Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

Με τον «Πόντο» στο Φεστιβάλ των Καννών!

Έγινε σκηνοθέτης για να γυρίσει μια ταινία για τον Πόντο και την Ποντιακή Γενοκτονία. Τώρα ο δημιουργός της, ο Ελληνοαυστραλός Πήτερ Στεφανίδης, βρίσκεται στις Κάννες όπου η ταινία του «Πόντος» θα προβληθεί στο πλαίσιο του Short Film Corner.

Η χρηματοδότηση και η παραγωγή μιας ταινίας με θέμα την Ποντιακή Γενοκτονία είχε συζητηθεί και εξαγγελθεί τόσες πολλές φορές στο παρελθόν -και από τόσους διαφορετικούς φορείς και οργανισμούς-, σε σημείο που να μην προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως ουδέποτε το μεγαλόπνοο σχέδιο προχώρησε. Και ξαφνικά έγινε η έκπληξη: πριν από λίγες ημέρες πληροφορηθήκαμε πως η ταινία μικρού μήκους «Πόντος» επιλέχθηκε να συμμετάσχει στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και συγκεκριμένα στην ενότητα Short Film Corner. Η μεγάλη αυτή επιτυχία οφείλεται στον παραγωγό και σκηνοθέτη του φιλμ Πήτερ ή Παναγιώτη Στεφανίδη, που ζει και εργάζεται στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.

Η προβολή της ταινίας σας στις Κάννες ενδέχεται να προκαλέσει μεγαλύτερη συζήτηση για την αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας από όσες ενέργειες έχουν γίνει μέχρι τώρα. Πώς σας φαίνεται;

Είναι πρόωρο να λέμε κάτι τέτοιο. Ας περιμένουμε να προβληθεί η ταινία, ας δούμε τον αντίκτυπό της και μετά θα βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Το θέμα της Ποντιακής Γενοκτονίας το έχουν κυνηγήσει ακαδημαϊκοί, επιστήμονες και πολιτικοί. Έχουν κυκλοφορήσει επίσης αρκετά βιβλία. Όμως ο κόσμος, και ειδικά ο απλός άνθρωπος, δεν έχει σχέση με όλα αυτά και συχνά δεν τα καταλαβαίνει. Δεν τον αγγίζει εύκολα μια αόριστη αναφορά σε μια γενοκτονία. Γιατί να με ενδιαφέρει, αναρωτιέται. Αν του δείξεις όμως ένα έργο και δει την εικόνα, αν ακούσει τη μουσική, τότε νιώθει την καρδιά του να χτυπάει και να συγκινείται. Τότε λέει «να κάνουμε κάτι». Ένα παιδί, μόλις 18 ετών, όταν είδε το φιλμ ήρθε σε μένα και με δάκρυα στα μάτια μού έλεγε: «Δεν ήξερα, Παναγιώτη, δεν ήξερα την ιστορία». Αλλά κάποιος ξέρει τώρα... Αν καταφέρουμε να κάνουμε ακόμη και ένα άτομο να μάθει για τη Γενοκτονία και να κατανοήσει την έκταση και τη σημασία αυτής της συμφοράς, τότε το έργο έχει καταφέρει κάτι.

Στο έργο σας ένας Πόντιος θέλει και έχει την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση για τους δικούς του σκοτώνοντας τους Τούρκους στρατιώτες που σκότωσαν τους συγγενείς του. Το κέντρο βάρους της ιστορίας σας δεν είναι τα μεγάλα γεγονότα εκείνης της περιόδου, αλλά μια ιστορία πιο προσωπική.

Είναι μία από τις πολλές ιστορίες εκείνης της περιόδου. Τέτοια γεγονότα έχουν συμβεί και πιστοποιούν την αλήθεια του μεγάλου και συγκλονιστικού γεγονότος της Γενοκτονίας. Το έργο πάντως δεν προωθεί την ιδέα πως ο Τούρκος είναι μια δολοφονική μηχανή. Εμείς ως Έλληνες μπορεί να είμαστε πολύ θυμωμένοι, αλλά το έργο έχει να κάνει με τη συμφιλίωσή μας με το παρελθόν, ώστε να πορευτούμε στο μέλλον ως φίλοι. Πρέπει όμως να αναγνωρίσεις το παρελθόν, αλλιώς δεν μπορεί να γίνει το επόμενο βήμα. Και αν δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε τη φιλία, τουλάχιστον να έχουμε έναν σεβασμό μεταξύ μας. Η τουρκική κυβέρνηση δεν το παραδέχεται και ούτε καν θέλει να το συζητήσει. Μπορεί να το αρνείται όσο θέλει, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος το έχει αναγνωρίσει. Το πρώτο βήμα λοιπόν είναι η αναγνώριση, το δεύτερο θα ήταν μια απλή συγγνώμη. Μακάρι το έργο να συμβάλει έστω και λίγο προς αυτή την κατεύθυνση.

