Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

«Στην Ελλάδα είναι παντελώς άγνωστη η αρχαιολογία του Ευξείνου Πόντου»


«Στην Ελλάδα είναι παντελώς άγνωστη η αρχαιολογία του Ευξείνου Πόντου»


Ο Ηλίας Πετρόπουλος λέκτορας Τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνειων Χωρών, έχει ένα πλούσιο βιογραφικό και κάποιος θα έπρεπε να μιλά ώρες για αυτό. Επιγραμματικά αναφέρουμε ότι είναι από την Αλεξανδρούπολη, έχει κάνει σπουδές σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια το Λομονόσωφ, μιλά πολλές ξένες γλώσσες και έχει εκδώσει σπουδαία έργα που αφορούν στην περιοχή του Ευξείνου.

Σήμερα μιλά στον ΠτΘ για την παρουσία του αρχαίου ελληνικού κόσμου στον Εύξεινο πόντο και αναδεικνύει ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα, όπως η ιδιαίτερη προσπάθεια που γίνεται μετά την πτώση του Βερολίνου για διάλογο μεταξύ των επιστημόνων για τη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά και για τις προοπτικές που ανοίγονται για το Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνειων Χωρών…


«Η επιλογή μου να σπουδάσω στο Λομονόσωφ ήταν μοναδική»

ΠτΘ: Για κάποιον που διαβάζει το βιογραφικό σας το πρώτο που εντυπωσιάζει είναι ότι φύγατε από την Αλεξανδρούπολη νεαρός και σπουδάσατε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Λομονόσωφ, το οποίο μετά τη Σορβόννη η UNESCO το κατατάσσει ως το δεύτερο καλύτερο πανεπιστημιακό ίδρυμα, όπου κάνατε και το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό σας. Τι σας άφησε η σπουδή σε ένα άλλο περιβάλλον και η συναναστροφή με μια άλλη γλώσσα, η οποία είναι πολύ μεγάλη και έχει δώσει τεράστια λογοτεχνία;
Η.Π.: Να ξεκινήσω από την αρχή. Είχα περάσει στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης και είχα κάνει την εγγραφή μου. Με υποτροφία του Κέντρου Ποντιακών Μελετών και του Υπουργείου Εξωτερικών έφυγα στη Μόσχα. Έκανα ένα χρόνο προκαταρκτικό τμήμα για την εκμάθηση της γλώσσας, τέσσερα για να πάρω το πτυχίο μου, ενάμισι χρόνο για το μεταπτυχιακό και τρεισήμισι χρόνια για το διδακτορικό. Θα μπορούσα να το τελείωνα πιο πριν το διδακτορικό, αλλά επειδή μάθαινα και μια αρχαία γλώσσα τα χιτιτικά και την σφηνοειδή γραφή λίγο καθυστέρησα. Έφυγα με την προοπτική να δοκιμάσω να τα καταφέρω, το 1989, πριν πέσει το τείχος του Βερολίνου, στην εκπνοή της Σοβιετικής Ένωσης, επί Γκορμπατσώφ. Ήθελα να δοκιμάσω κι αν δεν τα κατάφερνα θα επέστρεφα. Πήγα και αμέσως είδα ότι η επιλογή που έκανα - ιδιαίτερα όταν φοίτησα στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου - ήταν πάρα πολύ καλή, μοναδική ίσως. Ήμουν πολύ τυχερός που πήγα.


«Ξεκίνησα για να γίνω διπλωμάτης»

ΠτΘ: Έχετε κάνει όμως και άλλες δύσκολες επιλογές. Όταν επιλέξατε αρχαία ιστορία κάποιος καταλαβαίνει ότι θέλατε να έχετε ίδια άποψη για τις αρχαίες πηγών. Γι’ αυτό μελετήσατε και άλλες γλώσσες, νεκρές αρχαίες γλώσσες, αλλά γνωρίζετε τούρκικα, αραβικά, ιταλικά, γαλλικά… Αυτό σας το υπαγόρευσε η ευθύνη προς την αρχαιολογία;
Η.Π.: Κάποια στιγμή πριν πάρω το πρώτο μου πτυχίο είχα μια εμπλοκή στο προξενείο το ελληνικό όπου και βοηθούσα με τις βίζες και μου άρεσε η διπλωματία. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω ακόμη μία ξένη γλώσσα. Ήξερα ήδη τα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Ρωσικά, τα Γερμανικά, τα Βουλγαρικά και Ρουμανικά. Αργότερα όταν άρχισε πραγματικά να μου αρέσει το αντικείμενο της αρχαίας ιστορίας του Ευξείνου Πόντου εγκατέλειψα την ιδέα της διπλωματίας και αποφάσισα να συνεχίσω τα μεταπτυχιακά μου, και ευτυχώς, γιατί γλύτωσα, επειδή οι διπλωμάτες έχουν δύσκολο επάγγελμα, μετακινούνται από χώρα σε χώρα και αυτό δεν θα το άντεχα. Για αυτό συνέχισα στο διδακτορικό. Οι σπουδές μου πάντως ξεκίνησαν για την διπλωματία για αυτό και η πολυγλωσσία με τα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά και… Εκτός αυτών όμως τα Αραβικά τα μάθαινα, γιατί οι καλύτεροι φίλοι μου στη Μόσχα ήταν Παλαιστίνιοι.

