Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Γώγος Πετρίδης: 35 χρόνια χωρίς τον Πατριάρχη της Ποντιακής λύρας...

 
Πορτραίτο του Γώγου δια χειρός Χρήστου Χρυσανθόπουλου. Το πρωτότυπο βρισκόταν στο κοσμικό κέντρο "Μίθριο".
Πορτραίτο του Γώγου δια χειρός Χρήστου Χρυσανθόπουλου. Το πρωτότυπο βρισκόταν στο κοσμικό κέντρο "Μίθριο".


του Δημήτρη Πιπερίδη

Μεγάλη Παρασκευή του 1984. Για πρώτη φορά η κρατική τηλεόραση σε ένα σπάνιο διάλειμμα της συνεχιζόμενης μέχρι και σήμερα αδιαφορίας της για τους λειτουργούς της παραδοσιακής μας μουσικής αναγγέλει, και μάλιστα σε «καλή σειρά», τη θλιβερή είδηση: «απεβίωσε χθες σε ηλικία 67 ετών στη Θεσσαλονίκη ο γνωστός Πόντιος λυράρης Γώγος Πετρίδης, αποκαλούμενος και Πατριάρχης της Ποντιακής λύρας…»

Γεννημένος το 1917 (ή κατ’ άλλους το 1918) στο Φαντάκ’, ένα χωριουδάκι κοντά στην Όλασα της Τραπεζούντας, ο μοναχογιός του Σταύρη Πετρίδη επρόκειτο να επηρεάσει όσο κανένας άλλος, προγενέστερος ή μεταγενεστέρος, την ιστορική διαδρομή της ποντιακής μουσικής. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο ακόμη και σήμερα, 25 χρόνια μετά το θάνατό του, η ανάμνηση της παρουσίας του εξακολουθεί να παραμένει τόσο ζωντανή, ώστε να αποτελεί το μόνιμο (και εξαιρετικά δυσβάσταχτο) μέτρο σύγκρισης και κατ’ επέκταση αξιολόγησης για κάθε μεταγενέστερο συνάδελφό του.

Γύρω από την καταγωγή του Γώγου, και γενικότερα της οικογένειας Πετρίδη, ερίζουν πολλές περιοχές. Ο λόγος είναι ότι το Φαντάκ’, το χωριό όπου γεννήθηκε, ήταν ένας σχετικά νέος οικισμός, που ιδρύθηκε λίγα χρόνια πριν το 1900 από μερικές οικογένειες Σανταίων μεταναστών, οι οποίες αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη μακριά από το αλπικό τοπίο της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Από πρόσφυγες της πρώτης γενιάς έχουμε τη σαφή πληροφορία ότι ο γενάρχης της οικογένειας, παππούς του Γώγου και πατέρας του Σταύρη, δεν συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των αρχικών οικιστών του χωριού. Επομένως ήρθε από κάπου, αλλά δεν γνωρίζουμε από πού. Αυτή ακριβώς η αχλή γύρω από την απώτερη καταγωγή της οικογένειας, είναι που έδωσε την αφορμή σε περισσότερες της μίας περιοχές του Ανατολικού Πόντου (Ματσούκα, Κρώμνη, σιμοχώρια της Τραπεζούντας) να υπερηφανεύονται ότι αποτελούν τον τόπο καταγωγής της πιο επιφανούς μουσικής δυναστείας, που ανέδειξε ποτέ ο χώρος της ποντιακής μουσικής.

Πιο ξεκάθαρα είναι τα πράγματα σχετικά με το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του «Πατριάρχη». Ο πατέρας του Σταύρης ήταν ένας από τους πιο γνωστούς λυράρηδες της Τραπεζούντας. Μαθητής του Δήμου του Κωνσταντά, ενός θρυλικού πρωτομάστορα της ποντιακής μουσικής, ο απόηχος της φήμης του οποίου κατόρθωσε να φτάσει ξεθωριασμένος μέχρι τις μέρες μας, ο Σταύρης θα αναδειχθεί –μαζί με το Δήμο το νεώτερο (τον Ουσταμπασίδη ή «Βελβελέ») και το Σαββέλη Γιακουστίδη από την Ίμερα- σε έναν από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της νέας γενιάς λυράρηδων, που κυριάρχησε στην ευρύτερη περιοχή της Τραπεζούντας τα τελευταία χρόνια πριν από τον ξεριζωμό. Η μητέρα του Γώγου ονομαζόταν Κυριακή (Κίτσα) και καταγόταν από την Κρώμνη. Μια μικρότερη αδερφή πέθανε σε μικρή ηλικία στον Πόντο ή καθ’ οδόν προς την Ελλάδα, ενώ υπάρχει και η ανεπιβεβαίωτη πληροφορία πως η οικογένεια είχε ένα ακόμη αγόρι, που πέθανε κι αυτό σε πολύ μικρή ηλικία.

Ο Γώγος προπολεμικά στην Καλαμαριά.
  
Η οικογένεια του Σταύρη ήρθε στην Ελλάδα το 1922, όταν ο Γώγος ήταν μόλις 4 ετών. Δεν ξέρουμε αν ο ίδιος θυμόταν κάτι από τη μακρινή γενέτειρά του. Το πιο πιθανόν είναι να μη θυμόταν τίποτε. Ακόμη όμως κι αν δεν είχε άμεσα βιώματα ή ακούσματα από τον Πόντο, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τη σημασία του γεγονότος ότι υπήρξε κι ο ίδιος πρόσφυγας πρώτης γενιάς, ότι μεγάλωσε μέσα στο αυστηρά ποντιακό περιβάλλον των πρώτων προσφυγικών χρόνων κι ότι τα πρώτα του ακούσματα και εκείνα που καθόρισαν την προσωπικότητά του περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλα, ήταν εκείνα της πρόσφατα χαμένης πατρίδας.
 
Τα πρώτα χρόνια

Οι περισσότεροι πρόσφυγες από το Φαντάκ’ εγκαταστάθηκαν στην πόλη των Γιαννιτσών, ενώ σαφώς λιγότεροι ήταν αυτοί που επέλεξαν κάποιο από τα ποντιακά χωριά της Μακεδονίας. Αντίθετα ο Σταύρης προτίμησε να παραμείνει με την οικογένειά του στην Καλαμαριά. Το γεγονός αυτό είχε τεράστια σημασία για την κατοπινή πορεία του Γώγου, αλλά και γενικότερα για την εξέλιξη τις ποντιακής μουσικής. Αν ο Σταύρης είχε επιλέξει να εγκατασταθεί σε κάποιον απομακρυσμένο αγροτικό οικισμό, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο γιος του δεν θα είχε ποτέ στη διάθεσή του όλα εκείνα τα μουσικά ερεθίσματα, που του ήταν απαραίτητα για τη διαμόρφωση της μουσικής του προσωπικότητας. Πράγματι η Καλαμαριά του μεσοπολέμου, στην οποία μεγάλωσε ο Γώγος, ήταν από κάθε άποψη το ιδανικό φυτώριο για την ανάδειξη ενός μεγάλου καινοτόμου λυράρη, ο οποίος θα μπορούσε να αναμορφώσει την ποντιακή μουσική. Πρώτα από όλα αποτελούσε ένα γνήσιο προσφυγικό γκέτο στις παρυφές ενός μεγάλου πολεοδομικού συγκροτήματος. Αυτό σήμαινε ότι ο νεαρός Γώγος θα μεγάλωνε σε ένα αυστηρά ποντιακό περιβάλλον, χωρίς ωστόσο να είναι αποκομμένος από τα γενικότερα μουσικά ρεύματα της εποχής του, όπως συνέβαινε με τους σύγχρονούς του λυράρηδες, που μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν σε αγροτικά περιβάλλοντα. Επίσης ο αναγκαστικός συγχρωτισμός με μια εξαιρετικά «ζωηρή» από μουσικής απόψεως μικρασιατική μειοψηφία, θα τον έφερνε από πολύ νωρίς σε επαφή με μια «νοικοκυρίστικη» εκδοχή του ρεμπέτικου, που θα του φανεί πολύ χρήσιμη, όταν θα επιχειρήσει αργότερα τη δική του μουσική επανάσταση. Παρεμπιπτόντως φαίνεται πως και ο ίδιος ο Γώγος είχε κάποια επίγνωση του «αστικού» χαρακτήρα της μουσικής του, καθώς -αν και φειδωλός από τη φύση του σε χαρακτηρισμούς-συνήθιζε να αποκαλεί «χωριάτικο» κάθε άτεχνο και τσαπατσούλικο παίξιμο, που ερχόταν σε αντίθεση με την αρτιότητα της δικής του μουσικής πρότασης.
 
Δεν έχουμε ιδιαίτερες πληροφορίες για τα παιδικά χρόνια του Γώγου, πέρα από το ότι κύλησαν μέσα σε συνθήκες εξαιρετικής στέρησης. Ο λόγος δεν ήταν τόσο η γενικότερη ένδεια των πρώτων προσφυγικών χρόνων, όσο η ιδιοσυγκρασία του πατέρα του, του Σταύρη, ο οποίος ήταν από τη φύση του η ενσάρκωση της καλλιτεχνικής ανεμελιάς και αφιλοχρηματίας. Η οικογένειά ήταν μια από τις φτωχότερες της Καλαμαριάς, κάτι ωστόσο που δεν εμπόδιζε το Σταύρη να εξαφανίζεται με τις ημέρες, να γλεντά με την παρέα του σε κάποιο ποντιακό χωριό και τέλος να επιστρέφει μετά από καιρό, τις περισσότερες φορές χωρίς δεκάρα στην τσέπη. Όταν μάλιστα τύχαινε η πολυήμερη διασκέδαση να είχε και κάποιο οικονομικό αντίκρισμα, πράγμα μάλλον σπάνιο για εκείνες τις εποχές της γενικότερης φτώχειας, ο εκ πεποιθήσεως γλεντοκόπος Σταύρης φρόντιζε να κρύβει τις εισπράξεις του σε μια παλιά εφημερίδα καταχωνιασμένη σε κάποια άκρη της παράγκας, μην τύχει και τις βρει η κυρά Κίτσα, η γυναίκα του. Αυτή η ανάμνηση των στερήσεων των παιδικών του χρόνων και η αντίθεση προς τον μποέμικο χαρακτήρα του πατέρα του (σε συνδυασμό ίσως και με την έλλειψη αδερφών, αλλά και γενικότερα οποιουδήποτε στενού συγγενούς πέρα από τους γονείς του) αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν τον εξαιρετικά κλειστό και εσωστρεφή χαρακτήρα του Γώγου, που θα τον συνόδευε σε ολόκληρη τη ζωή του.

Στην ταβέρνα του Κοσμά. Καλαμαριά 1947
 
Μολονότι ήταν γιος του πιο γνωστού λυράρη της εποχής του, οι πρώτες απόπειρες να πάρει τη λύρα στα χέρια του έγιναν υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας. Ο λόγος ήταν η απόλυτη αντίθεση της μάνας του, η οποία κουρασμένη από τις δυσκολίες της ζωής της δίπλα στο Σταύρη, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να ακολουθήσει το μοναχοπαίδι της τα χνάρια του πατέρα του. Δεν ξέρουμε τι έκανε και πως τα κατάφερε. Το μόνο βέβαιο είναι ότι χάρη στη σπάνια μουσική μεγαλοφυΐα του, πολύ σύντομα ο νεαρός Γώγος εξελίχθηκε σε μεγάλο λυράρη, σαφώς ανώτερο από τον πατέρα του, που αγνοούσε προς το παρόν το κρυφό πάθος του γιού του για τη λύρα. Σύμφωνα μάλιστα με ένα από τους πολλούς ανεπιβεβαίωτους μύθους, που αναπτύχθηκαν γύρω από τη ζωή του «Πατριάρχη», η αποκάλυψη της πραγματικότητας φαίνεται πως έγινε με έναν μάλλον επεισοδιακό τρόπο: κάποιο βράδυ που ο Σταύρης γύριζε με την παρέα του παίζοντας και τραγουδώντας στους δρόμους της Καλαμαριάς, άκουσε τον ήχο μιας λύρας, που όμοιά της δεν είχε ξανακούσει. Έκανε νόημα στην παρέα του να σταματήσει και αφουγκράστηκε για λίγη ώρα τον άγνωστο λυράρη. Όταν οι δύο παρέες συναντήθηκαν, ο Σταύρης διαπίστωσε έκπληκτος ότι ο λυράρης που τον είχε τόσο εντυπωσιάσει, δεν ήταν άλλος από το νεαρό Γώγο, που διασκέδαζε με μια παρέα συνομηλίκων του. Πλησίασε το γιο του, που έτρεμε από το φόβο του, τον κοίταξε αυστηρά και του άστραψε ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι. Ύστερα χαμογέλασε συγκαταβατικά, λέγοντας του γεμάτος περηφάνια: «αρ’ ατώρα κωλόπαιδον παίξον!» Από τη στιγμή εκείνη θα παραχωρήσει αθόρυβα την πρωτοκαθεδρία στο γιο του. Θα συνεχίσει τα ατέλειωτα ξενύχτια με τους φίλους του, όταν όμως τον καλούν να παίξει σε κάποιο γάμο θα δείχνει το Γώγο λέγοντας, «επάρ’τεν τον παιδάν. Ας σ’ εμέν’ καλλίον παίζ’…»

  
Υπάρχει βέβαια και η αντίθετη εκδοχή. Σύμφωνα με αυτή ο Σταύρης, όχι μόνον γνώριζε ή και ενθάρρυνε το πάθος του γιού του για τη λύρα, αλλά και ανέλαβε να τον μυήσει ο ίδιος στα μυστικά της ποντιακής μουσικής. Κάποιοι μάλιστα παλαιότεροι υποστήριζαν ότι, ακολουθώντας τη γνωστή διδακτική μέθοδο της παλιάς σχολής, συνήθιζε να δένει το χέρι του Γώγου στην καρέκλα, για να αναγκαστεί ο μικρός λυράρης να εξασκηθεί στο σπάσιμο του καρπού του δεξιού του χεριού.

Το 1940 ο Γώγος θα στρατευτεί και θα υπηρετήσει τη θητεία του στα Αλβανικά βουνά. Από διηγήσεις παλαιών συμπολεμιστών του ξέρουμε ότι θα πάρει μαζί του στο μέτωπο τη λύρα του. Αμέσως μετά θα αρχίσει η περίοδος της Κατοχής, κατά την οποία η οικογένεια θα περάσει ακόμη πιο δύσκολες μέρες. Πολλές φορές ο Σταύρης θα αναγκαστεί να ταξιδέψει υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες σε χωριά της Μακεδονίας, όπου είχαν εγκατασταθεί παλαιοί φίλοι και συγχωριανοί του από την πατρίδα, προκειμένου να εξασφαλίσει λίγο ψωμί για την οικογένειά του. Αλλά και ο Γώγος, ώριμος πλέον λυράρης, θα πάρει το δικό του δρόμο. Το φοβερό χειμώνα του 1941 θα τον περάσει στη Νέα Σάντα Κιλκίς δίπλα σε μακρινούς συγγενείς του πατέρα του. Για να εξοικονομήσει τα προς το ζην θα ασκήσει το επάγγελμα του κουρέα (αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο μέχρι το θάνατό του η αστυνομική του ταυτότητα θα αναγράφει «επάγγελμα κουρεύς»).

Τη δεκαετία του '60 πίσω από τον Ι. Ν. Μεταμορφώσεως στην Καλαμαριά.
 
Την ίδια περίπου περίοδο θα ασχοληθεί και με μία άλλη μεγάλη του αγάπη σχετικά άγνωστη στο ευρύ κοινό: το τρίχορδο μπουζούκι και το ρεμπέτικο, που δειλά-δειλά αρχίζει την εποχή αυτή να μετασχηματίζεται σε λαϊκό τραγούδι. Σύμφωνα με έναν ακόμη ανεπιβεβαίωτο μύθο της εποχής θα γνωρίσει το Βασίλη Τσιτσάνη, που υπηρετεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών Θεσσαλονίκης. Λέγεται μάλιστα ότι ο Τσιτσάνης εντυπωσιάστηκε από τη δεξιοτεχνία του νεαρού Καλαμαριώτη, αλλά τον συμβούλεψε να επιμείνει με τη λύρα, γιατί και η περιοχή ήταν γεμάτη πρόσφυγες και το μεροκάματο με το μπουζούκι ακόμη επισφαλές.

Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του το 1949 ο Γώγος θα παραμείνει ο απόλυτος κυρίαρχος στο χώρο της ποντιακής μουσικής. Κάπου εκεί, στο δεύτερο μισό της ταραγμένης δεκαετίας του ‘40, θα αρχίσει και η ιστορική συνεργασία του με την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, που θα διαρκέσει μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘70. Ο στενός συνεργάτης του Χαράλαμπος Εφραιμίδης θυμάται ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από την έναρξη αυτής της συνεργασίας. Πρόκειται για την πρώτη μεταπολεμική «χοροεσπερίδα» της Ευξείνου Λέσχης σε κεντρικό ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης. Η Λέσχη είναι την εποχή εκείνη ένα κλειστό κλαμπ επιστημόνων, μεγαλεμπόρων και επιφανών στελεχών της ποντιακής αστικής τάξης και ο ετήσιος χορός της σημαντικό κοσμικό γεγονός (οπότε και το βραδινό ένδυμα περίπου αυτονόητο). Το πιο επίσημο όμως ρούχο που διαθέτει την εποχή εκείνη ο Γώγος είναι ένα χοντρό μάλλινο ζιβάγκο! Μετά από μια πρόχειρη σύσκεψη στην είσοδο του ξενοδοχείου θα δοθεί η λύση: ο Γώγος και ο νεαρός Εφραιμίδης, που θα τον συνοδέψει στο τραγούδι, θα μπουν από την πίσω πόρτα του ξενοδοχείου και διαμέσου της κουζίνας θα οδηγηθούν στο παλκοσένικο (που κατά τη μόδα της εποχής διαθέτει ένα περίτεχνο περιτείχισμα), ώστε να μην αντιληφθούν οι καλεσμένοι το ταπεινόν της περιβολής τους. Είναι βλέπετε η εποχή που η ποντιακή μουσική και γενικότερα ο λαϊκός μας πολιτισμός παραμένουν αποκλειστικό προνόμιο των φτωχών!

 
Το 1950 ο Γώγος θα παντρευτεί την επίσης Καλαμαριώτισα Ελισσάβετ Μπαλκουζίδου με τυπικό μεν κουμπάρο τον τότε πρόεδρο της Λέσχης Μουμτζίδη, ουσιαστικό δε την ίδια την Λέσχη, αφού μετά τη στέψη στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως στην Καλαμαριά το γαμήλιο γλέντι θα γίνει στην αίθουσα της Ευξείνου Λέσχης στη Βενιζέλου με «χορηγό» την ίδια τη Λέσχη.

Καθώς ποντιακά κέντρα διασκέδασης την εποχή αυτή δεν υπάρχουν, η βασική πηγή βιοπορισμού για το Γώγο και την οικογένειά του, που ενισχύεται με την έλευση τριών γιών, του Σταύρου, του Σάββα και του Κωνσταντίνου, θα είναι προς το παρόν οι γάμοι και οι διασκεδάσεις στην Καλαμαριά και στα γύρω ποντιακά χωριά (Ωραιόκαστρο, Πανόραμα, Θέρμη). Η συνεργασία του με την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης θα δώσει μια μικρή τόνωση στα οικονομικά της οικογένειας. Πέρα από ένα μικρό βοήθημα που θα λαμβάνει για να συνοδεύει το χορευτικό συγκρότημα της Λέσχης και να συμμετέχει στη ραδιοφωνική της εκπομπή, θα λαμβάνει και μια κατ’ αποκοπή αμοιβή για κάθε παράσταση του θεατρικού της τμήματος, το οποίο κάνει την εποχή εκείνη ένα δυναμικό ξεκίνημα.

