Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της

Εκδήλωση με θέμα «Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοι της» διοργάνωσε το Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, στον Πύργο της Παιδαγωγικής Σχολής. Τα αποτελέσματα έρευνας του με θέμα «Η ποντιακή διάλεκτος στον ελλαδικό χώρο σήμερα», παρουσίασε ο κοσμήτορας της Παιδαγωγικής Σχολής του ΑΠΘ, Σωφρόνης Χατζησαββίδης. Όπως είπε, η ποντιακή διάλεκτος συρρικνώνεται και περιορίζεται δομικά και λειτουργικά. Η παραγωγή λόγου στην ποντιακή υστερεί ποσοτικά και ποιοτικά στις μικρότερες ηλικίες σε σύγκριση με τις μεγα­λύτερες, ενώ το επίπεδο ύφους, στο οποίο χρησιμοποιείται η ποντιακή διάλεκτος, είναι αποκλειστικά σχεδόν ο προφορικός καθημερινός λόγος και μάλιστα μεταξύ προσώπων οικείων. Ο κατ' εξοχήν τομέας της δια­λέκτου, όπου διαπιστώνεται εμφανέστατα η συρρικνωτική της πορεία εί­ναι ο τομέας του λεξιλογίου.

Ωστόσο, πιθανόν η συρρίκνωση να συντελείται με πιο αργούς ρυθμούς απ’ ότι σε άλλες νεοελληνικές διαλέκτους, λόγω της αντίστασης που προβάλλουν οι ομιλητές της. Μολονότι αναγνωρίζουν τη νεοελληνική ως το κυρίαρχο γλωσσικό όργανο, αποδίδουν στην ποντιακή διάλεκτο χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα, που κατά την γνώμη τους δεν υπάρχουν στη νεοελληνική. Αυτές οι πεποιθήσεις τους κάνουν να είναι πρόθυμοι να συμβάλουν στη διατήρηση της διαλέκτου τους και να τη χρησιμοποιούν κάθε φορά που τους το επιτρέπουν οι συνθήκες. Παράταση ζωής στην ποντιακή διάλεκτο δίνουν και οι παλιννοστούντες από την πρώην Σοβιετική Ένωση.

Παράλληλα, ο κ. Χατζησαββίδης εκτίμησε ότι οι κατά τόπους διαφορές της ποντιακής διαλέκτου έχουν αμβλυνθεί και διαφαίνεται η διαμόρφωση μιας «κοινής νεοποντιακής» διαλέκτου, που περιέχει αρκετά στοιχεία της νεοελ­ληνικής και χρησιμοποιείται κυρίως στα αστικά κέντρα.

Από την πλευρά της, η διδάσκουσα στο τμήμα Επιστημών της Αγωγής του πανεπιστημίου Κύπρου, Σταυρούλα Τσιπλάκου υπογράμμισε ότι στην κυπριακή κοινή γλώσσα εμφανίζεται γλωσσική εναλλαγή με τη νέα ελληνική, που παίρνει την μορφή της εναλλαγής και της μείξης κωδίκων.

Επισήμανε ότι λόγω και της μετακίνησης πληθυσμών το 1974 τα τοπικά ιδιώματα έχουν ισοπεδωθεί και όσοι έχουν γεννηθεί μετά την εισβολή δεν τα αναγνωρίζουν. Στη θέση τους αναδύθηκε η αστική κοινή κυπριακή γλώσσα που, σύμφωνα με την κ. Τσιπλάκου, λειτουργεί ως μηχανισμός αντίστασης στον πλήρη αποδιαλεκτισμό.

Το θέμα της εκπαίδευσης των δίγλωσσων παιδιών ανέλυσε η επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, Ρούλα Τσοκαλίδου.

Όπως επισήμανε, μέσα από την εκπαίδευση μπορεί να επιτευχθεί η ενίσχυση της γλώσσας ή των γλωσσών του παιδιού μαζί με την παράλληλη διδασκαλία της κοινής, κυρίαρχης γλώσσας. Πρόσθεσε, δε, ότι η χρήση λέξεων και εκφράσεων στις άλλες γλώσσες ή ποικιλίες συμβάλλει στην τόνωση της αυτοεκτίμησης του παιδιού.

Η κ. Τσοκαλίδου πρότεινε στόχος της εκπαίδευσης να είναι η ισορροπία ανάμεσα στην ενότητα και την ετερότητα, ώστε να καλλιεργήσουμε πολιτισμικά εγγράμματους πολίτες που σέβονται και εκτιμούν τον γλωσσικό και πολιτισμικό πλουραλισμό, προωθώντας την αρμονική και δημοκρατική συμβίωση σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία.