Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Η μουσική των Ελλήνων του Πόντου


Οι βασικές ιστορικές φάσεις εξέλιξης της μουσικής των Ελλήνων του Πόντου από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα

του Παύλου Ι. Τσακαλίδη,
Διδάκτορα Μουσικής του Εθνικού Πανεπιστημίου Μουσικής του Βουκουρεστίου

Η ιστορική εξέλιξη της μουσικής των Ελλήνων του Πόντου αποτελεί ένα μεγάλο και εξαιρετικά πολύτιμο κεφάλαιο που -σε σύγκριση με την ιστορία τους- έχει ερευνηθεί πολύ λιγότερο. Οι γραπτές, ηχητικές και φωτογραφικές πηγές για τη μουσική του ποντιακού λαού είναι περιορισμένες και αυτό κάνει πιο δύσκολη την έρευνα στο θέμα αυτό. Για σχεδόν 3.000 χρόνια οι Πόντιοι ζούσαν ως συμπαγής ομάδα σε κοινό έδαφος και ο μουσικός τους πολιτισμός εξελισσόταν ομαλά. Η συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής αναγκάζουν των ελληνοποντιακό πληθυσμό να αλλάξουν τον τόπο παραμονής τους. Η συνθήκη της Λοζάννης, που υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1923, ανοίγει την νέα, προσφυγική σελίδα για τους Έλληνες του Πόντου.

Η ιδιαιτερότητα της ιστορικής εξέλιξης της μουσικής των Ελλήνων του Πόντου οφείλεται στη διαρκή παρουσία τους στα ίδια εδάφη -στα νότιο-ανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας- από το 8-7ο αιώνα π.Χ. μέχρι το έτος 1922. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τη βασική αιτία για την εξέλιξή της στο πλαίσιο της κλειστής κοινωνίας, που με τη σειρά της έδωσε την μοναδική ευκαιρία για την δυνατότητα διατήρησης των αρχαιοελληνικών πολιτιστικών αρχών: στη γλώσσα, στα έθιμα, στη μουσική και στο χορό. Παρακάτω αναφέρονται οι βασικές φάσεις της εξέλιξης αυτής από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Όλη η έρευνά μας θα χωριστεί σε δύο κεφάλαια: α) πριν από το 1922, και β) μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και το βίαιο ξεριζωμό του Ποντιακού Ελληνισμού από τα πάτρια εδάφη.

O ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Α΄ Φάση

Στην ελληνική μυθολογία έχουμε την περιγραφή της Αργοναυτικής εκστρατείας στην Κολχίδα, στην οποία συμμετέχει και ο πρώτος «πρεσβευτής» της ελληνικής μουσικής παράδοσης, ο θρυλικός λυράρης και τραγουδιστής Ορφέας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι «πίσω από το γοητευτικό και μαγικό προπέτασμα της Αργοναυτικής εκστρατείας κρύβονται πολλοί πεζοί και αιματηροί αγώνες των Ελλήνων στην αυγή της ιστορίας, γύρω στην πρώτη χιλιετηρίδα, για τον έλεγχο του εμπορικού δρόμου προς τον Εύξεινο Πόντο και την Ανατολή [...] και τη μόνιμη εγκατάσταση των Ελλήνων του Πόντου». Βλέπουμε ότι ήδη στο στάδιο του μύθου έχουν γίνει οι πρώτες επαφές τον ντόπιων λαών της Μαύρης Θάλασσας με το αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Απ' τον 8ο αιώνα π.Χ. δημιουργούνται οι πρώτες αποικίες στον Άξενο (αφιλόξενο) Πόντο που αργότερα χάρη των αποικιών αυτών μετονομάστηκε σε Εύξεινο (φιλόξενο) Πόντο. Επειδή οι κάτοικοι των πόλεων αυτών ήταν Ίωνες, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι και ο πολιτισμός τους ήταν απόλυτα ταυτόσημος με τον αρχαιοελληνικό. Όμως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, οι ιστορικές περίοδοι που θα ακολουθήσουν (Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Βυζάντιο και Τουρκοκρατία), θα αφήσουν τα δικά τους σημάδια πάνω στο «σώμα» της παράδοσης του Ελληνισμού του Πόντου.

Τα μουσικά όργανα είναι κοινά σε όλο τον αρχαιοελληνικό κόσμο μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα κυριότερα απ' αυτά είναι τα έγχορδα (η αρχαία λύρα, η αρχαία κιθάρα), τα πνευστά (ο αυλός, ο δίαυλος) και διάφορα κρουστά.

Β΄ Φάση

Μετά τις κατακτήσεις του Μεγαλέξανδρου, μέχρι και τα βάθη της Ανατολής, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη μεγάλη πρόσμιξη των πολιτισμών των περιοχών αυτών. Αυτό είναι έκδηλο και κατά τη διάρκεια της ίδρυσης του Βασιλείου του Πόντου (3ος αιώνας π.Χ.) με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα απ' τους περσικής καταγωγής Μιθριδάτες βασιλείς.

Στο πλαίσιο του Βασιλείου αυτού ο πολιτισμός, πιθανόν, συνεχίζει να διαφοροποιείται απ' το αρχαιοελληνικό λόγω της γεωγραφικής του θέσης και των ευρύτατων επαφών με τους πολιτισμούς της Ασίας και της Ανατολής (μάλλον πιο πολύ των Περσών και των Αράβων). Ο Χρήστος Σαμουηλίδης αναφέρει ότι «η ελληνική πολιτιστική παράδοση αφομοίωσε τα ντόπια στοιχεία και έκανε [...] τη θαυμαστή σύνθεση [...] να παίρνει δηλαδή στοιχεία πολιτισμού από την Ανατολή, να τα μεταπλάθει και να τα κάνει δικά του [...]». Τη μεγαλύτερη συμβολή στη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή του Πόντου έχει ο τελευταίος και πιο γνωστός απ' τους Μιθριδάτες, ο επονομαζόμενος Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.), η μητέρα του οποίου ήταν ελληνικής καταγωγής. Αυτός προσπάθησε να δημιουργήσει ένα «ενιαίο ποντιακό έθνος και πολιτισμό» που σε μεγάλο βαθμό βασιζόταν στα αρχαιοελληνικά πρότυπα. Όλα αυτά έδωσαν τις βάσεις για τη δημιουργία του «αυτόνομου πολιτισμού των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου», που πιθανόν να περιείχε στοιχεία άλλων πολιτισμών. Όμως, σε γενικές γραμμές, ο πολιτισμός αυτός παρέμεινε αμιγώς ελληνικός (γλώσσα, έθιμα, μουσική και επιλογή μουσικών οργάνων).


Γ΄ Φάση

Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (64/63 π.Χ. - 330 μ.Χ.) όλος ο πολιτισμός των Ρωμαίων βασιζόταν στα πρότυπα της Αρχαίας Ελλάδας. Αυτή ήταν μία από τις αιτίες που δεν υπήρχε σημαντική διαφοροποίηση του μουσικού πολιτισμού των Ελλήνων του Πόντου. Ως άλλη αιτία μπορούμε να υποθέσουμε ότι, λόγω της γεωγραφικά απομονωμένης θέσης του Πόντου, ο πολιτισμός του συνεχίζει να διατηρείται ελληνικός περισσότερο από τα άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας. Ο Πόντος διατηρεί εμπορικές σχέσεις με όλη την Ανατολή που με τη σειρά τους μπορούσαν να επιφέρουν κάποιες αλλαγές και διαφοροποιήσεις στο μουσικό του πολιτισμό. Τα βασικά ερωτήματα είναι τα εξής: υπήρξε όντως διαφοροποίηση του μουσικού πολιτισμού των Ποντίων, προς ποια κατεύθυνση έγινε αυτή, και σε ποιο βαθμό; Προς αυτή του πολιτισμού της Αρχαίας Ελλάδας ή της Ανατολής, με την οποία μετά τον Μέγα Αλέξανδρο έχει στενές σχέσεις όλος ο ελλαδικός χώρος; Αυτά τα ερωτήματα αφενός δύσκολα μπορούν να απαντηθούν σε τόσο μικρή σε έκταση εργασία και αφετέρου για τη διασάφησή τους απαιτούνται μελλοντικές εξειδικευμένες μελέτες.

Η μεγάλη διαφοροποίηση της πολιτιστικής ζωής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας φέρνει μαζί της τις αλλαγές στην χρήση των μουσικών οργάνων. Χαρακτηριστική είναι για την περίοδο αυτή η οργάνωση μεγάλων ορχηστρών (περίπου 100 ατόμων) στις αυλές των αυτοκρατόρων στη Ρώμη, που έπαιζαν διάφορα μουσικά όργανα. Ένα από αυτά ήταν και ένα καινούριο ύδραυλο όργανο ή ύδραυλις, που είχε ιδιαίτερες τεχνικές και ακουστικές δυνατότητες και σταδιακά έγινε το κυριότερο όργανο της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Αυτό δημιουργεί αφενός τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των μουσικών οργάνων και αφετέρου γεννιέται ένα είδος αυλικής μουσικής που απέχει από τις λαϊκές μάζες.

