Περνάμε στην τελευταία και κορυφαία φάση των δραστηριοτήτων του μεγάλου Ιεράρχη και Εθνάρχη. Οι δραστηριότητες, μάλιστα, αυτής της περιόδου κλιμακώνονται καθώς περνάμε από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (Οκτ. 1940-Απρ. 1941) στην ύπουλη γερμανική εισβολή και στην τριπλή κατοχή της χώρας.
Στην πρώτη περίοδο (ελληνοϊταλικός πόλεμος) θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε στο πρόσωπο του Χρύσανθου, τον μεγάλο Ιεράρχη και στοργικό Πατέρα του μαχόμενου, στρατευμένου και μη, ελληνικού λαού. Στη δεύτερη (γερμανική εισβολή- Κατοχή) ο Χρύσανθος ορθώνεται όχι μόνο ως Λυτρωτής Ιεράρχης, αλλά και ως ο κατεξοχήν Εθνάρχης των Ελλήνων, δεδομένου ότι οι ταγοί της Πολιτείας (βασιλεύς και Κυβέρνηση) είχαν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα και βρίσκονταν στη Μ. Ανατολή.
Ιεράρχης και Πατέρας στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο
Συγκινητικές και καίριες οι ενέργειες του Χρύσανθου. Πρώτα — πρώτα, απευθύνει επιστολή καταγγελίας της απρόκλητης ιταλικής επίθεσης σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες (16/11/1940).
Ταυτόχρονα οργανώνει και ενεργοποιεί έναν ολόκληρο μηχανισμό προσφοράς βοήθειας και ηθικής στήριξης στους μαχόμενους στρατιώτες. Συγκεκριμένα:
- Με την οργάνωση «ΠΡΟΝΟΙΑ ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ» συγκέντρωσε, μέσω 2.000 εθελοντών, πολλά εκατομμύρια δρχ., για την ενίσχυση των οικογενειών των στρατευμένων.
- Ο ίδιος προσωπικά και ειδική ομάδα ιερέων επισκέπτονταν τακτικά τα νοσοκομεία, για την τόνωση του ηθικού των τραυματιών.
- Για την τόνωση του ηθικού των στρατιωτών του μετώπου, συχνή ήταν και η αποστολή Γραμμάτων Παρηγοριάς, αλλά και θρησκευτικών εντύπων.
Ιεράρχης και Εθνάρχης στη γερμανική εισβολή - Κατοχή
Είναι να θαυμάζει κανείς το γενναίο Διάγγελμα της Ι. Συνόδου, προς τον Ελληνικό λαό και το στρατό, για την ανίερη γερμανική επίθεση και, μάλιστα, την ημέρα της εισβολής (6 Απριλ. 1941). Το Διάγγελμα αυτό εξέπεμψε το πρώτο μεγάλο Ηθικό και Εθνικό Μήνυμα της αδούλωτης Ελλαδικής Εκκλησίας στη γερμανοκρατούμενη, αλλά αδούλωτη Ελλάδα.
Όμως η μεγαλοσύνη του Χρύσανθου σ’ αυτή τη φάση δε φαίνεται τόσο από τα όσα έγραψε, όσα από τα όσα έπραξε.
Αρνείται να συμμετάσχει στην επιτροπή υποδοχής των Γερμανών (μαζί με το Νομάρχη, το Δήμαρχο και το Φρούραρχο) κατά την είσοδό τους στην Αθήνα.
«Έργο του Αρχιεπισκόπου δεν είναι να υποδουλώνει, αλλά να απελευθερώνει» ήταν η γενναία του απάντηση. Κατ’ επέκταση, αρνήθηκε να αρχιερατήσει στη «Δοξολογία» για τη γερμανική κατοχή της πόλης.
Αλλά και την πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου αρνήθηκε να ορκίσει. «Η Κυβέρνησις την οποία όρκισα εξακολουθεί να συνεχίζει τον πόλεμον. Άλλην κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω» (29/4/1941).
Δεν σταματούν εδώ οι εθναρχικές του δραστηριότητες. Δεδομένου ότι η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου είναι υποχείρια των κατοχικών δυνάμεων, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η έντονη διαμαρτυρία του Χρύσανθου στον πληρεξούσιο του Γ’ Ράιχ, για τα βουλγαρικά εγκλήματα στην Αν. Μακεδονία.
Όμως, και μετά την αντικανονική καθαίρεσή του (6 Ιουλ. 1941) από εγκάθετους αρχιερείς, με τη στήριξη των γερμανικών Αρχών, συνέχισε την εθνική του δράση, παρά την ταλανιζόμενη υγεία του, από το σπίτι του (Σουμελ 4): Σ’ όλο το διάστημα της Κατοχής κρατούσε τακτική επαφή με την Κυβέρνηση της Μ. Ανατολής, μέσω μυστικού ασυρμάτου, με την ιδιότητα του προεδρεύοντος της «Εθνικής Επιτροπής» για την οργάνωση και προώθηση Ομάδων Εθνικής Αντίστασης.
Την ανθοδέσμη της ιεραρχικής και εθναρχικής ακτινοβολίας του Χρύσανθου, μετά τον ξεριζωμό, διανθίζουν και άλλες δραστηριότητες, οι οποίες δίνουν υψηλή ποιότητα στην όλη προσφορά του στην Εκκλησία και στο Γένος.
Ως πρώτος Πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και Δ/ντής του επιστημονικού Περιοδικού «ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» (1927-1949), αλλά και ως συγγραφέας του περισπούδαστου έργου «Η Εκκλησία της Τραπεζούντας» (1933), για το οποίο εξελέγη Ακαδημαϊκός από την Ακαδημία Αθηνών (1939), θα λέγαμε ότι και εδώ στην Ελλάδα συνέχισε το έργο του Εθνάρχου των Ποντίων σε πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο. Διότι τόσο η «Επιτροπή», όσο και το περιοδικό, λειτουργούν, μέχρι και σήμερα, ως η καλύτερη κιβωτός διάσωσης και καλλιέργειας της κουλτούρας του ιστορικού Πόντου.
Πηγή: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟN