, 1565-1640”, σελ. 617-8, 623 και 648-9. Ο Επ. Κυριακίδης διασώζει ένα ποίημα του Ιωάννη Οικονόμου του εκ Καθαρών, που έγραψε στις 22 Αυγούστου 1749, στη Μονή της Παναγίας Θεοσκεπάστου, που είχε καταφύγει με την οικογένεια του, για να αποφύγει τις συνέπειες της πανώλης, που λυμαίνονταν την Τραπεζούντα. Οι στίχοι έχουν ως εξής:
«Φόβῳ πανώλους, πρόσφυγες σοι Παρθένε
ὡς Χριστιανῶν τε προστάτῃ τε καί ῥύστη
ὁ Οἰκονόμος σύν τῷ τοῦ Καραπάνα
Γεωργίῳ, ἄμα τε αἶς πανοικίαις
φεύγομεν, σύ δέ τηρήσαις ἀλωβήτους
ταύτης τ’ ἐκ τ’ ἄλλης τῆς ἀλλοτρίου βλάβης».
Ενδιαφέρον προκαλεί επίσης η μαρτυρία του, για την πολύ μεγάλη πυρκαγιά, που ξέσπασε στην Τραπεζούντα, τον Αύγουστο του 1749, η οποία ήταν η αιτία, για την αιφνίδια παύση της πανώλης. Βλ. Επ. Κυριακίδη, Βιογραφίαι, ό.π., σ. 121-122. Επίσης, για τη συχνότητα του φαινομένου της εξάπλωσης των επιδημικών ασθενειών, βλ. τις διάσπαρτες πληροφορίες σε όλο το βιβλίο του Λεωνίδα Κ. Αποστολίδη, Άγνωστες σελίδες του Πόντου, (Το χειρόγραφο του Ιωάννου Μαρνόπουλου), Θεσσαλονίκη 2001, και ιδιαίτερα στη σελίδα 93, όπου γράφει χαρακτηριστικά αναφερόμενος στο θάνατο του προστάτη των χριστιανών της Τραπεζούντας Μικτάτ πεγή, γιό του Οσμάν πασά Σατήρογλη πως, ἀπέθανε ἐκ τῆς λοιμικῆς νόσου, ἥτις σπανίως ἔλειπε ἐκ Τουρκίας.
[19] Anthony Bryer, Rural Society in Matzouka, ό.π., σ. 81.
[20] Βλ. Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Τα Μοναστήρια, ό.π., σ. 187-8. Κατά την άποψη μας η γνώμη που διατυπώνει ο Χρύσανθος, ότι οι εξαρχίες δημιουργήθηκαν από το Πατριαρχείο, προκειμένου να συντηρηθούν οι τρεις σταυροπηγιακές Μονές του Πόντου, δεν είναι ορθή, δεδομένου και των στοιχείων που εκθέσαμε παραπάνω, περί, σχεδόν ανέπαφης διατήρησης της κτηματικής τους περιουσίας και των προνομιών τους. Ο ίδιος άλλωστε αμφισβητεί την σύσταση των εξαρχιών των τριών αυτών Μονών, στα Βυζαντινά χρόνια. Βλ. Χρύσανθου Φιλιππίδη, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, ό.π., σ. 683-684.
[21] Επ. Κυριακίδη, Βιογραφίαι, ό.π., σ. 49-51, Σάββα Ιωαννίδη, Ιστορία και Στατιστική, ό.π., σ. 191, Στάθης Πελαγίδης, Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτα 1200 χρόνια, Συμβολή στην ιστορία των μοναστηριών του Πόντου, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 49-50, Χαραλάμπους Παν. Κιαγχίδη, Ιστορία της Παλαιάς και Νέας Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 52-53, Ιωάννου Ευφροσυνίδη, Ιστορικαί σελίδες, ό.π., σ. 6, 39-40.
[22] Γενικά για την απόδοση δικαίου στην περιοχή της Ματσούκας, όπου βρίσκονται και τα τρία μεγάλα μοναστήρια, βλ. Anthony Bryer, Rural Society in Matzouka, ό.π. σ. 75-80, όπου το κεφάλαιο Public Justice and Private Bonds και Χρύσανθου Φιλιππίδη, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, ό.π., σ. 676-679. Πρβλ. και Anthony Bryer, «The Late Byzantine Monastery in Town and Countryside», στον τόμο The Empire of Trebizond and the Pontos, Variorum Reprints, London 1980, Collected Studies, VI, σ. 237 και 240-241.
[23] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 154-155 και 159.
[24] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 14-16
[25] Για τις σημαντικές πληροφορίες που μπορούμε να πάρουμε από τους Κώδικες των μοναστηριών, γύρω από την οικονομική, εκπαιδευτική, εκκλησιαστική και γενικότερη κοινωνική δραστηριότητα των κατοίκων της περιοχής βλ. Γρ. Τηλικίδη, Η σημασία των κωδίκων της Μονής Βαζελώνος ως νέων πηγών μελέτης των μορφών της αγροτικής ιδιοκτησίας εις το Βυζάντιον και τον Πόντον, Ποντιακά Φύλλα, έτος Γ΄, Απρίλιος 1938, τεύχος 26, σελ. 50-53 και τεύχος 27, σελ. 98-102. Βλ. και τις βιβλιοκρισίες για το έργο των F.J.Uspenskij-V.V.Benesevits, Vazelonskie akty. Materialy dlja istorii krestjanskogo i monastyrskogo zemlevladenija v Vizantii XIII-XV vekov, Serija V: Orientalia, N. 2, Leningrad, Bibliothek 1927 στη Byzantinische Zeitschrift, τ. 29, (1929/30), σ. 329-344 και Byzantinische-Neugriechische Jahrbücher, τ. 6 (1928), σ. 580-586.
[26] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 151-154.
[27] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 192-194 και 234-235.
[28] Βλ. Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 192, Επ. Κυριακίδη, Βιογραφίαι, ό.π., σ. 141, υποσ. 156, 153-159, Χρύσανθου Φιλιππίδη, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, ό.π., σ. 714.
[29] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 207-209, 225, 386-390, 391, Επ. Κυριακίδη, Σουμελά, ό.π., σ. 182-183, Χρύσανθου Φιλιππίδη, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, ό.π., σ. 618, ο οποίος μάλιστα σημειώνει και την ύπαρξη πατριαρχικής επιστολής, με ημερομηνία 4 Ιανουαρίου 1836, προς τον Τραπεζούντος Κωνστάντιο και Χαλδίας Θεόφιλο, στην οποία αναφέρεται ότι έπειτα από αίτηση των χριστιανών, εξορίστηκαν από την Ματσούκα οι Εγίπιδες και προτρέπει να μην δημιουργηθούν φατρίες προς υποστήριξη των. Βλ. επίσης, Νίκου Λαπαρίδη, Η Ματσούκα, ο.π., σ. 83, Γεωργίου Κανδηλάπτη-Κάνεως, Οι Αχιμεταλλουργοί του Πόντου και το εθνικόν έργον αυτών, μετά παραρτήματος τα ανέκδοτα των Ουσταπασίδων, Θεσσαλονίκη 22000, σ. 74 και Στάθης Πελαγίδης, Περιστερεώτα, 1200, ό.π., σ. 41. Υπάρχει μια σημείωση του Γραμματικόπουλου στον Κώδικα της Μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, στην οποία αναφέρει ότι το 1832 ο ηγούμενος Αζαρίας βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ακριβώς για το ζήτημα της έκπτωσης των Ντερεμπέηδων της Ματσούκας. Βλ. Στάθης Πελαγίδης, Κώδικας, 79.
[30] Επ. Κυριακίδη, Βιογραφίαι, ό.π., σ. 79, υποσ. 25. βλ. και Χρύσανθου Φιλιππίδη, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, ό.π., σ. 613 και Α. Παπαδόπουλου-Κεραμέως, «Ελληνικοί κώδικες Τραπεζούντος» Βυζαντινά Χρονικά 19 (1912/17) 262-263.
[31] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 200-206, Λεωνίδας Αποστολίδης, Άγνωστες σελίδες, ό.π., σ. 202-207, υποσ. 181, Α. Παπαδόπουλος, Η συμβολή των ιερών μονών Ματσούκας Πόντου εις την σωτηρίαν του Ελληνισμού κατά την επανάστασιν του 1821, στο Ποντιακά Νέα, αρ. 27, (14.5.1974), σ. 2 και αρ. 28 (5.6.1974), σ. 2 και 4, Ν. Λαπαρίδη, Η Ματσούκα και η συμβολή της μονής Βαζελώνος στα 1821, Το Βήμα της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης 86 (Απρίλιος-Μάιος 1974) 7, Πανάρετου Τοπαλίδη, Ο Πόντος, ό.π., σ. 109-111, Κώστας Φωτιάδης, Οι Εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, μετάφραση Αχιλλέα Καψάλη, (διδ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 1993, σ. 277, Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Τα Μοναστήρια, ό.π., σ. 192, Νίκου Λαπαρίδη, Η Ματσούκα, ό.π., σ. 53 και 58, και Ιωάννη Γ. Κιουρτσίδη, «Ιστορικά περί Ματσούκας», Ποντιακή Εστία (1965) 20.