Ποια ήταν η αντίδραση των μεγαλύτερων σε ηλικία θεατών του φιλμ; Μπορούν να αποδεχθούν την ιδέα της συμφιλίωσης με τους Τούρκους;

Είναι πολύ σπάνιο να βρεις κάποιον που έχει ζήσει τη γενοκτονία. Οι περισσότεροι έχουν αποβιώσει. Για εμάς, που ο πόλεμος είναι κάτι άγνωστο, είναι πολύ εύκολο να λέμε «κυρίες και κύριοι, ας γίνουμε φίλοι με τους Τούρκους». Είναι μια ιδέα πολύ ξένη σε έναν ηλικιωμένο που έχει ζήσει με την πεποίθηση πως ο Τούρκος είναι ένας κακός άνθρωπος. Για τους νεότερους υπάρχουν δύο επιλογές: ή να κρατήσουμε την άποψη των παλαιοτέρων ότι είμαστε εχθροί είτε να βοηθήσουμε τους Τούρκους να κάνουν αυτό το βήμα. Δυστυχώς η τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει να ψεύδεται, να κρατά στο ψέμα έναν ολόκληρο λαό και να του λέει πως η γενοκτονία ουδέποτε συνέβη. Είναι πράγματι θλιβερό να ρωτάς έναν νέο Τούρκο για τη γενοκτονία και να σου λέει: «Όχι, βέβαια. Ποτέ μου δεν άκουσα κάτι τέτοιο. Αποκλείεται να συνέβη κάτι τέτοιο, αποκλείεται να το κάναμε αυτό». Η δουλειά μας είναι να πληροφορήσουμε όλον τον κόσμο για αυτό το ζήτημα. Να το διαβάσουν, να το κατανοήσουν και -αν όχι αυτή η γενιά- πιστεύω πως η επόμενη θα το εμπεδώσει.

Την ταινία την έχουν δει Τούρκοι;

Μέχρι να ανακοινωθεί πως το φιλμ θα συμμετάσχει στις Κάννες, ούτε η ελληνική κοινότητα το είχε δει. Πολλοί νόμιζαν πως ο Πήτερ Στεφανίδης είναι ένα μικρό παιδί που έχει κάνει ένα ταινιάκι για τη Γενοκτονία. Όταν άκουσαν πως θα πάει στις Κάννες, όλοι έσπευσαν να με συγχαρούν. Από τη στιγμή λοιπόν που δεν έλαβε μεγάλη δημοσιότητα στα ελληνικά μέσα της Αυστραλίας, πώς θα μπορούσαν να το έχουν δει οι Τούρκοι;

Φοβάστε πως θα προκαλέσει αντιδράσεις;

Ναι. Συνήθως η πρώτη αντίδραση των ανθρώπων είναι να αγνοούν αυτό που τους ενοχλεί πιστεύοντας πως στην πορεία θα εξαφανιστεί. Μόλις όμως αποκτήσει αναγνώριση, η αμέσως επόμενη αντίδραση είναι η επίθεση.

Είστε έτοιμος για αυτό;


Δεν ξέρω πόσο έτοιμος μπορεί να είναι κανείς για κάτι τέτοιο... Το περιμένω.

Ετοιμάζετε, πάντως, νέες ταινίες για τον Πόντο.

Ναι. Η πρώτη είναι ένα ντοκιμαντέρ - ξεκινάει από τον αρχαίο Πόντο και φτάνει μέχρι σήμερα. Παράλληλα, μια μεγάλη αμερικάνικη εταιρεία μου ζήτησε να ετοιμάσω ένα σενάριο για μια ταινία μεγάλου μήκους για τον Πόντο. Τώρα ασχολούμαι μ’ αυτό.

Τι περιμένετε από τη συμμετοχή σας στις Κάννες;

Αυτό που θέλουμε είναι να δείξουμε σε άλλους παραγωγούς και διανομείς τι σημαίνει ο Πόντος, και να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ταινία μεγάλου μήκους. Αυτό όμως που θέλω περισσότερο από όλα είναι να ανοίξω τον δρόμο ώστε και άλλοι νέοι να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο και μ’ αυτό το θέμα - αρκεί να έχουν αγάπη και πάθος. Εγώ δεν είμαι επαγγελματίας του σινεμά. Αυτό όμως που κατάλαβα είναι πως μπορείς να τα καταφέρεις αρκεί να το θέλεις. Μακάρι να δω άλλα 100 έργα στις Κάννες και ας μην είναι για τη γενοκτονία. Ας είναι για τον Πόντο ή για την Ελλάδα. Να κερδίσουν, όμως, οι νέοι τα όνειρά τους. Μακάρι η νεολαία να καταφέρει κάτι που κι εγώ στην αρχή θεωρούσα ακατόρθωτο.

Γιατί πιστεύετε πως η ποντιακή ταυτότητα είναι τόσο ισχυρή;

Τι να σας πω; Στις δύσκολες στιγμές στη ζωή μου κατέφευγα στην ποντιακή μουσική. Όταν άκουγα τη λύρα, νόμιζα ότι έκλαιγε μαζί μου. Ήταν σαν να με καταλαβαίνει. Εγώ ήμουν τυχερός γιατί βρήκα την ομορφιά της ποντιακής κουλτούρας, κι αυτό με βοήθησε και στην πρακτική πλευρά της ζωής. Η κουλτούρα, η μουσική και ο χορός έχουν ρίζες στην αρχαία Ελλάδα. Καθετί έχει μια βαθύτερη ερμηνεία, κι αυτή η ερμηνεία δίνει πλούτο στη ζωή. Είναι κρίμα λοιπόν αν δεν κάνουμε κάτι για να κρατήσουμε ζωντανή αυτή την κουλτούρα. Θα είναι μια δεύτερη γενοκτονία. Αν είχα παιδιά, το χειρότερο που θα μπορούσα να κάνω είναι να μη τους δώσω την ευκαιρία να γνωρίσουν και να αγαπήσουν τον Πόντο, την ιστορία και τον πολιτισμό του.

ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΜΕ ΑΙΤΙΑ


Ο Πήτερ Στεφανίδης, που στο παρελθόν είχε διατελέσει γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων της Αυστραλίας, είχε κληθεί το 2004 να μιλήσει για την ποντιακή γενοκτονία σε Έλληνες δεύτερης και τρίτης γενεάς. Αντί να κάνει μια συνηθισμένη διδακτική -και ανιαρή για τους περισσότερους νέους- ομιλία για την ανάγκη της διατήρησης της ιστορικής μνήμης και των ποντιακών παραδόσεων, αποφάσισε να μιλήσει με τη γλώσσα του 21ου αιώνα: την εικόνα. Μέσα σε 36 ώρες δημιούργησε μια 4λεπτη ταινία με θέμα την Ποντιακή Γενοκτονία θέλοντας να σοκάρει το ακροατήριο. Και το κατάφερε. Οι νέοι ομογενείς έμειναν έκπληκτοι από τη δύναμη των εικόνων και της ιστορίας, ενώ ο Τζορτζ Ντονικιάν, ένας γνωστός παρουσιαστής ειδήσεων της αυστραλιανής τηλεόρασης, είπε πως το φιλμ ήταν από τα πιο συγκλονιστικά που είχε δει ποτέ.

