του Γιάννη Καλπούζου
Τραπεζούντα, Ιούνιος 1915. Ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος μαίνεται, οι περισσότεροι άντρες του Ελληνισμού του Πόντου στενάζουν στα τάγματα εργασίας, απ' όπου ελάχιστοι βγαίνουν ζωντανοί, ενώ οι χωροφύλακες καταδιώκουν τους δραπέτες και τους φυγόστρατους και προβαίνουν σε αντίποινα εναντίον των συγγενών τους.
Ενόψει του εκτοπισμού και των σφαγών των Αρμενίων μια δεκαπεντάχρονη, που μοιάζει να τη ζωγράφισε με τα χέρια Του ο ίδιος ο Θεός, καταφεύγει στο σπίτι ενός αγνώστου.
Πολλά χιλιόμετρα μακρύτερα, στην Ορντού, ένα κορίτσι εύπορης ελληνικής οικογένειας ετοιμάζεται για τον γάμο της και πασχίζει να οραματιστεί το μέλλον μ' έναν άντρα τον οποίο ελάχιστα γνωρίζει.
Ο Γαληνός Φιλονίδης διχάζεται ανάμεσα στις δυο γυναίκες και δοκιμάζονται οι ηθικές αρχές του. Είναι απόφοιτος του Φροντιστηρίου, του λαμπρότερου εκπαιδευτικού ιδρύματος του Πόντου, και φιλόλογος, σπουδαγμένος στην Αθήνα. Γνωρίζει πέντε γλώσσες κι έχει το χάρισμα να μη διακρίνονται στο πρόσωπό του τα συναισθήματά του, ενώ κόντρα στον ήρεμο χαρακτήρα του ασχολείται ερασιτεχνικά με την πυγμαχία.
Σε παράλληλο χρόνο οι Οθωμανοί εκτελούν όποιον κρύβει Αρμενίους, ένας θηριώδης χωροφύλακας βρίσκεται συνεχώς στα ίχνη της δεκαπεντάχρονης Αρμενοπούλας κι ένας Ρωμιός καταδότης τού παρέχει πληροφορίες. Συνάμα μπλέκονται στη μυθιστορία Ρώσοι και Τούρκοι κατάσκοποι κι άλλα πρόσωπα.
Οι ήρωες του «σέρρα» θα παρασυρθούν από τη δίνη των μεγάλων ιστορικών γεγονότων ακολουθώντας περιπετειώδεις διαδρομές και υπερβαίνοντας τα όρια των αντοχών τους, όπως ο Γαληνός Φιλονίδης τον οποίο θα συνθλίψει η αγριότητα, θα ορθωθεί εντός του το μίσος και θα θέσει ως στόχο ζωής να εκδικηθεί εκείνον που του προκάλεσε τον μέγα πόνο.
Ωστόσο δεν παύει σε μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα η ζωή να κυλά στους ομαλούς ρυθμούς της καθημερινότητας, επιτρέποντας ν' ανθίσουν ο έρωτας και οι γλυκασμοί της ζωής, μα και να φανούν τα βιοποριστικά προβλήματα κι εν γένει η καθημερινότητα.
Στο υπόστρωμα της μυθοπλασίας ιχνογραφείται η ανθρωπογεωγραφία και η τοπιογραφία του Ελληνισμού του Πόντου κι αναπαριστάνεται η καθημερινή ζωή στις πρώτες δεκαετίες του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση. Εξιστορούνται οι σφαγές των Αρμενίων, η διετής ρωσική κατάκτηση της Τραπεζούντας, η πορεία του αντάρτικου ποντιακού κινήματος, οι προσπάθειες για τη δημιουργία Ελληνικής Δημοκρατίας από το Βατούμ μέχρι τη Σινώπη και η γενοκτονία των Ποντίων που διέπραξαν οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια οι Κεμαλιστές, ενώ εντάσσονται στη μυθιστορία οι διώξεις των Ελλήνων επί Στάλιν, τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία, οι στέπες του Καζακστάν με τους αφόρητους καύσωνες το καλοκαίρι και το σφοδρό ψύχος τον χειμώνα, και πόσα άλλα.
Κάθε κεφάλαιο του "σέρρα" αρχίζει με ένα απόφθεγμα του μυστηριώδους αφηγητή, το οποίο συμπυκνώνει το νόημα όσων πρόκειται να ακολουθήσουν.
Θέλω να πω τόσα πολλά γι' αυτό το βιβλίο, αλλά ο χώρος δεν προσφέρεται και συγχρόνως θα κινδύνευε να χαθεί η μαγεία της ανάγνωσης. Άλλωστε το περιεχόμενό του είναι όπως ο ποταμός.
Επιβάλλεται ν’ ακολουθήσει κανείς την κοίτη απ’ τις πηγές του, ν’ αφουγκραστεί κάθε φλοίσβο και κάθε κατεβασιά του, να ασκηθεί κολυμπώντας στο ρεύμα του, να σταθεί στις όχθες του, να νιώσει και να κατανοήσει τα μυστικά του. Γιατί μέσα από το μακρύ ταξίδι του Γαληνού Φιλονίδη αναδείχνεται κι ένας δρόμος προς την αυτογνωσία και τη γνώση του κόσμου.
Το «σέρρα» έρχεται σε μια εποχή κατά την οποία οι Έλληνες έχουμε ανάγκη από ένα φωτεινό παράδειγμα-πρότυπο. Ένα τέτοιο παράδειγμα και ιστορικό σηματωρό αποτελεί ο Ελληνισμός του Πόντου, ο οποίος κατόρθωσε να σηκώσει το κεφάλι ύστερα από τα αλλεπάλληλα δεινά που τον χτύπησαν.
Όλα όσα συμβαίνουν στις σελίδες του μυθιστορήματος φαντάζουν φλόγες και κινήσεις του χορού σέρρα, του χορού της φωτιάς ή πυρρίχιου, κι όλα απηχούν στην ψυχή του κόσμου, στις ψυχές όλων μας, στο πολυσχιδές ταξίδι που γράφει η ζωή, αλλά και στο ταξίδι που γράφεται για τη ζωή.