Το πανηγύρι στην Κατίρκαγια (Kadirga) του Πόντου |
της Μυροφόρας Ευσταθιάδου
Ο κοινωνικός και πολιτισμικός του ρόλος
Τα παρχάρια του Πόντου και τα πανηγύρια κατά τους θερινούς μήνες
Επιμέρους κεφάλαιο στη μελέτη της αγροτικής ζωής των Ελλήνων του Πόντου είναι η παραμονή τους στα «παρχάρια» κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών. Η λέξη «παρχάρ΄», ερμηνεύεται ως εξοχικός τόπος (σε υψόμετρο 2.000μ και άνω). Άλλη άποψη υποστηρίζει ότι προκύπτει από τις λέξεις παρά και χωρίον ή από την τουρκική bahar που σημαίνει άνοιξη ή την περσική balhar (υψηλός τόπος).
Ιδιάζουσας σημασίας για τη λαογραφία είναι η μελέτη ενός πανηγυριού σε υπαίθριο χώρο. Το πανηγύρι, η αρχαία «πανήγυρις», διατηρεί πολλά αρχέγονα στοιχεία. Κυρίαρχο, το «αυθόρμητον» του λαϊκού πολιτισμού. Είναι η άνευ όρων παράδοση στη συλλογική διασκέδαση. Η μέθεξη των πανηγυριστών και η λύτρωση, μετατρέπουν το χώρο σε σημείο αναφοράς και μνήμης. Δημιουργείται, έτσι κάθε φορά μια συλλογική ταυτότητα, πέρα από ιδιότητες, φύλα και χαρακτήρες. Η δυναμική του συλλογικού συμβάντος αλλά και η δύναμη της παράδοσης λειτουργούν ως χωνευτήρι αντιθέσεων.
Κατίρκαγια : τόπος, προέλευση ονόματος
Το μεγαλύτερο πανηγύρι στα βουνά της Τραπεζούντας σήμερα, είναι αυτό της Kadirga (γνωστότερο σε ΄μας ως Κατίρκαγια). Η περιοχή βρίσκεται σε υψόμετρο 2.000μ, στα σύνορα των νομών Τραπεζούντας και Αργυρουπόλεως (Gumushane). Για το λόγο αυτό, τα τελευταία χρόνια πραγματοποιείται δύο φορές, την τρίτη και τέταρτη Παρασκευή του Ιουλίου, από τους Δήμους Tonya και Kurtun αντίστοιχα.
Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την εξήγηση του ονόματος Κατίρκαγια. Η μια υποστηρίζει ότι προέρχεται από τη λέξη katir(=μουλάρι) kaya(=βράχος), λόγω της απότομης γεωλογικής τοποθεσίας. Μια δεύτερη, λόγια άποψη, ισχυρίζεται ότι έχουν βρεθεί κομμάτια ξύλου καραβιού, «κάτεργου» δηλαδή, που ίσως ανήκουν στην κιβωτό. Καμιά εξήγηση δεν ξενίζει, καθώς το στοιχείο της υπερβολής είναι σύμφυτο με την ιδιοσυγκρασία του λαού.
Η μέρα του πανηγυριού
Το πιο γνωστό και τουριστικό γεγονός του καλοκαιριού στον Πόντο είναι η Κατίρκαγια. Οι ντόπιοι, στην πλειοψηφία τους μόνιμοι κάτοικοι Τραπεζούντας ή Κωνσταντινούπολης, διηγούνται ότι τις οικονομίες όλου του χρόνου τις ξοδεύουν εδώ, αυτή τη μέρα. Και αναρωτιέται κανείς πόσα μπορείς να ξοδέψεις σ΄ένα παρχάρ΄. Ο λόγος είναι κυρίως ψυχολογικός. Όντας μακριά από τον τόπο σου, αυξάνεται η ανάγκη συμμετοχής σ΄ένα κοινωνικό φαινόμενο. Η αίσθηση του «ανήκειν» στην ομάδα και στον τόπο, πρέπει να τονωθεί.
Συναντάει κανείς στο πανηγύρι πολλούς τύπους πανηγυριστών. Το γλεντζέ, που τρέχει στον κύκλο του χορού μιμούμενος χορευτικές κινήσεις, τραγουδώντας, ξαπλώνοντας στο γρασίδι και δίνοντας συνθήματα στο χορό. Τον καζή, ο οποίος είναι μεγάλος σε ηλικία και ντυμένος με στρατιωτική στολή με δεκάδες παράσημα. Είναι παλαίμαχοι πολεμιστές ή απόγονοί τους και αρέσκονται να φωτογραφίζονται, δίνοντας έτσι μια διαφορετική, γραφική νότα στο πανηγύρι. Τον ατλή, δηλαδή τον καβαλάρη, που μπαίνει πολλές φορές ακόμη και στον κύκλο του χορού. Το άλογό του είναι στολισμένο, όπως αρμόζει σε μια μέρα γιορτής. Οι μουσικοί, είναι λαϊκοί οργανοπαίκτες, κυρίως με ταούλ΄ και ζουρνά, για να ακούγονται καλύτερα σε ανοιχτό χώρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι μπορεί να συνυπάρξουν και πέντε κύκλοι χορού (με δεκάδες έως εκατοντάδες άτομα ο καθένας), σε διαφορετικά σημεία του βουνού, με ξεχωριστούς μουσικούς.
