Από τη βράβευση του Γιώργου Αμαραντίδη στο 5ο Πανελλαδικό Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών της Π.Ο.Ε. |
Η μάχη να κρατηθεί στη ζωή ήταν νομοτελειακά άνιση και για το Γιώργο Αμαραντίδη, που «έφυγε» τα ξημερώματα της 2ας Φεβρουαρίου σε ηλικία 69 ετών. Μπορεί ο θάνατος να είναι ο κοινός κλήρος όλων των ανθρώπων δεν είναι όμως το ίδιο και η συμβολή του καθενός στο γένος, τη μουσική παράδοση, την πολιτισμική κληρονομιά. Ο Γιώργος Αμαραντίδης συνέβαλε καθοριστικά σ΄ αυτό που συνήθως ονομάζουμε ποντιακή μουσική παράδοση.
Ο Αμαραντίδης είχε πολλά από τα γνωρίσματα που χαρακτήριζαν την πρώτη προσφυγική γενιά. Είχε «παρωνύμ’», που το πήρε κληρονομικά από το πατέρα του, λυράρη επίσης, Στάθη Αμαραντίδη. Ήταν ο «Σουμουλίκας» ασό Σοφουλάρ΄(Καπνοχώρι), όσο ήταν νεότερος και αργότερα ο «Συμούλ΄τς». Οι γονείς του, Στάθης και Σοφία (το γένος Καβακίδου) κατάγονταν την Άνω Ματσούκα (Γιαννακάντων). Ήταν αυτοδίδακτος λυράρης από τα 12 του χρόνια, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν ήρθε για συνέντευξη στις εκπομπές του πατέρα μου, Στάθη Ευσταθιάδη, αρχές της δεκαετίας του ΄90, περιέγραφε πώς «καραδοκούσε» να φύγει ο πατέρας του από το σπίτι και να πάει να βρει τα δίστιχα που έγραφε στα τσιγαρόχαρτά του. Έτσι διέσωσε πολλά δίστιχα του πατέρα του, που τα έκανε αργότερα γνωστά στα τραγούδια του. Στα 15 του χρόνια ο Σουμουλίκας ήταν ήδη γνωστός στα χωριά της Κοζάνης και τραγουδούσε στα καφενεία, με γέροντες που ήρθαν απ΄ την πατρίδα. Θείος του ήταν άλλωστε και ένα από τα σύμβολα της Ματσούκας, ο Στοφόρον (Χριστόφορος Χριστοφορίδης) και κοντοχωριανοί του ο Ποσινάκς, ο Παύλος ο Ξυνόπουλος, ο Κώστας Χαραλαμπίδης, ο Γαβράς, ο Γιάννης Αραπίδης, τη Καρα΄ένν΄ο Κώστας, ο Στυλιανός Αμαραντίδης, ο Καβάκς κ. ά.
Στην Αθήνα πρωτοπήγε το 1973, στην αρχή τα καλοκαίρια, για ένα 15θήμερο κάθε μήνα, όπου παρουσίαζε χορούς του Πόντου στο Θέατρο της Δόρας Στράτου (1973-80) κι ύστερα μόνιμα. Με την κάθοδό του στην Αθήνα, έγινε γνωστός και ταξίδεψε σε πολλές χώρες του εξωτερικού όπως στην Ινδία, το Αζερμπαϊτζάν, τον Καναδά, την Αμερική, την Αυστραλία και σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Συνεργάστηκε με τη Δόμνα Σαμίου, το Στάθη Νικολαΐδη, το Χάρη Καζαντζίδη (αγγείον), το Γιάννη Αραματανίδη (αγγείον), το Γιάννη Καλπατσινίδη (αγγείον), τον Πόλιον Παπαγιαννίδη, τον Κώστα τη Πατόζ΄ αλλά και με νεότερους, όπως τον Ηλία Υφαντίδη, τον Παναγιώτη Θεοδωρίδη κ.ά.
Με τους δεκάδες δίσκους του (πάνω από σαράντα μαζί με τις συμμετοχές), ήταν για τους Πόντιους της Κοζάνης ο «πρέσβης» των σκοπών της Ματσούκας στους υπόλοιπους Πόντιους, καθώς έκανε σχεδόν «μόδα» τους σκοπούς της Άνω Ματσούκας (τα χαψικιεέτ΄κα). Ανέδειξε δύο ξεχασμένα για την εποχή εκείνη μουσικά όργανα, το αγγείον και τη χειλιαύριν. Ορόσημο ήταν ο δίσκος του με τον επίσης Χαψικιεέτε θρυλικό τουλουμτσή «Ασαλούμ’» (Κώστα Κυριακίδη) και το Στοφόρον, αλλά και αργότερα με τον Αραματάν΄, ένας δίσκος μόνο με αγγείον. Ας σημειωθεί ότι σε όλες τις δισκογραφικές δουλειές του ήταν πολύ προσεκτικός, τόσο από μουσικής απόψεως, όσο και σε θέματα γραπτής απόδοσης της ποντιακής διαλέκτου (επιμέλεια των δίσκων του έχει κάνει και ο Σίμος Λιανίδης).
Με τους δεκάδες δίσκους του (πάνω από σαράντα μαζί με τις συμμετοχές), ήταν για τους Πόντιους της Κοζάνης ο «πρέσβης» των σκοπών της Ματσούκας στους υπόλοιπους Πόντιους, καθώς έκανε σχεδόν «μόδα» τους σκοπούς της Άνω Ματσούκας (τα χαψικιεέτ΄κα). Ανέδειξε δύο ξεχασμένα για την εποχή εκείνη μουσικά όργανα, το αγγείον και τη χειλιαύριν. Ορόσημο ήταν ο δίσκος του με τον επίσης Χαψικιεέτε θρυλικό τουλουμτσή «Ασαλούμ’» (Κώστα Κυριακίδη) και το Στοφόρον, αλλά και αργότερα με τον Αραματάν΄, ένας δίσκος μόνο με αγγείον. Ας σημειωθεί ότι σε όλες τις δισκογραφικές δουλειές του ήταν πολύ προσεκτικός, τόσο από μουσικής απόψεως, όσο και σε θέματα γραπτής απόδοσης της ποντιακής διαλέκτου (επιμέλεια των δίσκων του έχει κάνει και ο Σίμος Λιανίδης).
Ο Αμαραντίδης είχε το χάρισμα των παλιών λυράρηδων και τραγουδιστών να γράφει στίχο και μουσική, χωρίς να διακρίνονται τα δημιουργήματά του από τα παραδοσιακά. Ερμήνευε το ίδιο καλά τα ματσουκάτ΄κα, τα κλασσικά ποντιακά τραγούδια («Μονόγιαννες», «Πάρθεν η Ρωμανία», «Αφήνω γειά σας άρχοντες») αλλά και τραγούδια του σημερινού Πόντου («Πόντιον ποντιοπούλ΄»). Ως ο πιο αντιπροσωπευτικός ερμηνευτής της Ματσούκας, ήταν για χρόνια ο βασικός καλλιτέχνης στο θρυλικό –για τα δεδομένα της Θεσσαλονίκης τότε- χορό της Ένωσης Ποντίων Ματσούκας.
Στο 5ο φεστιβάλ της Π.Ο.Ε. στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής Χορού, τιμήθηκε ως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της Ματσούκας εν ζωή. Στο 7ο φεστιβάλ στην Κομοτηνή συμμετείχε με το Σ.Πο.Σ. Νοτίου Ελλάδος & Νήσων, που χόρευε χορούς από την περιοχή της Ματσούκας. Δε δέχτηκε να μεταβεί στην Κομοτηνή αεροπορικώς. Ήθελε να είναι παρέα με τα νέα παιδιά, χορευτές και μουσικούς. Και όντως, στην Κομοτηνή τραγούδησε μέχρι τις πρωινές ώρες δείχνοντας σε όλους ότι υπάρχουν και καλλιτέχνες που διασκεδάζουν και συγκινούνται με τα Ποντιακά, που γίνονται ένα με τη νεολαία, όπως κάποτε και ο ίδιος γινόταν ένα με τους ηλικιωμένους από τον Πόντο, όταν ήταν 15 χρονών…
Ο Γιώργος Αμαραντίδης καθοδήγησε «παραδοσιακά» εκατοντάδες Ποντίους. Γλέντησε μερόνυχτα με γέρους γεννημένους στον Πόντο, αλλά και με παρχαρομάνες στο βουνό. Επέμεινε στην παράδοση, εποχές που το νεοποντιακό τραγούδι μεσουρανούσε. Αυτός ήταν και ο λόγος που σταμάτησε να τραγουδά σε κέντρα διασκέδασης από τη δεκαετία του ΄80. Δεν έκανε «εκπτώσεις» στην παράδοση. Σημάδεψε τη μουσική ιστορία της Ματσούκας εκπροσωπώντας μια ολόκληρη παραδοσιακή κοινωνία. Έκανε όμως και μια ωραία οικογένεια με τη γυναίκα του Ρούδα και τα τρία παιδιά τους, Στάθη, Γιάννη και Σοφία. Η φωνή της γυναίκας του όταν τον συνόδευε στην τελευταία κατοικία «Αμάραντε μ΄ που πας…» αντηχεί ακόμη στα βουνά της Κοζάνης, εκεί όπου άλλοτε αντηχούσε το τραγούδι και η λύρα του Συμούλ΄. Τα «αμάραντα», όμως, δε μαραίνονται και ο Γιώργος Αμαραντίδης δε θα σβήσει από τη μνήμη κανενός. Πέρασε στην ιστορία της ποντιακής παράδοσης ως «Τη Ματσούκας το άστρον…»
Καλό ταξίδι και χαιρετίσματα στον πατέρα μου….
Μυροφόρα Ε. Ευσταθιάδου