ΠτΘ: Για μας τους Δυτικούς το πανεπιστήμιο Λομονόσωφ είναι κάτι μυθικό. Είχατε καλούς δασκάλους εκεί;
Η.Π.: Οι δάσκαλοι του Λομονόσωφ, τουλάχιστον αυτούς που εγώ γνώρισα όλοι ήταν εξαιρετικοί. Κατ’ αρχήν ήταν φιλέλληνες. Άκουγαν την λέξη Έλληνας και έλεγαν Μεγάλη Ελλάδα και εννοούσαν τον πολιτισμό της. Ευθύς εξαρχής η καταγωγή μου τους δημιουργούσε ένα αίσθημα γοητείας. Δεν ήμασταν και πολλοί Έλληνες, ειδικά στον τομέα του αρχαίου κόσμου δεν υπήρχε κανείς άλλος. Ένας Έλληνας σύγχρονος που ασχολείται με την αρχαία Ελλάδα και ιδιαίτερα με τις ανασκαφές της Μαύρης Θάλασσας το θεωρούσαν κάπως γοητευτικό.

«Στην Ελλάδα αγνοείται παντελώς η αρχαιολογία του Ευξείνου Πόντου»
ΠτΘ: Είστε ερευνητής συμμετείχατε και σε ανασκαφές στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Σε μια κατ’ ιδίαν κουβέντα που είχαμε μου είπατε ότι αυτός ο χώρος παραμένει ανοικτός επιστημονικά. Είναι ένας μυθικός χώρος κυρίως ο Πόντος για μας, γιατί πραγματικά η περιοχή αυτή σε σχέση με τον Ελληνισμό στην αρχαιότητα μάς είναι άγνωστη…
Η.Π.: Κατ’ αρχήν την αγάπη για τον Εύξεινο Πόντο την έχω από παιδί ως Πόντιος, και είχα πάντα από τις αφηγήσεις κυρίως του παππού και της γιαγιάς μια περιέργεια αλλά και αγάπη και λατρεία προς αυτόν, αλλά και γενικότερα για τον πολιτισμό του Πόντου και του Ποντιακού Ελληνισμού και ίσως από εκεί ορμώμενος ασχολήθηκα με αυτό. Στη συνέχεια διαπίστωσα ότι στην Ελλάδα αγνοείται παντελώς, και κυριολεκτώ, όχι τόσο η αρχαία ιστορία του Πόντου όσο η αρχαιολογία, διότι αυτά που ξέραμε και διαβάζαμε ήταν όσα μπόρεσαν κάποιοι επιστήμονες ιστορικοί να τα πάρουν από τις αρχαίες γραπτές πηγές, που δεν είναι λίγες αλλά αρκετές, για αυτό και η αρχαιολογία έρχεται και συμπληρώνει τα ιστορικά στοιχεία. Οι Έλληνες, - θα πρέπει να πούμε την αλήθεια, - λόγω του Σιδηρού Παραπετάσματος δεν μάθαιναν ρωσικά, ούτε βουλγαρικά, ούτε ρουμανικά ούτε γεωργιανά.

Αυτό δυσχέραινε την επικοινωνία και την οποιαδήποτε επαφή με το αρχαιολογικό υλικό. Θεώρησα ότι δική μου ευθύνη και καθήκον ήταν να φέρω στο δυτικό κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα, όσο μπορούσα, όσο το δυνατόν κοντύτερα αυτά τα ευρήματα, γιατί οι άνθρωποι στη Μαύρη Θάλασσα από όλες τις χώρες έχουν κάνει πάρα πολύ δουλειά. Αυτή η δουλειά δεν ξεκίνησε πρόσφατα αλλά τουλάχιστον από το 1750 επί Αικατερίνης Μεγάλης, όταν δεν υπήρχε Ουκρανία αλλά η Ρωσία.

ΠτΘ: Και η ελληνική επιστήμη ήταν αποκομμένη από τα αποτελέσματα, τα συμπεράσματα αυτής της έρευνας;
Η.Π.: Όλη η δυτικοευρωπαϊκή βιβλιογραφία αγνοούσε σχεδόν παντελώς τη ρωσική, τουλάχιστον την κυριλλική βιβλιογραφία. Υπάρχουν κάποιες πολύ πενιχρές παραπομπές σε ιστορικά ή και αρχαιολογικά βιβλία ή περιοδικά που τύχαιναν να πέσουν στα χέρια ορισμένων δυτικοευρωπαίων αρχαιολόγων ή ιστορικών οι οποίοι τα μετέφραζαν σε μεταφραστικά κέντρα και τα έπαιρναν μεταφρασμένα, δεν είχαν άμεση πρόσβαση. Αυτό όμως πολύ σπάνια. Βέβαια θα πρέπει να πούμε ότι και το εκεί καθεστώς έφταιγε, διότι δεν τους μάθαιναν αγγλικά, γαλλικά ή ιταλικά με το φόβο μη γίνουν «εχθροί του λαού».

ΠτΘ: Καλή λοιπόν η επιλογή να μελετήσετε τον Πόντο στην αρχαιότητα. Για αυτό και οι δουλειές που έχετε κάνει για τον Εύξεινο πόντο και τις αρχαίες Ελληνικές Αποικίες έχουν εκδοθεί στα Αγγλικά από τις εκδόσεις Οξφόρδης. Η πραγματικότητα της Οξφόρδης επικυρώνει αυτό που λέτε ότι υπάρχει πανευρωπαϊκό ενδιαφέρον σήμερα για τον Ευξεινο πόντο…
Η.Π.: Υπάρχει θα έλεγα τεράστιο πανευρωπαϊκό και αν μου επιτρέπετε παγκόσμιο ενδιαφέρον σήμερα για τον Εύξεινο Πόντο. Θέλω όμως να επανέλθω στο προηγούμενο θέμα και να πω ότι αξίζει σε αυτούς τους αρχαιολόγους τουλάχιστον τους ιστορικούς να ξεφύγουν από το στενό πλαίσιο της Μαύρης Θάλασσας και να έρθουν εγγύτερα στην Ευρώπη, γιατί έχουν να δώσουν και να πάρουν πολλά από την Ευρώπη από τον Ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης.


«Έχει γίνει πολύ έργο Βόρεια, Ανατολικά και Δυτικά του Ευξείνου όχι όμως και στο Νότο»

ΠτΘ: Όταν εσείς πήγατε σε ανασκαφή στον Εύξεινο πόντο, διαπιστώσατε και στην πράξη ότι η αρχαιολογική ανάδειξη του χώρου έχει προχωρήσει;
Η.Π.: Κατά πολύ. Αξίζει ένα πολύ μεγάλο μπράβο σ’ αυτούς τους επιστήμονες, τουλάχιστον από εμάς τους Έλληνες και ένα μεγάλο ευχαριστώ, γιατί σκάβουν και αναμοχλεύουν το ελληνικό παρελθόν, είτε αυτό είναι βυζαντινό είτε αρχαίο, και ένα από ο λόγος που έγιναν και τα βιβλία μου είναι ίσως αυτή η εκτίμηση που είχα στο πρόσωπο αυτών των ανθρώπων, όχι μόνο των Ρώσων. Θα πω κάτι που ίσως ακουστεί άσχημα αλλά είναι η αλήθεια. Οι Τούρκοι αρχαιολόγοι σκάβουν λιγότερο και νομίζω ότι καταλαβαίνουμε γιατί και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στους λόγους, είναι ευνόητοι, δεν θέλουν να αναδεικνύουν το ελληνικό παρελθόν της Βόρειας Μικράς Ασίας. Όμως όλες οι υπόλοιπες χώρες έχουν κάνει πάρα πολύ μεγάλο έργο. Βόρεια Ανατολικά και Δυτικά έχουμε τεράστιο έργο, στο νότο δυστυχώς θα έλεγα ότι έχουμε πολύ λιγότερο και αυτό το λέω αντικειμενικά.


«Απαραίτητη η γνώση της ρωσικής στην αρχαιολογία του Πόντου»

ΠτΘ: Υπάρχουν αρχαιολογικοί χώροι ανασκαμμένοι, υπάρχουν μουσεία ώστε κάποιος να τα επισκεφτεί;
Η.Π.: Κατ’ αρχήν είναι σημαντικό κάποιος να επισκεφθεί και να δει τα αντικείμενα, τα ευρήματα τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στη Ρωσία, Ουκρανία, Γεωργία μέχρι το 1991 στο Ερμιτάζ στην Πετρούπολη, προτιμώ αυτόν τον όρο και όχι τον όρο Αγία Πετρούπολη, όρος που με φοβίζει και βεβαίως στο Μουσείο Πούσκιν της Μόσχας. Στον τομέα του αρχαίου κόσμου υπάρχουν τα μεγαλύτερα ευρήματα. Επίσης για να δει κάποιος επί τόπου τους αρχαιολογικούς χώρους είναι δύσκολη η πρόσβαση, γιατί χωρίς ρεύμα, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς κάποιες δεδομένες ανέσεις, όπως συμβαίνει σε μερικές ανασκαφές και εδώ, είναι δύσκολη η πρόσβαση, Όμως μαθαίνω ότι κάποια σημεία που ανασκάπτονται προσπαθούν να γίνουν επισκέψιμα, όπως για παράδειγμα η Ουρδία που είναι στο Βορρά στην Ουκρανία σήμερα, το Παντικάπαιον που είναι μέσα στην πόλη του Κερτς στην Ανατολική Κριμαία, αν έχει κάποιος την υπομονή μπορεί να το επισκεφθεί. Κατά την ταπεινή μου όμως γνώμη θα πρέπει τουλάχιστον να γνωρίζει Ρωσικά, γιατί ο λαός εκεί ίσως δεν έχει μάθει να ακούει ξένη γλώσσα και ίσως είναι λίγο δύσκολο.

ΠτΘ: Οι ντόπιοι κάτοικοι έχουν συνείδηση ότι έχουν στην περιοχή τους κάτι σημαντικό;
Η.Π.: Φοβούμαι πως όχι τόσο πολύ. Φοβούμαι ότι ακόμη δεν έχουν εξοικειωθεί με την έννοια του τουρισμού. Είναι περιοχές υποβαθμισμένες.

ΠτΘ: Το Παντικάπαιο μπορεί να πάει κανείς και να το επισκεφθεί, συντηρούν εκεί τα ευρήματα;
Η.Π.: Είναι ελεύθερη περιοχή και ό,τι υπάρχει είτε συγκεντρώνεται στο Μουσείο είτε στη Μόσχα και Πετρούπολη.


«Τεράστιες οι δυνατότητες του Τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών

ΠτΘ: Από το 1830 και μετά είναι αρκετά χρόνια. Έχουμε σήμερα μια ευσύνοπτη ομάδα επιστημόνων στην Ελλάδα που να μπορούν ουσιαστικά να εργαστούν για τον Εύξεινο Πόντο;
Η.Π.: Δυστυχώς δεν έχουμε και δεν θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Θα σας πω ότι όταν κηρύχτηκε η θέση εδώ στο Πανεπιστήμιο για την ιστορία του ελληνισμού στον Παρευξείνιο χώρο κατά την αρχαιότητα, ήμουν ο μόνος υποψήφιος. Αυτό σημαίνει πάρα πολλά.

ΠτΘ: Στο πανεπιστήμιο έχουμε επιστήμονες που διδάσκουν την ιστορία αυτής της περιοχής σε μεταγενέστερες φάσεις ή μέλλει να παράξουμε;
Η.Π.: Στη σχολή έχουμε τον κ. Χαρατσίδη που είναι παλιννοστήσας, και ευτυχώς, γιατί διδάσκει την εθνογραφία του παρευξείνιου χώρου αλλά από εδώ ντόπιους ρωσόφονους δεν έχουμε.

