Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Αισθητική βιβλιοκριτική της έκδοσης: Πόντος δικαίωμα στην μνήμη


Δημήτρης Μπέσσας

Καθηγητής Αισθητικής Παιδείας
στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας


Ο ανταγωνισμός των κλασικών εντύπων και των αντίστοιχων ηλεκτρονικών στη σύγχρονη εποχή έχει επιφέρει μια σειρά από μη κωδικοποιημένες αισθητικές βελτιώσεις σ’ αυτά, οι οποίες ενισχύθηκαν από δύο βασικούς παράγοντες: τη συμμετοχή στην έκδοση ατόμων με πολλές και διαφορετικές ειδικότητες πέραν του συγγραφέα και το αυξημένο αίτημα του αναγνώστη για ποιοτική έντυπη μορφή του προσφερόμενου «λόγου». Οι τεχνικές δυνατότητες τις οποίες έχουν πλέον στη διάθεσή τους οι δημιουργοί ή στενότερα οι κατασκευαστές ενός βιβλίου, ευκολύνουν τη δουλειά τους και παρέχουν τέτοια χαρακτηριστικά, έτσι ώστε η κάθε συγκεκριμένη έκδοση να εμπεριέχει παραμέτρους που λειτουργούν σαν αυτοδύναμα έργα τέχνης. Υπό αυτή την έννοια τα χαρακτηριστικά αυτά υπόκεινται στη δική τους κριτική και ο συγγραφέας με την κλασική του έννοια δεν είναι πάντα ο αποκλειστικός υπεύθυνος για την τελική εμφάνιση του έντυπου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο εν λόγω βιβλίο αποθησαυρίζονται σε μια μορφή χρονολογικού φωτο-άλμπουμ πλήθος αναφορών και εικόνων, που στο άθροισμά τους αποτελούν όχι ένα μνημόσυνο αλλά μια δυναμική γιορτή αναβίωσης μιας κοχλάζουσας περηφάνιας. Ως πρώτο πλεονέκτημα λοιπόν της εργασίας αυτής πρέπει να περιλάβουμε τον συγκερασμό μιας ιστορικής και ποιητικής προσέγγισης ενός τραγικού λόγου. Ως προς το περιεχόμενο δε της εν λόγω έκδοσης κανείς δεν θα δυσκολευόταν να εκφέρει τον θετική του κρίση και ως προς το θέμα αλλά και ως προς τον συγγραφέα.

Ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης είναι πολυγραφότατος συγγραφέας και εκ βαθέων ερευνητής και αναλυτής ενός μείζονος σημασίας ζητήματος της σύγχρονης Ελλάδας, του Ποντιακού Ελληνισμού και με μοναδικές επιστημονικές επιδόσεις στον χώρο αυτό (όρα το πολυδιάστατο θέμα της γενοκτονίας και των κρυπτοχριστανών του Πόντου). Με την έκδοση αυτή προσφέρει στον αναγνώστη μία ρέουσα και εκρηκτική κινηματογραφική αφήγηση σημαντικών στιγμών ενός «κόσμου» που είχε την ατυχία να υποστεί ασύλληπτες διώξεις, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα τον αφανισμό ενός μεγάλου πληθυσμού του εκτός συνόρων ελληνισμού. Και αυτό δεν θα είχε τόση σημασία εάν δεν συνοδευόταν από τη βαθύτερη, την πιο εγκληματική και πιο απάνθρωπη προσπάθεια ενός βίαια επιτιθέμενου λαού επί ενός άλλου με στόχο την εξαφάνιση του πολιτισμού του. Και ναι μεν πέτυχαν οι διώκτες αυτοί του ποντιακού πληθυσμού να μειώσουν με μια πρωτοφανή γενοκτονία τα ποσοτικά μεγέθη του, απέτυχαν όμως να υποτάξουν τα ποιοτικά στοιχεία τα οποία είχαν και μετέφεραν οι περήφανοι αυτοί Ἐλληνες στην ενδοχώρα, όπου ποτέ δεν ζήτησαν έλεος και λύπηση, παρά μόνον δικαίωση.

