του Θέμη Τσιγγερίδη
Η περιοχή Κύμινα ή Χότση ή Χοτς βρισκόταν ανατολικά της Τραπεζούντας, μετά τον Πυξίτη ποταμό και σε απόσταση περίπου μιας ώρας, και έφθανε προς τα ανατολικά μέχρι την περιφέρεια της Γημωράς ή Γεμουράς ή Δρυώνα, τόπο καταγωγής της ένδοξης οικογένειας των Δωρανιτών*.
Η περιοχή Χότση αποτελούνταν από πέντε χωριά, με κοινή ονομασία μεν, αλλά αυτοτελή και ανεξάρτητα δε, τα οποία απείχαν περίπου μισή ώρα το ένα από το άλλο. Σε βιβλία, σφραγίδες και επίσημα έγγραφα η περιοχή αναφερόταν ως Κύμινα, ο απλός όμως λαός χρησιμοποιούσε την ονομασία Χότση ή Χοτς (ίσως παραφθορά του τουρκικού Χωδ καριεσί = «τερπνόν χωρίον»), ενώ οι κάτοικοί της κατά την ποντιακή διάλεκτο αποκαλούνταν «Χοτσαίτ’».
Τα πέντε χωριά (ενορίες) ήταν τα εξής: α) Κατώγλι - τ’ Αϊ-Γιάννε η Μαχαλά, β) Γιαλός ή Αιγιαλός - του Χρηστού η Μαχαλά, γ) Κερασέα, δ) Καστάμπολη και ε) Αϊ-Θόδωρος. Παλιότερα, επί εποχής Κομνηνών, υπήρχε στο ανατολικότερο μέρος πυκνός συνοικισμός με εξοχικά σπίτια πλουσίων Τραπεζούντιων και μέχρι τελευταία σώζονταν θεμέλια παλαιών κατοικιών και ερείπια μεγάλου ναού. Ο συνοικισμός αυτός μετά την άλωση (1461) μετονομάστηκε σε Μεσαλόζ.

Η περιοχή Κύμινα ή Χότση ή Χοτς βρισκόταν ανατολικά της Τραπεζούντας, μετά τον Πυξίτη ποταμό και σε απόσταση περίπου μιας ώρας, και έφθανε προς τα ανατολικά μέχρι την περιφέρεια της Γημωράς ή Γεμουράς ή Δρυώνα, τόπο καταγωγής της ένδοξης οικογένειας των Δωρανιτών*.
Η περιοχή Χότση αποτελούνταν από πέντε χωριά, με κοινή ονομασία μεν, αλλά αυτοτελή και ανεξάρτητα δε, τα οποία απείχαν περίπου μισή ώρα το ένα από το άλλο. Σε βιβλία, σφραγίδες και επίσημα έγγραφα η περιοχή αναφερόταν ως Κύμινα, ο απλός όμως λαός χρησιμοποιούσε την ονομασία Χότση ή Χοτς (ίσως παραφθορά του τουρκικού Χωδ καριεσί = «τερπνόν χωρίον»), ενώ οι κάτοικοί της κατά την ποντιακή διάλεκτο αποκαλούνταν «Χοτσαίτ’».
Τα πέντε χωριά (ενορίες) ήταν τα εξής: α) Κατώγλι - τ’ Αϊ-Γιάννε η Μαχαλά, β) Γιαλός ή Αιγιαλός - του Χρηστού η Μαχαλά, γ) Κερασέα, δ) Καστάμπολη και ε) Αϊ-Θόδωρος. Παλιότερα, επί εποχής Κομνηνών, υπήρχε στο ανατολικότερο μέρος πυκνός συνοικισμός με εξοχικά σπίτια πλουσίων Τραπεζούντιων και μέχρι τελευταία σώζονταν θεμέλια παλαιών κατοικιών και ερείπια μεγάλου ναού. Ο συνοικισμός αυτός μετά την άλωση (1461) μετονομάστηκε σε Μεσαλόζ.

Άγιος Αθανάσιος ο Δαιμονοκαταλύτης
Η ονομασία «Κύμινα» δόθηκε κατά την παράδοση από το ομώνυμο γνωστό μοναστήρι, που βρισκόταν στην παραλία και απείχε 20 λεπτά βορειανατολικά του χωριού Γιαλός. Στη Μονή Αγ. Φωκά του Διάπλου (9ος αι. μ.Χ.) έδρασε ο Άγιος Αθανάσιος ο Δαιμονοκαταλύτης, που στα μέσα του 9ου αι. έγινε επίσκοπος Τραπεζούντας. Διακρινόταν για τη σοφία του, τη φιλοξενία του και την αγιότητά του, αφού είχε το χάρισμα από το Θεό να διώχνει τα πονηρά πνεύματα, και γι’ αυτό ονομάσθηκε Δαιμονοκαταλύτης. Ο Άγιος από παιδί αφιερώθηκε στο μοναστήρι, του οποίου έγινε αργότερα και ηγούμενος, και κατά τη μακρόχρονη θητεία του ως επισκόπου (867-886 μ.Χ.) εξερχόταν από τη μονή μόνο τα Σαββατοκύριακα, για να μεταβεί στο Μητροπολιτικό Ναό της Χρυσοκεφάλου στην Τραπεζούντα. Ερείπια του μοναστηριού σώζονταν μέχρι τις αρχές του 19ου αι., αλλά οι μπέηδες οι οποίοι είχαν κτήματα κοντά σ’ αυτό το κατεδάφισαν και ιδιοποιήθηκαν τα κτήματά του.
Σεβαστός Κυμινήτης (1630-1702)
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τη Χότση καταγόταν ο υπέροχος διδάσκαλος της Εκκλησίας και του Γένους Σεβαστός Κυμινήτης, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην Τραπεζούντα και κατόπιν μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη. Φοίτησε στην Πατριαρχική Σχολή με διευθυντές τους Ιωάννη Καρυοφύλλη και Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο «των εξ απορρήτων». Το διάστημα 1671-1682 θήτευσε Σχολάρχης της σχολής, διαδεχθείς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο «των εξ απορρήτων».
Λόγω όμως ραδιουργιών αναγκάσθηκε να παραιτηθεί, και ενώ τον καλέσανε να διδάξει στη Μόσχα στην εκεί Ελληνική Σχολή, προτίμησε να επιστρέψει στην πατρίδα του την Τραπεζούντα για να διδάξει και να καταπολεμήσει την καθολική προπαγάνδα. Στην Τραπεζούντα οργάνωσε και συστηματοποίησε την παιδεία, ιδρύοντας το περίφημο Φροντιστήριο, του οποίου υπήρξε σχολάρχης από το 1683 μέχρι το 1689. Το 1690 έφυγε για το Βουκουρέστι, όπου διορίσθηκε δάσκαλος στο ελληνικό φροντιστήριο στη Μονή του Αγ. Σάββα, το προήγαγε σε Ακαδημία (Αυθεντική Ακαδημία Βουκουρεστίου). Ο Κυμινήτης κατέλειπε πολλά συγγράμματα φιλολογικής, θεολογικής και φιλοσοφικής έρευνας, τα περισσότερα από τα οποία χάθηκαν, ενώ άλλα διασώθηκαν. Πέθανε το 1702 στο Βουκουρέστι.

Γιαλός
Οι παππούδες του υπογράφοντος (Σοφία - Τσόφα - και Θεμιστοκλής Μαυρίδης) κατάγονταν από το ελληνόφωνο χωριό Γιαλός, που στην τουρκική αναφέρεται ως Hos Konak. Από τα 80 σπίτια του οικισμού, τα 20 ήταν τουρκικά και υπήρχε και μία αρμενική οικογένεια. Ο Γιαλός ήταν κτισμένος σε πλαγιά με πολύ μικρή κλήση και υψόμετρο 100- 120 μ. Απείχε 7 χλμ. ΝΑ της Τραπεζούντας, 1 χλμ. ΒΑ της Κερασέας, 1 χλμ. ΝΔ του Αϊ-Θόδωρου και 2 χλμ. Α του Κατώγλι. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στην περιφέρεια της Μητροπόλεως της Τραπεζούντας και είχε μία μεγάλη εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, που γιόρταζε στις 6 Αυγούστου και γινόταν μεγάλο πανηγύρι (χόρευαν τόνιαλι, τικ), και ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στους Αγίους Αναργύρους Κοσμά και Δαμιανό, το οποίο γιόρταζε τον Ιούλιο μήνα και στους εορτασμούς μαζεύονταν μέχρι και 3.000 άτομα από τη γύρω περιοχή. Βρισκόταν ΒΑ του χωριού, προς τη μεριά της θάλασσας, ενώ κοντά σε αυτό υπήρχαν τα ερείπια της προαναφερθείσας Μονής του Αγ. Αθανάσιου του Δαιμονοκαταλύτη.
Το χωριό είχε πολύ πράσινο, άφθονα νερά, μαγευτική θέα και δροσερό αέρα. Όλα αυτά εξασφάλιζαν μια πολύ ευχάριστη διαμονή (χώσικη) για τους πολλούς Τραπεζούντιους που έφτιαχναν εκεί τις θερινές τους κατοικίες. Άλλωστε, οι κάτοικοι του χωριού είχαν κάθε μέρα στενή επαφή με την Τραπεζούντα.
Στον Γιαλό υπήρχε ένα δημοτικό σχολείο, του οποίου οι δάσκαλοι είχαν φοιτήσει στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και αμείβονταν από τα έσοδα της εκκλησίας. Όπως σε όλη την περιοχή των Κυμίνων, έτσι και στον Γιαλό εφύοντο οπωροφόρα δένδρα και ειδικά φουντουκιές, που ήταν το κυριότερο προϊόν του τόπου. Υπήρχαν επίσης μερικά αυτοφυή της χλωρίδας του Πόντου, όπως ροδαφινιά, ούβα και αζαλέα.
Οι κάτοικοι ήταν γεωργοί, καλλιεργούσαν περιβόλια με διάφορα οπωροφόρα δέντρα και πουλούσαν τα προϊόντα τους στην αγορά της Τραπεζούντας.
Το χειμώνα στα «Παρακάθια» πρόσφεραν στους επισκέπτες ροδαφινότσιρα, ούβες με φουντούκια και γεμουρόμηλα και για γλυκίσματα, την «Καστανίτσα», φέτες κολοκύθι από γλυκύτατο είδος, ψημένες στο φούρνο ή στον ατμό. Από τα ροδαφινότσιρα παρασκεύαζαν κομπόστες, «Χοσάφια».
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και απλών Τούρκων ήταν καλές, σε αντίθεση με τους μπέηδες. Οι κάτοικοι ξενιτεύονταν στη Ρωσία για βιοποριστικούς λόγους, αλλά και για να αποφύγουν τη στρατιωτική θητεία στον Τουρκικό Στρατό. Κρυπτοχριστιανοί δεν υπήρχαν στο χωριό Γιαλός, σε άλλα χωριά όμως υπήρχαν. Στην Κερασέα μία με δύο οικογένειες φανερώθηκαν με τον ερχομό των Ρώσων, το 1916. Δυστυχώς όμως μετά την αποχώρηση των Ρώσων, το 1918, κατεσφάγησαν από τους Τούρκους.
Το Φεβρουάριο του 1918 πολλοί από τους κατοίκους, φοβούμενοι τις διώξεις των Τούρκων, αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στη Νότια Ρωσία, ακολουθώντας το ρωσικό στρατό, που αποχωρούσε λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, και εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Νοβορωσίσκ και σε άλλες πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, κοντά σε συγγενείς τους που είχαν μεταναστεύσει νωρίτερα.
Αυτοί που έμειναν, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έφυγαν για την Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη: Δράμα, Ξάνθη, Κοζάνη.
Οι της Ρωσίας Χοτσαίτες μετά τις σταλινικές διώξεις τα 1937-1939 ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά και σε διάφορα μέρη της Βορείου Ελλάδος.
* Ο αριστοκρατικός οίκος των Δωρανιτών, που καταγόταν από την ύπαιθρο της Τραπεζούντας, πιθανόν από τη Δρύωνα (Κόβατα), εμφανίζεται πρώτη φορά το 1204, την περίοδο δηλαδή της ίδρυσης της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.
Η οικογένεια θεωρείται μία από τις αυτόχθονες οικογένειες του Πόντου οι οποίες ενίσχυσαν τους Μεγαλοκομνηνούς στην προσπάθειά τους να εδραιωθούν στην επικράτεια, στηρίζοντάς τους τόσο με ανθρώπινο δυναμικό όσο και υλικά.
(Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού)
Πηγές:
1) Αρχείον Πόντου, 4ος και 5ος τόμοι, «Εκκλησία της Τραπεζούντος»
2) Περιοδικό «Ποντιακή Εστία»
3) Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (Λογοθέτη Μερλιέ), Αρχείο Προφορικής Παράδοσης
