Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

Έφυγε από την ζωή ο Χρήστος Παρχαρίδης, ένας από τους τελευταίους γνήσιους εκφραστές της Ποντιακής μουσικής παράδοσης

Έφυγε από την ζωή ο Χρήστος Παρχαρίδης, ένας από τους τελευταίους γνήσιους εκφραστές της Ποντιακής μουσικής παράδοσης
Έφυγε από την ζωή ο Χρήστος Παρχαρίδης, ένας από τους τελευταίους γνήσιους εκφραστές της Ποντιακής μουσικής παράδοσης

Ο Χρήστος Παρχαρίδης του Ευσταθίου και της Ζωής (το γένος Τριανταφυλλίδη) γεννήθηκε το 1940 στο Πρωτοχώρι Κοζάνης (Πορτοράζ). Υπήρξε γόνος της ποντιακής οικογένειας του Ευσταθίου Σιαμίδη (μετέπειτα Παρχαρίδη) από το χωριό Καρά (Καπίκιοϊ) της περιοχής Ματσούκας Τραπεζούντας.

Από μικρή ακόμη ηλικία εμφάνισε το φυσικό τάλαντο της φωνής του, έχοντας πάντα κοντά του τον επίσης καλλίφωνο πατέρα του, που καμάρωνε για τον γιο του. Σε ηλικία 13 χρονών ο αδελφός του Τάσος αγόρασε μια λύρα από τον περίφημο κατασκευαστή Γοργόρ’ και απαγόρευσε στο μικρό Χρήστο να τη χρησιμοποιεί, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Απαρηγόρητος, όμως, αλλά και επίμονος, ο Χρήστος προσπάθησε να μάθει κρυφά τα μυστικά της λύρας, όταν απουσίαζε ο «αυστηρός» αδελφός.

Το 1954 η περιβόητη λύρα αποτέλεσε την «ακίνητη» περιουσία του Χρήστου. Άρχισε να παίζει δειλά-δειλά σε μικρές παρέες ή γάμους, νιώθοντας τη χαρά της δημιουργίας.

Το 1957 εγγράφηκε ως σπουδαστής στην τεχνική σχολή «Δανάτσα» στην Κοζάνη, όπου και διέμενε. Λύρα και Χρήστος κάθε Σαββατοκύριακο επέστρεφαν στο χωριό και έπαιζαν σε παρέες. Την ίδια χρονική περίοδο συμμετείχε με πολύ μεράκι στις ραδιοφωνικές εκπομπές του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού της Κοζάνης, όπου τον συνόδευε με τη λύρα ο μεγαλύτερος σε ηλικία συγχωριανός του Δημήτρης Κυριακίδης.

Το 1961, μετά από πρόσκληση του αδελφού του, μετανάστευσε στη μακρινή Αυστραλία, έχοντας πάντα μαζί του την αγαπημένη του λύρα. Η ξενιτειά τον πλήγωσε πολύ. Σύντομα, όμως, συσπειρώθηκαν οι λιγοστοί τότε Πόντιοι και δημιούργησαν μια μεγάλη, αλλά ζεστή οικογένεια. Ο Χρήστος έπαιζε και τραγουδούσε για όλους, πάντοτε όμως ερασιτεχνικά. Ποτέ δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί αυθόρμητες εκδηλώσεις φίλων και να κερδίσει χρήματα. Εξάλλου, πάντα τόνιζε ότι απεχθανόταν τη ζωή της νύχτας, του επαγγελματία καλλιτέχνη.

Το διάστημα 1965-1967, κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, διδάχθηκε την τέχνη του «αγγείου» από τον μοναδικό Κωνσταντίνο Κυριακίδη. Επέστρεψε μ’ αυτό στην Αυστραλία, όπου τραγουδούσε και έπαιζε τους προσφυγικούς καημούς. Αργότερα το εγκατέλειψε για καθαρά συναισθηματικούς λόγους.

Παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, Βέτα Δεσποινιάδου, με την οποία έφεραν στον κόσμο τέσσερα παιδιά, τον Στάθη, τα δίδυμα Ζωή και Ευδοξία και τον Λάμπον. Τα δύο αγόρια έπαιξαν εξίσου καλή λύρα. Έτσι, η οικογένεια Παρχαρίδη έζησε, υπηρέτησε και απόλαυσε την παράδοση.