Φαίνεται πως οι συχνές παραστάσεις στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, ενέτειναν ακόμη περισσότερο τη φήμη του. Σε δημοσίευμα ποντιακού περιοδικού του 1950, με αφορμή κάποια παράσταση του θεατρικού τμήματος της Λέσχης στην Αθήνα, διαβάζουμε «στη λύρα ο Γώγος» χωρίς καμία περιττή επεξήγηση, ενώ η φωτογραφία του είναι μία από τις λίγες ατομικές φωτογραφίες μελών του θεατρικού ομίλου της Λέσχης, που δημοσιεύει το περιοδικό. Είναι ήδη ο «Πατριάρχης», άσχετα αν δεν του έχει αποδοθεί ακόμη ο τίτλος του.

  
Από τη συνεργασία του με την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης ο Γώγος θα αποκομίσει και μερικά ακόμη ευεργετήματα. Κατ’ αρχήν θα του εξασφαλιστεί μια άδεια μικροπωλητού στην αγορά Μοδιάνο και για μερικά χρόνια θα διατηρεί έναν πάγκο με λαχανικά, από τον οποίο θα συμπληρώνει το οικογενειακό του εισόδημα. Αργότερα, ύστερα από μεσολάβηση της Λέσχης προς τον Πόντιο υπουργό Βορείου Ελλάδος Λεωνίδα Ιασωνίδη, το οικόπεδο με την παράγκα, το οποίο είχαν λάβει οι γονείς του ως αστικώς αποκατασταθέντες, θα αντικατασταθεί με ένα άλλο στο κέντρο της Καλαμαριάς με την αιτιολογία ότι «είναι ο λυράρης της Καλαμαριάς και πρέπει να βρίσκεται κοντά στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως, για είναι πάντα στη διάθεση των κατοίκων της για τους γάμους και τις βαπτίσεις τους».

Το 1950, σε ηλικία 33 ετών ο Γώγος κάνει την πρώτη του εμφάνιση στη δισκογραφία με δύο δίσκους γραμμοφώνου των 78 στροφών σε συνεργασία με μια θρυλική μορφή του ποντιακού θεάτρου, το Νίκο Σπανίδη. Σε αυτούς τους δίσκους -που σημειωτέον χρονικά απέχουν ελάχιστα από την αντίστοιχη απόπειρα του πατέρα του- βρίσκουμε τα πρώτα ψήγματα του νέας τεχνοτροπίας, που εισήγαγε ο Γώγος. Παρά τις εμφανείς επιρροές από το μουσικό ύφος του πατέρα του (ιδίως στη «Λεγνέσα», την οποία παίζει και τραγουδά ο ίδιος ο Γώγος), το παίξιμο του είναι εμφανώς αρτιότερο, οι τοξαριές του σταθερότερες, στιβαρές και ξεκάθαρες, ο σεβασμός προς όλο εκείνο το άτυπο σύστημα των δρόμων και των κανόνων που ήδη ακολουθεί και θα τελειοποιήσει αργότερα, σχεδόν υποδειγματικός.

Ωστόσο η στιγμή της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας θα έρθει λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Γώγος θα γνωρίσει και θα συνεργαστεί με ένα νεαρό τραγουδιστή με ιδιόρρυθμη φωνή από την Οινόη Κοζάνης. Το όνομα αυτού Χρύσανθος Θεοδωρίδης. Για πρώτη φορά δίπλα στον μεγάλο λυράρη θα σταθεί ένας εξίσου μεγάλος τραγουδιστής, τα φωνητικά και ερμηνευτικά προσόντα του οποίου ξεπερνούν κατά πολύ τα δεδομένα της εποχής. Η συνεργασία τους θα παραμείνει ιστορική και μολονότι θα διαρκέσει πολύ λιγότερο από ότι ο απόηχός της, θα αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στην πορεία της ποντιακής μουσικής. Γώγος και Χρύσανθος θα φωνογραφήσουν δύο δίσκους των 78 στροφών, ενώ πολύ γρήγορα θα αρχίσουν να εμφανίζονται μαζί στα πρώτα ποντιακά κέντρα, που από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 θα αρχίσουν να κάνουν την εμφάνισή τους στη Θεσσαλονίκη.

