Το ξακουστό μοναστήρι του Πόντου βρίσκεται χτισμένο στο όρος Μελά, 40 χλμ. νότια της Τραπεζούντας και νοτιοανατολικά του Δικαίσιμου (Τζεβισλίκ). Χτίστηκε σύμφωνα με την παράδοση το 386 μ.Χ. από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο. Η εικόνα της Παναγίας αποδίδεται στον ευαγγελιστή Λουκά. Στα εγκαίνια του ναού της μονής παρευρέθηκε ο επίσκοπος της Τραπεζούντας και ο διοικητής της περιοχής Αυγουστάλιος Κορτίκιος. Κατά καιρούς η Μονή υπέστη βαρβαρικές επιδρομές που οδήγησαν και σε ερημώσεις της. Μια από αυτές ήταν και στα τέλη του 6ου αιώνα αλλά το 644μ.Χ. επανιδρύθηκε από τον Χριστόφορο, αγράμματο χωρικό από το χωριό Γαζαρή.
Την περίοδο της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών η μονή γνώρισε μεγάλη αίγλη και της χορηγήθηκαν σημαντικά προνόμια. Χρυσόβουλα υπέρ της μονής εξέδωσαν οι αυτοκράτορες Ιωάννης (1280-1284/85, 1285-1297), ο Αλέξιος Β΄ (1297-1330) και ιδιαίτερα ο Αλέξίος Γ΄ (1349-1390). Οι αυτοκράτορες παραχώρησαν στη μονή τα εισοδήματα από τα γύρω χωριά και όρισαν σαράντα φρουρούς, τους πάροικους, για την προστασία της. Ο Αλέξιος ο Γ΄ μάλιστα ανακαίνισε τη μονή και σχετική επιγραφή, σώζονταν ως το 1650 στην θύρα του ναού. Επιπλέον, ο Μανουήλ Γ΄ (1390-1416/17) αφιέρωσε το 1390 στη Μονή ένα κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού του Χριστού.
Τα προνόμια των Μεγάλων Κομνηνών επικυρώθηκαν και αυξήθηκαν και στην Οθωμανοκρατία από τους σουλτάνους, ενώ τη Μονή ευεργέτησαν και οι ηγεμόνες των Παραδουνάβιων ηγεμονιών.
Η Μονή αποτέλεσε το θρησκευτικό, εκπαιδευτικό και εθνικό κέντρο της περιοχής, προστατεύοντας και διασώζοντας τον ελληνικό πληθυσμό από τις διώξεις των Οθωμανών και μετέπειτα των Νεοτούρκων. Το τετραώροφο κτίριο, έτσι όπως φαίνεται μέχρι σήμερα θεμελιώθηκε το 1860. Περιγραφικό κατάλογο των χειρογράφων της Μονής συνέταξε το 1884 ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμέας, ο οποίος δημοσιεύτηκε ως παράρτημα στο έργο του Επαμεινώνδα Κυριακίδη για την ιστορία της Μονής το 1898.
Κατά την έξωση των μοναχών από τη Μονή το 1923, τα περισσότερα κειμήλια και χειρόγραφα της Μονής αρπάχτηκαν από τους Τούρκους. Οι μοναχοί κατάφεραν και έκρυψαν τα σημαντικότερα κειμήλια στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας.
Το 1931 με τη μεσολάβηση του Ελευθέριου Βενιζέλου στον τότε Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού στάλθηκε στον Πόντο και μετέφερε στην Ελλάδα τα κειμήλια αυτά ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Σουμελιώτης. Πρόκειται για την εικόνα της Παναγίας την οποία φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, το Τίμιο Ξύλο που δώρισε στη Μονή ο Μανουήλ Γ΄ Μ. Κ. και η στάχωση του Ευαγγελίου του αγίου Χριστόφορου.
Από το 1952, αρχίζει η ελλαδική ιστορία της Παναγίας Σουμελά. Το 1951-1952 η εικόνα παραχωρείται στο σωματείο «Παναγία Σουμελά» Θεσσαλονίκης, το οποίο και άρχισε την ανέγερση της Μονής, σε ένα επίπεδο του Βερμίου, πάνω από το χωριό Καστανιά, που είχε παραχωρήσει δωρεάν 500 στρέμματα για την ανέγερση του Προσκυνήματος.
Από τότε μέχρι σήμερα κάθε χρόνο, το τριήμερο του 15Αύγουστου, είναι πρωτοφανής η συρροή χιλιάδων προσκυνητών απ΄ όλα τα διαμερίσματα της χώρας και το εξωτερικό. Η περιφορά της Εικόνας, μέσα στο χώρο του ιερού προσκυνήματος, γίνεται με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση, είναι μια από τις πιο συγκινητικές και κατανυκτικές ακολουθίες.