ΠτΘ: Άρα και εδώ ένας σπόρος έπεσε και μέλλει να καρπίσει…
Η.Π.: Το εύχομαι γιατί η Ρωσία είναι τεράστια χώρα και έχει τεράστια βιβλιογραφία. Το λέω αυτό στους φοιτητές μου, τους λέω ότι πρέπει να μάθετε ρωσικά, τουλάχιστον καλά, για να μπορέσετε να φέρετε ότι έχει παράξει αυτή η χώρα στη Δύση αλλά και στον παγκόσμιο χώρο. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι εδώ ζουν οι πόντιοι από την Πρώην Σοβιετική Ένωση, τους οποίους κάποιοι μπορεί να υποτιμούν, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι πολύγλωσσοι και ότι μιλούν γλώσσες πού τώρα μπαίνουν στο ευρωπαϊκό και διεθνές σκηνικό.

ΠτΘ: κ. Πετρόπουλε, σας ευχαριστούμε πολύ.
Η.Π.: Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Τ.Β.

«Παρά τις προσπάθειες δεν τελεσφόρησε η δημιουργία μόνιμης ελληνικής αποστολής στον Εύξεινο Πόντο» ΠτΘ: Πώς αισθανθήκατε όταν επισκεφθήκατε την περιοχή;
Η.Π.: Εκτός από τη συμμετοχή μου στις ανασκαφές ως φοιτητής, γιατί μας έλεγαν ότι όποιος θέλει μπορεί να συμμετάσχει και συμμετείχα ιδίως στις ανασκαφές στο Παντικάπαιον και στη Νότια Κριμαία, είχα την ευκαιρία το 1996, το 1997, το 2003 να επισκεφτώ αυτούς τους χώρους, όλη την Κριμαία και τη Νότιο Ουκρανία, με το Υπουργείο Πολιτισμού, με μια αποστολή αρχαιολόγων από την Ελλάδα που τότε το Υπουργείο είχε στείλει στην περιοχή, κυρίως ως γνώστης της περιοχής και ως διερμηνέας. Έτσι είχα την ευκαιρία να δω τις περισσότερες περιοχές της Μαύρης Θάλασσας. Δεν έχω πάει στην Ρουμανία και αυτό με στενοχωρεί αλλά ευελπιστώ να πάω κάποια στιγμή. Άλλωστε και εκεί έχουμε ένα τεράστιο αρχαιολογικό υλικό, συγκεκριμένα στην Ιστρία έχουν κάνει καταπληκτικές έρευνες οι Ρουμάνοι αρχαιολόγοι από δεκαετίες και όχι τώρα τελευταία φέροντας στο φως ολόκληρη την Ιστρία. Κάποια στιγμή, το ενδιαφέρον της Ελλάδος ήταν πολύ έντονο, ιδιαίτερα την παρελθούσα και την τρέχουσα δεκαετία, το 2003, το Υπουργείο Πολιτισμού ήθελε να δημιουργήσει στην Οδησσό μια ελληνική αρχαιολογική μόνιμη αποστολή με την ελπίδα ότι αυτή η αποστολή θα δημιουργήσει μια μόνιμη ελληνική παρουσία και μία μόνιμη ελληνική αρχαιολογική σχολή, σαν αυτές που έχουμε στην Ελλάδα, όπως η Βρετανική, η Αμερικανική. Δυστυχώς ακόμη αυτή η ιδέα δεν έχει τελεσφορήσει παρόλο που στις εφημερίδες κατά καιρούς διαβάζω ότι οι υπουργοί το υπόσχονται. Το 2003 μου είχαν αναθέσει και την ευθύνη ίδρυσης της αποστολής αλλά δυστυχώς δεν έγινε τίποτα. Μάλιστα είχαν στείλει και επιστολή στον Πρύτανη του Δημοκριτείου ότι θα με έστελναν για έξι μήνες εκεί και ότι έπρεπε πρώτα να μελετήσουν το καταστατικό του ρώσικου υπουργείου αν επιτρέπει την ίδρυση ξένων αποστολών. Ξέρω ότι όμως τώρα στο Υπουργείο Πολιτισμού τα πράγματα έχουν παγώσει στο νομικό πλαίσιο ίδρυσης της ελληνικής αποστολής. Δεν γνωρίζω αν έχει περάσει ο νόμος, νομίζω ότι μάλλον εμένα θα προτιμήσουν να στείλουν, γιατί ρωσόφωνοι αρχαιολόγοι δεν υπάρχουν. Άλλωστε μέσω των βιβλίων μου, όλοι είναι γνωστοί μου, όλοι με ξέρουν και νομίζω ότι η πρόσβαση είναι πιο εύκολη.

Πηγή: "Παρατηρητής της Θράκης" 16-07-2009