Τι παράδοξο! Να νοσταλγεί κανείς έναν τόπο που δεν έζησε και πιθανόν δε θα μπορούσε να ζήσει ποτέ. Ίσως, όμως, για όσους δε γεννήθηκαν στην ιστορική τους πατρίδα η νοσταλγία και η φαντασία είναι αυτά που δίνουν πνοή και ζωή στην έννοια της πατρίδας... Είναι η πατρίδα του μύθου, ο μύθος της πατρίδας… Ένας μύθος, όμως, που όταν τον… «απομυθοποιείς», σου δίνει περισσότερα από αυτά που έχεις φανταστεί…
Τι σημαίνει όμως «παρχάρ΄»; Η λέξη «παρχάρ΄», ερμηνεύεται ως εξοχικός τόπος (σε υψόμετρο 2.000 μ. και άνω). Άλλη άποψη υποστηρίζει ότι το «παρχάρ΄» προκύπτει από τις λέξεις παρά και χωρίον ή από την τουρκική λέξη bahar που σημαίνει άνοιξη. Από το Μάιο έως το Σεπτέμβριο πάντως η κτηνοτροφική ζωή μεταφερόταν (και μεταφέρεται ακόμη και σήμερα στον Πόντο) στους υψηλούς αυτούς τόπους, όπου υπάρχουν λιβάδια που χάνονται στα βάθη του ορίζοντα. Η μελέτη του υπαίθριου χώρου και της κοινωνικής, πολιτισμικής και θρησκευτικής ζωής μέσα σ΄ αυτόν, συνεπάγεται με πλήθος λαογραφικών φαινομένων.
Ιδιάζουσας σημασίας είναι η μελέτη ενός πανηγυριού σε υπαίθριο χώρο. Το πανηγύρι, η αρχαία «πανήγυρις» διατηρεί πολλά αρχέγονα στοιχεία, συνθέτοντάς τα με νεότερα, στο διάβα του χρόνου. Κυρίαρχο στοιχείο, το «αυθόρμητον» του λαϊκού πολιτισμού, η άνευ όρων παράδοση στη συλλογική διασκέδαση, που μετατρέπει το χώρο σε σημείο αναφοράς και μνήμης.
Το πανηγύρι, ένα πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο, επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, δίνοντας την εντύπωση μιας κυκλικής, παρόμοιας πορείας, κάθε φορά όμως χαράσσει με τρόπο διαφορετικό τη μνήμη, δημιουργώντας συμβάντα και καταστάσεις που το κάνουν να ξεχωρίζει από κάθε προηγούμενο. Δημιουργείται έτσι μια ταυτότητα συλλογική, πέρα από ιδιότητες, ιδιομορφίες, φύλα και χαρακτήρες. Είναι η δυναμική του συλλογικού συμβάντος και η δύναμη της παράδοσης που λειτουργούν ως χωνευτήρι αντιθέσεων.
Τα πανηγύρια στα «παρχάρια» του Πόντου πραγματοποιούνται τους θερινούς μήνες επ΄αφορμή θρησκευτικού (άλλοτε), αλλά και αγροτικού γεγονότος. Έχουμε, λοιπόν, θρησκευτικά πανηγύρια (π.χ. της Παναγίας Σουμελά), πανηγύρια που γίνονται εις ανάμνησιν κάποιας θρησκευτικής εορτής (π.χ. 28 Αυγούστου – 15 με το παλαιό στον Αε-Σέρ΄) και πανηγύρια για τον εορτασμό του «ερχομού» κάποιου φρούτου (του κερασιού, της φράουλας κτλ.).
Στο προαναφερθέν υψόμετρο η βλάστηση αραιώνει. Δεν υπάρχουν δέντρα, ούτε καν θάμνοι, παρά μόνο αχανείς εκτάσεις λιβαδιών. Είναι ένα απρόσωπο, θα λέγαμε φυσικό περιβάλλον που, υπό προϋποθέσεις, μετατρέπεται κάθε χρόνο σε πολιτισμικό χώρο ζύμωσης.
Ο εκάστοτε πανηγυριστής, είτε διαμένει στην Τραπεζούντα, είτε στην Πόλη ή στο εξωτερικό, περιμένει έναν ολόκληρο χρόνο για να παρευρεθεί σ΄αυτό. Ίσως η ανάγκη συμμετοχής στο συλλογικό φαινόμενο, ίσως η αίσθηση του «ανήκειν» σ΄ένα κοινωνικό γεγονός της ιδιαίτερης πατρίδας σου, «προσωποποιεί» το πανηγύρι, που σε καλεί. Εσύ, μεταβαίνεις στον τόπο του και το διαμορφώνεις. Δημιουργείται έτσι μια νοητή αλληλεπίδραση μεταξύ του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου, προάγοντας τη συλλογική αλληλεξάρτηση.
Παρευρισκόμενος ως επισκέπτης σε ένα πανηγύρι στα βουνά του Πόντου, νιώθει κανείς άβολα με τον πρωτογονισμό που αυτό εκπέμπει. Όλες οι εκφράσεις είναι πολύ πιο έντονες από τις αστικά και κοινωνικά συνήθεις. Ο χορός είναι πολύ πιο δυναμικός απ΄ότι αν χορευόταν στην πλατεία της Τραπεζούντας. Ο οργανοπαίκτης παίζει ώρες, χορεύοντας και τρέχοντας μέσα στον κύκλο των χορευτών, χωρίς να νιώσει την κούραση που λογικά θα ένιωθε μέσα σ΄ένα κέντρο διασκέδασης στην πόλη.