[32] Πανάρετου Τοπαλίδη, Ο Πόντος, ό.π., σ. 121, Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 133, Σάββα Ιωαννίδη, Ιστορία και Στατιστική, ό.π., σ. 116. Πρβλ. Κώστα Φωτιάδη, Εξισλαμισμοί, ό.π., σ. 277, Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Τα Μοναστήρια, ό.π., σ. 192-193, Κωνσταντίνος Ε. Φωτιάδης, Πηγές της ιστορίας του Κρυπτοχριστιανικού προβλήματος, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 26-27 και Κώστα Φωτιάδη, Η εθνική και θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων του Πόντου, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 35-36. Επίσης στα χειρόγραφα των μοναστηριών διασώζονταν εκτός των άλλων και σημαντικά γεγονότα από την ιστορία της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών. Βλ. Πανάρετου Τοπαλίδη, Ο Πόντος, ό.π., σ. 30, 68, 70, 133.
[33] Οδ. Λαμψίδης, Πρόλογος στο Διαμαντή Θ. Λαζαρίδη, Στατιστικοί Πίνακες της εκπαιδεύσεως των Ελλήνων στον Πόντο 1821-1922, Αθήνα 1988, Παράρτημα Αρχείον Πόντου 16, σ. 5-6, Επ. Κυριακίδη, Σουμελά, ό.π., σ. 92-93, Επ. Κυριακίδη, Βιογραφίαι, ό.π., σ. 56 και Περικλέους Τριανταφυλλίδου, Η εν Πόντω Ελληνική φυλή ἤτοι τα Ποντικά, Εν Αθήναις 1866, (Ανατύπωση Θεσσαλονίκη 1993) σ. 42, όπου γράφει χαρακτηριστικά: Πολλῶν δἐ καί ἄλλων ἱδιόχειροι οὐκ εὐκαταφρόνητοι λογίων ἀνδρῶν Τραπεζουντίων ἐπιγραφαί ἐν πολλοῖς βιβλίοις σώζονται ἐν τε Σουμελᾶ καί ἐν ταῖς βιλιοθήκαις τῶν ἄλλων Μονῶν, Περιστεριῶνος καί Βαζελῶνος, ὥστε ἐκ πάντων τούτων δύναται ἀποδεικτικήν τις νά ἐξαγάγη ἀλήθειαν, ὅτι τά γράμματα δέν ἐστείρευσαν ποτέ ὀλοσχερῶς ἐν τῇ πόλει ταύτη. Βλ. επίσης, Περικλή Τριανταφυλλίδη, Φυγάδες, ό.π., σ. 116, 121, 128-133, Τρύφωνα Ευαγγελίδη, Ιστορία της Ποντικής, ό.π., σ. 267 και 357 και Σάββα Ιωαννίδη, Ιστορία και Στατιστική, ό.π., σ. 105, Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου, Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας, (Ελληνικά Σχολεία από της Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου), τόμος 2ος, Εν Αθήναις 1936, σ. 272, Χαραλάμπους Κιαγχίδη, Ιστορία, ό.π., σ. 47, 49, 63, Νίκου Λαπαρίδη, Η Ματσούκα, ό.π., σ. 110-111. Τέλος, για την εκπαιδευτική προσφορά των Μονών βλ. και Αρχιμανδρίτου Παύλου Γ. Αποστολίδη, Η Μητρόπολις Ροδοπόλεως, Το ζήτημα των εξαρχιών του Πόντου, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 70-73.
[34] Βλ. και Επ. Κυριακίδη, Βιογραφίαι, ό.π., όπου στη σελ. 87, γράφει για τον 18ο αιώνα: «Αἱ μοναί τοῦ Σουμελᾶ, του Περιστερᾶ καί τοῦ Βαζελῶνος ἐμφαίνουσιν ἀξιοσημείωτον πρόοδον πνευματικήν, οἱ δέ Μεταξόπουλοι καί οἱ Νικόδημοι καί οἱ Ἱερεμίαι καί πλεῖστοι ἄλλοι μοναστηριακοί πατέρες καταγλαίζουσι τά εὐαγῆ ταύτα καταγώγια, διδάσκουσι τούς εἰς αύτάς προσερχομένους καί πολλούς ἀναδεικνύουσιν ἀρχιερεῖς». Πρβλ. Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 125 και 141, Δ. Η. Οικονομίδου, Ο Πόντος και τα δίκαια του εν αυτώ Ελληνισμού, Εν Αθήναις 1920, σ. 99 και 152-3, Γεωργίου Κλεάνθους Σκαλιέρη, Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος, Εν Αθήναις 1921, σ. 93-94.
