![]() |
Η Προσφυγική μνήμη και ταυτότητα των Μικρασιατών, των Ποντίων, των Καππαδοκών, των Κωνσταντινουπολιτών και των Θρακών έναν αιώνα μετά |
Ολοκληρώθηκαν με μεγάλη επιτυχία οι εργασίες του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «Μικρασιατική προσφυγική μνήμη και ταυτότητα έναν αιώνα μετά (Πόντος, Καππαδοκία, Ιωνία, Ανατολική Θράκη, Κωνσταντινούπολη)», που διοργανώθηκε από τη Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών και το Εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, σε συνεργασία με την Ιερά Μητρόπολη Περιστερίου. Για το Συνέδριο αυτό, τον πρωτεύοντα ρόλο για τη διοργάνωσή του είχε, όπως προαναφέρθηκε, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ακολούθως φιλοξενούμε τα Συμπεράσματά του, όπως τα συνόψισε ο Κοσμήτορας της ΣΚΑΣ/ΔΠΘ και Καθηγητής στο ΤΙΕ/ΔΠΘ κ. Μανόλης Γ. Βαρβούνης.
Το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Μικρασιατική προσφυγική μνήμη και ταυτότητα έναν αιώνα μετά (Πόντος, Καππαδοκία, Ιωνία, Ανατολική Θράκη, Κωνσταντινούπολη)» οργανώθηκε από τη Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών και το Εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, σε συνεργασία με την Ιερά Μητρόπολη Περιστερίου, και πραγματοποιήθηκε στους συνεδριακούς χώρους του Επισκοπείου της Ιεράς Μητροπόλεως Περιστερίου, στο Περιστέρι, και υβριδικά 14-16 Φεβρουαρίου 2025.
Πρόκειται για το τρίτο κατά σειρά Διεθνές Συνέδριο που διοργανώνει η Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης με θεματολογία σχετική με τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και την εξ αυτής ανταλλαγή των πληθυσμών, που ολοκληρώθηκε το 1924. Το πρώτο είχε τίτλο «Επανεκτιμώντας τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922-2022)» (Κομοτηνή, 21-23 Οκτωβρίου 2022) και λόγω της πανδημίας της Covid-19 έγινε διαδικτυακά. Το δε δεύτερο είχε τίτλο «Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών στην τέχνη (1923-2023)» και διοργανώθηκε σε συνεργασία με την Ελληνική Σημειωτική Εταιρεία, την Ισπανική Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, τον Δήμο Αλεξανδρούπολης, το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης – Αγγελική Γιαννακίδου και το Çatalca Mübadele Müzesi (βλ. αναλυτικά για τα συγκεκριμένα Συνέδρια της ΣΚΑΣ εδώ).
Στο Συνέδριο έγιναν σαράντα επιστημονικές ανακοινώσεις από σαράντα πέντε συνέδρους.
Προηγήθηκε η πρώτη συνεδρία με τίτλο «Τιμή Μικρασιατών αγίων – Χριστιανικά μνημεία», κατά την οποία παρουσιάστηκαν ανακοινώσεις σχετικά με την καππαδοκική λατρευτική μνήμη και τελετουργική ταυτότητα, με αφορμή το λείψανο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στη Νέα Καρβάλη Καβάλας και τη σχετική λατρευτική παράδοση, τις συνέπειες της Μεγάλης Καταστροφής επί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την τύχη των χριστιανικών μνημείων και κειμηλίων των Ελλήνων του Πόντου μετά τη Γενοκτονία, καθώς και τα σχετικά ερευνητικά, πολιτικά και ηθικά ζητήματα.
Η δεύτερη συνεδρία, υπό τον τίτλο «Ταυτότητα – Μνήμη», περιέλαβε ανακοινώσεις σχετικές με τις σχέσεις Ιστορίας, μνήμης, τραύματος και ταυτότητας, σε σχέση με τον Μικρασιατικό Ελληνισμό, ταξίδια στον Εύξεινο Πόντο από μουσικούς τέταρτης και πέμπτης προσφυγικής γενιάς και τη συνακόλουθη διαμόρφωση μνήμης και ταυτότητας, έναν αιώνα μετά τον ξεριζωμό, το περιοδικό “Φίλοι της Ποντιακής Μουσικής” ως προσφυγική μνήμη και ως πρόταση καλλιτεχνικής δημιουργίας κατά τον 20ό αιώνα, τα ήθη και τα έθιμα της κοινωνικής ζωής του Πόντου, με βάση το παράδειγμα του Φερίζ Νταγ και τα δρώμενα στο χωριό Αντρεάντων, την Αλεξανδρούπολη και το εκεί «Μνημείο Θρακικού Ελληνισμού» και το μνημείο ηρώων στη Σέριφο, ως σύμβολο ενίσχυσης της συλλογικής μνήμης.
Ακολούθησε η τρίτη συνεδρία, που είχε τίτλο «Προσφυγικοί οικισμοί – Συλλογική οργάνωση». Στη διάρκειά της έγιναν ανακοινώσεις σχετικά με τη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης του προσφυγικού συνοικισμού των Νέων Κυδωνιών και την εξέλιξη από τον οικισμό του Μπαρουτάδικου στον Δήμο Αιγάλεω, τους πρόσφυγες στην Καλαμάτα και, ιδίως, τις δράσεις τους στη διεκδίκηση μίας καλύτερης ζωής. Επίσης, εισηγητές αναφέρθηκαν στη μικρασιατική προσφυγική μνήμη και ταυτότητα στους πρόσφυγες του νομού Αιτωλοακαρνανίας, σε τόπους μνήμης από την Πέραμο Κυζίκου στη Νέα Πέραμο Αττικής, σε παρατηρήσεις σχετικά με τον μικρασιατικό λαϊκό υλικό πολιτισμό με βάση τις δηλώσεις και τις αποφάσεις των Εκτιμητικών Επιτροπών των Ανταλλαξίμων των περιοχών Μάκρης και Λιβισιού Μικράς Ασίας και τη διαχείριση της Ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ποντίων, με μελέτη περίπτωσης (case study) τις δράσεις του «Συλλόγου Ποντίων Ηλιούπολης “Η Τρυγόνα”».
Η τέταρτη συνεδρία τιτλοφορήθηκε «Μνήμη και Ιστορία», και σε αυτήν εντάχθηκαν ανακοινώσεις σχετικά με το ζήτημα της απομάκρυνσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη, όπως τέθηκε κατά τη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, με βάση το ερευνητικό ερώτημα για το αν επρόκειτο για μια κυβερνητική απόφαση της Άγκυρας ή για ένα διπλωματικό τέχνασμα της τουρκικής αντιπροσωπείας, την έννοια του «δικαιώματος στη μνήμη» σε σχέση με την πρόσληψη της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ως αφήγησης και τη Γενοκτονία, την πολιτική της μνήμης και την ποιητική της Ιστορίας σε παιδικά εικονογραφημένα βιβλία.
Στη συνέχεια, η πέμπτη συνεδρία επικεντρώθηκε σε «Θέματα θρησκευτικής Λαογραφίας». Στη διάρκειά της έγιναν τέσσερις ανακοινώσεις σχετικές με τη θρησκευτική ζωή και τη λατρεία στη Σμύρνη και τις σχετικές προσφυγικές μνήμες, από το «Αρχείο χειρογράφων» του «Λαογραφικού Μουσείου και Αρχείου» της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τη ναοδομία στην Ανατολική Μακεδονία την περίοδο της οθωμανοκρατίας, και συγκεκριμένα τον πρώτο ναό αφιερωμένο στον νεομάρτυρα Θεόδωρο τον Βυζάντιο στον Ξηροπόταμο Δράμας, προσφυγικά θρησκευτικά κειμήλια από την Παλαγία του Πόντου, που μεταφέρθηκαν και θησαυρίζονται στην Παλαγία της Αλεξανδρούπολης και την οσία Παρασκευή την Επιβατινή στη λαϊκή παράδοση και στην τέχνη των βαλκανικών λαών.
Η έκτη συνεδρία, με τίτλο «Μουσικές μνήμες Εύξεινου Πόντου», περιέλαβε ανακοινώσεις σχετικές με τις αντανακλάσεις της αστικοποίησης του Εύξεινου Πόντου στη μουσική και την ενδυμασία, κατά τη μετακίνηση των προσφύγων Ποντίων στην Ελλάδα, την ανά-µνηση του Πόντου στο Ποντιακό «µουχαµπέτι» ως χαρακτηριστική περίπτωση εξέλιξης από την προφορικότητα της µνήµης στη φωνητικότητα της µετα-µνήµης, την ποντιακή μουσική στον 21ο αιώνα και την παρουσία ενός αρχέγονου ήχου σε μια σύγχρονη κοινωνία και τη μεθοριακή κίνηση μεταξύ του ποντιακού “folk” και του “popular”, στην ερευνητική αναζήτηση της ποντιακής μουσικής ταυτότητας κατά την εποχή της μετανεωτερικότητας.
Ακολούθησε η έβδομη συνεδρία, υπό τον τίτλο «Ιστορικές ηχογραφήσεις – Αλληλεπιδράσεις μικρασιατικών μελωδιών», η οποία επικεντρώθηκε στην προσφυγική μουσική παράδοση. Σε αυτήν περιλήφθηκαν ανακοινώσεις σχετικά με ιστορικές ηχογραφήσεις τραγουδιών σε προσφυγικές συνοικίες του Πειραιά από το τότε «Λαογραφικό Αρχείο», σήμερα «Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας» της Ακαδημίας Αθηνών, οι οποίες κινούνται μεταξύ του ήχου της μελωδίας και του απόηχου της νοσταλγίας, την προσωπογραφία της παραδοσιακής ερμηνεύτριας Αθανασίας Σπανού, την αλληλεπίδραση της μικρασιατικής μουσικής με την ελληνική και κυπριακή παραδοσιακή μουσική, με βάση τις περιπτωσιολογικές μελέτες δυο κοινών τραγουδιών, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών στο κρητικό δημοτικό και δημοτικοφανές τραγούδι, και τη μουσικοχορευτική παράδοση των Ελλήνων προσφύγων από τα Δυτικά Παράλια της Μικράς Ασίας και της Καππαδοκίας, ιδιαίτερα δε τους συμβολισμούς και τις αναπαραστάσεις στην παιδαγωγική πράξη, τόσο στην τυπική όσο και στη μη τυπική εκπαίδευση.
Η προτελευταία όγδοη συνεδρία είχε τίτλο «Αναπαραστάσεις της προσφυγιάς στην τέχνη». Στη διάρκειά της έγιναν ανακοινώσεις σχετικά με τη Μικρά Ασία το 1922, και μάλιστα την προσφυγιά στις τέχνες και τα γράμματα, τη διάκριση των ζωγράφων Νικολάου Ανδριανουπολίτου (1820-1866) και Δημητρίου (1845-1861) μέσω του τύπου γραφής τους, την (ανά)-παράσταση της συλλογικής μνήμης και την ταυτότητα της προσφυγιάς, στην παράσταση του έργου «Τα Ματωμένα Χώματα» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, το 2022, και τη συλλογική μνήμη και διαχείριση του τραύματος της Μικρασιατικής Καταστροφής, με παράδειγμα την κινηματογραφική αναπαράσταση της προσφυγικής συνοικίας στη σφαίρα της δημόσιας Ιστορίας.
Η τελευταία ένατη συνεδρία είχε τίτλο «Η διαχείριση της προσφυγικής μνήμης μέσα από αρχειακό υλικό και τον Τύπο». Σε αυτήν εντάχθηκαν πέντε ανακοινώσεις σχετικά με εκκλησίες και Έλληνες κληρικούς που υπηρετούσαν στη Γεωργία, σύμφωνα με το υλικό του «Εθνικού Αρχείου» της Γεωργίας, από το τέλος του 19ου ώς τις αρχές του 20ού αιώνα, την εκπαίδευση των Μικρασιατών τον 19ο αιώνα, μέσα από δημοσιεύσεις και τεκμήρια της εποχής, τις τσεχοσλοβακικές αρχειακές πηγές και τις πληροφορίες που διασώζουν για τους πρόσφυγες, ως εξέταση της οπτικής και της ερμηνείας των πηγών αναφορικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή και το προσφυγικό ζήτημα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, τα ορφανά προσφυγόπουλα από τη Μικρά Ασία στο «Εθνικόν Ορφανοτροφείον Αρρένων Καλαμών (ΕΟΑΚ)» και τον ρόλο της εφημερίδας «Μικρασιατική Ηχώ» στη διαχείριση της προσφυγικής μνήμης, ειδικότερα δε την αρθρογραφία της «Δι’ ένα Μουσείον των Ελλήνων της Ανατολής».
Έτσι, καλύφθηκαν όλες σχεδόν οι θεματικές, οι οποίες εξ αρχής είχαν οριοθετηθεί από την Επιστημονική Επιτροπή του Συνεδρίου και οι οποίες περιλάμβαναν τη θρησκευτική Λαογραφία (λαϊκή λατρευτική τιμή, προσκυνηματικές τελετουργίες κ.λπ.), τη φιλολογική Λαογραφία (παραμύθι, ακριτικά τραγούδια κ.λπ.), τη συλλογική μνήμη και ταυτότητα (σωματειακή οργάνωση, υλικός πολιτισμός, διατροφή, τραγούδι και μνήμη, μνημεία στην Ελλάδα, αρχιτεκτονική – μνήμη πόλεων, ονοματοδοσία οδών, οικισμών κ.ά.), τις λαογραφικές συλλογές και το συναφές αρχειακό υλικό, τον τύπο και τις εκδόσεις (περιοδικά, μονογραφίες κ.λπ.), τις διαδικτυακές πηγές και τις κάθε είδους αναπαραστάσεις της μικρασιατικής Ιστορίας και του λαϊκού πολιτισμού, τα εκκλησιαστικά κειμήλια και την τύχη τους, και βέβαια την εκκλησιαστική και λαϊκή λατρευτική τιμή των «Μικρασιατών» αγίων, δηλαδή όσων κατάγονται από τη Μικρά Ασία ή η τιμή τους ήρθε από εκεί στον ελλαδικό χώρο, μέσω των προσφύγων.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι οι ανακοινώσεις του Συνεδρίου περιστράφηκαν γύρω από τους άξονες αφενός μεν της κοινωνικής, οικονομικής και θεσμικής οργάνωσης των προσφύγων στις νέες πατρίδες τους, αφετέρου δε στις τεχνικές και τα μέσα διατήρησης της μνήμης τους. Ο τρόπος με τον οποίο κατά κανόνα οι απόγονοι των Μικρασιατών, των Ποντίων, των Θρακών και των Καππαδόκων προσφύγων διαχειρίζονται την πολιτιστική κληρονομιά τους, κατά βάση μέσω των συλλόγων και δια των κειμηλίων τους, δηλαδή σε δημόσιο και όχι σε ιδιωτικό επίπεδο, εντάσσονται στα όρια των επιστημονικών κλάδων της δημόσιας Ιστορίας και της δημόσιας Λαογραφίας, καθώς δεν σχετίζονται με την υποκειμενική και ιδιωτική βίωση και διαχείριση της παράδοσης, αλλά με τη συλλογική και δημόσια, μέσω των συλλόγων και των μαζικών παραστατικών επιτελέσεων παλαιότερων τελετουργιών.
Όλη αυτή η διαδικασία συνιστά μια ουσιαστικά «δεύτερη ζωή» στη διαχείριση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς των προσφύγων, η οποία, τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί να διαπιστωθεί σε κάθε επιμέρους στοιχείο της προσφυγικής πολιτιστικής κληρονομιάς, υλικό ή άυλο. Και είναι αυτή η διαδικασία διαχείρισης που οριοθετεί τους τρόπους με τους οποίους τόσο οι σύνοικοι όσο και οι απόγονοι εκείνων των εκπατρισμένων προσφύγων αντιλήφθηκαν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να προσλαμβάνουν διαχρονικά όσα οι πρόσφυγες του 1922-1924 έφεραν ως ουσιώδη στοιχεία της ταυτότητας και της ύπαρξής τους, για να ξεκινήσουν σε άλλη, εν πολλοίς ξένη, γη και πάλι την ατομική και ομαδική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή τους.
Το μικρασιατικό, το ποντιακό, το θρακικό και το καππαδοκικό ρωμαίικο πνεύμα δεν έσβησε μέσα στη φωτιά του πολέμου, ούτε θάφτηκε στις στάχτες της καταστροφής. Οι πρόσφυγες και οι απόγονοί τους, μέχρι σήμερα, ρίζωσαν στην Ελλάδα, θεράπευσαν τις σωματικές και ψυχικές πληγές τους και μεγαλούργησαν ξανά. Μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής προόδου της χώρας μας τόσο στον οικονομικό, όσο και στον πνευματικό τομέα οφείλεται στους πρόσφυγες και τη δράση τους. Αναδημιούργησαν ακόμη και τα βασικά θρησκευτικά τους σεβάσματα, έχτισαν ναούς και μονές, έφεραν στην Ελλάδα τα βασικά θρησκευτικά τους παλλάδια.
Η πίστη που στήριξε τους Ρωμηούς πρόσφυγες του μικρασιατικού και του θρακικού χώρου τις ώρες του διωγμού, που υπήρξε απαντοχή τους στον δύσκολο εγκλιματισμό τους στις νέες εγκαταστάσεις τους, αυτή μέχρι και σήμερα αποτελεί τον χρυσό και ακατάλυτο σύνδεσμό τους με τη γη και την παράδοση των προγόνων τους. Οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Ιωνίας, της Θράκης, της Καππαδοκίας και της Κωνσταντινούπολης που εκδιώχθηκαν ή εντάχθηκαν στους ανταλλάξιμους πληθυσμούς της Συνθήκης της Λωζάννης και μετακινήθηκαν εξαναγκασμένοι στον ελλαδικό χώρο, μαζί με τα αντικείμενα της οικοσκευής, τα κειμήλια και τα φορητά αντικείμενα που μετέφεραν, έφεραν και στοιχεία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, ιδίως έθιμα και τελετουργίες των κοινοτήτων τους. Οι τελετουργίες αυτές αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς τους και σταδιακά άρχισαν, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα να αναβιώνονται, γνωρίζοντας μια «δεύτερη ζωή», την οποία εξετάσαμε στο πλαίσιο του Συνεδρίου. Πρόκειται για τελετουργίες που, λόγω των ιστορικών γεγονότων, «έσβησαν» στις περιοχές που τις γέννησαν και, όπου επιχωρίαζαν, άρχισαν όμως και πάλι να τελούνται στους χώρους της νέας εγκατάστασης των φορέων τους.
Όλα αυτά τα καίρια για τον Νέο Ελληνισμό ζητήματα νομίζω ότι επαρκώς εθίγησαν και εν μέρει, όπως πάντοτε συμβαίνει σε ανάλογα συνέδρια, μελετήθηκαν στο Συνέδριο. Κοινή δε παραδοχή όλων των ανακοινώσεων του Συνεδρίου υπήρξε η διαπίστωση ότι η Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και η επακόλουθη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), με τις νέες συνθήκες που δημιούργησαν και επέβαλαν (1924 κ.εξ.), επέδρασαν άμεσα πάνω στη μορφή και την ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού, αλλά και της ελληνικής πολιτισμικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής, ευρύτερα.
*Ο Μανόλης Γ. Βαρβούνης είναι Κοσμήτορας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, Καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ, Διευθυντής του «Εργαστηρίου Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας» και Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας.
Πηγή: Παρατηρητής της Θράκης