Μέχρι το 1976 ο Χρήστος έπαιζε και τραγουδούσε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, τελείως ερασιτεχνικά, σε διάφορους τοπικούς συλλόγους, αλλά και σε άλλους που ήρθαν από τη μητέρα Ελλάδα. Πολλές φορές, μάλιστα, προσπάθησε με τη λύρα του και το τραγούδι του να καταπραΰνει τους έντονους πολιτικούς διαξιφισμούς πολλών Ελλήνων στη μακρινή ήπειρο. Το 1976, μαζί με άλλους, ίδρυσε την «Ποντιακή Εστία», στην οποία υπήρξε σύμβουλος και στην οποία έπαιξε και τραγούδησε για δύο χρόνια ανιδιοτελώς.

Το 1981 ίδρυσε τον σύλλογο «Ποντιακή Κοινότητα», έχοντας πάντα ως στόχο τη σύσφιξη των σχέσεων των Ελλήνων -και κυρίως των Ποντίων- της Αυστραλίας. Παραπονιόταν, όμως, καθώς έβλεπε πολλούς να θέλουν να αυτοπροβληθούν, προφασιζόμενοι υποκριτικά τη συνέχιση της παράδοσης.

Το 1992, με τη μεσολάβηση του ανιψιού του Αλέξη Παρχαρίδη, κάλεσε τους καλλιτέχνες Κώστα Σιαμίδη (λυράρη) και Γιάννη Κουρτίδη (τραγουδιστή) στην Αυστραλία, στα πλαίσια εκδήλωσης της «Ποντιακής Εστίας». Γνωρίστηκαν καλά και συζήτησαν για μελλοντική συνεργασία Χ. Παρχαρίδη - Κ. Σιαμίδη. Καρπός της συνεργασίας αυτής υπήρξε η συλλογή και εκτέλεση των τραγουδιών του CD «Αροθυμώ και καίουμαι».

Η ερμηνεία των τραγουδιών αυτών κατέδειξε τόσο το μεγάλο ταλέντο του καταξιωμένου λυράρη Κώστα Σιαμίδη όσο και την ερμηνευτική δεινότητα της φωνής του Χρήστου Παρχαρίδη, ο οποίος απέδωσε εκπληκτικά τα ποντιακά τραγούδια, με κύρια ευαισθησία στα παθιασμένα για τις πατρίδες, αλλά και στα ακριτικά. Έκτοτε συμμετείχε σε άλλες τέσσερις δισκογραφικές δουλειές πάντοτε με τη συνοδεία του γιου του Χαράλαμπου Παρχαρίδη στη λύρα (Ποίον έν’ η πατρίδα μ’ - 2000, Σην πλατείαν χορεύ’νε - 2003, Κωφά ας έσαν τ’ ωτία μ’ - 2005, Ψυχής κατάθεση | Τραπεζούντα παντέμορφον - 2016).

Πέρα, όμως, από τις σπάνιες φωνητικές του αρετές, ο Χρήστος Παρχαρίδης διέθετε και κάτι άλλο εξίσου αξιοθαύμαστο. Αντλώντας πάντα από την παράδοση, έγραφε στίχους στους οποίους απεικόνιζε ανάγλυφα τον Πόντο, την πληγωμένη ψυχή του πρόσφυγα, την εγκατάλειψη, τη γενναία ψυχή του Ακρίτα, αλλά και τον έρωτα και την πίκρα της ξενιτειάς.

Απεβίωσε στις 22 Δεκεμβρίου 2025 αφήνοντας πίσω του μια πλούσια παρακαταθήκη και συνεισφορά στον απόδημο ποντιακό ελληνισμό. Τον λαμπρό αυτόν καλλιτέχνη ακολούθησε κατά βήμα ο μικρότερος γιος του, ο Λάμπον, διαπρέποντας ως οργανοπαίκτης στη λύρα, το αγγείο και τη φλογέρα.

Πηγή: PontianLyrics