Το αντάρτικο του Πόντου |
του Νίκου Κωνσταντινίδη
Η κορυφαία πτυχή της πολεμικής ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού, υπέρτατη στιγμή ηρωισμού και αυτοθυσίας αποτελεί η δημιουργία των ποντιακών αντάρτικων ομάδων. Παρότι, αποκομμένοι οι Πόντιοι από τη μητροπολιτική Ελλάδα, χωρίς την παρουσία ελληνικού στρατού και τη βοήθεια συμμαχικών δυνάμεων, δίχως οπλισμό και επιμελητεία, με εξαίρεση της διετούς ρωσικής κατοχής της Τραπεζούντας (1916-1918), κατάλαβαν σύντομα πως η σωτηρία τους εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο από τους ιδίους.
Οι εχθροπραξίες και οι συγκρούσεις από περιοχή σε περιοχή ήταν πολλές φορές σύνηθες φαινόμενο, ήδη από τους πρώτους αιώνες της τουρκικής κατοχής του Πόντου, με τις αγριότερες μορφές, που μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Οι Πόντιοι, όμως, ειδικότερα την τελευταία περίοδο δεν υπέκυψαν, αλλά αντέδρασαν δημιουργώντας αντάρτικα τμήματα, σ’ έναν αγώνα άνισο, παίρνοντας οι ίδιοι τον αγώνα της επιβίωσης στα χέρια τους, σε βαθμό, που, αν δεν υπήρχαν οι αντάρτικές ομάδες, θα θρηνούσαμε σίγουρα περισσότερα θύματα.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι αντικειμενικές δυσκολίες δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε επακριβώς τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Η αλήθεια, όμως, για τη δημιουργία του αντάρτικου δεν βρίσκεται μακριά: Καταρχήν οφείλεται στην υποχρεωτική στράτευση των Ποντίων στον τουρκικό στρατό, κατά την επικράτηση των Νεότουρκων το 1908. Μέχρι τότε πλήρωναν το «αντισήκωμα» και πριν από το 1856 δεν στρατεύονταν καθόλου.
Κατά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), επιστρατεύτηκαν για πρώτη φορά οι Χριστιανοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολλοί Πόντιοι, που δεν ήθελαν να καταταγούν στο στρατό, απέφευγαν τη στράτευση και κρύβονταν στα δάση, σε σπηλιές ή στα υπόγεια των σπιτιών. Επιπλέον, αρκετοί από εκείνους που στρατεύτηκαν, επειδή δεν ήθελαν να πολεμήσουν εναντίον ομογενών και ομοθρήσκων στρατών, λιποτακτούσαν και επέστρεφαν στα χωριά τους, να κρυφτούν στα κρησφύγετα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Καινούργιοι λιποτάκτες, αλλά και ανυπότακτοι προστέθηκαν μετά τη γενική επιστράτευση, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1914, κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Επιπλέον η στρατολογία των Χριστιανών και η κατάταξη στα τάγματα εργασίας, γνωστά ως «Αμελέ Ταπουρού», όπου οι συνθήκες ήταν άθλιες και εξοντωτικές,
δημιούργησαν πλήθος φυγόστρατων και λιποτακτών, που άρχισαν να κρύβονται στα βουνά. Στην αρχή αριθμός τους ήταν μικρός και ο ρόλος τους να προστατέψουν τα ελληνικά χωριά από τους τούρκικους εκβιασμούς ήταν δύσκολος. Καθημερινά ο αριθμός των ανταρτών μεγάλωνε με την προσέλευση νέων φυγάδων και την απειλή αντιποίνων εκ μέρους των Τούρκων.
Γεωγραφικά στον Ανατολικό Πόντο οι συγκρούσεις ανάμεσα σε Πόντιους και Τούρκους εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή της Σάντας, με αρχηγό των Σανταίων τον ξακουστό Ευκλείδη. Ανυπότακτοι και ατίθασοι οι Σανταίοι αποτελούσαν πάντα το «κόκκινο πανί» για τους Τούρκους τοπικούς άρχοντες. Όσο, μάλιστα, δυσκολεύονταν να τους υποτάξουν, τόσο φούντωνε το μένος εναντίον τους. Οι Σανταίοι έγραψαν σελίδες ηρωισμού, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες, οι οποίες διακρίνονταν για το θάρρος και την τόλμη τους. Ωστόσο, το αντάρτικο του Πόντου «φούντωνε» στον Δυτικό Πόντο, όπου διεξήχθησαν σκληρότερες συγκρούσεις με εκατέρωθεν εκατόμβες νεκρών. Η πρώτη φάση της γενοκτονίας γράφτηκε στον Δυτικό Πόντο την περίοδο 1916-1918. Ο Ανατολικός Πόντος βρισκόταν υπό ρωσική κατοχή και ήταν στο απυρόβλητο.