Στον Πόντο δεν ακολουθούν το δρόμο αυτό. Επειδή «οι ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου συνέχισαν να διατηρούν το ελληνικό φρόνημα και τον πολιτισμό τους» αυτό είχε ως συνέπεια την πρώτη φάση διαίρεσης της μουσικής σε αυλική και δημοτική.

Δ΄ Φάση

Τα πιο κρίσιμα χρόνια για την ελληνική παράδοση είναι όμως τα χρόνια του χριστιανικού Βυζαντίου, κατά τη διάρκεια των οποίων, λόγω της κυριαρχίας της Ορθοδοξίας, ακολουθούν σημαντικές πολιτιστικές αλλαγές. Τα πρώτα χρόνια η ορθόδοξη εκκλησία δέχεται τόσο τη μουσική όσο και τα μουσικά όργανα των Ελλήνων μέσα στη θεία λειτουργία. Mε την πάροδο του χρόνου τα μουσικά όργανα στους ναούς απαγορεύονται κατηγορηματικά, ως κάτι που είναι συνδεδεμένο με την ειδωλολατρία και το οποίο, κατά τη γνώμη της εκκλησίας, εμποδίζει την σωστή επικοινωνία των ενοριτών με τη Θεία Λειτουργία.

Η μουσική της ορθόδοξης εκκλησίας έχει μέσα της στοιχεία και από την αρχαία ελληνική μουσική (του λαού που ασπάστηκε την ορθοδοξία) και απ' την εβραϊκή μουσική (του λαού που έφερε στους Έλληνες τη θρησκεία αυτή). Αντίθετα, η δημοτική μουσική των Ελλήνων του Πόντου δε δέχεται μεγάλη επιρροή των ξένων στοιχείων, γιατί ήδη λειτουργεί στην κλειστή κοινωνία, η οποία περισώζει στα σπλάχνα της σε μεγαλύτερο βαθμό τα κωδικοποιημένα μηνύματα από την πρωτοχριστιανική ελληνική μουσική παράδοση.

Στους προηγούμενους αιώνες, που η μουσική παιδεία ήταν υποχρεωτική για όλους τους Έλληνες, η μουσική αισθητική ήταν ενιαία σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Από την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρχε διαφοροποίηση ανάμεσα στην αυλική μουσική και τη μουσική του απλού λαού, ενώ στην περίοδο του Βυζαντίου (μετά τον 8ο αιώνα) γίνεται και άλλος διαχωρισμός της εκκλησιαστικής μουσικής από τη δημοτική.

Αυτή την περίοδο απ' τους μουσικούς ποντιακής καταγωγής «ξεχωρίζουν ο Βασίλειος ο Μέγας (330-379 μ.Χ.) που καταγόταν από την Νεοκαισάρεια του Πόντου και ο μικρότερος του αδελφός και μαθητής ο Γρηγόριος ο Νύσσης της Καππαδοκίας (335-395 μ.Χ.)», των οποίων η συμβολή στη μουσική της Ανατολικής Εκκλησίας ήταν αξιόλογη.

Γύρω στον 9ο-10ο αιώνα χρονολογείται η αρχή των ακριτικών τραγουδιών, στα οποία ακούγονται οι απόηχοι των θρύλων και των παραδόσεών των Ελλήνων. Εδώ συναντάμε τα έπη ηρώων όπως: ο Διγενής Ακρίτας, ο Πορφύρης ή Πόρφυρας, ο Κωνσταντίνος, ο Γιάννες ο Μονόγιαννες, ο Μάραντος κ.ά.

Αυτή την περίοδο (9-10ος αιώνας περίπου) εμφανίζονται στο Βυζάντιο και οι πρώτες λύρες με δοξάρι, οι οποίες στην εποχή μας έφθασαν σε διάφορες μορφές (ανά περιοχή): η ποντιακή λύρα, ο κεμανές Καπαδοκίας αλλά και η πολίτικη, η κρητική, η θρακιώτικη και η νησιώτικη λύρα. Στα πνευστά παραμένουν ο αυλός με ονομασία γαβάλ ή χειλιαύρην και ο δίαυλος σε μορφή ζουρνά και αγγείου ή τουλούμ-ζουρνά (προστέθηκε ο ασκός από δέρμα) και στα κρουστά έχουμε το νταούλι. Εδώ μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το σύνολο των βασικών οργάνων που χρησιμοποιούν οι Πόντιοι στη δημοτική τους μουσική συμπίπτει απόλυτα με τα βασικά αρχαιοελληνικά μουσικά όργανα, με τη διαφορά ότι αυτά εξελίσσονται σε πιο ηχηρά και τεχνικά πιο βελτιωμένα. Αυτά τα μουσικά όργανα ο ποντιακός ελληνισμός διατηρεί μέχρι τις μέρες μας.

Ε΄ Φάση

Με την ίδρυση της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών (1204) και ιδίως της πρωτεύουσας Τραπεζούντας οι τέχνες και ο πολιτισμός γενικά άνθησαν στον Πόντο. Πιθανόν τότε στο Βυζάντιο να αναπτύχθηκαν και κάποιες μορφές της λόγιας μουσικής σε μορφή ορχηστρών λεπτών οργάνων, που παρουσίαζαν τα έργα ελλήνων συνθετών, όπως του Ιωάννη Κουκουζέλη κ.ά. και επίσης μουσικά έργα των γύρω περιοχών, λ.χ. Περσία, Βουλγαρία.

Πιθανών σ' αυτά τα χρόνια η παραδοσιακή μουσική των Ελλήνων του Πόντου έχει απομονωθεί περισσότερο στις κλειστές κοινωνίες των χωριών και μικρών πόλεων του Πόντου. Μάλλον είναι ελάχιστες επαφές της με τη λόγια μουσική της πόλης, με τα μουσικά της όργανα και με την καθεαυτού μουσική της.


Στ΄ Φάση

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (το έτος 1453) και λίγο αργότερα της Τραπεζούντας (το έτος 1461) στον Πόντο αρχίζει η περίοδος της Τουρκοκρατίας, στην οποία μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ της μουσικής της πόλης ή αστικής μουσικής και της μουσικής του χωριού, της αυτούσιας δηλαδή δημοτικής μουσικής, βασισμένης στα γνήσια ελληνικά ακούσματα με τη συνοδεία των ελληνικών παραδοσιακών μουσικών οργάνων, που προαναφέρθηκαν (βλ. 4η φάση).

Αναμφισβήτητα, οι αιώνες συμβίωσης στις ίδιες περιοχές με τους μουσουλμάνους Τούρκους επέφεραν κάποιες προσμίξεις και στους δυο πολιτισμούς. Σε κάποιες περιοχές έχει εισαχθεί μέσα στην ποντιακή μουσική παράδοση η τούρκικη γλώσσα, σε κάποιες άλλες μπήκαν οι αμανέδες, χαρακτηριστικοί για το μουσουλμανικό μουσικό πολιτισμό. Είναι πιθανόν ακόμη και να υιοθετήθηκαν και κάποιες μελωδίες.

Αυτό, όμως, δεν αποκλείει την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού και της παράδοσης του Πόντου στους κατακτητές, οι οποίοι έλαβαν αρκετά πολιτιστικά στοιχεία από τους Έλληνες της περιοχής. Μην ξεχνάμε ότι την εποχή της κατάκτησης του Βυζαντίου οι Τούρκοι Οσμάνοι (αρχικά Σελτζούκοι) ζούσαν ως νομάδες καβαλάρηδων, με βασική ασχολία τους πολέμους. Δεν είχαν ούτε σπίτια, ούτε πόλεις και συνεχώς μετακινούνταν στις στέπες. Είναι γνωστό ότι η ραγδαία ανάπτυξη του πολιτισμού του κάθε λαού άμεσα είναι συνδεδεμένη με τη μόνιμη διαμονή τους σ' ένα μέρος. Δεν μπορούσε ένας λαός, που ζούσε κάτω από τις συνθήκες συνεχόμενων μετακινήσεων, να έχει ανεπτυγμένο πολιτισμό, ικανό να προσφέρει κάτι ανώτερο στον πολιτισμό των Ελλήνων του Πόντου. Επομένως, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως τουρκικό πολιτισμό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον ελληνικό.

Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι την περίοδο της Τουρκοκρατίας όλος ο μουσικός πολιτισμός των σκλαβωμένων Ελλήνων, που ζούσαν στις διάφορες περιοχές του Πόντου, διακρίνεται σε τέσσερις βασικούς κλάδους:

1) τη λατρευτική μουσική της Ορθόδοξης Εκκλησίας (τη βυζαντινή),
2) τη δημοτική μουσική (των διάφορων περιοχών στις οποίες κατοικούσαν οι Πόντιοι),
3) την αστική μουσική (η μουσική των πόλεων),
4) τη λόγια μουσική (έχοντας υπόψη μας τις εικόνες των συνόλων που υπήρχαν στις αρχές του 20ου αιώνα αυτή η μουσική μάλλον πιο πολύ σχετίζεται με την ευρωπαϊκή).

Στα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσαν στη δημοτική και αστική μουσική, εκτός απ' τα παραδοσιακά, από το 19ο αιώνα συμπεριλαμβάνονται: το ευρωπαϊκό βιολί και το ούτι (στο Δυτικό Πόντο), το κλαρίνο και το ακορντεόν (στον Καύκασο), ενώ στη ρεμπέτικη μουσική της Μικρασίας συναντάμε το μπουζούκι. Στην εκκλησιαστική μουσική δεν υπήρχαν όργανα, ενώ στη λόγια μουσική συναντάμε όλα τα όργανα που είναι χαρακτηριστικά για την ευρωπαϊκή κλασική μουσική όπως: πιάνο, κλασική κιθάρα αλλά και ιταλικό μαντολίνο κ.ά.

Ζ΄ Φάση

Αυτή τη φάση (από το τέλος του 19ου - αρχές του 20ού αιώνα) (Εικ.2) θα μπορούσαμε να τη θεωρήσουμε ως μια περίοδο από την οποία έμειναν στη διάθεσή μας σημαντικές γραπτές και ακουστικές πηγές της μουσικής παράδοσης των Ελλήνων του Πόντου. Στο «Αρχείον Πόντου» έχουμε καταγραφές λαμπρών μουσικών της εποχής τους όπως των: Δ. Κουτσογιαννόπουλου, Ξ. Άκογλου, Τρ. Γεωργιάδη κ.ά., που μας δίνουν γραπτά στοιχεία από το τέλος του 19ου έως τις αρχές 20ου αιώνα (περίπου 300 μελωδίες). Στην δεκαετία του ΄30-΄40 του 20ού αιώνα από την ερευνήτρια Μέλπω Μερλιέ έγιναν ηχογραφήσεις της ποντιακής μουσικής, που έφεραν μαζί τους οι ξεριζωμένοι από τον Πόντο πρόσφυγες (περίπου 100 μελωδίες). Αυτά τα αρχεία -συμπληρομένα- με άλλα αρχεία από προσωπικές συλλογές- μας δίνουν μια σαφή εικόνα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν η δημοτική μουσική του Πόντου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Η ανάλυση αυτών των πηγών μάς δείχνει ότι η ποντιακή μουσική κατά κύριο λόγο έμεινε ανεπηρέαστη και πιστή στις ελληνικές τις ρίζες. Παράλληλα, όμως, έχει στο ρεπερτόριό της ορισμένες μελωδίες με την επιρροή της βυζαντινής μουσικής και των παραδόσεων άλλων γειτονικών λαών.

Θεωρούμε ότι η δημοτική μουσική παράδοση του Πόντου σταματάει τη φυσική της εξέλιξη με τους ανθρώπους, οι οποίοι γεννήθηκαν, μεγάλωσαν στο Πόντο και άντλησαν τα βιώματά τους απ' τα τοπία και τις παραστάσεις της ζωής στη λεγόμενη «Πατρίδα». Μάλλον πιο κοντά σε αυτές τις δημοτικές ρίζες βρίσκεται η μουσική των εξισλαμισμένων Ποντίων της Τουρκίας, οι οποίοι δεν έχασαν την επαφή τους με τον τόπο που ενέπνευσε για αιώνες ολόκληρες γενιές. Οι Πόντιοι πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς εν μέρει αναπαράγουν τις δημοτικές μελωδίες και στίχους, αλλά σταδιακά χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο δικές τους δημιουργίες. Όλο το φάσμα των «επώνυμων» μελωδιών που εκτελούνται από αυτούς -παράλληλα με τις αντίστοιχες δημοτικές- μπορούν να θεωρούνται ως λόγια μουσική των Ποντίων. Κάποιες από αυτές μπορεί σταδιακά να γίνουν μέσα στο χρόνο η παράδοση του ποντιακού λαού, όμως μόνο λόγια και όχι δημοτική «ανώνυμη» παράδοση.