Η τεκμηρίωση των ιστορικών αυτών στιγμών γίνεται, όχι μόνο με δυσεύρετες γραπτές πηγές, που τόσο άφθονα χρησιμοποιεί γενικότερα ο συγγραφέας στο πολύτομο συγγραφικό του έργο, το οποίο πλουτίζει την νεότερη ιστορία, αλλά με ακόμα πιο δυσεύρετο φωτογραφικό υλικό. Έτσι το βιβλίο αποκτά μια μοναδική αισθητική εμπειρία, η οποία βασίζεται όχι μόνο στον ακριβή ιστορικό λόγο αλλά και στην καρέ-καρέ παράθεση φωτο-γεγονότων με αποτέλεσμα την άναυδη καθήλωση του αναγνώστη εξαιτίας ενός «άηχου ήχου» γεμάτου κραυγή, πόνο, ρέμβη, θλίψη, νόστο, ρόγχο και επιθανάτιους ψίθυρους με μία εν αναμονή κάθαρση. Ο στόχος δε του συγγραφέα όσον αφορά τους εν δυνάμει κατόχους ή χρήστες του βιβλίου δεν είναι μόνον οι πρωταγωνιστές και παθόντες της σύγχρονης αυτής τραγωδίας αλλά η παγκόσμια κοινότητα – ό,τι απέμεινε από την σύγχρονη «ανθρωπότητα χωρίς ταυτότητα»- την οποία προσπαθεί να ερεθίσει με όπλο μια σοφία λόγου ως μείζον χαρακτηριστικό του πολιτισμένου ανθρώπου.

Από την ευχέρεια παροχής στην έκδοση των δύο αυτών στοιχείων, των κειμένων δηλαδή και των εικόνων και με τον τρόπο που τα χειρίζεται εδώ και χρόνια ο Κ. Φωτιάδης φανταζόμαστε το μέγεθος του ολοένα και αυξανόμενου προσωπικού του αρχείου, το οποίο μάλιστα τα τελευταία χρόνια, κατά ένα μέρος του, έχει πάρει τη μορφή δημοσίων εκθέσεων σε όλη την επικράτεια εν είδη περιφερόμενου μουσείου ως «δικαίωμα στη μνήμη». Στη εν λόγω λοιπόν έκδοση, η οποία είναι απόρροια αυτών των εκδηλώσεων ο αναγνώστης λαμβάνει και απολαμβάνει σε θριαμβευτική θλίψη όχι μόνο τον τεκμηριωμένο λόγο, αλλά και τις περιρρέουσες νοερές ιαχές που αποτελούν τα οπτικά κρεσέντα ενός δράματος.

Το υλικό αυτό αξιοποιείται από εμφανείς και αφανείς εργάτες του έργου και κυρίως από τους δύο υπογράφοντες την έκδοση: την Αναστασία Βαλαβανίδου και τον Θωμά Γκινούδη. Ο λόγος για την αισθητική μορφολογική ανάπτυξη του βιβλίου, για την οποία οι εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ θα πρέπει να είναι πολλαπλά ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. Κυρίως όμως βρισκόμαστε στη παράδοξη θέση να κριτικάρουμε την ιστορική φωτογραφία με γνώμονα την αισθητική της παρουσίαση και όχι για το πληροφοριακό περιεχόμενό της. Τα χαρακτηριστικά λοιπόν που μεταξύ άλλων θα μπορούσε κανείς να αξιολογήσει στην έκδοση περιγράφονται παρακάτω.