Το ποντιακό αντάρτικο χωρίζεται σε δύο περιόδους: Η πρώτη ξεκινά το 1914-1915 και λήγει με την ανακωχή του 1918, ενώ η δεύτερη ξεκινά το 1919 με την εμφάνιση του Μουσταφά Κεμάλ και διαρκεί μέχρι το 1923. Με διαταγή του Εμβέρ πασά, τον Απρίλιο του 1916, καλούνταν οι δημογέροντες των ποντιακών χωριών να παραδίδουν τους φυγόστρατους. Αυτό, όμως, δεν μπορούσε να γίνει, γιατί οι φυγόστρατοι ήταν στα βουνά. Τότε οι χωροφύλακες έκαιγαν τα χωριά των φυγάδων και προέβαιναν σε βιαιοπραγίες σε βάρος των κατοίκων.
Τα γεγονότα αυτά εξανάγκαζαν και τα γυναικόπαιδα να βγουν στα βουνά για προστασία, και χαλύβδωναν την απόφαση των ενόπλων να αντισταθούν στις επιδρομές των Τούρκων στρατο-χωροφυλάκων και των τσετών. Τα αντάρτικα σώματα του Πόντου έδωσαν σκληρές μάχες με τον τουρκικό στρατό και τις συμμορίες των τσετέδων. Πολλές φορές, οι μάχες με τον τουρκικό στρατό διαρκούσαν πολλές μέρες και τελείωναν με τη νίκη των ανταρτών.
«Στο βιβλίο του, «Γη του Πόντου», ο Δημήτρης Ψαθάς αναφέρεται στο έπος των ανταρτών του Πόντου: «Δεν υπάρχει καμία υπερβολή στον χαρακτηρισμό του άνισου κα πρωτόφαντου εκείνου αγώνα στα βουνά». Επίσης, ο Νίκος Σβορώνος αναφέρεται στον αντιστασιακό χαρακτήρα που διέπει την ελληνική ιστορία, χαρακτήρας που εμφανίστηκε και στην ιστορία των Ελλήνων του Πόντου. (Παντελή Αναστασιάδη, «Μνήμες του Ποντιακού Έπους 1913-1922», εκδόσεις Ενωμένη Ρωμιοσύνη, Θεσσαλονίκη 2010).
Για την ιστορία αναφέρουμε μερικές αντάρτικες ομάδες. Μία από τις πρώτες ήταν του Βασίλειου Ανθόπουλου (Βασίλ Ουστά) η οποία δημιουργήθηκε τον Ιούλιο του 1916 στην περιοχή της Σεβάστειας. Ο Ανθόπουλος πίστευε ότι έπρεπε να γίνει γενική «επανάσταση» των Ποντίων, η οποία θα αξιοποιούσε την ρωσοτουρκική σύγκρουση και την προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων. Στο ημερολόγιό του αναφέρει ότι μόνο στην περιοχή της Σεβάστειας 10.000 άτομα ήταν έτοιμα να εξεγερθούν στο πρώτο σάλπισμα της επανάστασης κατά της τουρκικής κατοχής. Τα στοιχεία για τον αντάρτικο αγώνα στον Πόντο είναι λίγα και στηρίζονται κυρίως στα ημερολόγια ορισμένων οπλαρχηγών. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης Αμισού, υπολογίζει τους αντάρτες σε 20.000.
Ο σημαντικότερος Έλληνας οπλαρχηγός της περιόδου 1916-1918 αποδείχθηκε κατά κοινή ομολογία ο Αντών Πασάς από την Πάφρα. Υπήρξε ο μόνος καπετάνιος που έχαιρε γενικής αποδοχής και θα μπορούσε να ενοποιήσει τις ποικίλες αντάρτικες ομάδες. Οι τουρκικές αρχές τον επικήρυξαν για 5.000 λίρες, όμως, τον Αύγουστο του 1917 ο Αντών πασάς δολοφονήθηκε από συμπατριώτες του δολίως. Σύντομα, όμως, το αντάρτικο κίνημα προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις, υπό την ηγεσία ικανότερων οπλαρχηγών. Στην περίοδο της εντονότερης δράσης του, όταν η γενοκτονία πήρε τις αγριότερες μορφές της, το αντάρτικο αριθμούσε γύρω στις 18.000 ενόπλους, μοιρασμένο κατά πληροφορίες σε 300 ομάδες με διαφορετικούς καπεταναίους.
