Κυριακή 11 Μαΐου 2008

«Γενοκτονία η εξολόθρευση των Αρμενίων»

Ο κοινωνιολόγος και ιστορικός Τανέρ Ακτσάμ μιλάει στην «Κ» για την ευθύνη της Τουρκίας.

«Μια επαίσχυντη πράξη»: Ετσι είχε χαρακτηρίσει την οργανωμένη εξολόθρευση των Αρμενίων ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ομως ο κοινωνιολόγος και ιστορικός Τανέρ Ακτσάμ είναι ο πρώτος Τούρκος που την αποκαλεί δημόσια με το όνομά της: Γενοκτονία. Και «δανείζεται» τη δήλωση του Κεμάλ για τον τίτλο του βιβλίου του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαζήση. Πηγαίνουμε να τον συναντήσουμε. Ο καιρός είναι μουντός, ανόρεχτος. Το ραντεβού για τη συνέντευξη είναι στις 4.30 και βιάζομαι. Ομως την τσάντα μου βαραίνουν 550 σελίδες μιας «Επαίσχυντης πράξης»: το βιβλίο του πανεπιστημιακού Τανέρ Ακτσάμ με υπότιτλο Η Γενοκτονία Των Αρμενίων Και το Ζήτημα Της Τουρκικής Ευθύνης. Του ανθρώπου που στις αρχές του ’70 καταδικάστηκε από τουρκικό δικαστήριο σε φυλάκιση εννέα ετών, γιατί εμπλεκόταν σε έκδοση φοιτητικής εφημερίδας που απαιτούσε εκδημοκρατισμό των Πανεπιστημίων. Που υιοθετήθηκε το 1976 από την Διεθνή Αμνηστία ως κρατούμενος συνείδησης και που κατάφερε να διαφύγει στη Γερμανία, όπου του δόθηκε πολιτικό άσυλο. Με τη σφραγίδα της persona non grata στη χώρα του -αφού τόλμησε να υπερβεί το θέμα ταμπού με τον «κωδικό» Αρμένικο ζήτημα - σήμερα ο φυσικός του χώρος είναι εκεί όπου διδάσκει. Το Κέντρο Μελετών του Ολοκαυτώματος και της Γενοκτονίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν των ΗΠΑ.

Συναντηθήκαμε στο λόμπι του ξενοδοχείου που διέμενε, στο κέντρο της Αθήνας. Ομολογώ πως τα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα. Προφανώς γι’ αυτό ευθύνεται η καταγωγή μου. Και αν παρακάμψω το κατά το ήμισυ Μικρασιατικό αίμα μου το άλλο μισό που είναι Αρμένικο, έμοιαζε περίπου παγωμένο μπροστά σε μια παραδοχή που σπάνια διατυπώνεται από τουρκικά χείλη.

Βγάζω το βιβλίο και το αφήνω μπροστά του, κάτι σαν υπενθύμιση. Σαν να μην εμπιστεύομαι ότι θα μου επαναλάβει τα όσα γράφει. Το ότι δηλαδή οι προσχεδιασμένες εκκαθαρίσεις των Αρμενίων δεν ήταν παράπλευρες απώλειες ή αναπόφευκτες φρικαλεότητες πολέμου, αλλά soykirim, που στα τουρκικά σημαίνει γενοκτονία. Αλλωστε για την επίσημη γραμμή του τουρκικού κράτους μια τέτοια τοποθέτηση θεωρείται προδοσία. Αυτός είναι και ο λόγος που στη μαύρη λίστα των ομοεθνών τού Ακτσάμ φιγουράρουν καθηγητές και συγγραφείς όπως οι Ελίφ Σαφάκ, Φετχιέ Τσετίν, Χαλίλ Μπερκτάι, Ρατζίπ Ζαράκολου και ο νομπελίστας Ορχάν Παμούκ.

Ο Παμούκ, σχολιάζοντας το «Μια Επαίσχυντη Πράξη», γράφει: «Είναι η οριστική αφήγηση της οργανωμένης καταστροφής των Οθωμανών Αρμενίων, γραμμένη από έναν θαρραλέο Τούρκο ακαδημαϊκό, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην καταγραφή των γεγονότων. Καμιά μελλοντική συζήτηση για την Ιστορία δεν θα μπορέσει να αγνοήσει αυτό το έργο».

Απαραίτητες αλλαγές

Ενα μισοφέγγαρο χαμόγελο συνοδεύει το ήρεμο βλέμμα του: «Εχετε ανατολίτικα μάτια», μου λέει. «Θυμό και πίκρα έχω», του απαντάω. Αντιλαμβάνεται αμέσως το νόημα: «Ξέρετε υπάρχει μια άλλη Τουρκία από αυτή που ακούμε ή βλέπουμε. Και αντιπροσωπεύει το 60% μιας κοινωνίας που επιθυμεί να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης με ό,τι αναγκαίες -και κατά τη γνώμη μου απαραίτητες αλλαγές- αυτό συνεπάγεται. Η αντιμετώπιση της ιστορικής πραγματικότητας της Γενοκτονίας του 1915 δεν είναι μόνο ηθικό μας χρέος προς τα θύματα και τις οικογένειές τους. Είναι το μέλλον της Τουρκίας που εάν θέλει να κερδίσει το στοίχημα της Ευρωπαϊκής πορείας, θα πρέπει να κάνει τα μαθήματά της για να περάσει τις εξετάσεις. Δηλαδή να αλλάξει νοοτροπία και να κοιτάξει με ειλικρίνεια, κατάματα το ιστορικό παρελθόν της. Αυτή είναι και η προσδοκία μου για τη χώρα μου. Για αυτό γράφτηκε αυτό το βιβλίο».

Ομως πόσο εύκολο είναι για έναν Τούρκο να παραδεχτεί ότι οι πρόγονοί του δολοφόνησαν εν ψυχρώ 1,5 εκατομμύριο ψυχές, τη στιγμή που το επίσημο κράτος το αρνείται σθεναρά για 93 ολόκληρα χρόνια;

Η καταγωγή

«Θα σας διηγηθώ μια ιστορία. Τον Οκτώβριο του 1980 με έδιωξαν με τις κλοτσιές από γερμανικό ρεστοράν στο Αμβούργο, γιατί όπως μου φώναξαν ήμουν ένας βρωμό-Τούρκος. Μαζί ήταν και ο πατέρας μου που είχε μόλις διαφύγει από το καθεστώς στην Τουρκία. Τον είχα πάει εκεί για να του δείξω το πόσο ανεκτική είναι η γερμανική κουλτούρα. Υπήρξε φοβερό σοκ για εμένα.

»Μέχρι τότε η καταγωγή μου δεν με είχε απασχολήσει. Ομως η οργή και ο θυμός που ένιωσα από το γεγονός ότι κάποιος άλλος θεωρούσε ότι συνιστά πρόβλημα το να είμαι Τούρκος, με πείσμωσε. Με μια τέτοια εμπειρία αντιλαμβάνεσαι γιατί π.χ. οι Αρμένιοι εξοντώθηκαν. Οτι ο μόνος λόγος ήταν ότι ήταν Αρμένιοι. Τότε αναδύεται από μέσα σου ένα βαθύ αίσθημα για δικαιοσύνη».

Από τον τόνο της φωνής του και την οργισμένη του έκφραση, ακόμα και αν έχουν περάσει χρόνια από τότε, ο Τανέρ Ακτσάμ είναι σαν να το ξαναζεί.

«Οχι δεν είναι εύκολο να ασχολείσαι με αυτό το ζήτημα. Είχα μια συνάδελφο και φίλη στη Γερμανία, η οποία με πολύ αφέλεια ξεκίνησε να ασχολείται με την Γενοκτονία των Αρμενίων από Ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Στις αρχές του ’90 δέχτηκε απειλές και επιθέσεις με αποτέλεσμα όχι μόνο να εγκαταλείψει την έρευνά της αλλά και την πανεπιστημιακή της καριέρα. Επέστρεψε στην Τουρκία και πλέον ζει στο χωριό της. Σε εμένα όμως δύο παράγοντες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο προκειμένου να συνεχίσω. Ο ένας είναι η αδιαπραγμάτευτη αντίληψη της οικογένειάς μου για την ελευθερία του λόγου. Και ο δεύτερος το πολιτικό μου παρελθόν. Στις αρχές του ’70 ως φοιτητής ήθελα –όπως και πάρα πολλοί άλλοι- ένα δημοκρατικό Πανεπιστήμιο. Το τότε εθνικιστικό κυβερνητικό κόμμα στηριζόταν από τους φασίστες και πυροβολούσαν κάθε μέρα όσους μετείχαν σε κινητοποιήσεις εκδημοκρατισμού. Για έναν φοιτητή υπήρχε μια και μόνη ερώτηση: Είσαι έτοιμος να πεθάνεις; Αν απαντούσες ναι -όπως εγώ- τότε μόνο μπορούσες να μετέχεις ενεργά σε αυτή τη διαδικασία. Δεν είχαμε άλλη εναλλακτική αν θέλαμε να έχουμε ένα καλύτερο αύριο».

Από την πλευρά των θυτών

Τι ήταν όμως εκείνο που τον ώθησε ώστε να ασχοληθεί ειδικά με την γενοκτονία των Αρμενίων και όχι με των άλλων χριστιανικών πληθυσμών της εποχής όπως για παράδειγμα των Ποντίων ή των Ασσύριων;

«...Ή των Ελλήνων της Ιωνίας;» συμπληρώνει. «Ηταν θέμα σύμπτωσης. Σκόπευα να κάνω το διδακτορικό μου όταν το Πανεπιστήμιο στη Γερμανία ξεκίνησε ένα ερευνητικό πρόγραμμα για τη δίκη της Νυρεμβέργης. Το ερώτημα ήταν αν επρόκειτο για μια διαφωνία πάνω στην ανθρώπινη ιστορία ή θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα διεθνές δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό συνειρμικά με οδήγησε σε σχετικό ερώτημα για τις δίκες που γίνονταν στην Κωνσταντινούπολη όσον αφορά τις σφαγές των Αρμενίων. Τότε συνειδητοποίησα ότι οι συγκεκριμένες δίκες διαμόρφωσαν τη βάση για δίκες όπως της Νυρεμβέργης. Και έτσι επέλεξα το Αρμένικο ζήτημα ως αντικείμενο ιστορικής μελέτης όχι από την πλευρά των θυμάτων αλλά των θυτών».

«Να παραδεχτούμε το λάθος μας»

— Ομως ποιο είναι το ενδιαφέρον του βιβλίου για τον Ελληνα αναγνώστη;

— Λαοί με κοινή μοίρα όπως οι Ελληνες με τους Αρμένιους θα μπορούν να κατανοήσουν ευκολότερα ιστορικές αλήθειες μέσα από στοιχεία και ντοκουμέντα της Οθωμανικής περιόδου. Και εγώ θα έχω συμβάλλει ώστε η χώρα μου να πάψει να κρύβει σκελετούς στην ντουλάπα που υποσκάπτουν το παρόν και το μέλλον της.

— Ετσι όμως εκθέτετε την Τουρκία στη διεθνή κοινή γνώμη...

— Μα αυτός είναι και ο λόγος που κάποιοι κύκλοι από την Τουρκία επιτίθενται σε εμένα, στον Παμούκ και σε άλλους, που δολοφόνησαν τον Χραντ Ντικ. Γιατί πράγματι φέρνουμε τη χώρα σε δύσκολη θέση. Ομως τι είναι το καλύτερο για την Τουρκία; Το να συνεχίσει να αρνείται ιστορικές αδικίες και αλήθειες ή να παραδεχτεί το λάθος της. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να μου δείξει μια χώρα στον κόσμο, που να υπέστη βλάβη επειδή αναγνώρισε τα σφάλματά της. Ομως εγώ μπορώ να σας δείξω πολλές που μπήκαν σε περιπέτειες αρνούμενες τις ιστορικές τους αλήθειες επειδή σχετίζονταν με βαρβαρότητες. Η Γερμανία ζήτησε συγγνώμη για το ολοκαύτωμα και δεν ταπεινώθηκε. Ποιος την κατηγορεί πλέον για όσα έπραξε; Τώρα πια κανείς.

Η κουβέντα μας έχει φτάσει στο τέλος της και πριν μου υπογράψει το βιβλίο του, έχω μια τελευταία ερώτηση. Κάνοντας έναν απολογισμό της ζωής του, τι νιώθει;

«Τρομάζω. Λέω εγώ είμαι αυτός, ο Τανέρ; Απορώ πώς μπόρεσα να μπω σε τέτοιο κίνδυνο, να σηκώσω το ανάστημά μου και να αντιδράσω. Ομως ο φόβος υποχωρεί όταν αισθάνεσαι την αδικία. Ακόμα κι αν ήταν να ξαναζήσω τα όσα πέρασα -που ούτε θέλω να τα θυμάμαι- και πάλι τα ίδια θα έκανα».

Το βιβλίο: «Μια Επαίσχυντη Πράξη»

Ο νομπελίστας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ, σχολιάζοντας το «Μια Επαίσχυντη Πράξη», γράφει: «Είναι η οριστική αφήγηση της οργανωμένης καταστροφής των Οθωμανών Αρμενίων, γραμμένη από έναν θαρραλέο Τούρκο ακαδημαϊκό, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην καταγραφή των γεγονότων. Καμιά μελλοντική συζήτηση για την Ιστορία δεν θα μπορέσει να αγνοήσει αυτό το έργο».

Πώς υποδέχεται ο κόσμος τα βιβλία σας στην Τουρκία; ρωτάμε τον Ακτσάμ.

«Το τελευταίο που κυκλοφόρησε φέτος επανεκδόθηκε τρεις φορές σε διάστημα δυο μηνών. Είναι ένα υπέροχο σημάδι. Επιπλέον πήρα πολύ καλές κριτικές από τις ημερήσιες εφημερίδες της Τουρκίας. Φυσικά δέχτηκα και επιθέσεις από παράγοντες, έντυπα και πανεπιστημιακούς που υποστηρίζονται από το βαθύ στρατιωτικό κράτος. Ομως ο κόσμος εκεί λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα όσα λέω ή γράφω είτε συμφωνεί είτε όχι».


Εφημερίδα "Καθημερινή"
11-05-2008