Γώγος - Χρύσανθος. Αμερική 1971
  
Η επιτυχία

Μέχρι την εμφάνιση των πρώτων ποντιακών κέντρων η βασική πηγή εσόδων για το Γώγο ήταν οι γάμοι και οι διάφορες λαϊκές διασκεδάσεις. Ξέρουμε ότι αρκετές φορές στο παρελθόν είχε κάνει μεμονωμένες εμφανίσεις σε μικρά μαγαζιά – προπομπούς των σημερινών ποντιακών κέντρων διασκέδασης. Ο αείμνηστος ηθοποιός του ποντιακού θεάτρου Μιχάλης Κυνηγόπουλος θυμόταν ότι η οικογένειά του είχε ανοίξει τα τελευταία χρόνια της κατοχής μια μικρή ταβέρνα στην πόλη του Κιλκίς, στην οποία δύο ή τρεις φορές είχαν καλέσει το Γώγο. Επίσης μεταπολεμικά είχε παίξει στην ταβέρνα του «Καναδά» στην Καλαμαριά (που ανήκε στον πατέρα του γνωστού λυράρη Παναγιώτη Ασλανίδη), όπως επίσης και στην ταβέρνα που ο ίδιος ο Γώγος άνοιξε και διατήρησε για μερικά χρόνια στην Καλαμαριά. Με το Χρύσανθο θα ξεκινήσουν μια ανοδική πορεία, που θα ξεκινήσει από καφενεία και ταβέρνες της εποχής για να καταλήξει στα μεγάλα ποντιακά κέντρα διασκέδασης, όπως περίπου τα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Πρώτος σταθμός αυτής της πορείας θα είναι το εξοχικό κεντράκι του «Μεταξά» στην Πολίχνη, όπου η συνεργασία τους (που απ’ ότι φαίνεται ποτέ δεν ήταν ανέφελη) θα διακοπεί προσωρινά. Αργότερα με τη μεσολάβηση κοινών φίλων θα επανασυνδεθούν και θα συνεχίσουν τις κοινές εμφανίσεις τους στη «Μπουάτ» του Νίκου Παπαδόπουλου στη Σταυρούπολη, που θεωρείται από πολλούς ως το πρώτο «καθαρόαιμο» ποντιακό κέντρο διασκέδασης, απ’ αυτά που πολύ γρήγορα θα αρχίσουν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σε ολόκληρη τη Δυτική Θεσσαλονίκη. Παράλληλα με τις εμφανίσεις στα νυχτερινά κέντρα, θα αρχίσουν και τα ταξίδια στο εξωτερικό, με πρώτο εκείνο του 1971 στις ΗΠΑ. Ο Χρύσανθος θα παραμείνει μόνο για ένα μήνα, ο Γώγος όμως θα κάνει περισσότερη υπομονή, για να επιστρέψει μετά από μερικούς μήνες με αρκετές χιλιάδες δολάρια ραμμένα στη φόδρα του παλτό του. Με αυτά τα χρήματα θα χτίσει στη θέση της παλιάς μονοκατοικίας της οδού Μεταμορφώσεως ένα εντυπωσιακό για τη εποχή τριώροφο με ένα σύγχρονο κατάστημα στο ισόγειο. Τον επόμενο χρόνο θα ταξιδέψει -πάλι με το Χρύσανθο- στη Γερμανία και το μεθεπόμενο στην Αυστραλία. Τα δύσκολα χρόνια έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Γώγος - Γιώργος Κουσίδης στη «Λεμόνα»
 
Από τις πάμπολλες ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις αυτής της εποχής, που σώζονται μέχρι τις μέρες μας, διαπιστώνουμε ότι το ρεπερτόριο του έχει αρχίσει πλέον να διευρύνεται. Πέρα από τα συνήθη μη ποντιακά κομμάτια (λαϊκά, δημοτικά ή ακόμη και «ευρωπαϊκά»), που αποτελούσαν ανέκαθεν για το Γώγο προνομιακό πεδίο επίδειξης της δεξιοτεχνίας του, θα αρχίσει σιγά-σιγά να παίζει και μερικά από τα λεγόμενα «νεοποντιακά», που ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του ‘70 θα κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους. Πρόκειται για την πιο κρίσιμη φάση της ιστορίας του ποντιακού τραγουδιού. Η εμφάνιση στο προσκήνιο μιας νέας γενιάς Ποντίων, που δεν είχε ούτε τα βιώματα, ούτε τη διάθεση, ούτε ίσως και την αισθητική να ακολουθήσει τις μουσικές παρακαταθήκες των παλαιότερων, σε συνδυασμό και με την ανάγκη μουσικής έκφρασης του κοινωνικού φαινομένου της μετανάστευσης, που βρίσκεται την εποχή αυτή στη μεγαλύτερή του έξαρση αποσυντονίζοντας κάθε ποντιακή αγροτική κοινότητα, θα θέσουν το παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι σε ένα πολυετές περιθώριο με ορατό τον κίνδυνο της εξαφάνισής του. Αν θέλουμε ωστόσο να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Γώγος δεν πρωταγωνίστησε σε αυτή την εξέλιξη. Ως επαγγελματίας ακολούθησε τις τάσεις της εποχής του, έπαιξε πολλά νεοποντιακά τραγούδια -κυρίως γιατί τα ζητούσε ο κόσμος, ίσως μάλιστα και κάποια από αυτά να τα αγάπησε πραγματικά- αλλά σε αντίθεση με πολλούς από τους νεώτερους του λυράρηδες δεν απομακρύνθηκε ούτε για μια στιγμή από το βασικό του αντικείμενο, που δεν ήταν άλλο από την μουσική παράδοση του Πόντου (κυρίως του Ανατολικού), την οποία υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή.

Τώρα πλέον οι προτάσεις για εμφανίσεις σε διάφορα κέντρα διαδέχονται η μία την άλλη. Η «Μπουάτ», το «Ακροπόλ» στο Δερβένι, το παλιό «Κορτσόπον» στην Αθήνα, η «Ψάθα» στην περιοχή της Θέρμης, το κέντρο της Σοφίας Παπαδοπούλου στη Βέροια και η «Λεμόνα» στη Σταυρούπολη είναι τα κέντρα στα οποία θα εμφανιστεί μέχρι το θάνατό του. Μετά το Φίκο Καλιφατίδη, το Γιάννη Δαμιανίδη, το Χαράλαμπο Εφραιμίδη, τον Τάκη Σαχινίδη και τους άλλους παραδοσιακούς τραγουδιστές, που συνεργάστηκαν μαζί του στις ραδιοφωνικές εκπομπές της Ευξείνου Λέσχης, μια νέα γενιά επαγγελματιών τραγουδιστών θα κάνει την εμφάνισή της στο ποντιακό παλκοσένικο δίπλα του. Οι Γιώργος Κουσίδης, Γιώργος Εμμανουηλίδης, Χρήστος Παπαδόπουλος, Θέμης Ιακωβίδης, Στάθης Νικολαΐδης και Κώστας Καραπαναγιωτίδης είναι μερικοί μόνο από αυτούς.

Η Δισκογραφία

Προκαλεί εντύπωση η εξαιρετικά περιορισμένη ενασχόληση του με τη δισκογραφία. Μετά τους δίσκους γραμμοφώνου με το Σπανίδη και το Χρύσανθο, θα ακολουθήσει μια πολυετής αποχή από τη δισκογραφία. Μόλις στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 θα ηχογραφήσει για λογαριασμό της VERAN τρεις ανεπανάληπτους δίσκους των 45 στροφών, στους οποίους παίζει και τραγουδά ο ίδιος (αργότερα η εταιρεία θα συμπεριλάβει τα έξι αυτά τραγούδια, μαζί με άλλα τρία δισκάκια των Χρήστου Μπαϊρακτάρη και Παύλου Τορνικίδη σε ένα ενιαίο άλμπουμ υπό τον αλλοπρόσαλλο τίτλο «Η Ωραία Φλώρινα»). Τέλος το 1982, δηλαδή δύο μόλις χρόνια πριν από το θάνατο του, θα ηχογραφήσει για λογαριασμό της εταιρείας VASIPAP το κύκνειο άσμα του, τον κλασσικό πλέον δίσκο με το σημερινό νομάρχη Ημαθίας Κώστα Καραπαναγιωτίδη, που θεωρείται από πολλούς ως ο εμπορικότερος ποντιακός δίσκος όλων των εποχών.

Σε συναυλία με τη Λιζέτα Νικολάου και τον Κωστίκα Τσακαλίδη
 
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η δυσανάλογη σε σχέση με τη γενικότερη προσφορά του δισκογραφική του παραγωγή, οφείλεται στο μόνιμο άγχος του να εμποδίσει τους επίδοξους μιμητές του να αντιγράψουν τα επιτεύγματα της φαντασίας του. Είναι αλήθεια ότι από ένα σημείο και πέρα όλοι ανεξαιρέτως οι επαγγελματίες λυράρηδες της εποχής τον αντέγραψαν με εξαιρετική επιμέλεια, όπως επίσης είναι αλήθεια ότι λίγα πράγματα ενοχλούσαν τον Πατριάρχη περισσότερο από αυτήν την αναπόφευκτη πραγματικότητα. Αυτός ωστόσο δεν ήταν και ο μόνος λόγος της περιορισμένης ενασχόλησής του με τη δισκογραφία: έχοντας πλήρη επίγνωση της μοναδικότητας του απαιτούσε από τις δισκογραφικές εταιρίες να πληρώνεται «κατ’ αποκοπή», και όχι με ποσοστά, όπως οι υπόλοιποι καλλιτέχνες της εποχής του, απαίτηση που δεν γινόταν πάντα εύκολα αποδεκτή. Αυτό ωστόσο δε σημαίνει ότι δεν έχουμε στη διάθεσή μας επαρκή τεκμήρια της μοναδικότητάς του. Πέρα από τις ελάχιστες επίσημες δισκογραφικές εμφανίσεις του, στα χέρια πολλών θαυμαστών του βρίσκονται εκατοντάδες ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις από ραδιοφωνικές εκπομπές της Ευξείνου Λέσχης, από «μουχαπέτια» και από εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Λέγεται ότι μόνο το προσωπικό αρχείο του παλαιού συνεργάτη του Τάκη Σαχινίδη, που θεωρείται ο κορυφαίος συλλέκτης σπάνιων ηχογραφήσεων του «Πατριάρχη», αριθμεί περισσότερες από 400 ώρες τέτοιων ανέκδοτων ηχογραφήσεων!

