του Φάνη Μαλκίδη
Μέρος της ομιλίας του Φάνη Μαλκίδη στις εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν με τη συμμετοχή Ποντίων από όλον τον κόσμο στην πόλη Εσεντουκί (Σταυρούπολη - νότια Ρωσία)
Ο Ελευθέριος Παυλίδης στο μεγάλης σημασίας του βιβλίο για τον Ελληνισμό της Ρωσίας, τονίζει στην εισαγωγή του τα εξής: «…κανενός τμήματος του εν διασπορά Ελληνισμού η ιστορία δεν συνδέεται τόσον στενά με την καθόλου ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους, όσον στενά και αδιάσπαστα είναι συνδεδεμένην με αυτήν η ιστορία του Ελληνισμού της Ρωσίας. Και όχι μόνον με την αρχαίαν ημών ιστορίαν συνδέεται η ιστορία του Ελληνισμού της Ρωσίας, αλλά και με την ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος συνδέεται στενώτατα, και αυτή δε η ιδέα της συστηματικής οργανώσεως των ενεργειών δια την ανεξαρτησίαν του Έθνους, ύστερα από πολλών αιώνων δουλείαν, εγεννήθη και εξεκολάφθη εις τα σπλάχνα του Ελληνισμού της Ρωσίας».
H παρουσία των Ελλήνων στο Βόρειο Εύξεινο Πόντο στις ρωσικές ακτές ανάγεται στα μυθικά χρόνια και συνδέεται με τα ονόματα του Προμηθέα, του Φρίξου, του Ηρακλή, των Αργοναυτών και άλλων μυθικών ηρώων, γεγονός που αποδεικνύει ότι η περιοχή ήταν γνωστή στους ελληνικούς πληθυσμούς. Γύρω στην πρώτη χιλιετία τοποθετείται η πραγματοποίηση των πρώτων ταξιδιών, ενώ δύο αιώνες αργότερα, οι προσωρινοί αυτοί εμπορικοί σταθμοί άρχισαν να γίνονται μόνιμα κέντρα. Περισσότερες από 75 ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν σε όλο τον Εύξεινο Πόντο από τον 8ο ως τον 6ο π.X. αιώνα, και συμμετείχαν σε συνεργασία με τους γηγενείς λαούς, στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της ευρύτερης περιοχής.
Η ανάπτυξη και η εξέλιξη των ελληνικών πόλεων στη διάρκεια της Bυζαντινής αυτοκρατορίας και της μεταβυζαντινής εποχής ενώ ο εκχριστιανισμός των Pώσων βοήθησε την ιστορική πορεία του ελληνικού και ρωσικού λαού.
Πέρα από τις πρώτες εγκαταστάσεις των αρχαίων και βυζαντινών Ελλήνων στον βόρειο ανατολικό Εύξεινο Πόντο, ο Καύκασος, η Γεωργία, η Νότια και η μεσημβρινή Ρωσία αλλά και οι Παραδουνάβιες περιοχές, γίνανε σ' όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το καταφύγιο των Ελλήνων, οι οποίοι μάλιστα αναδείχθηκαν και σε σημαντικές ηγετικές προσωπικότητες.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και της Τραπεζούντας το 1461 ανοίγει το δρόμο της εξόδου προς την ελευθερία, για όλο τον υπόδουλο ελληνισμό και χιλιάδες κατέφυγαν στις περιοχές του Καυκάσου, του Aντικαυκάσου και όλης της Ρωσίας, για να γλιτώσουν από τους Οθωμανούς.
Oι Συνθήκες του Kιουτσούκ- Kαϊναρτζή (1774) και του Aϊναλή- Kαβάκ (1779) αποτελούν σταθμό στην ανάπτυξη των ελληνορωσικών σχέσεων, αφού οι Έλληνες εκμεταλλεύθηκαν τις δυνατότητες που τους έδωσαν οι συνθήκες, αφού η Ρωσία αναγνωριζόταν από τους Οθωμανούς ως προστάτιδα δύναμη των χριστιανών υπηκόων του.
