«Σεβασμιώτατε, κυρίες και κύριοι,
Τα χρόνια φεύγουν και οι άνθρωποι που ελάμπρυναν με τους αγώνες και τις θυσίες τους την αντίσταση του ποντιακού και μικρασιατικού Ελληνισμού ενάντια στη συστηματική γενοκτονία του από μέρους των Νεότουρκων είναι άγνωστοι και ξεχασμένοι για τους πολλούς. Γι’ αυτό θεωρώ ως ελάχιστο φόρο τιμής στον σημαντικότερο οπλαρχηγό του Πόντου το στήσιμο ενός ανδριάντα στη Σκύδρα, που είναι το επίκεντρο χιλιάδων κατοίκων του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Θράκης.»
του Γιώργου Παναγιωτίδη,
Πολιτικού Επιστήμονα
Έτσι ξεκινούσα στις 3 Νοεμβρίου 1995 ένα σύντομο βιογραφικό για τον τιμώμενο σήμερα Βασίλειο Ανθόπουλο και ασφαλώς χρειάζονται πολλά συγχαρητήρια στον Δήμαρχο κ. Ιορδάνη Τζαμτζή και στο Δημοτικό Συμβούλιο της Σκύδρας που πήρε ομόφωνα απόφαση τότε, και σήμερα την έκανε πραγματικότητα κάνοντας όλους εμάς περήφανους που ήλθαμε εδώ να αποτίσουμε τον ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης προς τον Βασίλειο Ανθόπουλο, τον σημαντικότερο οπλαρχηγό των ανταρτών του Δυτικού Πόντου.
Είναι μια παραδεδεγμένη αρχή ότι η ελευθερία αποκτάται με αγώνες, θυσίες, αίμα και δάκρυα. Τα όσα θα αναφέρω για τον Βασίλειο Ανθόπουλο ταυτίζονται με την παραπάνω αρχή.
Η ζωή και δράση του είναι ένα κομμάτι μέσα στο μωσαϊκό των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στις αρχές του αιώνα μας και καθόρισαν ουσιαστικά τα σημερινά σύνορα της πατρίδας μας. Γεννήθηκε στο χωριό Κιζίκ της επαρχίας Απές του νομού Σεβάστειας του Πόντου στα 1888. Σπούδασε αρχιτεκτονική κοντά σε Γάλλο αρχιτέκτονα και έγινε σπουδαίος εργολάβος δημοσίων έργων. Λόγω της ιδιότητάς του αυτής πολλοί συγγραφείς τον αναφέρουν και σαν Βασίλ Ουστά (από τουρκ. usta, δηλαδή «αρχιμάστορας»).
Τη ζωή του σημαδεύει λίγο πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το γεγονός ότι αναγκάζεται να σκοτώσει τον Τούρκο βιαστή της γυναίκας του αδελφού του και έκτοτε ζει στην παρανομία. Στα 1914 ξεκινά ο Α’Π.Π. Στο μέτωπο του Καυκάσου ρωσικός και τουρκικός στρατός, σπρωγμένοι και από το μίσος των ηγετών τους, ρίχνονται σαν άγρια λιμασμένα θεριά να αλληλοσπαραχτούν. Η Ρωσία, από τα 4 σώματα στρατού που είχε στο μέτωπο του Καυκάσου, αναγκάζεται τα 3 να τα στείλει στο μέτωπο της Πολωνίας, και στο τουρκικό μέτωπο απομένει μόνο ένα. Με το σώμα αυτό και με εφέδρους ξεκινά τις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων και μπαίνει μέσα στο τουρκικό έδαφος.
Όμως από το Νοέμβριο οι Τούρκοι αντεπιτίθενται, με επιτυχία αποκρούουν τους Ρώσους και προωθούνται ως τα ρωσικά σύνορα. Ετοιμάζουν να εξαπολύσουν αιφνιδιαστική επίθεση και να συλλάβουν τον τσάρο, για τον οποίο έχουν πληροφορίες ότι έχει επισκεφθεί το μέτωπο του Καυκάσου. Τον τσάρο και τη Ρωσία σώζει η θανατερή παγωνιά που ενσκήπτει τη νύχτα της προετοιμαζόμενης επίθεσης και οι Τούρκοι δεν μπορούν να ξεμυτίσουν από τις θέσεις τους. Σύντομα μεταβάλλονται σε πολιορκημένους και χάνουν χιλιάδες στρατιώτες στις φονικότατες μάχες στα βουνά του Καυκάσου. Αιχμάλωτοι συλλαμβάνονται και από τις δύο μεριές και μεταξύ αυτών ένας Ρώσος στρατηγός, τον οποίο φυλακίζουν οι Τούρκοι στις φυλακές της Σεβάστειας. Εν τω μεταξύ οι Ρωμιοί που υπηρετούν στον τουρκικό στρατό τον εγκαταλείπουν κατά χιλιάδες και μετατρέπονται σε λιποτάχτες.
Με τέτοιους λιποτάχτες σχηματίζει ο Βασίλειος Ανθόπουλος ομάδα ανταρτών και κάποια μέρα επιτίθεται αιφνιδιαστικά στις φυλακές της Σεβάστειας, εξουδετερώνει την τουρκική φρουρά και απελευθερώνει τον αιχμάλωτο Ρώσο στρατηγό. Έτσι, κερδίζει την εμπιστοσύνη των Ρώσων, προκαλώντας μεγάλη εντύπωση στη ρωσική αυλή και το ρωσικό επιτελείο, το οποίο παίρνει εντολή να ενδιαφερθεί για τον τολμηρό άνδρα και να έλθει σε επαφή μαζί του μέσω των πρακτόρων του. Στη συνέχεια οι ρωσικές μεραρχίες κατανικούν τον τουρκικό στρατό και μπαίνουν βαθιά μέσα στο τουρκικό έδαφος, απελευθερώνοντας μεγάλο μέρος του ιστορικού Πόντου.
Οι Τούρκοι πανικόβλητοι εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα του Πόντου Τραπεζούντα, την οποία παραδίδουν στους Έλληνες και ιδιαίτερα στον Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο.
Ιστορική παρέμεινε η προσφώνηση του Τούρκου Βαλή Τσεμάλ προς τον Μητροπολίτη: «Από τους Έλληνες την πήραμε, στους Έλληνες και την παραδίδουμε». Σταματούν όμως την προέλασή τους στον Χαρχιώτη ποταμό λίγα χιλιόμετρα πριν την κατάληψη της Τρίπολης. Έτσι, ο Πόντος χωρίζεται στα δύο. Στον Ανατολικό Πόντο, που μετά την απελευθέρωσή του παρουσιάζει εκπληκτική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς, και τον Δυτικό Πόντο, που στενάζει ακόμη κάτω από τη σκλαβιά των Τούρκων και περιμένει εναγωνίως τους Ρώσους να έλθουν για απελευθέρωσή του.
Αυτό το διάστημα ο Βασίλειος Ανθόπουλος παίρνει το μήνυμα από τους Ρώσους επιτελείς που εδρεύουν στην Τραπεζούντα και μετά από δεκαήμερη πορεία μέσα στα βουνά καταφέρνει να φτάσει στην Τραπεζούντα. Συναντιέται με τον Ρώσο Συνταγματάρχη Αρτάτωφ, προϊστάμενο της ρωσικής μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών, και του εκθέτει τις ιδέες του για απελευθέρωση του Πόντου. Μιλά με πάθος και πεποίθηση για τη σοβαρή ενίσχυση που θα μπορούσαν να δώσουν οι Ρωμιοί αν εξοπλίζονταν από τους Ρώσους και αν οι τελευταίοι έκαμναν ορισμένες απαραίτητες πολεμικές επιχειρήσεις. Ο Ρώσος συνταγματάρχης άκουσε προσεχτικά τον νευρώδη άνδρα με τα μαύρα ζωηρά μάτια, που είχε δείξει τόση παλικαριά στην απελευθέρωση του Ρώσου στρατηγού, βάζοντάς τα με τους Τούρκους και κάνοντάς τους να τον τρέμουν. Ωστόσο έβλεπε ότι ο ενθουσιασμός του Έλληνα υπερέβαλε τις δυνατότητες και ήθελε πρακτικά να διαπιστώσει τι πραγματικά μπορούσε να προσφέρει στη δημιουργία μεγάλου αντάρτικου στα μετόπισθεν των Τούρκων.