Ενθαρρυμένος από τα σχόλια ο Πήτερ Στεφανίδης, επαγγελματίας στον τομέα της πληροφορικής, άρχισε να σχεδιάζει το επόμενο φιλμ αλλά και την επιμόρφωσή του. Ο επόμενος χρόνος τον βρήκε να σπουδάζει κινηματογράφο -σενάριο, παραγωγή, σκηνοθεσία, διεύθυνση φωτογραφίας και μοντάζ- στο περίφημο Victorian College of Arts. Αποφάσισε να γυρίσει το δεκάλεπτο φιλμ που ονειρευόταν τα τελευταία δύο χρόνια με θέμα την Ποντιακή Γενοκτονία. Έχτισε μια σφιχτή και παθιασμένη ομάδα συνεργατών. Η σύζυγός του Νεκταρία ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση. Ο Πήτερ Στεφανίδης ήταν αποφασισμένος να αποδώσει την τιμή που άρμοζε στους προγόνους τους. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το 2005, έγιναν στη Μελβούρνη σε ένα πάρκο που στον σκηνοθέτη θύμιζε πολύ τον Πόντο και διήρκεσαν τρεις ημέρες. Το μοντάζ κράτησε ένα χρόνο. Τον Ιούνιο του 2007 έγινε η πρώτη δημόσια προβολή του φιλμ «Πόντος». Η ανταπόκριση των θεατών ήταν συνταρακτική. «Ο ‘Πόντος’», έγραψε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Dean Kalimniou στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος», «καταφέρει μέσα σε λίγα λεπτά ό,τι δεν μπορεί να κάνει μέσα σε ώρες ένα blockbuster του Χόλιγουντ: να ρίξει μια διεισδυτική ματιά στο μίσος που τυφλώνει, στη λύτρωση αλλά και στο κουράγιο».

«Οι Πόντιοι δεν έχουν ξεχάσει»
Την ημέρα της πρεμιέρας ο σκηνοθέτης δεν χαρίστηκε σε κανέναν: «Όταν γύριζα την ταινία ήθελα να ουρλιάξω» είπε στο κοινό. «Ήθελα να ουρλιάξω στην απαθή νεολαία μας, στους άβουλους ηγέτες της κοινότητάς μας αλλά και σε εκείνους που πήραν τη γη μας και απαιτούν να τους ευχαριστήσουμε όταν μας επιτρέπουν να την επισκεφτούμε. Τώρα αισθάνομαι πως μπορώ να αναπνεύσω ξανά. Για μένα η ταινία ήταν σαν θεραπεία. Ελπίζω να ανακουφίσει και άλλους. Και θέλω να πω στους Πόντιους της πρώτης γενεάς πως εμείς δεν έχουμε ξεχάσει. Το να είσαι Έλληνας και Πόντιος είναι προνόμιο. Αλλά αυτό δεν αρχίζει με ένα κότσαρι και δεν τελειώνει με μια σέρρα».


Η υπόθεση της ταινίας
Ο «Πόντος» είναι η ιστορία δύο ανδρών στον Πόντο την περίοδο της Γενοκτονίας (1919). Ο Πάντσο, ένας Έλληνας αγρότης, δέχεται την επίθεση του Τούρκου στρατιώτη Κεμάλ και των πρωτοπαλίκαρών του: Μουσταφά, Τοπάλ, Οσμάν (σ.σ. η επιλογή των ονομάτων δεν είναι τυχαία. Ο Τοπάλ Οσμάν ήταν ένας από τους επικεφαλής της εκκαθάρισης την οποία διέταξε ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ). Μπροστά στα μάτια του Πάντσο οι Τούρκοι σκοτώνουν τη γυναίκα και την κόρη του. Ο Πάντσο ζητά εκδίκηση και θα έχει την ευκαιρία να το κάνει, αφού στο τέλος της ταινίας έχει πιάσει τον Κεμάλ. Το ερώτημα που τον βασανίζει είναι αν θα επιλέξει να ξεπληρώσει με αίμα το αίμα των δικών του. Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο Lee Mason (Κεμάλ) και ο Ross Black (Πάντσο), οι οποίοι πλαισιώνονται από Έλληνες ομογενείς και Αυστραλούς ηθοποιούς. Όπως λέει ο σκηνοθέτης, όλοι οι ηθοποιοί εργάστηκαν αφιλοκερδώς αλλά με μεγάλο ζήλο αντιλαμβανόμενοι τη σημασία και τη σημειολογία της ταινίας. «Ό,τι θα δείτε στην οθόνη είναι το 100% των δυνάμεών τους» είπε ο Πήτερ Στεφανίδης. «Πήραν πολύ ζεστά τη συμμετοχή τους στην ταινία και ήθελαν να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό».