Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008

Έν πολύχορδον όργανον εκ Πόντου: Κεμανές






















του Σάββα Μαυρίδη

Η τρίτη μουσική δουλειά του Γιώργου Πουλαντζακλή που φέρει τον τίτλο "Έν πολύχορδον όργανον εκ Πόντου: Κεμανές" έρχεται να καλύψει δύο κενά από τα πολλά που υπάρχουν στην παράδοσή μας η οποία παρουσιάστηκε και παρουσιάζεται αρκετά μονόπλευρα εν μέρει για λόγους τυχαίους, αλλά και μοιραίους. Αναδεικνύει για ακόμη μία φορά το όργανο κεμανή ή κεμανέ και από την άλλη τα μουσικά είδη που λέγονται αμανές και καρσιλαμάς. Τα δύο αυτά είδη της μουσικής αποτελούν τα γεφύρια τα οποία συνδέουν τους Πόντιους της περιοχής με τον υπόλοιπο κορμό του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και ειδικά αυτού της Καππαδοκίας. Καλύπτει λοιπόν ένα πολιτιστικό κενό αυτή ηχογράφηση. Προσφέρει κάτι το ιδιαίτερο και προσθέτει ένα ακόμη πετράδι στην μουσική τέχνη των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής και την κάνει πλουσιότερη. Το πάντρεμα αυτό θα ονόμαζα ποντιομικρασιάτικο. Κοινή η μουσική, εν μέρει και χοροί, η ιωνική διάλεκτος, τα ήθη και έθιμα όπως και η μοίρα των Ποντίων και των Ελλήνων της Καππαδοκίας. Θεωρώντας τον εαυτό μου μόνο έναν ερασιτέχνη ερευνητή της ελληνοποντιακής μουσικής, αναρωτιέμαι που βρίσκει αυτό το άγνωστο μέχρι σήμερα υλικό ο Γιώργος Πουλαντζακλής.

Στη δεύτερη γενιά των Εκδοτών Αδελφών Κυριακίδη εύχομαι να εξακολουθήσει να δημιουργεί προς όφελος του πολιτισμού και του ελληνισμού όπως έπραξε και η πρώτη, τόσο στον τομέα του βιβλίου όσο και της μουσικής.

Είναι μία συλλεκτική δουλειά που δεν μπορεί να λείπει από τους συλλέκτες της ποντιακής και γενικότερα της δημοτικής μας μουσικής.

Οι ρυθμοί της ηχογράφησης είναι ο αμανές και ο Καρσιλαμάς.

Ο Αμανές είναι είδος τραγουδιού ανατολικής προέλευσης. Η λέξη προέρχεται σύμφωνα με τον εγκυρότερο Έλληνα μουσικολόγο Σίμωνα Καρά, από την κατάληξη της εκκλησιαστική μας μουσικής αμήν. Η λέξη αμάν όπως εξελίχθηκε αποδίδει μία παράκληση μέσω της οποίας επιζητείται οίκτος ή να δοθεί έλεος. Η καταλληλότερη ελληνική λέξη για το αμάν θα ήταν οικτιρμός. Οι αμανέδες είναι τετράστιχα η δίστιχα τραγούδια που καταλήγουν στην μακρόσυρτη επιφώνηση αμάν απ’ όπου έλκουν και το όνομά τους. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας έχοντας από την αρχαιότητα σχέσεις με τους Άραβες, Πέρσες, Εβραίους και άλλους λαούς της Ανατολής παρέλαβαν αυτό το είδος και το αφομοίωσαν με τον τρόπο τους και τους τραγουδούν όχι μόνο ως αργόσυρτα επιτραπέζια, μεταξύ άλλων οι Πόντιοι του Καρς αλλά και σε πωγωνίσια ηπειρώτικα, νησιώτικους συρτούς όπως πχ. ο ταμπαχανιώτικος αμανές, ή σε μπάλλους ή και χασάπικους όπως είναι ο αμανές της νύχτας κλπ. Οι πρόσφυγες της Πόλης και της Σμύρνης έκαναν τον αμανέ γνωστό στην Ελλάδα μετά το 1922. Ο πιο ξακουστός ερμηνευτής του αμανέ στις αρχές του αιώνα στην Πόλη και στην Αθήνα ήταν ο Αντώνης Χ΄διαμαντίδης ή Νταλκάς, κοντά βέβαια σε μια πλειάδα άλλων.

Ο Καρσιλαμάς είναι ένας από τους πλέον διαδεδομένους ελληνικούς ζευγαρωτούς χορούς, ιδιαίτερα όμως της Βόρειας Ελλάδας και της Μικράς Ασίας όπου φέρει το όνομα καρσιλαμάς, που σημαίνει αντικριστός. Η λέξη καρσιλαμάς προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό επίρρημα εγκαρσίως που σημαίνει απέναντι και αποτελεί τώρα πλέον αντιδάνειο από την τουρκική. Ο ρυθμός του Αντικρυστού είναι εννεάσημος. Μία από τις πλέον γνωστές μελωδίες της Μακεδονίας είναι το <<έντεκα>> της Κοζάνης που συνοδεύεται από το τραγούδι <<Τι ήθελα και σ’ αγαπούσα>>. Στην Ήπειρο γνωστή μελωδία είναι το <<Φυσούνι>> ενώ επίσης χορεύεται και στην Θράκη ως χορός του γάμου. Στην Βόρεια Ελλάδα το βήμα του είναι πηδηχτό και χαρούμενο και συχνά συνοδεύει συχνά τους νεόνυμφους προς και από την εκκλησία. Στην Μικρά Ασία η γνωστότερη μελωδία είναι το τραγούδι <<Αραμπάς περνά>>. Κλασσικό παράδειγμα ποντιακού χορού στον ρυθμό του καρσιλαμά είναι ο ευρύτατα διαδεδομένος χορός Πατούλα ή Πιπιλομάταινα, παραλλαγή του οποίου ακούμε σ’ αυτή την ηχογράφηση. Ο χορός σε ορισμένες του παραλλαγές της Μικράς Ασίας πλησιάζει τόσο πολύ στον ζεϊμπέκικο που συχνά δυσκολεύεται κανείς να τους ξεχωρίσει. Οι καρσιλαμάδες αυτής της ηχογράφησης είναι πολύ αργοί σχεδόν τελετουργικοί και μερικές φορές αντί εννεάσημοι, δίσημοι.

Ο κεμανές όπως και η ποντιακή λύρα (κεμεντζέ) αποτελούν όργανα που έλκουν την καταγωγή τους από τα νυκτά έγχορδα της αρχαίας Ελλάδος, δηλαδή τις λύρες, και δανείστηκαν το τοξάρι από όργανα που προέρχονται από την Αραβία, πιθανόν μέσω Περσίας.

Ο κεμανές, όργανο κυρίως των Ελλήνων Χριστιανών της Καππαδοκίας οι οποίοι συνέδεσαν πολλά στοιχεία του πολιτισμού τους με την λατρεία του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος βέβαια γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και αποτελεί τη θρησκευτική γέφυρα των δύο αυτών περιοχών.

Ο κεμανές παράγει ηδυπαθέστερο και πιο απαλό ήχο, ενώ η λύρα του Πόντου έχει περισσότερο διαπεραστικό και έντονο. Ο κεμανές έχει τέσσερις χορδές, οι οποίες χορδίζονται σε διαστήματα τετάρτης, ενώ η τέταρτη χορδίζεται μία οκτάβα πιο κάτω για να δημιουργεί πολυφωνία.

Η δεύτερη στρώση χορδών, οι λεγόμενες συμπαθητικές, χορδίζονται όπως και οι πάνω χορδές και δονούνται από αυτές χωρίς να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους. Η ιδιαιτερότητα της τεχνοτροπίας του αμανέ έγκειται στο ότι το τοξάρι ακουμπά ταυτόχρονα στις τρεις ή και στις τέσσερις χορδές.

Σε μια συνέντευξη που πήρα από τον Σάββα Χ"παπαδόπουλο την ημέρα του Αγίου Δημητρίου 1997 στο Κρυονέρι Θεσσαλονίκης, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Τσιαρτσιοχαράν της περιοχής Μεσουτιάς, που βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης Νικόπολης και Νεοκαισάρειας, μου είπε ότι στον δυτικό Πόντο το κυριότερο όργανο των Ελλήνων ήταν ο κεμανές.

Ο Γιώργος Πουλαντζακλής γεννήθηκε στην Ακρινή Κοζάνης. Οι πρόγονοί κατάγονταν από την Νικομήδεια του Πόντου (Ατάπαζαρ) προερχόμενοι από την Πουλαντζάκη του Πόντου. Πόντιος τρίτης γενιάς.

Ο Γιώργος Πουλαντζακλής σπούδασε με μεγάλο μεράκι κοντά στον παππού του Στάθη Τσανακτσίδη και στον θείο του Λάζαρο Θωμαϊδη τον κεμανέ και συνεχίζει την παράδοση του υπό εξαφάνιση αυτού οργάνου. Πετυχαίνει να παράγει ήχο αρμονικότατο, στοιχεία που χαρακτηρίζουν ελάχιστους ώριμους μουσικούς. Η μουσική είναι έκφραση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου. Ο ήρεμος, σοβαρός χαρακτήρας του Γιώργου Πουλαντζακλή εξωτερικεύεται μέσα από το παίξιμο του κεμανέ και ασκεί επάνω χαλαρωτική επίδραση. Αυτό κατάφερε να μεταδώσει και στους συνεργάτες του, ώστε οργανικός ήχος και ανθρώπινες φωνές να δημιουργήσουν μια καθ’ όλα αρμονική ενότητα.

Είναι μία συλλεκτική δουλειά που δεν μπορεί να λείπει από τους συλλέκτες της ποντιακής και γενικότερα της δημοτικής μας μουσικής.


Για περισσότερες πληροφορίες:
Πουλαντσακλής Γεώργιος
www.kemanes.gr
info@kemanes.gr
Τηλ. Επικοινωνίας 6946050042