![]() |
| Το επενδυτικό ενδιάφερον των Γερμάνων για τα μετάλλεια του Πόντου και της Μικράς Ασίας |
Στη Χαλδία του Πόντου, μια περιοχή που από την αρχαιότητα ήταν γνωστή για τα πλούσια τα μεταλλεία της, εργάζονταν κυρίως οι Έλληνες μεταλλουργοί, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που γνώριζαν άριστα την τέχνη της μεταλλουργίας και έχαιραν πολλών προνομίων από τους Οθωμανούς, όχι γιατί οι Οθωμανοί ήταν τόσο γενναιόδωροι, αλλά γιατί τα έσοδα από την εκμετάλλευση των στοών ήταν απαραίτητα στην Αυτοκρατορία για τη διεξαγωγή των πολέμων και την κατάκτηση νέων εδαφών. Στα τέλη όμως του 18ου αιώνα και κυρίως στις αρχές του 19ου αι., εξαιτίας της παρακμής των μεταλλείων της Αργυρούπολης, της μητρόπολης-κοιτίδας των μεταλλουργών, αυτοί εξακτινώνονται σε όλο το μικρασιατικό χώρο, μέσα και έξω από τα όρια του ιστορικού Πόντου. Η μετοικεσία τους γίνεται λοιπόν τόσο στα παράλια όσο και στην ενδοχώρα της Μ. Ασίας: από την Κασταμονή μέχρι το Ντιαρμπεκίρ και τη Μεσοποταμία, και από το Ερζερούμ και την Τραπεζούντα μέχρι τη Σεβάστεια, την Άγκυρα το Ικόνιο, ακόμη και μέχρι το Μπαλούκεσερ.
Στόχος των μεταλλουργών ήταν: α) να ανακαλύψουν πλούσιες μεταλλευτικές φλέβες και β) να ιδρύσουν νέους άρτια συγκροτημένους μεταλλουργικούς οικισμούς.
Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μία πολύ σημαντική τομή στην ιστορία των μεταλλουργών και των μεταλλείων τους, αφού δημιούργησε μια εντελώς νέα κατάσταση και μια νέα δυναμική όχι μόνο για: α) την Οθωμανική Αυτοκρατορία, (σημαντικά οφέλη από την εκμετάλλευση των μεταλλείων της), αλλά και β) για το σύνολο του Ελληνισμού της Ανατολής, που τονώθηκε και πολλές φορές διασώθηκε μέσω της έντονης οικονομικής δραστηριότητας και της εθνικής δράσης των αρχιμεταλλουργών.
Αυτή την κατάσταση συνάντησαν οι Ευρωπαίοι μετά το 1860, όταν χάρις στις μεταρρυθμίσεις (περίοδος Τανζιμάτ) η οικονομική τους διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στον τομέα των μεταλλείων αποτελούσε πια τη νέα πραγματικότητα. Οι Έλληνες μεταλλουργοί μπήκαν μοιραία στο περιθώριο. Κατά τη διείσδυση προηγήθηκαν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, στους οποίους όμως δε θα αναφερθούμε σήμερα. Η γερμανική παρουσία στη Μ. Ασία παρατηρήθηκε ήδη από το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Δίχως να έχει όμως τον πρωταγωνιστικό ρόλο και αδικημένη από την εξωτερική πολιτική της εκείνη τη χρονική περίοδο, δραστηριοποιήθηκε ωστόσο με επιτυχία, σε ατομικό κυρίως επίπεδο, δίπλα στην πληθωρική βρετανική και γαλλική παρουσία. Οι ειδικές τεχνικές γνώσεις των Γερμανών «υποχρέωσαν» τους εταίρους των βρετανικών και γαλλικών εταιρειών όχι μόνο να τους προσλάβουν, αλλά και να τους εντάξουν στο διευθυντικό και εξειδικευμένο προσωπικό τους.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούσε η βρετανική εταιρεία The Asia Minor Mining Company, Limited, η οποία (όπως διαβάζουμε στα φυλασσόμενα στο Public Record Office της Βρετανίας έγγραφα) είχε στο ανώτερο προσωπικό της 5 Γερμανούς και 3 Αυστριακούς. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι γερμανική εταιρεία (η Orientalische Bergbau Gesellschaft) ήταν η πρώτη που εξασφάλισε, έστω και για λίγο, ορισμένα από τα μεταλλεία της περιοχής Νικόπολης στη δεκαετία του 1870.
Η συμβολή των Γερμανών στην εκμετάλλευση των μεταλλείων της Μ. Ασίας εκφράστηκε και με άλλους επίσης ενδιαφέροντες και ποιοτικούς τρόπους. Οι γεωλογικές μελέτες τους, για παράδειγμα, αποτέλεσαν αξεπέραστα δείγματα επιστημονικής γραφής στη διεθνή βιβλιογραφία και χάρη σ’ αυτές αναδείχθηκαν οι πλούσιοι μεταλλουργικοί τόποι της Μ. Ασίας. Η άριστη γνώση των μεταλλευτικών δυνατοτήτων της αυτοκρατορίας φαίνεται επίσης ότι χρησιμοποιήθηκε από πολλούς Γερμανούς ως το απαραίτητο εφόδιο για τις επενδυτικές τους προσπάθειες και συνεπώς εξηγεί τη συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο σημαντικών μεταλλευτικών εταιρειών της Ευρώπης. Άξια αναφοράς είναι, επίσης, η παρουσία και δραστηριοποίηση στα μεταλλεία της Αργυρούπολης του P. Krause, μηχανικού και μεταλλειολόγου, γαμπρού του περίφημου Γερμανού στρατηγού v. der Goltz. Ο Krause έμεινε στην ιστορία ως ο τελευταίος γενικός αρχιμεταλλουργός και διευθυντής των μεταλλείων του Πόντου.
Φυσικά, στη σταδιακή ενδυνάμωση των γερμανικών επενδύσεων συνέβαλε ξεκάθαρα η πολιτική και η διπλωματία εκείνης της περιόδου. Το συνέδριο του Βερολίνου το 1878 αποτέλεσε για τη Γερμανία του καγκελαρίου Βίσμαρκ τη μεγάλη ευκαιρία να διαδραματίσει το ρόλο του ρυθμιστή στις υποθέσεις της Ευρώπης και να ασκήσει με αξιώσεις την πολιτική του οικονομικού επεκτατισμού της στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέχρι τότε η Γερμανία ήταν η μοναδική χώρα που δεν είχε εγείρει εδαφικές αξιώσεις σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ούτε είχε δημιουργήσει αποικίες σε μουσουλμανικό έδαφος. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία από την πλευρά της, βλέποντας όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να έχουν εγκαταλείψει την αρχή της «διατήρησης της εδαφικής της ακεραιότητας», διείδε ότι η μόνη λύση για να καταστήσει εφικτή την επιβίωσή της, ήταν η προσέγγιση της νέας, ανερχόμενης ιμπεριαλιστικής δύναμης, της Γερμανίας.
Η ουσιαστική συνεργασία μεταξύ Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε πραγματικότητα με την άνοδο στο θρόνο της Γερμανίας του Γουλιέλμου Β΄ στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και με τη μεγάλη επιτάχυνση που γνώρισε η ανάπτυξη της βιομηχανίας της την ίδια εποχή. Ο Γουλιέλμος Β΄ εγκατέλειψε τη μετριοπαθή πολιτική του Βίσμαρκ και έθεσε άμεσα σε εφαρμογή, την «πολιτική παγκόσμιας εξάπλωσης» (Weltpolitik) που απειλούσε κυρίως τα βρετανικά συμφέροντα. Οι δύο επισκέψεις του Γουλιέλμου Β΄ στην Κωνσταντινούπολη μέσα σε μια δεκαετία (1889 και 1898) έδωσαν στις γερμανικές επενδύσεις και το γερμανικό επεκτατισμό την ώθηση που χρειάζονταν. Η παρουσία του Γερμανού αυτοκράτορα στην Πόλη περιόριζε ή και τερμάτιζε τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής από τους Γάλλους και τους Βρετανούς.
Για να γίνει εφικτή η εφαρμογή αυτής της πολιτικής, βασικό μέλημα της Γερμανίας ήταν να εξασφαλίσει το προνόμιο κατασκευής του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης, αφού έτσι θα αυξάνονταν οι ανάγκες των γηγενών πληθυσμών και το καταναλωτικό ενδιαφέρον τους. Μια πρώτη συμφωνία σχετικά με το θέμα υπογράφηκε μεταξύ της Deutsche Bank και της οθωμανικής κυβέρνησης το 1899, με την οποία παραχωρούνταν το δικαίωμα κατασκευής της γραμμής Ικονίου - Βαγδάτης στην Εταιρεία Σιδηροδρόμων Ανατολίας (Ottomanische Gesellschaft Anatolischer Eisenbahnen ή εν συντομία Anatolische Eisenbahngesellschaft).
Αρχικά η Deutsche Bank, μαζί με την Würtembergische Vereinsbank, επιδίωξε τη διεθνή συνεργασία και την προσέλκυση και ξένων κεφαλαίων (γερμανο-γαλλο-βρετανικό consortium) για την κατασκευή του έργου. Μετά το 1903 όμως, που έγινε αναθεώρηση της συμφωνίας με τη σύμφωνη γνώμη των Οθωμανών, ο Γερμανός αυτοκράτορας θεώρησε πλέον το σιδηρόδρομο της Βαγδάτης και την επέκτασή του προς τη Βασόρα και τον Περσικό Κόλπο αυστηρά εθνική υπόθεση, αδιαφορώντας για τη δυσαρέσκεια και τις κατηγορίες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών, κυρίως της Βρετανίας και της Ρωσίας, που φοβούνταν ότι με το συγκεκριμένο έργο θα απειλούνταν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή. (Σήμερα βλέπει κανείς στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης το εντυπωσιακό κτήριο Haydarpasa, το σταθμό-αφετηρία του μεγάλου σιδηροδρόμου για την Βαγδάτη, έργο κι αυτό Γερμανών μηχανικών).
Η χάραξη των σιδηροδρομικών γραμμών συνοδευόταν πάντα από παράλληλες επενδυτικές προσπάθειες. Στόχος ήταν η δημιουργία υποδομών και η κατασκευή έργων άρδευσης και ενέργειας για την παραγωγή πρώτων υλών, καθώς και εξόρυξης μεταλλευμάτων, αφού με βάση την υπάρχουσα συμφωνία, η εταιρεία κατασκευής του σιδηροδρόμου είχε το δικαίωμα διεξαγωγής μεταλλευτικών ερευνών και εργασιών σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων από τις γραμμές. Πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι ο σουλτάνος δεν θα επέτρεπε ποτέ την κατασκευή σιδηροδρόμου στα εδάφη του, ακόμη και στη Γερμανία με την οποία είχε στενές σχέσεις, αν πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο διευκόλυνε τον έλεγχο της αυτοκρατορίας από τους Ευρωπαίους. Η παρουσία των Γερμανών εξασφάλιζε εύκολους δανεισμούς στην Αυτοκρατορία καθώς και τις πολύτιμες υποδομές που προαναφέραμε, άρα εξασφάλιζε ανάπτυξη εμπορίου και συναλλαγών.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία διεκδίκησε με αξιώσεις τον αποκλειστικό έλεγχο των αξιολογότερων φυσικών πόρων της αυτοκρατορίας, κυρίως των μεταλλευτικών όπως το χρώμιο της Κιουτάχειας και της Μάκρης, τον άνθρακα της Ποντοηράκλειας κ.λπ., που ήταν απαραίτητοι για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και τον εφοδιασμό της γερμανικής βιομηχανίας και που μέχρι τότε ανήκαν είτε στην οθωμανική κυβέρνηση είτε στους Βρετανούς και τους Γάλλους.
Θα αναφερθούμε σήμερα, έστω και πολύ συνοπτικά, στις προσπάθειες της Γερμανίας να εξασφαλίσει: α) σημαντικό τμήμα του λεκανοπεδίου Ποντοηράκλειας με στόχο τα πλούσια ανθρακοφόρα κοιτάσματά του, β) το Μεταλλείο Ταύρου για τον άργυρο και το μόλυβδο, γ) την Μπάλια για τον αργυρούχο μόλυβδο, και τέλος δ), το μεταλλείο Άργανα, που ήταν ίσως το πλουσιότερο χαλκούχο μεταλλείο στον κόσμο. Τις πολύτιμες πληροφορίες για το θέμα αυτό εντοπίζει κανείς στο Bundesarchiv και ιδιαίτερα στο Zwischenarchiv στο Hoppegarten του πρώην Ανατολικού Βερολίνου, καθώς και στο Politisches Archiv του Υπουργείου Εξωτερικών.
Η οργάνωση αυτού του κράτους, στο οποίο εσείς ζήσατε και ζείτε, είναι εντυπωσιακή ακόμη και στον τομέα των Αρχείων του, τότε (πριν από 100 και πλέον χρόνια) και τώρα φυσικά.
H ανάγκη εξασφάλισης άνθρακα, πολύτιμης δηλαδή καύσιμης ύλης για τη βιομηχανία, τις στρατιωτικές κινήσεις και κατ’ επέκταση την πραγματοποίηση των μελλοντικών σχεδίων της στη Μ. Ασία και την Εγγύς Ανατολή, έφερε τη Γερμανία από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα στην περιοχή της Ποντοηράκλειας, την οποία εκμεταλλεύονταν κατά κύριο λόγο οι Γάλλοι. Έμπειροι Γερμανοί μηχανικοί πραγματοποιούσαν αποστολές στην Ποντοηράκλεια, για να καταγράψουν την εικόνα των ορυχείων, αλλά και για να εκτιμήσουν τις δυνατότητες δραστηριοποίησης της χώρας τους και τα περιθώρια αντίδρασης και αντιμετώπισης της παγιωμένης γαλλικής επενδυτικής προσπάθειας στα εκεί ανθρακωρυχεία (κυρίως του Ζογκουλντάκ) μέσω της εταιρείας Société anonyme Ottomane d’ Héraclée. Η πρώτη γερμανική μεταλλευτική εταιρεία στην Ποντοηράκλεια ήταν η Hugo Stinnes. Σε μια περίοδο που η Γερμανία κέρδιζε σημαντικό έδαφος σε σχέση με τη Βρετανία και τη Γαλλία στη διεθνή «σκηνή», αυτή η εταιρεία ανέλαβε τον Ιανουάριο του 1914 την εκμετάλλευση των ανθρακωρυχείων στο Κοζλού, μια από τις πλουσιότερες κοιλάδες του λεκανοπεδίου Ποντοηράκλειας, αφού περιείχε περίπου 50 εκατ. τόνους άνθρακα. (Η ποιότητά του μάλιστα συναγωνιζόταν την αντίστοιχη του Cardiff της Ουαλίας).
Η Hugo Stinnes, εταιρεία εκμετάλλευσης ανθρακωρυχείων και ιδιοκτήτρια πλοίων, με έδρα της το Mulheim στο Ruhr της Γερμανίας, ζήτησε να εξασφαλίσει με τη συνεργασία της Deutsche Bank όλα τα υπό εκμετάλλευση ορυχεία της Société anonyme des Charbonnages Réunis de Bender Eregli. Ωστόσο πρωταρχικός στόχος της παρέμενε η απόκτηση της μεταλλευτικής επιχείρησης της γαλλοοθωμανικής Société d’ Héraclée, κάτι που ποτέ δεν κατάφερε. Οι Οθωμανοί, ως άριστοι διπλωμάτες, μολονότι ήταν σύμμαχοι των Γερμανών, δεν ήθελαν να τα χαλάσουν και με τους άλλους, αφού ο καιρός έχει πάντοτε γυρίσματα.
Υπήρχαν όμως και Γερμανοί επιστήμονες, μέλη του κρατικού γερμανικού γεωλογικού ινστιτούτου, που, αδιαφορώντας για τα πολιτικά και στρατιωτικά σχέδια της πατρίδας τους, υποστήριζαν ανοικτά ότι οι επιλογές των αξιωματούχων και των στρατιωτικών στο ζήτημα των ανθρακωρυχείων Ποντοηράκλειας ήταν κάπως βεβιασμένες και πως πριν από την επικείμενη επένδυση, όφειλαν να ορίσουν ποιες στοές τους ενδιέφεραν και να εξετάσουν την πραγματική αξία τους. Η μόνη αξιοσημείωτη τελικά κίνηση της Γερμανίας στην ευρύτερη περιοχή της Ποντοηράκλειας, ήταν η εκμετάλλευση μέσω της εταιρείας Manganerzgesellschaft mbH των πολύτιμων κοιτασμάτων μαγγανίου 8 χλμ. από την Ποντοηράκλεια.
Το Μεταλλείο Ταύρου συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων μεταλλείων εξόρυξης αργυρούχου μολύβδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Γερμανοί γνώριζαν την ύπαρξη των πλούσιων κοιτασμάτων αργυρούχου μολύβδου στον Ταύρο από πολύ νωρίς, από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του οικισμού και λειτουργίας των στοών του (β΄ τέταρτο 19ου αι.), χάρις στις ταξιδιωτικές αναφορές περιηγητών και ερευνητών που επισκέφθηκαν τη συγκεκριμένη περιοχή, όπως του αυστροούγγρου Gustave de Pauliny (1836) και του P. v. Tschichatschef (1848).
Εξαιρετικά χρήσιμη για την ενημέρωση της γερμανικής κυβέρνησης, όταν αυτή θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να διεισδύσει οικονομικά στη Μ. Ασία, αποδείχθηκε επίσης η πληροφόρηση που εξασφάλισε από Γερμανούς στρατιωτικούς-«περιηγητές». Πολύτιμες πληροφορίες η γερμανική κυβέρνηση εξασφάλισε ακόμη από επιστήμονες γεωλόγους, τους οποίους είτε η ίδια απέστειλε είτε μόνοι τους περιδιάβηκαν όλη τη Μ. Ασία ή μέρος αυτής, για να καταγράψουν με κάθε λεπτομέρεια το φυσικό πλούτο της και το βαθμό εκμετάλλευσής του.