[35] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 313-314.
[36] Για το θέμα των Εξαρχιών του Πόντου και την Αρχιεπισκοπή Ροδοπόλεως δημοσιεύτηκε το 2003, η διατριβή του πρώην ηγούμενου της Παναγίας Σουμελά Αρχιμ. Παύλου Αποστολίδη, νυν μητροπολίτη Δράμας. Βλ Αρχιμ. Παύλου Αποστολίδη, Η Μητρόπολις Ροδοπόλεως, το ζήτημα των εξαρχιών του Πόντου, Έκδοση Σωματείου Παναγία Σουμελά, Θεσσαλονίκη 2003. Πρβλ. και Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 282-375.
[37] Βλ. Κωνσταντίνου Φωτιάδη, Πηγές, ό.π., σ. 29, Κώστα Φωτιάδη, Η εθνική, ό.π., σ. 37-38, Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Τα Μοναστήρια, ό.π., σ. 194, Κωνσταντίνου Φωτιάδη, «Η ιστορία της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα», Εύξεινος Πόντος 15 (1998) 16. Το κείμενο, το οποίο δεν είδα, υποσημειώνεται στις δυο πρώτες μελέτες του κ. Φωτιάδη, ως εξής: Αρχείον Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, Αθήνα, Έγγραφο Κεντρικού Συμβουλίου των Επαρχιακών Συνδέσμων του Πόντου, προς την αυτού παναγιότητα τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Κωνσταντινούπολη, 29/2/1922, ενώ στις δυο τελευταίες: Α.Υ.Ε, Κ.Υ., Υ.Α.Κ., 1922/4/4α, 01.03.1922, Αρ. Πρωτ. 1320. Με τον τελευταίο ταξινομικό αριθμό έγινε προσπάθεια να ανευρεθεί το έγγραφο στο Ιστορικό Αρχείο του ΥΠ. ΕΞ., χωρίς, όμως, επιτυχία.
[38] Βλ. Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), Εν Κωνσταντινουπόλει 1919, σ. 265 και 269-272, Πανάρετου Τοπαλίδη, Ο Πόντος, ό.π., σ. 185-189. Βλ. και Κωνσταντίνου Εμμ. Φωτιάδη, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, 2ος τόμος, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 89-95, Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2004, σ. 183-185, Κώστα Φωτιάδη, Εξισλαμισμοί, ό.π., σ. 278, Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Τα Μοναστήρια, ό.π., σ. 193-194, Αρχιμ. Παύλου Αποστολίδη, Η Μητρόπολις Ροδοπόλεως, ό.π., σ. 204-208, Γεώργίου Νεοκλ. Λαμψίδη, Τοπάλ-Οσμάν, ένα χρονικό μιας άγνωστης ελληνικής τραγωδίας (1914-1924), Αθήνα 1969, σ. 117-124, και Γεωργίου Κ. Βαλαβάνη, Σύγχρονος Γενική Ιστορία του Πόντου, (φωτομηχανική έκδοση από την α΄ έκδοση του 1925), Θεσσαλονίκη 1986, σ. 102, όπου μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά: «Οἱ Τούρκοι ἐπώλουν ἐλευθέρως τά κειμήλια τῶν μοναστηριών, χειρόγραφα μεγίστης ἀξίας, ἄμφια, ἱερά σκεύη κλπ. Εἰς χείρας Τούρκων περιεφέροντο ἀρχιερατική μίτρα, τήν ὁποία καί ἐκόμισαν εἰς τό Διοικητήριον Ἀργυρουπόλεως καί χλευάζοντες ἐπέθετον διάφοροι ἐπί τῆς κεφαλῆς τῶν».
[39] Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, το λήμμα «Βαζελώνα μονή», σελ. 186-187.
[40] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 33-34.
[41] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 38.
[42] Πανάρετου Τοπαλίδη, Βαζελών, ό.π., σ. 50-56.
Η εισήγηση αυτή πραγματοποιήθηκε στην 2η Πανελλήνια Συνάντηση Ποντιακής Νεολαίας που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή της Κοζάνης κατά το τριήμερο 18-19 & 20 Αυγούστου 2006 στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνα και στις εγκαταστάσεις των ΤΕΙ Κοζάνης.