Η ελληνική επανάσταση δημιουργεί συνθήκες για να αναπτυχθεί νέο κύμα μετανάστευσης από τον Πόντο στη Ρωσία, ενώ στη χώρα αναπτύσσεται ένα φιλελληνικό κίνημα για την Ελληνική Επανάσταση και τον Ελληνικό λαό γενικά. Oι ελληνικές κοινότητες που υπήρχαν σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Ρωσίας έγιναν πραγματικές εστίες προετοιμασίας του απελευθερωτικού αγώνα.
Αργότερα, ο Kριμαϊκός πόλεμος 1853-1856, η αποκάλυψη των Kρυπτοχριστιανών, η υποταγή και η μετακίνηση το 1864 των μουσουλμάνων από τον Καύκασο στον Πόντο επιδείνωσαν τη θέση των Ελλήνων με αποτέλεσμα οι κάτοικοι πολλών ελληνικών χωριών να πάρουν το δρόμο της σωτηρίας ξανά προς τη Ρωσία.
H μαζικότερη εγκατάσταση πληθυσμών από τον Πόντο στη Ρωσία έγινε αμέσως μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1876-1878 και υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 100.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τον Πόντο αυτήν την περίοδο. Η αναγκαστική έξοδος των Ελλήνων του Πόντου προς τη Ρωσία συνεχιζόταν ασταμάτητα, με το μεγαλύτερο κύμα φυγής να πραγματοποιείται στις αρχές του 1918 μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων. Υπολογίζεται ότι φύγανε περίπου 85.000 Έλληνες στις περιοχές της Γεωργίας και της Ρωσίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ελληνικών διπλωματικών αρχών και των ελληνικών κοινοτήτων της Ρωσίας (Πανελλήνιο Συμβούλιο των εν Ρωσία Ελλήνων) το 1918 ο ελληνικός πληθυσμός ξεπερνούσε τις 700.000.
Τα τελευταία χρόνια της περιόδου 1917-1937, όπου οι σοβιετικές αρχές ευνόησαν την ανάπτυξη της συνείδησης των Ελλήνων, εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια ενάντια στα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, καθώς η σταλινική πολιτική σ' αυτό το ζήτημα μεταβάλλεται. Την περίοδο 1937-1939 οι διώξεις κορυφώνονται και αποκτούν και εθνικό χαρακτήρα και η ελληνική γλώσσα ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας απαγορεύεται. Τα ελληνικά σχολεία κλείνουν και η διάσωση και της ελληνικής γλώσσας και ποντιακής διαλέκτου περιορίζεται στην οικογένεια. Η αλλαγή στη σοβιετική πολιτική δίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 τη δυνατότητα πολλοί Έλληνες να έλθουν στην Ελλάδα, μεταναστευτικό ρεύμα που εντάθηκε μετά το 1991. Σήμερα, μετά από μια μεγάλη παρουσία στο χώρο της Ρωσίας και της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., πολλοί Έλληνες ποντιακής καταγωγής σήμερα ζουν στην Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας μεγάλα προβλήματα ένταξης και άγνωστος αριθμός σε αμιγής ή σε μικτές οικογένειες, συνεχίζει τη διαβίωσή του εκεί, με αρκετά και μεγάλα προβλήματα αλλά και θέληση να παραμείνει.
Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης οι οποίοι κατόρθωσαν και διατήρησαν την ταυτότητά τους παρά τις δυσκολίες, με τέτοιες συναντήσεις, όπως αυτή που συγκέντρωσε χιλιάδες Έλληνες ποντιακής καταγωγής από όλη τη Ρωσία, αποδεικνύει ότι μπορεί να επιβιώσει. Όχι μόνο ως μέρος μίας ζωντανής πολιτισμικής κοινότητας, αλλά ως ολότητα ελληνικού λαού, ποντιακής καταγωγής, με παρουσία και δραστηριότητα για την ανάδειξη του Ποντιακού ζητήματος στη Ρωσία.