Η αρχιτεκτονική του βιβλίου στοχεύει κατευθείαν τους αναγνώστες του, οι οποίοι δεν είναι μόνον οι ειδικοί επιστήμονες ούτε οι άφθονοι πρωταγωνιστές και ήρωες του ποντιακού χώρου αλλά βιβλιόφιλοι συλλέκτες ποιοτικών εκδόσεων. Η επικρατούσα πλέον άποψη για μεγέθη Α4 στην σύγχρονη σχετική τυπογραφία έχει το αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα της μείωσης του πάχους του βιβλίου –πράγμα πολύ καλό για κάθε είδους βιβλιοθήκη – χωρίς να βιασθεί το μέγεθος των εικόνων που εμπεριέχονται σ’ αυτό. Στον αναδυόμενο γεωμετρισμό των blocks της σελίδας θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει, εν είδη αρμονικών χαράξεων και modrian-ισμού, την φυσική ισορροπία του κενού ως προς την όλη έκταση της σελίδας. Τα διάφορα είδη των εικόνων είτε αυτά είναι στυλιζαρισμένες παλιές φωτογραφίες, κάρτες, χάρτες, αναμνηστικά στιγμιότυπα, γκραβούρες ή φωτοκείνενα έχουν μορφοποιηθεί με μια ψύχραιμη αυξομείωση του μεγέθους, χωρίς να παρασύρονται από την σημαντικότητα της αναδυόμενης πληροφορίας. Κι αυτό γιατί τα πάντα ενυπάρχουν εν συνόλω και εν συμφωνία όχι σαν υποτιθέμενη οπλική φαρέτρα αλλά μόνον ως εν δυνάμει συναγερμός καρδιάς και νου ή άλλως ως επίκληση μνήμης. Το εξώφυλλο καλύπτεται με μια καίρια στυλιζαρισμένη φωτογραφία «εις ανάμνησιν ήθους και ευγενίας» προσώπων που αναζητούν την σκοτεινή ματιά του «άλλου» που συνήθως συναντάμε σε πρόσωπα του Ernst Kirchner.

Η επεξεργασία των φωτογραφιών, με την εποπτεία των παραπάνω δημιουργών, περιορίζεται αισθητικά σε μια ημι-γκρίζα γκάμα, η οποία παραπέμπει σε γήινα χρωματολόγια βυζαντινών εφαρμογών. Μερικές φορές η μετατροπή του έντονου σε καθαρόαιμη σέπια θυμίζει φωτογραφική δουλειά του Κατσάγγελου. Από την άλλη το φωτογραφικό υλικό διασπείρεται σε μια λογική αναλογία διαθέσιμου χώρου και καταλαμβανόμενης έκτασης και πρωταγωνιστεί στη σελίδα όχι μόνον με γνώμονα την πληροφοριακή της δομή, αλλά κυρίαρχα για την υπόκωφη υποστήριξη της συναισθηματικής ατμόσφαιρας. Ως τέτοια το φωτο-υλικό της έκδοσης αντλεί έστω και τυχαία από την εξπρεσιονιστική μοναξιά ενός Phil Borges ή από τις θορυβώδεις συναγωγές του Robert Doisneau. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι τέκτονες του βιβλίου καταφέρνουν να ξεπεράσουν δύο πιθανά προβλήματα της δομής του: το υπερβολικό θέμα και το υπερβολικό περιεχόμενο Αντ’ αυτού μάλιστα καταφέρνουν να τιθασεύσουν την υπερβολική λάμψη και τον υπερβολικό θόρυβο και να πετύχουν μια μεταποίησή τους σε ιμπρεσιονικό θέαμα και άκουσμα. Τελικά η χωρική ταξιθέτηση των στοιχείων που την απαρτίζουν ικανοποιούν τον αυτονόητο νόμο της ισορροπίας κειμένου και εικόνας από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα σε μια ποιότητα χαρτιού, η οποία κάνει το βιβλίο συλλεκτικό.

Αν συμφωνούμε με τον φωτογράφο Constantino Mano ότι η φωτογραφία προσδιορίζεται από την αλήθεια και τη μαγική στιγμή της τότε αυτό το βιβλίο έχει ως σύνολο αριστεύσει.