Οι τουρκικές πηγές μιλούσαν για 25.000 αντάρτες, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των τουρκικών χωριών. Να σημειωθεί ότι από την επανάσταση του 1821 και κατόπιν, καμία οργανωμένη επαναστατική εξέγερση των Ελλήνων δεν υπήρξε, παρά μόνον στον Πόντο, όταν τέθηκε το ζήτημα της ανεξαρτησίας του, όπου δρούσαν πολλές αντάρτικες ομάδες, αποκομμένες μεταξύ τους. Χωρίς, όμως, τον αναγκαίο οπλισμό, χωρίς βοήθεια, από καμία μεγάλη δύναμη, ούτε καν κι από τη μητροπολιτική Ελλάδα, ο αγώνας για την ελευθερία και την σωτηρία του ποντιακού ελληνισμού ήταν αδύνατος.
«Το ημερολόγιο του οπλαρχηγού Βασίλη Ανθόπουλου (Βασίλ-αγά) αποκαλύπτει αυτές τις σχέσεις. Από τον Ιούνιο του 1916 ο Ανθόπουλος πηγαινοέρχεται στην Τραπεζούντα και βρίσκεται σε επαφή με τον Ρώσο αντισυνταγματάρχη Αρτάτοφ. Οι ψευδείς διαβεβαιώσεις του Αρτάτοφ, ότι στο τέλος του μηνός Αυγούστου ο ρωσικός στόλος θα καταλάβει τις ακτές τις Σαμψούντας και των περιχώρων, δημιουργούσαν ελπίδες και προσδοκίες στον ποντιακό αγώνα, που, όμως, δεν επρόκειτο να επιβεβαιωθούν. Ο Ανθόπουλος γυρίζει όλα τα βουνά του Δυτικού Πόντου, φτιάχνει σώμα από 600 εθελοντές και τους χωρίζει σε αποσπάσματα με αρχηγούς και υπαρχηγούς. Οι ελπίδες του για τη στρατιωτική προώθηση των Ρώσων ωστόσο διαψεύδονται οριστικά μετά τη μπολσεβίκικη επανάσταση.
Τα αντάρτικα σώματα αναπτύχθηκαν κυρίως στο Δυτικό Πόντο, στα βουνά της Πάφρας, της Αμισού, της Αμάσειας, της Τοκάτης, της Έρπαας κ.α. Απ’ τα βουνά της Αμισού μέχρι την Τοκάτη δημιουργήθηκαν πέντε τμήματα αντάρτικα, καθένα με τον γενικό αρχηγό και τους υπαρχηγούς του: 1) του Νεπιέν νταγί, 2) του Ταβσάν νταγί, 3) του Τσοπού τερεσί, 4) του Ταζλί τερεσί, και 5) του Τοπ-Τσαμ. (Η Δημοκρατία του Πόντου, Κώστας Φωτιάδης, καθηγητής ιστορίας Α.Π.Θ).
Μεταξύ των οπλαρχηγών που αναφέρει Ο Δημ. Ψαθάς παραθέτουμε τους εξής παρακάτω καθώς και το πεδίο της δράσης τους: «Ο Ευκλείδης Κουρτίδης στη Σάντα, ο Βασίλης Ανθόπουλος (Βασίλ-αγάς) στην περιοχή Κάβζας Μερζιφούντας, ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος (Κοτσά-Αναστάς) στην περιφέρεια Έρπαα, ο Βασίλ-Ουστάς στο Επές, ο Αντών-πασάς στα βουνά της περιοχής Πάφρας, όπου και έδρασε μετά της συζύγου του Πελαγίας Οξύζογλου. Ο Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστύλ –αγάς) στην περιοχή της Σαμψούντας, Τσαρσαμπά και Κοτζά Νταγ, ο οποίος κατηύθυνε τις εκεί ομάδες. Ο Δημήτριος Χαραλαμπίδης στην περιοχή Σαμψούντας, στο σώμα του οποίου συμμετείχε ο Παντελής Αναστασιάδης (Παντέλ-αγάς).
Δυστυχώς, το αντάρτικο στον Πόντο έληξε άδοξα και οι αγώνες του για την ανεξαρτησία του Πόντου, επισφραγίσθηκαν με τη θυσία σε ό,τι εκλεκτικότερο διέθετε ο ποντιακός ελληνισμός, σε πολιτικό, οικονομικό και πνευματικό επίπεδο, από τα δικαστήρια της Ανεξαρτησίας. Τα γυναικόπαιδα σύρθηκαν στις εξορίες στα βάθη της Ανατολής, όπου τα περισσότερα άφησαν τα κόκαλά τους άταφα σε βουνοκορφές και χαράδρες. Όσοι απέμειναν και επέζησαν των εξοριών και οι άλλοι λοιποί ήρθαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή, αξιοθρήνητα ναυάγια κυριολεκτικά με την ψυχή στο στόμα.
Πηγή: Μαχητής