Έτσι, συμφώνησαν να του δώσουν όπλα και αυτός να στρατολογήσει τους Ρωμιούς λιποτάχτες στην περιφέρεια της Σαμψούντας, όπου πλειοψηφούσε το ρωμαίικο στοιχείο. Σε αντιστάθμισμα οι Ρώσοι υποσχέθηκαν γρήγορα να προελάσουν και να απελευθερώσουν και το Δυτικό Πόντο που καταδυναστευόταν αφάνταστα από τους Νεότουρκους. Η συνάντηση κλείνει με μια τελετή κατά την οποία οι Ρώσοι παρασημοφορούν τον Βασίλειο Ανθόπουλο για την απελευθέρωση του στρατηγού τους και του απονέμουν το αξίωμα και τη στολή του Ρώσου αξιωματικού, που έκτοτε δεν αποχωρίζεται.
Η βοήθεια των Ρώσων σε οπλισμό ξεκινά από 35 γιαπωνέζικα όπλα και γρήγορα θα φτάσει τις 2000. Ο Βασίλ Ουστά είναι μεθοδικός, αεικίνητος, γρήγορος στις αποφάσεις του και τολμηρός. Οργανώνει υπηρεσία πληροφοριών και συγκεντρώνει στρατιωτικές πληροφορίες για τις τουρκικές δυνάμεις της Σαμψούντας, για τη σύνθεσή τους και για τις μετακινήσεις τους. Καταδιώκει τουρκικές συμμορίες που σφάζουν αμάχους Ρωμιούς και πυρπολεί τα χωριά τους. Τους συλλαμβάνει και τους εκτελεί. Γίνεται το φόβητρο των Τούρκων.
Δίνει αέναες μάχες και ξεφεύγει από τον κλοιό των Τούρκων οι οποίοι οργανώνουν πάσει θυσία την εξόντωσή του. Ο Βασίλειος Ανθόπουλος ή Βασίλ Ουστά ή Βασίλ Αγάς αναγνωρίζεται σαν γενικός αρχηγός των αντάρτικων δυνάμεων του Δυτικού Πόντου, που συνεχώς αυξάνονται μπροστά στη συστηματική γενοκτονία του ποντιακού Ελληνισμού με τις εκτοπίσεις στα ενδότερα. Στην προσπάθειά του να προωθήσει 2000 όπλα που του στέλνουν οι Ρώσοι, δέχεται την επίθεση ενός τάγματος τουρκικού στρατού. Εδώ δείχνει μεγάλες στρατιωτικές ικανότητες, αγωνιστικότητα και ευψυχία.
Καταφέρνει να αποκρούσει τους Τούρκους, αποδεκατίζοντάς τους, να τους αποφύγει και να περατώσει την επιχείρηση μεταφοράς των οπλών στους αντάρτες της Σαμψούντας με επιτυχία. Στη συνέχεια τράβηξε για τα μεσόγεια του Πόντου, για να οργανώσει καινούργιο αντάρτικο. Έχει πλέον ξεκάθαρες αντιλήψεις για ένοπλη αντίσταση των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας ενάντια στους Νεότουρκους, γιατί έχει αντιληφθεί τις προθέσεις τους για συστηματικό εξανδραποδισμό του ελληνικού στοιχείου κατά το πρότυπο εξόντωσης των Αρμενίων λίγο νωρίτερα. Περιμένει πάντα εναγωνίως τη βοήθεια των Ρώσων και την προέλασή τους, όμως ο χρόνος περνούσε. Φτάσαμε στο Σεπτέμβριο του 1916 και ο αρχικαπετάνιος κυριεύτηκε από μεγάλη αγωνία και αδημονία.
Ο ρώσικος στρατός δεν φαινόταν πουθενά να έλθει να ελευθερώσει το Δυτικό Πόντο. Ύπνος δεν τον έπιανε. Τριγυρνούσε στο λημέρι του σιωπηλός και σκεφτόταν τη φωτιά που άναψε στο Δυτικό Πόντο, χωρίς να φαίνεται πουθενά η λυτρωτική οπτασία της λευτεριάς. Έτσι, διαπίστωσε έντρομος κάτι που δεν ήθελε να πιστέψει. Ότι δηλαδή οι Ρώσοι δεν είχαν σκοπό να προχωρήσουν και να καταλάβουν το Δυτικό Πόντο όπως είχαν συμφωνήσει. Δεν γνώριζε τις πανωλεθρίες του ρωσικού στρατού στις μάχες του με τους Γερμανούς και την επανάσταση που ετοίμαζε τον επόμενο χρόνο στα 1917 ο Λένιν μέσα στη Ρωσία. Δεν κατάφερε να συμφιλιωθεί με την ιδέα της ρούσικης εγκατάλειψης και έτσι πήρε την απόφαση να ξαναπάει ο ίδιος στην Τραπεζούντα να εξακριβώσει από τους υπεύθυνους στρατιωτικούς παράγοντες την αλήθεια.
Προηγουμένως είχε πάει στα λημέρια των ανταρτών της Σαμψούντας και συνεννοήθηκε με τους καπετάνιους της περιοχής για τη νέα μακρινή αποστολή του. Όλοι συμφώνησαν μαζί του πως έπρεπε να πιεστούν οι Ρώσοι να τηρήσουν την υπόσχεσή τους και προπάντων να δώσουν περισσότερα όπλα για την αντιμετώπιση της εκδικητικής μανίας των Τούρκων, που ξέσπασε πάνω στα άμαχα και αθώα γυναικόπαιδα. Πήρε μαζί του 80 διαλεχτά παλικάρια για τη μεγάλη και επικίνδυνη αποστολή προς την Τραπεζούντα. Τον συνόδευαν οι ευχές όλων των καπετανέων του Δυτικού Πόντου.
Μια πορεία δύσκολη μέσα σε πυκνά δάση, μόνο τη νύκτα και με το φόβο να μη τους δουν και τους καταδώσουν οι Τούρκοι. Μια εποποιία με συνεχείς μάχες και τον κίνδυνο να συλληφθούν αιχμάλωτοι ή να σκοτωθούν. Το πρωτοπαλίκαρό του, Δημήτριος Κουτσογιαννόπουλος, που διέσωσε το ημερολόγιο του Βασίλειου Ανθόπουλου και το έκανε βιβλίο με τίτλο «Ανάμεσα στους Αντάρτες του Πόντου», περιγράφει με παραστατικό τρόπο τους κινδύνους που διέτρεξαν και τη μεγαλοσύνη του αρχηγού, που αποδείχτηκε και πάλι ευφυέστατος, οξυδερκής και γενναιόψυχος και κατάφερε να ξεφύγει από το συνεχή ασφυκτικό τουρκικό κλοιό, φτάνοντας μa χίλια βάσανα και πάλι στην Τραπεζούντα. Σ’ όλη αυτή την περιπέτειά του τον συνόδευε η γυναίκα του Αναστασία, που αποδείχθηκε άξια σύντροφος και αγωνίστρια. Η συνάντησή του με τον Αρτάτωφ δεν τον ικανοποίησε. Του εξέθεσε την τραγική θέση των Ελλήνων του Δυτικού Πόντου μετά την καθυστέρηση προέλασης του ρωσικού στρατού. Ο Ρώσος συνταγματάρχης του έδωσε αόριστες υποσχέσεις και γενικά ξέφευγε από τη συζήτηση. Η κατάσταση στο εσωτερικό της Ρωσίας από την προετοιμαζόμενη επανάσταση του Λένιν και οι τραγικές ήττες του ρωσικού στρατού στο ανατολικό μέτωπο δεν επέτρεπαν καμιά αισιοδοξία. Το μόνο που κατάφερε ο Βασίλ Ουστά ήταν να πάρει εξοπλισμό για εξακόσιους νέους αντάρτες και να δραστηριοποιηθεί εκ νέου στα μετόπισθεν του τουρκικού στρατού.
Τα γεγονότα στη συνέχεια είναι γνωστά: οι Ρώσοι μετά την επανάσταση πέταξαν τα όπλα τους και εγκατέλειψαν τον Πόντο στην εκδικητική μανία των Τούρκων. Ο Βασίλ Ουστά φεύγει και έρχεται με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Συναντιέται με Έλληνες αξιωματικούς και ιδιαίτερα συνδέεται με τον αξιωματικό Άκογλου Ξενοφώντα, εθελοντή του τάγματος του Πόντου. Προτείνει και απαιτεί βοήθεια από την Ελλάδα. Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν υπάρχει ανάλογη ανταπόκριση. Ο Βενιζέλος δεν έχει πολιτική εξ αρχής για τον Πόντο και στις μέχρι τότε διεθνείς σχέσεις του ήταν υπέρ της Αρμενικής λύσης. δηλαδή Ποντιοαρμενικού κράτους, που έβρισκε αντίθετο τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο, ενώ γενικά αγνοούσε το μέγεθος και την αξία του ποντιακού ελληνισμού. Έτσι, δεν αποστέλλονται αξιωματικοί, όπως θα ‘πρεπε, στον Πόντο για να οργανώσουν τους χιλιάδες αντάρτες, που φλέγονταν από ενθουσιασμό και θέληση να υπερασπίσουν τα ιερά και όσια τους. Έμειναν μόνοι και αβοήθητοι και ό,τι έκαναν το έκαναν μόνοι τους.
Αλλά και οι προύχοντες του Πόντου και όσοι συμμετείχαν στη Βουλή του Ανεξάρτητου Πόντου του Βατούμ δεν μπόρεσαν να δουν τη δυναμική του Κεμαλικού κινήματος. Πίστεψαν ότι η γονατισμένη Τουρκία της Συνθήκης των Σεβρών δεν επρόκειτο ποτέ να σηκώσει κεφάλι. Δεν δημιούργησαν στρατιωτική υποδομή στον Ανατολικό Πόντο και δεν είχαν στρατιωτική παρουσία στο Δυτικό. Άφησαν τους Τούρκους εθνικιστές, με επικεφαλής τον Τοπάλ Οσμάν, να καταφύγουν στις σφαγές, με σκοπό να απαλλαγούν από την παρουσία των Ελλήνων και να αλλοιώσουν δημογραφικά τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Εν μέρει το κατάφεραν. Αν όμως Έλληνες στρατιωτικοί είχαν αποβιβαστεί νωρίτερα από τον Κεμάλ στα χωριά και τις πόλεις του Δυτικού Πόντου, δεν θα μπορούσε να εγκληματεί ο κάθε Τοπάλ Οσμάν χωρίς το φόβο των αντιποίνων.
Αυτή είναι η κριτική του Πόντιου ιστορικού και συγγραφέα Γεώργιου Ανδρεάδη και δείχνει ότι πολλοί ήσαν αυτοί που δεν φάνηκαν αντάξιοι των περιστάσεων.
Ο Γιώργος Παναγιωτίδης, η Μαρία Ανδρεάδου και ο εγγονός του Βασίλειου Ανθόπουλου Ιωάννης Κυριακίδης.
Έλειψε δηλαδή από όλους τους προαναφερόμενους το πνεύμα αγωνιστικότητας, θυσίας και προβλεπτικότητας που διέκρινε τον Βασίλειο Ανθόπουλο, ο οποίος και πάλι επέστρεψε στον Πόντο, όπου και άφησε τα κόκαλά του, αφού σκοτώθηκε σε ενέδρα από τους Τούρκους. Προτίμησε δηλαδή ως πραγματικός αρχηγός αντί να μείνει στην ελεύθερη Ελλάδα να γυρίσει πίσω και να δώσει δραματικό τέλος στη ζωή του, μπροστά στο δράμα χωρίς τέλος του ποντιακού και του μικρασιατικού Ελληνισμού. Η αγωνία του να συντηρήσει οικονομικά τα αντάρτικα σώματα τον σπρώχνει στην παράτολμη ιδέα, την οποία και κάνει πράξη, να νοθεύσει το τούρκικο νόμισμα.
Όμως η τύχη του και η ζωή του έχουν πλέον προδιαγραφεί. Επικηρύσσεται από το Κεμαλικό καθεστώς και δολοφονείται σε ενέδρα στην Κωνσταντινούπολη, αφού καταφέρνει να σκοτώσει δύο από την ομάδα των δολοφόνων του.
Κυρίες και κύριοι,
Υπάρχει και η άποψη ότι το αντάρτικο έβλαψε τον Ελληνισμό του Πόντου, αφού προκάλεσε αντίποινα των Τούρκων εις βάρος του. Η άποψη αυτή είναι ανιστόρητη και δεν δικαιολογούνται σήμερα να την επικαλούνται όσοι την επικαλούνται.