Το δέος καλλιεργείται στον επισκέπτη ακόμη πιο έντονο, καθώς ανά διαστήματα σύννεφα σκεπάζουν το πανηγύρι και ακούς μόνο τη μουσική. Και ξαφνικά, επανεμφανίζονται μπροστά σου οι χιλιάδες των πανηγυριστών. Είναι καταστάσεις άγνωστες και συμπεριφορές «άξεστες», λαμβάνοντας υπόψιν την καθημερινότητα της αστικής κοινωνίας.
Οι μουσικοί, ο «ατλής», ο «καζής», ο «παλαλόν τη παρχαρί΄» ο χορευτικός κύκλος των εκατοντάδων ατόμων, οι παρέες των κοριτσιών που χορεύουν, συνθέτουν μία εικόνα μαγική που σε συμπαρασύρει. Το βήμα είναι απλό, αλλά ο καθένας το αποδίδει με διαφορετικό τρόπο. Κι όταν έρθει η ώρα για το «τσάκωμα», από τη στιγμή που δεν υπάρχει πρωτοχορευτής, το παραγγελμα το δίνει ο νταουλτσής! Σηκώνει το νταούλι ψηλά, δίνοντας με τον τρόπο αυτό το σύνθημα να σηκώσουν όλοι τα χέρια ψηλά. Στη συνέχεια, κάνει πρώτα ο ίδιος τη φιγούρα και τον μιμείται όλος ο χορευτικός κύκλος.
Στην ουσία, λίγη σημασία έχει τι χορεύουν, πώς το χορεύουν και ποιοι, αλλά το συνδετικό σχήμα του κύκλου και η δύναμη που αντλεί το κάθε μέλος της ομάδας απ΄αυτόν. Η αλυσιδωτή κίνηση που πάλει τον κύκλο, αγγίζει τα όρια της έκστασης. Ας σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω συμβαίνουν χωρίς την κατανάλωση αλκοολούχων ποτών.
Η αθρόα προσέλευση τουριστών τα τελευταία χρόνια στα πανηγύρια του Πόντου, έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές. Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα δημιουργούν χιλιόμετρα συνοστισμού, με αποτέλεσμα να υπάρχει στρατός στην περιοχή, για το συντονισμό της κυκλοφορίας. Παράλληλα, ισχυροποιείται και ο φορέας «κράτος», τοποθετώντας σημαίες και εθνόσημα. Είναι εν μέρει εύλογο ο έλεγχος της περιοχής να ξεφεύγει από τα όρια ενός Δήμου και να μεταβαίνει στο κράτος, λόγω των χιλιάδων του κόσμου (και μάλιστα πολλών ενόπλων).
Η φολκλοροποίηση ενός τέτοιου πανηγυριού είναι μια ακόμη αλλαγή των τελευταίων ετών. Υπάρχουν ήδη ενδείξεις και πολλοί ντόπιοι το έχουν αντιληφθεί. Μεγάλη μερίδα πανηγυριστών παραδέχθηκε ότι πανηγύρια μικρότερης κλίμακας (για παράδειγμα το «Χωνευτέρ΄» ή ο «Αε-Σέρ΄τς») διατηρούν περισσότερα παραδοσιακά στοιχεία, καθώς εκεί δεν πηγαίνουν τουρίστες.
Όπως κι αν έχει, υπάρχουν ακόμη αυθεντικά στοιχεία. Αυθεντική είναι η ανάγκη να χτυπήσεις τη γη, να χορέψεις πάνω σ΄αυτή, να ξαπλώσεις στο γρασίδι. Είναι ίσως παράδοξο αλλά όλοι, με τρόπο σχεδόν μαγικό, αφήνουν την αστική τους ταυτότητα και «φορούν» την αγροτική ή επανέρχονται στην αγροτική (ο χαρακτηρισμός «παράδοξο» αφορά τελικά τον παρατηρητή).
Σε κάθε περίπτωση, η ζωή σήμερα στα παρχάρια της Τραπεζούντας θυμίζει κατά πολύ τον κύκλο ζωής των Ελλήνων του Πόντου πριν τον ξεριζωμό, με κορωνίδα χαράς το πανηγύρι. Είναι η συνέχεια ενός πολιτισμού που παρέμεινε στον τόπο της δημιουργίας του. Είναι το λουλούδι που παραμένει στο χώμα και όχι σε κάποιο ανθοδοχείο, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Το ζήτημα είναι αν οι Πόντιοι από την Ελλάδα «αντέχουν» να βιώσουν ένα τόσο δυνατό συναίσθημα. Αν «αντέχουν» να λασπωθούν, να γεμίσουν σκόνη από το χορό, να ανέβουν δυο-τρεις ώρες με dolmuş ανάμεσα σε γκρεμούς, να φάνε από το ίδιο πιάτο με παρχαρομάνες, να κοιμηθούν σε «σταλία» χωρίς σεντόνια, να κρυώσουν από το υψόμετρο και τη «δείσα», να μυρίζουν «μαντρίν»…..
Αν τα «αντέξουν» όλα αυτά, τότε θα νιώσουν και «παρχαρί΄αέρα» να φυσά, «παρχαροτσίτσεκα» και «αμάραντα» να μοσχοβολούν, θα γευτούν «χτηνί΄βούτορον», θα αγγίξουν τα σύννεφα… Θα νιώσουν ότι το χώμα δεν είναι μόνο «σκόνη», αλλά εμπεριέχει και προγόνους που σε καλωσορίζουν στην πατρίδα….
Μυροφόρα Ε. Ευσταθιάδου