Η γυναικεία παρουσία στο πανηγύρι
Σε παράλληλη δράση με τους μεγάλους χορευτικούς κύκλους υπάρχουν και μικρότεροι, 5 έως 10 ατόμων, αποτελούμενοι μόνο από γυναίκες. Είναι ο λεγόμενος kari horoni (χορός γυναικών), καταγόμενες συνήθως από το ίδιο χωριό. Ο διαχωρισμός αυτός υποδηλώνει εν μέρει σεμνότητα και σεβασμό. Υπάρχουν, όμως, δύο στοιχεία που θα αναιρούσαν, ίσως, την παραπάνω άποψη: ο έντονος τρόπος που χορεύουν και τα «τσακώματα» πάνω στο χορό, παρεμφερή με αυτά των ανδρών. Αν προσθέσουμε σ΄αυτά και την ομοιόμορφη ενδυμασία τους, εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι γίνονται επίκεντρο της προσοχής των ανδρών και στόχος τους.
Η σύνθεση των πανηγυριστών
Η αθρόα προσέλευση τουριστών τα τελευταία χρόνια έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο πανηγύρι. Συγκεντρώνονται, πλέον, κάθε χρόνο 10.000 έως 20.000 πανηγυριστές. Παρευρισκόμενος κανείς ως επισκέπτης, νιώθει άβολά με τον πρωτογονισμό που αυτό εκπέμπει. Όλες οι εκφράσεις είναι ακόμη πιο έντονες από τις αστικά και κοινωνικά συνήθεις. Ο χορός είναι πολύ πιο δυναμικός απ΄ ότι αν χορευόταν στην πλατεία της Τραπεζούντας. Ο οργανοπαίκτης παίζει επί ώρες, χορεύοντας και τρέχοντας μέσα στον κύκλο των χορευτών, χωρίς να νιώσει την κούραση που θα ένιωθε μέσα σ΄ένα κέντρο διασκέδασης.
Το δέος καλλιεργείται στον επισκέπτη ακόμη πιο έντονο, καθώς ανά διαστήματα σύννεφα σκεπάζουν το τοπίο και ακούς μόνο τη μουσική. Και ξαφνικά, επανεμφανίζονται μπροστά σου ο χιλιάδες των πανηγυριστών. Είναι καταστάσεις άγνωστες και συμπεριφορές «άξεστες», λαμβάνοντας υπόψη την καθημερινότητα της αστικής κοινωνίας. Ο άνθρωπος, είναι εν δυνάμει άλογο ον και λειτουργεί έτσι σε δεδομένες στιγμές, αγνοώντας νόρμες ηθικής και κοινωνικής ζωής.
Η ουσία του πανηγυριού βρίσκεται, τελικά, στην αθρόα προσέλευση του κόσμου. Η δυναμικά λαμβάνει τέτοιες διαστάσεις, που ξεπερνά το «εγώ», ως προσωπική οντότητα. Μεταβαίνουμε πλέον στη συλλογική ταυτότητα, στη συλλογική του χαρακτήρα του πανηγυριού. Η συλλογική βούληση ποθεί να παραμείνει τα Κατίρκαγια τόπος διασκέδασης αλλά και ενθύμησης της υπαίθριας ζωής. Διαμορφώνει χαρακτήρες και δημιουργεί συλλογικά και παραδοσιακά πρότυπα.
Ενυπάρχει, όμως, ένας κίνδυνος σε κάθε πανηγύρι τέτοιας εμβέλειας. Να φολκλοροποιηθεί, χάνοντας έτσι πολλά από τα αυθεντικά στοιχεία που το αποτελούν. Υπάρχουν ήδη κρούσματα φολκλοροποίησης και πολλοί ντόπιοι το έχουν αντιληφθεί. Πολλοί παραδέχθηκαν ότι πανηγύρια μικρότερης εμβέλειας (όπως το Χωνευτέρ΄) διατηρούν περισσότερα παραδοσιακά στοιχεία, καθώς υπάρχει απουσία τουριστών.
Σε κάθε περίπτωση, η ζωή σήμερα στα παρχάρια της Τραπεζούντας, θυμίζει κατά πολύ τον κύκλο ζωής των Ελλήνων του Πόντου πριν από τον ξεριζωμό, με κορωνίδα χαράς το πανηγύρι. Είναι η συνέχεια ενός πολιτισμού που παρέμεινε στον τόπο της δημιουργίας του. Είναι το λουλούδι που παραμένει στο χώμα και όχι σε κάποιο ανθοδοχείο, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Μυροφόρα Ε. Ευσταθιάδου
Εθνολόγος
Απόσπασμα από το βιβλίο ΠΟΝΤΟΣ, Θέματα Λαογραφίας του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδόσεις Αλήθεια, Αθήνα 2008, επιμέλεια καθηγητή Μανόλη Σέργη.