Είναι γνωστό ότι από την επανάσταση των Νεότουρκων στα 1908 μπήκε το σύνθημα «Η Τουρκία στους Τούρκους». Από τότε είχε αποφασισθεί η γενοκτονία των μειονοτήτων Ελλήνων και Αρμενίων που έλεγχαν την οικονομική ζωή της Τουρκίας. Την ιδέα την είχαν δώσει οι Γερμανοί, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν ζωτικό χώρο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Μέση Ανατολή, διαπίστωσαν τον έλεγχο της οικονομικής ζωής της Τουρκίας από τους Έλληνες και Αρμένιους, όπως προείπα. Έπρεπε για τους Γερμανούς να εξοντωθούν Αρμένιοι και Έλληνες για να ‘ρθουν αυτοί. Έτσι, οι Νεότουρκοι απλώς περίμεναν την κατάλληλη στιγμή. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τους έδωσε την αφορμή και επέβαλαν τα Αμελέ Ταπουρού και τη Λευκή Γενοκτονία των εκατοντάδων χιλιάδων αθώων γυναικόπαιδων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, που πέθαναν από τις κακουχίες, την πείνα και τις αρρώστιες κατά τη διάρκεια των εκτοπίσεών τους. Άλλους τους έσφαζαν οι τσετέδες, που καραδοκούσαν στα περάσματα του Σεϊτάν Ντερεσί, δηλαδή στο Ποτάμι του Διαβόλου, και άλλους τους κρεμούσαν στις πλατείες της Αμάσειας και των άλλων πόλεων. Το δυστύχημα για τον Ελληνισμό του Πόντου ήταν ότι δεν βρέθηκαν πάρα πολλοί σαν τον τιμώμενο σήμερα Βασίλειο Ανθόπουλο να ορθώσουν ανάστημα και να αντιτάξουν στη βία την αντιβία. Κυρίως έφταιξαν οι Ελληνικές κυβερνήσεις και η Βουλή του Βατούμ που δεν έφτιαξαν έναν πανομοιότυπο Μακεδονικό Αγώνα στο χώρο του Πόντου.
Όπως τη Μακεδονία την κέρδισαν με το αίμα τους οι Μακεδονομάχοι, έτσι μπορούσε να σωθεί και ο Πόντος. Αυτά τα παραπάνω αναφέρονται στο βιβλίο του Γεωργίου Ανδρεάδη «Από το Μύθο στην Έξοδο» και απεικονίζουν τη σκληρή πραγματικότητα.
Όμως, κυρίες και κύριοι, τα «εάν» δεν έχουν καμία σημασία για την ιστορία. Σημασία έχει δια της ιστορίας να διδάσκεσαι από τα λάθη σου και να μην τα επαναλαμβάνεις.
Η θυσία του Βασίλειου Ανθόπουλου ας γίνει φωτεινό παράδειγμα για όλους εμάς, παράδειγμα θάρρους, αγωνιστικότητας και αυτοθυσίας, που συνεχίζει τις αγωνιστικές παραδόσεις της κλεφτουριάς του 1821, των Υψηλάντων, Κολοκοτρωναίων, Ανδρούτσων, Διάκων και αργότερα των Μακεδονομάχων, αλλά και τόσων άλλων που έδωσαν το αίμα τους για τη διατήρηση των ελληνοχριστιανικών παραδόσεών μας και την ελευθερία του Ελληνικού έθνους. Σε μας απομένει να αντιταχθούμε στην καινούργια βία που έρχεται από ανατολικά, πάντα ενωμένοι, για να μην κλάψουμε ποτέ πια για άλλες χαμένες πατρίδες.
Σεβασμιώτατε, κυρίες και κύριοι,
Τελειώνω με μια φράση που εμπνέει, συντηρεί και αποτελεί ιερή παρακαταθήκη για τη συνέχιση της αγωνιστικότητας του ποντιακού Ελληνισμού:
Η ΡΩΜΑΝΙΑ ΚΙ ΑΝ ΠΕΡΑΣΕ ΑΝΘΕΙ ΚΑΙ ΦΕΡΕΙ ΚΙ ΑΛΛΟ.
Βασίλειος Ανθόπουλος
(Βασίλ Αγάς)
του Κωνσταντίνου Ανδρεάδη,
30 Καλομηνά 1998, Λιποχώρι-Πέλλας
Ένας Αητένς, τρανός Αητένς α σή Ακρίτα γαίμαν,
έρθεν Σκύδραν κ’ εγόνεψεν και φαίνεται άμον ψέμα.
Πετά αδά ολόγερα με τ’ άρματα ζωσμένος,
τα φισακλίκια σταυρωτά σ΄ ωμία φορτωμένος.
Ατός τρανός Σταυραετός σου Πόντου τα ραχία
χρόνια πολλά ετυρένιζεν τα τούρκικα τα ψήα.
Σα δυσακά των Κομνηνών την Αυτοκρατορίαν
Λιθάρ εσέγκεν και θεμέλ’ για την ελευθερίαν.
Η γη εσυνταράουσουν όπου ατός επάτνεν,
Βασίλ’ Αγάς με τ’ όνεμαν πάντα μαρτέν εκράτνεν.
Ατός έτον Τραντέλλενας, οπλαρχηγός με βούλαν
τοι Τούρκ’ς όλ΄τς εταγούτεψεν κι εκρέμασεν την γούλαν.
Ατοίν’τς όλ’ τς επολέμεσεν, έγραψεν ιστορίαν
ση Πάφρας τα ψηλά ραχιά, λεονταρί καρδίαν.
Εκεί σα Άγια χώματα, σου Πόντου τα παρχάρα
Ποτάμ’ το αίμα έξενα κι’ επότσεν τα χορτάρα.
Κι’ εμείς εσέν, Ανθόπουλε, μεγάλε Καπιτάνε,
Μνημείο τώρα έστεσαμ’ ο κόσμον ας μαθάνε.
Βασίλ’ Ουστά, επολέμεσες για την ελευθερίαν,
για Πόντο, οικογένεια και για ορθοδοξία.
Και η Πατρίδα πρέπ’ να εφτάει το χρέος ατς πα μίαν
Βασίλ’ Αγά, το όνεμας ας γράφτ’ σην ιστορίαν.
Τα γενεάς που έρτανε την μνήμης να τιμούνε,
τον χρόνον μίαν δάφνενον στεφάν’ εσέν χρωστούνε.
Ολίγα κ΄άλλο ας γράφτομε, Βασίλ Αγά, θερίον,
κάποτε θα διαβάσκουνταν σ’ Ελληνικόν Σχολείον.
Έγκεν κι΄’ εφέκεν σο Ριζό γαρήν και τα παιδία τ’
κι’ αμάν εκλώστεν ξαν εκεί π’ επέμνεν η καρδία τ’.
Έτονε το δεκαοκτώ που έρθεν τη χρονίας
οι Τούρκ’ σον Πόντον έκαιγαν χωρία, πολιτείας.
Η ψή ατ’ έτονε να πάει σ΄Αντάρτικα ομάδας
τον Τούρκον για να κυνηγά π΄εκλαίνιζεν μανάδας.
Εκεί ανδραγαθήματα εποίκεν με θυσίας
κι΄εφέκεν σε ζογρόν κλαδίν τοι Τσέτες τη Τουρκίας.
Τοι Τούρκ’ ς εντούνεν σο κιφάλ, σην ψην και σην καρδίαν
κι εφείνεν ατοίν΄τς να έκαιγαν Σχολείον και εκκλεσίαν.
Εγλύτωσεν και Στρατηγόν Ρώσσον φυλακισμένον
επείρεν και παράσημον, αέτς έτον γραμμένον.
Κι θέλω εγώ παράσημα, δόξας ασοί Ρουσσάντας,
φουσέκια είπεν δώστεμεν να κρούω τοι Τουρκάντας.
Ατό έτον το παλικάρ’ Θάνατον κι εφογούντον
Βασίλ΄Αγάς με τ΄όνεμαν τον Πόντον ελυπούντον.
Έλεπεν που εβοήθαναν οι τρανοί την Τουρκίαν
εγροίξεν πως εσούμωνεν σ΄εμάς γενοκτονίαν.
Εκεί σα μέρα τα Άγια εφέκεν την ζωήν ατ’
με το μαρτέν πάντα σο χερ΄ παρέδωκεν την ψην ατ΄.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ποντιακή Γνώμη - Τεύχος Μαΐου