Αναφέρουμε για παράδειγμα τις μελέτες των H. H. von Schweinitz και H. Grothe, που επισκέφθηκαν το Μεταλλείο Ταύρου το 1905 και 1906 αντίστοιχα. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή για την αμεσότητά της, τη γλαφυρότητα και το πλήθος των πληροφοριών της είναι η περιγραφή του von Schweinitz κατά την επίσκεψή του στον οικισμό και τις στοές στις 6 Ιουλίου 1905. Παρά το φόρτο της εργασίας τους, οι μεταλλουργοί δέχθηκαν με χαρά την επίσκεψη ενός ξένου. Ήταν συγκινητική η έκφραση της ευγνωμοσύνης τους για το ενδιαφέρον του να τους επισκεφθεί, να μιλήσει μαζί τους και να διαπιστώσει «ιδίοις όμμασι» τον καθημερινό «Γολγοθά» τους για την εξασφάλιση των απαραίτητων αγαθών για την επιβίωσή τους.
Με την πάροδο του χρόνου όμως διαφάνηκε ότι οι επισκέψεις αυτές δεν ήταν τυχαίες. Πίσω από την περιπέτεια της περιπλάνησης και της περιήγησης στην όμορφη, γεμάτη αντιθέσεις Ανατολία, που έδειχναν να απολαμβάνουν οι διάφοροι «παράξενοι ταξιδιώτες», κρυβόταν η συστηματική προσπάθεια της Γερμανίας να συλλέξει πολύτιμο πληροφοριακό υλικό για τον οικισμό και τον πλούτο των στοών του. Παρά την τραγική έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, που διαπίστωναν στις στοές και στους φούρνους, απορούσαν -και θαύμαζαν συνάμα- με την ικανότητα των ελλήνων μεταλλουργών να εισχωρούν στα έγκατα της γης και με απαρχαιωμένα μέσα να εξορύσσουν το πολύτιμο μετάλλευμα σε μεγάλες ποσότητες και να το τήκουν.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Γερμανίας για την συνεκμετάλλευση του Μεταλλείου Ταύρου ξεκίνησαν στις αρχές Μαρτίου του 1917. Την πραγματοποίηση της ερευνητικής αποστολής στο Μπουγά Μαντέν ανέλαβε η γερμανική μετοχική εταιρεία Kriegsmetall Aktiengesellschaft με έδρα της το Βερολίνο. Η συγκεκριμένη εταιρεία ήταν από τους κυριότερους εκφραστές της γερμανικής επενδυτικής προσπάθειας στην περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ ήταν μια ανώνυμη εταιρεία, στην πραγματικότητα «από πίσω της κρυβόταν» το τμήμα πρώτων υλών του γερμανικού υπουργείου Πολέμου (Kriegsrohstoffabteilung), αποτελώντας ουσιαστικά επίσημο «κανάλι» της γερμανικής κυβέρνησης, μέσω του οποίου η τελευταία θα εξασφάλιζε τις απαραίτητες πρώτες ύλες από την Εγγύς Ανατολή . Στις αναφορές που εντοπίσαμε στο Βερολίνο, υπάρχουν άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία για τα είδη των στοών και των μεταλλευμάτων τους στο Μεταλλείο Ταύρου, για τις μεθόδους εξόρυξης, τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας και τήξης, τα μεταφορικά μέσα κ.λπ.
Η Γερμανία γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια ότι το μεταλλείο της Μπάλιας ήταν ο κύριος τόπος εξόρυξης αργυρούχου μολύβδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σημαντικότερος μεταλλευτικός της τόπος. Οι γερμανοί αξιωματούχοι και ερευνητές είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν, την τελευταία τουλάχιστον εικοσαετία πριν από την έναρξη του πολέμου, τους αξιόλογους ρυθμούς ανάπτυξης και παραγωγής, που το μεταλλείο παρουσίαζε χάρις στις εργασίες και τις σύγχρονες εγκαταστάσεις της γαλλοοθωμανικής εταιρείας Balia-Karaidin. Οι ανάγκες επίσης της Γερμανίας σε μόλυβδο, ιδιαίτερα στην περίοδο του πολέμου, έφθαναν τους 6.000 τόνους μηνιαίως (1.000 τόνοι απαιτούνταν μόνο για τις μπαταρίες των υποβρυχίων της), ποσότητα την οποία δεν μπορούσε να καλύψει η εγχώρια παραγωγή. Ήταν δεδομένο και έκδηλο, επομένως, το ενδιαφέρον της Γερμανίας να αποκτήσει τον έλεγχο του μεταλλείου με την πρώτη ευκαιρία.
Το Νοέμβριο του 1916 υψηλόβαθμα στελέχη της KMA πήγαν στο μεταλλείο της Μπάλιας, για να λάβουν τα αναγκαία μέτρα περαιτέρω ανάπτυξης της επιχείρησης. Στο πλαίσιο της προσπάθειας ανάπτυξης του μεταλλείου της Μπάλιας οι Γερμανοί πραγματοποίησαν λεπτομερή έρευνα σ’ αυτό και στην ευρύτερη περιοχή του με το δρ. γεωλογίας Fliegel και τον υπολοχαγό Wencker. Τα πορίσματά τους από τη σύντομη παραμονή τους και τη γεωλογική έρευνά τους στο μεταλλείο ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο τη θετική πια άποψη των Γερμανών για την αξία του και για την αναγκαιότητα να επιδιώξουν με κάθε τρόπο την ανάληψη της εκμετάλλευσής του. Οι ειδικευμένοι εργάτες των στοών, που το μεταλλείο της Μπάλιας διέθετε, ήταν μόνο 60. Επομένως, σύμφωνα με τον υπολογισμό, απαιτούνταν άλλοι 190 και μάλιστα νεαρής ηλικίας, για να αντέχουν στη μεγάλη θερμοκρασία και στις δύσκολες συνθήκες εντός των στοών. Εκείνη όμως τη χρονική στιγμή ήταν πολύ δύσκολο να εξασφαλιστεί ένας τόσο μεγάλος αριθμός νέων εργατών, αφού όλοι είχαν επιστρατευθεί για τις ανάγκες του πολέμου. Για το ζήτημα της έγκαιρης εύρεσης προσωπικού η KMA είχε αποστείλει ήδη από τις αρχές Ιανουαρίου 1917 στο υπουργείο Πολέμου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομαστικό κατάλογο 686 στρατιωτών, που λίγα χρόνια πριν ήταν μεταλλουργοί στην Μπάλια. Η KMA ζητούσε ουσιαστικά την ανάκληση όλων των στρατιωτών, κάτι που αποδείχθηκε όμως πρακτικά αδύνατο.
Δύο μήνες και πλέον μετά την επίδοση του ονομαστικού καταλόγου και παρά τις υποσχέσεις και τις διαβεβαιώσεις της οθωμανικής στρατιωτικής διοίκησης, είχαν ανακληθεί μόνο 50 άνδρες, από τους οποίους οι 20 ήταν μεταλλουργοί. Άλλοι 100 αναμένονταν να συγκεντρωθούν στην Κωνσταντινούπολη, αριθμός που απείχε πολύ από το σύνολο των απαιτούμενων εργατών. Είχε ουσιαστικά ατυχώς αγνοηθεί η βασικότερη παράμετρος: η δυσκολία εντοπισμού των συγκεκριμένων μεταλλουργών, γιατί βρίσκονταν διασκορπισμένοι στα διάφορα πεδία των μαχών και στις παραμεθόριες περιοχές της αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, η συντριπτική πλειοψηφία των μεταλλουργών -οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Έλληνες - είχε επιστρατευθεί στα γνωστά «τάγματα εργασίας» για την κατασκευή σιδηροδρόμων και οδικού δικτύου, οπότε ήταν αδύνατο να ανακληθούν στο μεταλλείο της Μπάλιας.
Το χαλκούχο μεταλλείο Άργανα, γνωστό και ως Pakir ή Bakιr maden ήταν στην περιοχή του Ντιαρμπεκίρ, και υπήρξε από τα πιο σημαντικά μεταλλεία χαλκού στον κόσμο, και γι’ αυτό το λόγο ήταν ένας από τους βασικότερους επενδυτικούς στόχους της Γερμανίας. Αυτό προκύπτει κυρίως από τον όγκο των γερμανικών εγγράφων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, καθώς και από μελέτες γερμανών ερευνητών, που αποκαλύπτουν με λεπτομέρεια κάθε κίνηση των στελεχών του Reich από την πρώτη στιγμή που εισχώρησε στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ιδιαίτερα όταν αυτό εδραίωσε την παρουσία του μέσα στην αυτοκρατορία λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν κοινή συνείδηση σε όλους, ιδιαίτερα στους γερμανούς μεταλλειολόγους και ερευνητές, ότι με καλύτερη διαχείριση στο μέλλον και βελτίωση των εγκαταστάσεων και των εξορυκτικών μεθόδων το μετάλλευμα, που υπήρχε παντού στις γύρω πλαγιές και σε μεγάλη ποσότητα, θα γινόταν αντικείμενο σπουδαίας εκμετάλλευσης και ο οικισμός των Αργάνων θα γνώριζε και πάλι τις παλιές καλές ημέρες ευημερίας και ανάπτυξης.
Η πρώτη γνωστή σε μας επίσκεψη των Γερμανών στο μεταλλείο των Αργάνων μετά την έναρξη του πολέμου πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 1915, στο πλαίσιο ερευνητικής αποστολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, δηλαδή σε χώρες που είχαν ταχθεί στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Στόχος της αποστολής ήταν να εκτιμήσει τις δυνατότητες άμεσης εκμετάλλευσης των μεταλλείων αυτών των περιοχών, καθώς οι ανάγκες του πολέμου καθιστούσαν απαραίτητο τον εφοδιασμό με πρώτες ύλες και κυρίως με χαλκό. Ήταν λογικό επομένως οι Γερμανοί να στραφούν στο περίφημο μεταλλείο των Αργάνων, το οποίο παρά τις απαρχαιωμένες μεθόδους εκμετάλλευσής του, δεν έπαυε να ελκύει το ενδιαφέρον τους. Η ερευνητική αποστολή στο μεταλλείο των Αργάνων το Σεπτέμβριο του 1916, στο πλαίσιο των ερευνών που είχαν προγραμματισθεί και αποφασισθεί από τους γερμανούς αξιωματούχους στη διάρκεια του ίδιου έτους, υπήρξε καθοριστική για την ανάληψη στο συγκεκριμένο μεταλλείο σημαντικών πρωτοβουλιών και δαπανηρών εργασιών για την εκμετάλλευσή του στα επόμενα χρόνια και ιδιαίτερα στη διάρκεια του πολέμου.
Στον τομέα της τήξης των μεταλλευμάτων και των δοκιμών κατεργασίας τους με πυρίτιο οι Γερμανοί επιχείρησαν βελτιώσεις στους υπάρχοντες φούρνους. Ταυτόχρονα ολοκληρώθηκαν οι υπέργειες γεωλογικές δειγματοληψίες και έρευνες, σε αντίθεση με τις έρευνες του υπεδάφους που εξελίσσονταν με πολύ αργούς ρυθμούς. Διάνοιξαν στοές με μεθοδικό και επιστημονικό τρόπο, κατασκεύασαν δρόμους και κατοικίες, εξασφάλισαν τρόφιμα και εξοπλισμό κ.λπ.
Ο Müller-Herrings, επικεφαλής της γερμανικής αποστολής, επισκέφθηκε τη Στρατιά του Καυκάσου στο Elazιğ, για να συναντήσει τον εκεί Οθωμανό στρατιωτικό διοικητή και να εξασφαλίσει εργάτες. Προσκόμισε μάλιστα στοιχεία που του ζητήθηκαν από τους αρμόδιους διοικητές για τον καθένα πρώην εργάτη του μεταλλείου χωριστά, αλλά και για τη θέση του στο στράτευμα. Από τα στοιχεία αυτά προέκυπτε ότι 169 έλληνες (ρωμιοί) κάτοικοι-εργάτες του μεταλλείου είχαν επιστρατευθεί στα τάγματα εργασίας, δημιουργώντας σοβαρότατο πρόβλημα στις εργασίες του μεταλλείου. Συγκεκριμένα, τριάντα πέντε από αυτούς τους μεταλλουργούς έστειλαν επιστολή στη γερμανική αποστολή των Αργάνων το Δεκέμβριο του 1917, εκθέτοντας το παράπονο και τη διαμαρτυρία τους για την απαράδεκτη αντιμετώπισή τους και τον εμπαιγμό που είχαν υποστεί από την οθωμανική κυβέρνηση. «Συνεπεία της κήρυξης του πολέμου κληθήκαμε εδώ και 5 μήνες να υπηρετήσουμε στο στρατό…», έλεγαν χαρακτηριστικά και συνέχιζαν: «Όταν κληθήκαμε να πολεμήσουμε, μας υποσχέθηκαν ότι θα έδιναν στην οικογένεια του καθενός μας 12 κ. δημητριακά κάθε μήνα. Επειδή όμως είμαστε μεταλλουργοί (δεν μας έστειλαν στο μέτωπο), οι οικογένειές μας δεν έλαβαν το σιτάρι, με συνέπεια να πεθαίνουν από την πείνα: με δυο λόγια βρίσκονται σε αξιοθρήνητη κατάσταση…». Παρά την έκκλησή τους για βοήθεια και παρά την ανταπόκριση των Γερμανών, οι οποίοι με τη σειρά τους στράφηκαν για το θέμα στο μουτεσαρίφη της κωμόπολης Άργανα Μαντέν, δεν υπήρξε κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Τον Οκτώβριο του 1918 η κατάσταση άλλαξε εντελώς. Η αρνητική εξέλιξη του πολέμου για τη Γερμανία (συνθηκολόγηση) δημιούργησε νέα δεδομένα και στους μεταλλουργικούς τόπους όπου δραστηριοποιούνταν οι γερμανοί μηχανικοί και μεταλλειολόγοι. Συμφωνήθηκε ο τεχνικός εξοπλισμός να παραμείνει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα αποτελέσματα όμως των δειγμάτων και ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί, έπρεπε να σταλούν στη Γερμανία. Η οθωμανική πλευρά, βλέποντας τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει η Γερμανία, προσπάθησε με κάθε τρόπο να επωφεληθεί της ευκαιρίας, για να αποκτήσει όσα περισσότερα μπορούσε κατά την υποχώρηση της άλλοτε ισχυρής συμμάχου της.
Είναι χρήσιμο, ακόμη, να αναφέρουμε παρενθετικά ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της δραστηριοποίησης της KMA, εκτός της εκτεταμένης έρευνας και των έργων βελτίωσης του μεταλλείου των Αργάνων, καταβλήθηκαν αξιόλογες προσπάθειες για εξέταση του μεταλλεύματος και μεταφορά μικρότερων ή μεγαλύτερων ποσοτήτων στη Γερμανία. Δεν ήταν, δηλαδή, λίγες οι φορές που μαζί με τις ποσότητες εξορυγμένου μεταλλεύματος στέλνονταν και δείγματα χαλκού από καινούριες στοές σε κρατικά εργαστήρια της Γερμανίας (Aachen, Βερολίνο κ.λπ.) ή σε αντίστοιχα γερμανικών εταιρειών, που συνεργάζονταν όμως στενά με το υπουργείο Πολέμου.
Στο ερώτημα ποια από τις Μεγάλες Δυνάμεις κατόρθωσε να εξαργυρώσει τις υπέρογκες πολλές φορές δαπάνες και τις ιδιωτικές ή κρατικές επενδύσεις της στα μεταλλεία, θα απαντούσαμε ότι καμιά δεν αξιοποίησε την ευκαιρία που της δόθηκε στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Φαίνεται πως οι Βρετανοί και κυρίως οι Γάλλοι ήταν πιθανώς οι πιο κερδισμένοι, ευνοημένοι σαφώς από τον περισσότερο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους.
Εκείνοι, που περισσότερο αδικήθηκαν από τις εξελίξεις, ήταν αναμφίβολα οι Γερμανοί, οι οποίοι, μολονότι μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (αρχές του 20ού αιώνα) κατάφεραν να κυριαρχήσουν οικονομικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν τους στόχους τους κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Η εμμονή τους στην ιδέα ότι ως νικητές του πολέμου θα απολάμβαναν κατά αποκλειστικότητα όλα τα αγαθά της αυτοκρατορίας, τους στοίχισε πολλά όχι μόνο σε ηθικό, αλλά και σε οικονομικό επίπεδο, αφού ξόδεψαν άδικα και άσκοπα χιλιάδες μάρκα. Αδικαιολόγητη παραμένει η ολιγωρία τους στο σχεδιασμό και την εξέταση όλων των πιθανών και απίθανων σεναρίων της εξέλιξης του πολέμου. Έτσι η συντριπτική ήττα τους τελικά στο Μεγάλο Πόλεμο ακύρωσε κοπιώδεις και δαπανηρές προσπάθειες χρόνων.
Μετά τη νίκη της Entente και την επανάκτηση του ελέγχου της αυτοκρατορίας από τους Συμμάχους ένας νέος ανταγωνισμός ξέσπασε μεταξύ τους για την εκμετάλλευση των φυσικών της πόρων. Η εμφάνιση όμως στο προσκήνιο του ηγέτη των Τούρκων Μουσταφά Κεμάλ πασά και η πολιτική που ακολούθησε στην περίοδο 1918-1923 ματαίωσε οριστικά τα σχέδια των συμμάχων για την εκμετάλλευση των πλούσιων μεταλλευτικών πόρων της αυτοκρατορίας, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή της. Η υπογραφή, τέλος, της συνθήκης της Λωζάνης και η ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν η τρίτη και με βεβαιότητα η σημαντικότερη τομή στην ιστορία των μεταλλουργών και των μεταλλείων τους.