Το τέλος

Οι αρχές της δεκαετίας του ‘80 θα βρουν το Γώγο στο απόγειο της δόξας του. Τώρα πια ο τίτλος του «Πατριάρχη της λύρας», που του αποδόθηκε πριν από χρόνια από κάποιο φανατικό θαυμαστή του, έχει γίνει συνώνυμος του ονόματός του. Ωστόσο, η καλλιτεχνική παντοκρατορία του δεν θα αλλάξει ούτε κατ’ ελάχιστο την καθημερινότητά του. Οι φίλοι του θα τον θυμούνται ως ένα εξαιρετικά σοβαρό και λιγομίλητο άνθρωπο, ένα φιλήσυχο οικογενειάρχη κι ένα υποδειγματικό πατέρα (αλλά και αφανή λάτρη του ωραίου φύλου). Τελείωνε αργά το πρωί από τα κέντρα όπου εμφανιζόταν, και μετά από μία απαραίτητη στάση στην Εγνατία για τον καθιερωμένο πρωινό πατσά (μια από τις μεγάλες γαστριμαργικές του αδυναμίες), αλλά και την εξίσου απαραίτητη στάση για ένα κεράκι στην Παναγία Δέξια, έφτανε στην Καλαμαριά τις πρώτες πρωινές ώρες. Ωστόσο σπάνια πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι του. Τις περισσότερες φορές καθόταν στο μικρό καφενεδάκι απέναντι από το σπίτι ή, αν αυτό δεν είχε ακόμη ανοίξει, σ’ ένα παγκάκι και περίμενε να περάσει η ώρα, για να μην ξυπνήσει τους τρεις γιους του, που ήταν η μεγάλη του αδυναμία!

Η τελευταία φωτογραφία: ο Γώγος με τους Στέφανο Χαλκίδη (αριστερά) και Κώστα Σανίδη (με τη λύρα), πρώην δήμαρχο Ελλησπόντου Κοζάνης.
 
Τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια για την υγεία του Γώγου άρχισαν να εμφανίζονται την εποχή που εμφανιζόταν στη «Λεμόνα» των αδερφών Δημητριάδη. Η διάγνωση των γιατρών δεν αφήνει καμία ελπίδα: «καρκίνος του παχέως εντέρου». Οι επόμενοι μήνες θα είναι εξαιρετικά βασανιστικοί για το Γώγο. Εμφανώς καταβεβλημένος θα συνεχίσει να εμφανίζεται για λίγο ακόμη στη «Λεμόνα», ώσπου θα αναγκαστεί να αποσυρθεί, για να τραβήξει το γολγοθά του. Θα αρχίσει να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία μέχρι τη στιγμή της τελικής κατάπτωσης, οπότε και θα μεταφερθεί στο σπίτι του στην Καλαμαριά. Ο γιος του Σάββας διηγείται ένα συγκλονιστικό περιστατικό. Λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει και ενώ είναι πλέον κατάκοιτος, θα ζητήσει να του φέρουν τη λύρα του, για να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Θα ανασηκωθεί στο κρεβάτι του, θα πάρει τη λύρα στα χέρια του και θα παίξει. Και όχι μόνο θα παίξει, αλλά για μία ακόμη φορά θα συγκλονίσει. Κι ενώ ολόκληρη η οικογένεια θα προσπαθεί να κρύψει τα δάκρυά της, ο μεγάλος του γιος, ο Σταύρος, που την ώρα εκείνη μελετούσε με το μπουζούκι του σε ένα διπλανό δωμάτιο, θα ανοίξει το μαγνητόφωνο και θα ηχογραφήσει το συγκλονιστικό αποχαιρετισμό του μεγάλου καλλιτέχνη. Λίγες εβδομάδες αργότερα, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής του 1984, ο Γώγος Πετρίδης θα περάσει στην αιωνιότητα. Θα πεθάνει ήρεμος στην αγκαλιά του γιου του Σάββα, έχοντας γύρω του την οικογένειά του. Παρουσία πλήθους κόσμου και υπό τον ήχο της λύρας του μικρότερου γιου του, του Κώστα, θα ταφεί στο κοιμητήριο της Καλαμαριάς, στον ίδιο ακριβώς χώρο όπου 35 χρόνια νωρίτερα είχε αποχαιρετίσει και ο ίδιος με τη λύρα του το δικό του πατέρα, το Σταύρη.

Το άρθρο αυτό γράφτηκε με βάση πληροφορίες που έδωσε ο γιος του Γώγου Σάββας Πετρίδης και πλήθος φίλων και θαυμαστών του. Κυρίως όμως βασίστηκε στη ζωηρή ανάμνηση των παλαιότερων πολύωρων συζητήσεων που είχαμε γύρω από το πρόσωπο του Γώγου με τους Χρύσανθο Θεοδωρίδη, Τάκη Σαχινίδη, Χαράλαμπο Εφραιμίδη, Νίκο Σπυριδόπουλο, Παναγιώτη Ασλανίδη, Σοφοκλή-Φίκο Τσιρκινίδη κ.ά.

Πηγή φωτογραφιών: προσωπικό αρχείο Σάββα Πετρίδη


* Το αφιέρωμα στον «Πατριάρχη της Λύρας» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άμαστρις, τεύχος Μάϊος 2009