του Φάνη Μαλκίδη
Μέρος της ομιλίας του Φάνη Μαλκίδη στις εκδηλώσεις για τα 80 χρόνια του προσφυγικού οικισμού της Νεοκαισάρειας Κατερίνης.
Η προσφυγιά πλέον του ενός εκατομμυρίου Ελλήνων στην Ελλάδα και αλλού, οι τραγικές απώλειες χιλιάδων άλλων, η ανάγκη επιβίωσης, το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, το οποίο εκτός από το τυπικό-νομικό του περιεχόμενο (περιουσίες), είχε ένα βαθιά στην ουσία του πολιτικό νόημα και στόχο, τη λήθη, και η κοινή ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952, ήταν οι σημαντικότερες αιτίες για την απουσία της γνώσης, της σκέψης και της ανάλυσης για την τραγική στιγμή του Ελληνικού λαού.
Έτσι με δεδομένη αυτήν την κατάσταση μέχρι πριν λίγα χρόνια οι πρόσφυγες Πόντιοι και μη, να ήταν γνωστοί μόνο για το φολκλορική τους πλευρά, για τους χορούς και τα τραγούδια τους και φυσικά για τα «ανέκδοτα».
Εξαιρέσεις στο κανόνα της λήθης και της αφωνίας, της ύβρεως εναντίον των Ποντίων, υπήρξαν οι προσωπικότητες της προσφυγικής- ποντιακής διανόησης και πολιτικής που βρήκαν καταφύγιο στη διχασμένη για δεκάδες χρόνια Ελλάδα, και έβαλαν πάνω από κόμματα, παρατάξεις και συμφέροντα, τον Πόντο. Ο μητροπολίτης Χρύσανθος, ο Κτενίδης, ο Ιασονίδης, ο Πασσαλίδης, ο Λαμψίδης, ο Άνθιμος Παπαδόπουλος και άλλοι, είναι ορισμένοι από τους Πόντιους διανοούμενους, οι οποίοι μέσα από τις προσφυγικές πολιτιστικές, πολιτικές και επιστημονικές προσπάθειες διέσωσαν τη μνήμη, τον πολιτισμό, τη διάλεκτο, την ιστορία. Το ίδιο έπραξαν όσον ήταν δυνατόν και μέχρι την περίοδο που επιτρεπόταν από το εκεί καθεστώς οι Πόντιοι στην πρώην Σοβιετική Ένωση, αφού σε μικρά χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της γενοκτονίας από τους κεμαλικούς, βίωσαν και μία άλλη από το σταλινικό καθεστώς. Η εξορία στο Καζαχστάν και τις άλλες σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, η προσφυγιά στην Ελλάδα για όσους μπόρεσαν ήταν η συνέχεια.
Σήμερα, και αυτό αποδεικνύεται σε ένα αμιγώς προσφυγικό χωριό, τη Νεοκαισάρεια, οι νέοι, προσφυγικής καταγωγής 3ης και 4ης γενιάς, μετά από χρόνια αφωνίας και απραξίας, δεν έχουν περιοριστεί στα γνωστά. Δηλαδή στους χορούς και τα τραγούδια. Δεν μένουν μόνο στις διαπιστώσεις και κυρίως δεν έχουν περιοριστεί σε μία στατική αντιμετώπιση του Ποντιακού. Δηλαδή φολκλόρ και τέλος. Το Ποντιακό για αυτούς είναι πολιτισμός, θέατρο, μουσική, αρχιτεκτονική, γαστρονομία, είναι ιστορία του αρχαίου ελληνικού, βυζαντινού και νεοελληνικού πνεύματος, είναι παιδεία, είναι η κοινωνία και η ταυτότητα των Ποντίων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, είναι οι Ελληνόφωνοι στον Πόντο σήμερα, είναι το μεγάλο ζήτημα της γενοκτονίας. Η ανάδειξη, διεθνώς, της ποντιακής υπόθεσης σε όλες τις πτυχές της είναι ένα δείγμα αυτής της νέας κατάστασης στο ποντιακό χώρο και μία πρόταση μίας άλλης πράξης στο ποντιακό ζήτημα, αφού δεν αρκεί για πολλούς Έλληνες, να λένε ότι είναι Πόντιοι ή ότι χορεύουν καλά, να συγκινούνται χωρίς βάθος όταν βλέπουν την Παναγία Σουμελά, ή τον Πυρρίχιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, και δεν θυμούνται την πατρίδα τους όταν η σύγχρονη ιστοριογραφία και πολλές φορές και μία πολιτική ελίτ αποπειράται να παραχαράξει την αλήθεια, δηλαδή να επιβάλλει τη λήθη. Σήμερα, για αυτούς τους νέους ανθρώπους, έχει σημασία να πράττει κάποιος ως Πόντιος, Θρακιώτης, Ίωνας – Μικρασιάτης και Καππαδόκης, αναλογιζόμενος την καταγωγή του. Με αξιοπρέπεια και με αυτοσεβασμό. Απέναντι στο πλούσιο παρελθόν του και κυρίως έναντι του εφάμιλλου όπως πρέπει να είναι μέλλον του, αφού δεν θέλει να περιοριστεί σε χειροκροτητή ή ακόμη χειρότερα σε απρόσωπο κομμάτι ενός άφωνου ακροατηρίου που θα στροβιλίζεται προεκλογικά και κάθε 19η Μαΐου γύρω από καριέρες και επιδιώξεις.