Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Κατανόηση, λειτουργική πρόταξη και νοηματοδότηση της ιστορίας. Προς έναν επαναπροσδιορισμό των συμβόλων


του Θεοδόση Κυριακίδη

Το θέμα το οποίο θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο είναι η χρήση ή η κατάχρηση των ιδεολογικών οραμάτων των Ποντίων που αποτυπώνονται στη σημερινή μνημειακή πραγματικότητα. Μιλάμε για τα μοναστήρια που ξαναχτίστηκαν στην Ελλάδα. Η στάση μας απέναντι σε αυτά φαίνεται να έχει την έννοια της χρηστικής εκμετάλλευσης ενός αντικειμένου. Δεν φαίνεται πλέον να λειτουργούν ως πηγές ανατροφοδότησης και νοηματοδότησης της ποντιακής μας αυτοσυνειδησίας και ταυτότητας. Αυτό ίσως οφείλεται σε ένα έλλειμμα ωριμότητας και ικανότητας να διαχειριστούμε την ποντιακή μας ταυτότητα σύμφωνα με την ουσία της.

Θεμελιακή μας πεποίθηση είναι πως μια βασική λειτουργία αυτών των ιδρυμάτων θα έπρεπε να είναι η ενίσχυση και η ανατροφοδότηση της συλλογικής μνήμης της συγκεκριμένης πολιτισμικής ομάδας στην οποία απευθύνεται το μνημείο.

Ποια είναι, όμως, σήμερα η σχέση της μνήμης, ατομικής και συλλογικής, με το χώρο;

Μήπως αυτό το ερώτημα θα έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο μιας συζήτησης για τις προοπτικές των μνημείων αυτών στη σύγχρονη Ελλάδα; Είναι πασιφανές πως όταν υπάρχει παντελής άγνοια της ιστορίας αυτών των μνημείων, του σκοπού της επανιδρύσεώς τους, αλλά και αδυναμία άρθρωσης λόγου για το ποιο θα μπορούσε να είναι το μέλλον τους, τότε η στασιμότητα ή το συνεχώς μειούμενο ενδιαφέρον –ειδικά στη σημερινή εποχή- είναι κάτι παραπάνω από δεδομένα. Η άγνοια είναι πολύ επικίνδυνη και οδηγεί στη λήθη. Δεν μπορείς να υπερασπιστείς κάτι που αγνοείς αλλά επίσης δεν μπορείς και να εμπνευστείς από κάτι που αγνοείς.

Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε μια φαινομενικά ασύνδετη σχέση που έχουμε με τη φιλανδική πραγματικότητα. Οι έλληνες πόντιοι έχουμε μια κοινή ιστορία με τους Φιλανδούς σχετικά με τα μοναστήρια που ξαναχτίστηκαν στην Ελλάδα. Η δική μας ιστορία μάς προίκισε με μνημεία όπως την Παναγία Σουμελά, τον Βαζελώνα, τον Περιστερεώτα, για να μείνω στα τρία κυριότερα, ενώ η φιλανδική ιστορία κοσμείται από τη μονή του Valamo. Ποια είναι, όμως, η μονή του Valamo και τι σχέση μπορεί να έχουν τα δικά μας μοναστήρια με αυτήν; Ας διατρέξουμε εν τάχει την ιστορία της. Ιδρύθηκε σύμφωνα με την παράδοση τον 12ο αιώνα ή το αργότερο τον 14ο αιώνα από τους αγίους Σέργιο και Herman, οι οποίοι ασκήτευσαν στο νησί του Βάλαμο στη λίμνη Ladoga.

Η ιστορία του μοναστηριού περιλαμβάνει περιόδους άνθησης αλλά και σημαντικών δυσκολιών. Η μεγαλύτερη ακμή του παρατηρήθηκε τον 16ο αιώνα αλλά στις αρχές του 17ου καταστράφηκε εντελώς, με αποτέλεσμα να ερημώσει για περισσότερα από εκατό χρόνια.

Με χορηγία του τσάρου Μεγάλου Πέτρου στα 1716 το μοναστήρι ξαναχτίστηκε και από τότε μέχρι τον 20ο αιώνα διένυσε χρυσά χρόνια με πρόοδο τόσο πνευματική όσο και υλική. Δημιουργήθηκε μια μεγάλη κοινότητα που περιλάμβανε δώδεκα σκήτες ή υποδεέστερα μοναστήρια.

Ήταν τόσο μεγάλη η ακμή του μοναστηριού στις αρχές του 20ου αιώνα ώστε στα 1913 είχε 359 μοναχούς και 562 δόκιμους. Ο πρώτος και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχαν δραματική επίδραση στη μονή ή οποία τελικώς εκκενώθηκε το 1940 και οι 200 μοναχοί βρήκαν νέα στέγη στο Papinniemi του Heinävesi.

Οι επόμενες δεκαετίες ήταν πολύ δύσκολες για τη συνέχεια της μονής καθώς οι περισσότεροι από τους μοναχούς ήταν ηλικιωμένοι και ο αριθμός της αδελφότητας συρρικνωνόταν επικίνδυνα. Το 1970, όμως, παρατηρήθηκε μια αναγέννηση. Χτίστηκε καινούργια εκκλησία και άρχισαν να προσέρχονται δόκιμοι μοναχοί. Πλέον τα κυριότερα έσοδα της μονής δεν ήταν η αγροτική καλλιέργεια, όπως παλιότερα, αλλά ο τουρισμός ο οποίος συνεχώς αυξανόταν. Σήμερα στη μονή του νέου Valamo διακονούν περίπου 10 μοναχοί και είναι ένας βασικός θρησκευτικός προορισμός και κέντρο της ορθόδοξης κουλτούρας στη Φιλανδία. Η ιερά Μονή είναι ανοικτή όλο το χρόνο και οι επισκέπτες είναι ευπρόσδεκτοι να μείνουν για μικρό η μεγάλο διάστημα.

Περισσότερες πληροφορίες για αυτούς που ενδιαφέρονται για αυτήν την όαση, φυσική και πνευματική, παρέχονται στον επίσημο ιστότοπο της μονής που είναι: www.valamo.fi

Η μονή και το Σωματείο του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα έχουν στενούς και χρόνιους δεσμούς με τη μονή του Valamo. Μάλιστα το καλοκαίρι του 2008 φιλοξενήθηκαν στις εγκαταστάσεις της μονής στο Ροδοχώρι της Νάουσας, ο επίσκοπος Joensu Αρσένιος, ο ηγούμενος της μονής Σέργιος, ιερείς και λαϊκοί από τις ενορίες του Illomantsi και του Taipale. Οι πολιτισμικές αυτές ανταλλαγές θα συνεχιστούν αφού προγραμματίζεται μια εκδρομή από το Δ.Σ. του Σωματείου σε συνεργασία με την Περιφερειακή Ένωση Νεολαίας Θεσσαλονίκης της Π.Ο.Ε., ενώ η επόμενη επίσκεψη των Φιλανδών στη μονή προγραμματίζεται για το καλοκαίρι του 2010.

Ποιο είναι λοιπόν το κοινό στοιχείο των δικών μας μοναστηριών με τη μονή Valamo; Το κοινό τους σημείο βρίσκεται στο γεγονός πως αποτελούν μνημεία σπουδαίας ιστορικής σημασίας από τη μια, ενώ από την άλλη η ιστορία τούς διαφύλαξε κοινή μοίρα. Οι φυσικοί ιδιοκτήτες εκδιώχθηκαν από τα μνημεία αυτά και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο στον οποίο τα μοναστήρια αυτά πρωτοιδρύθηκαν. Ένα άλλο κοινό σημείο είναι ότι η διάθεση διατήρησης της ιστορίας τους, τους οδήγησε στο να ξαναχτίσουν τα μνημεία τους στις νέες τους πατρίδες.

Οι παράλληλες αυτές πορείες Φιλανδών και Ελλήνων έχουν, όμως, και κάποιες διαφορές.

Οι βασικές διαφορές μεταξύ Σουμελάς, Περιστερεώτα, Βαζελώνα με τη μονή του Valamo είναι δυο. Η πρώτη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι οι Φιλανδοί ξανάχτισαν τη μονή τους. Εμείς χτίσαμε μνημεία που θυμίζουν μεν αυτό το οποίο αφήσαμε πίσω αλλά που έχουν έναν εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό. Και αυτό μας φέρνει στη δεύτερη και σημαντικότερη διαφορά μας. Η αντίληψη των Φιλανδών για τη λειτουργία της μονής Valamo και η αντίληψη των Ελλήνων για την λειτουργία των δικών μας μονών.

Αν ανατρέξουμε στις προηγούμενες δεκαετίες θα δούμε ότι το όραμα των πρωτεργατών ήταν οι χώροι αυτοί να αποτελούν χώροι «αναβαπτισμού στα νάματα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού». Αν προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε αυτή τη γενική διατύπωση που έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί σε καταστατικά, ομιλίες και δημοσιεύσεις, θα διατυπώναμε την άποψη ότι τα μνημεία αυτά θα πρέπει να λειτουργούν ως χώροι ανατροφοδότησης της μνήμης, χώροι παραγωγής γνώσης και χώροι έμπνευσης για το μέλλον. Με άλλα λόγια, οι μνημονικοί αυτοί τόποι δημιουργήθηκαν για να αναπαράγουν στην κοινότητα την ιστορική μνήμη. Με αυτήν την έννοια το παρελθόν έχει τη δυναμική να δώσει υπόσταση στο μέλλον. Όμως είναι αυτονόητο ότι το μέλλον θα λάβει ανάλογη μορφή και κατεύθυνση σύμφωνα με το περιεχόμενο και την ερμηνεία που θα δώσει κάποιος στο παρελθόν του. Δηλαδή η αποκωδικοποίηση του παρελθόντος και η γνώση μαζί με τα διδάγματα που θα μας παρέχει, θα μας επιτρέψει να χαράξουμε την μελλοντική μας πορεία.

Ας δούμε λοιπόν τι νόημα δώσαμε στο παρελθόν εξετάζοντας τη σημερινή κατάσταση στις ανιστορημένες μονές. Πως αντιλαμβάνονται σήμερα οι ιθύνοντες αυτόν τον αναβαπτισμό στα «νάματα της παράδοσης»; Έκδηλες είναι οι προσπάθειες διατήρησης της παράδοσης μέσα από μια σειρά εκδηλώσεων. Κύρια, όμως, δραστηριότητα είναι η ανάκληση μνήμης και "παραδόσεων" μέσα από την επανάληψη των ετήσιων πανηγυρικών εορτασμών που συμπληρώνονται με παραδοσιακούς χορούς και τον πανηγυρικό λόγο της ημέρας. Στην καλύτερη των περιπτώσεων μπορεί να διοργανώνονται και άλλες περιστασιακές εκδηλώσεις, όπως ομιλίες, φιλοξενία, συναπαντήματα, ανταλλαγές επισκέψεων και περιοδικές εκθέσεις βιβλίων και φωτογραφιών.

Τα παραπάνω αφορούν τις δικές μας μονές. Ας δούμε τώρα πως κατάλαβαν οι Φιλανδοί την ανιστόρηση της μονής του Valamo για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα.

Η μονή του νέου Valamo επανιδρύθηκε αμέσως μετά την εκδίωξη από την Ρωσία. Τώρα λειτουργεί ως κανονικό μοναστήρι με μοναχικό ωρολόγιο και συνεχίζει την ιστορία της ένδοξης παλιάς μονής. Πέρα από την λειτουργία της Μονής λειτουργεί Ακαδημία Σπουδών για λαϊκούς, με μαθήματα αγιογραφίας και υαλογραφίας, διαθέτει εργαστήρι συντήρησης αγιογραφιών και κειμηλίων και μια πολύ σπουδαία βιβλιοθήκη με χιλιάδες τόμους. Ο ετήσιος αριθμός των επισκεπτών που προσέρχονται στο μοναστήρι ξεπερνάει τις 160.000 χιλιάδες και συμβάλλει τα μέγιστα στην επιβίωση του μοναστηριού. Η μονή του Valamo αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της Ορθοδοξίας στη Φιλανδία και συσπειρώνει την μειονότητα των Ορθοδόξων χριστιανών αυτής της χώρας.

Για να καταλάβουμε καλύτερα πώς θα έπρεπε –κατά την άποψή μας- να λειτουργούν σήμερα οι μονές τις οποίες ξαναχτίσαμε στην Ελλάδα θα αναφερθούμε σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη που δημοσιεύτηκε τελευταία. Πρόκειται για μια συλλογική μελέτη από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια με τίτλο, Η συνύπαρξη παρόντος και παρελθόντος, Πώς συνδέεται η μνημονική λειτουργία με τον χώρο, Μνήμη και εμπειρία του χώρου. Την επιμέλεια του τόμου είχε ο Σταύρος Σταυρίδης. Σύμφωνα με τον επιμελητή του τόμου: «Η συλλογική μνήμη, δεν είναι μια συσσώρευση παγιωμένων εγγραφών, αλλά εξαρτάται από το παρόν των τελέσεών της. Μορφοποιείται στις εκάστοτε εκδηλώσεις της, σε πράξεις που νοηματοδοτούν το παρελθόν και το μετατρέπουν σε «δρώμενο», ικανό να επηρεάσει την έκβαση του παρόντος και, συνακόλουθα, να πλάσει το μέλλον. Όχημα επομένως της συλλογικής μνήμης είναι μια εκφραστική συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από τη διαλεκτική μοναδικότητας και επαναληψιμότητας, στιγμής και διάρκειας... Τα ιστορικά μνημεία, ως πολυφωνικοί "μνημονικοί τόποι", συμπυκνώνουν και παρέχουν υλική υπόσταση σε ένα κεντρικό και νομιμοποιητικό αφήγημα και κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργούν και αναπαράγουν ένα "χρήσιμο παρελθόν" στο παρόν».

Έχουμε ξαναγράψει παλιότερα πως έχουμε μια κοινά αποδεκτή συλλογική μνήμη και νιώθουμε περήφανοι για το παρελθόν μας. Αν πραγματοποιούσαμε μια κοινωνιολογική έρευνα με ερωτηματολόγια για να διευκρινίσουμε το περιεχόμενο που δίνει ο καθένας σε αυτήν την συλλογική μνήμη είναι σίγουρο πως θα φανερώνονταν έκδηλες αντιφάσεις ή πολλαπλές νοηματοδοτήσεις. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα επαναλαμβανόμενες, με νεφελώδες νόημα, κοινοτυπίες.

Η σημερινή διαχείριση και χρήση των ιστορικών αυτών μνημείων αναθεωρεί την ίδια την Ιστορία και περιφρονεί την ιστορική εμπειρία σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού, στα οποία απευθύνεται ως λειτουργική αναφορά νοηματοδότησης. Όχι από κάποιον εχθρό ή πολέμιο της ιστορικής μας ταυτότητας αλλά από την άγνοια και την αδυναμία άρθρωσης οράματος της ίδιας της πολιτισμικής ομάδας, δηλαδή ημών των ιδίων.

Το πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της μνήμης για τις κοινωνίες είναι νομίζουμε αυταπόδεικτο. Πρόσφατα στην ομιλία του στη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, στην έναρξη της τελετής των βραβείων Νομπέλ 2008 (10 Δεκεμβρίου 2008), ο Δρ. Marcus Storch, επισήμανε τρεις σημαντικούς ρόλους τού σύγχρονου πανεπιστημίου. Δεν είναι τυχαίο πως ο πρώτος ρόλος που ανέφερε ήταν, πως το πανεπιστήμιο πρέπει να είναι η μνήμη της κοινωνίας, να μεταδίδει δηλαδή στις επόμενες γενιές ό,τι γνωρίζουμε σήμερα. Εξάλλου το οργουελικό απόφθεγμα από το 1984 ότι «όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον» είναι δηλωτικό της δύναμης της μνήμης. Με την λογική αυτή ο εύγλωττος τίτλος της πολυθεματικής έκθεσης του καθηγητή Κώστα Φωτιάδη «Δικαίωμα στη μνήμη» αναδεικνύει ακριβώς τη σημασία και το ρόλο της συλλογικής μνήμης, το δικαίωμα για την αναγραφή της στη συλλογική αφήγηση και ταυτόχρονα το δικαίωμα στη διαχείριση της ιστορίας.

Για να χρησιμοποιήσω ένα άλλο παράδειγμα το οποίο δείχνει πόσο ισχυρό και απαραίτητο εργαλείο είναι η μνήμη θα αναφέρω μια διαφήμιση μια ιδιωτικής αγγλικής τράπεζας που πρόσφατα διάβασα σε εφημερίδα της αλλοδαπής. Με κεφαλαία έντονα γράμματα η διαφήμιση έγραφε το εξής: “Without Long memories, Banks have short lives”, που σημαίνει χωρίς μακροπρόθεσμη μνήμη οι τράπεζες έχουν σύντομη ζωή. Με μικρότερα γράμματα έγραφε ότι η συγκεκριμένη τράπεζα έζησε και ξεπέρασε την κρίση του πετρελαίου το 1974, το κραχ του 1929 και τον πανικό του 1847. Όλες δηλαδή τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις των τελευταίων περίπου διακοσίων χρόνων και σημείωνε πως με την εμπειρία που έχει αποκομίσει θα ξεπεράσει και τη σημερινή κρίση. Δεν είναι τυχαία η αναφορά της διαφήμισης αυτής στη μνήμη. Τονίζει το γεγονός πως όταν η μνήμη μάς διδάσκει μάς καθιστά ισχυρούς και αποτελεσματικούς για το μέλλον .

Για να επιστρέψουμε στην περίπτωση μας. Ποια είδους μνήμη ανατροφοδοτούν τα μνημεία μας σήμερα; Σε μια κοινωνία που τείνει να ομογενοποιηθεί ή προτιμά να ξεχνά τις πραγματικές πολιτισμικές της καταβολές και ταυτότητες και να δανείζεται ξένες, τα μνημεία αυτά πρέπει να γίνουν σημεία προβολής, ανατροφοδότησης και ερμηνείας της ιστορίας και της συλλογικής μνήμης.

Αυτά τα μνημεία λοιπόν, εμπεριέχουν ενσωματωμένα νοήματα και αξίες που μπορούν να διαμορφώσουν τους σχεδιασμούς μας για το μέλλον του πολιτισμού μας. Να πάψουμε επιτέλους να κατασκευάζουμε και να υιοθετούμε αυθαίρετα έννοιες και σύμβολα που δεν μας εκφράζουν. Να ενσκήψουμε στο θησαυρό της παράδοσης και να εμπνευστούμε από τα διδάγματα της ιστορίας. Αυτό ασφαλώς δεν πρέπει να νοηθεί ως οπισθοδρόμηση και ευκαιρία δαιμονοποίησης των ξένων επιτευγμάτων αλλά ούτε και ως αγιοποίηση της δικής μας παράδοσης. Υπήρξαν και στη δική μας ιστορική διαδρομή αρκετές υπερβολές, όπως για παράδειγμα το έθιμο του να κρατά η νύφη το Μας .

Πρέπει λοιπόν, να αναθεωρήσουμε και να αναπροσανατολίσουμε μερικά συλλογικά δεδομένα ή συλλογικές παραδοχές, να αμφισβητήσουμε ορισμούς, νοήματα, έννοιες, να προβληματιστούμε, όχι για να καταστρέψουμε και να ισοπεδώσουμε αλλά για να ανακαλύψουμε εκ νέου και να δημιουργήσουμε. Να γνωρίσουμε ξανά, να θέσουμε νέους προσανατολισμούς, προσανατολισμούς που θα συμβαδίζουν με την παράδοσή μας και τη σημερινή πραγματικότητα. Να βοηθήσουμε να ανακαλύψουν οι νέοι μας πως αυτή η παράδοση είναι ένα υπέροχο ταξίδι που αφορά τη ζωή τους σήμερα. Δεν είναι απολιθωμένες ιστορίες των προγόνων τους αλλά μια άλλη πρόταση κοινωνίας και ύπαρξης. Ουσιαστικής κοινωνίας με τον «άλλον» και δημιουργικής ύπαρξης.

Κατά την άποψή μας αυτά θα πρέπει να βρίσκονται στην καρδιά του πολιτικού, ιδεολογικού, και κοινωνικού προβληματισμού μας.

Συζητάμε για να αναθεωρήσουμε τους αντικειμενικούς μας στόχους σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής. Φοβάμαι, όμως, πως στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα πρέπει απλώς να αναθεωρήσουμε αυτούς τους στόχους αλλά θα πρέπει να τους ορίσουμε αφού δυστυχώς πέρα από τετριμμένες γενικότητες περί «διατηρήσεως της παράδοσης» δεν υφίστανται ουσιαστικοί στόχοι σε πολλά σωματεία μας.

Ποιες είναι οι προτάσεις μας;

Η άποψή μας είναι να μετατραπούν τα μνημεία που ξαναχτίσαμε στην Ελλάδα σε πραγματικά μοναστήρια. Μόνο έτσι κατά την άποψή μας νοείται να καλούμε αυτά τα μνημεία ως μονές. Εδώ, όμως, ελλοχεύει ένας σημαντικός κίνδυνος. Δε σημαίνει ότι άπαξ και μετατραπούν σε πραγματικές μονές, όλα τα παραπάνω που σημειώσαμε για την «αναπτερυγίαση» του πολιτισμού μας θα πραγματοποιηθούν ως δια μαγείας. Αυτό θα γίνει με μεθοδικό σχεδιασμό ο οποίος θα περάσει με τον κατάλληλο νομικό τρόπο στο Τυπικό Λειτουργίας ή στο Καταστατικό της Μονής. Θα ορίζεται ως κανόνας των συγκεκριμένων μοναστηριών, πέρα από τους κανόνες που έχουν όλα τα άλλα μοναστήρια, η διδασκαλία της ποντιακής ιστορίας και της παράδοσης, η οποία θα είναι προσιτή στους επισκέπτες των μοναστηριών μέσα από ειδικά σχεδιασμένα προγράμματα που θα λειτουργούν σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους. Θα πρέπει δηλαδή η επίσκεψη στη Μονή να λειτουργήσει ως ένα ουσιαστικό ταξίδι στο χρόνο και στην ιστορία μας.

Πως θα το πετύχουμε αυτό;

Παραθέτουμε παρακάτω κάποιες από τις σχεδιαζόμενες επεμβάσεις μας στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα.

1ον θα δημιουργήσουμε σε καθένα από τα μοναστήρια διαδραστικά και σύγχρονα μουσεία με τα κειμήλια σημαντικής αξίας που κατέχουν οι μονές. Οι συλλογές θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν με ψηφιακές αναπαραγωγές άλλων σημαντικών κειμηλίων του πολιτισμού μας. Μέσα στους χώρους του μουσείου θα διαμορφώσουμε ειδικούς χώρους προβολών ντοκιμαντέρ τα οποία θα εξιστορούν πτυχές της ιστορίας μας. Οι συλλογές του κάθε μουσείου θα είναι μόνιμες, ενώ θα μπορούν να φιλοξενούνται και περιοδικές εκθέσεις.

2ον Θα ετοιμάσουμε ψηφιακούς δίσκους (CD) στους οποίους θα έχουμε διαδραστικό ιστορικό υλικό σχετικά με την ποντιακή ιστορία και οι οποίοι θα μοιράζονται στους επισκέπτες.

3ον Ως γνωστόν σε κάθε μοναστήρι όλοι οι μοναχοί έχουν το διακόνημά τους. Στις δικές μας μονές ένας μοναχός, ο οποίος θα γνωρίζει καλά την ιστορία μας, θα είναι επιφορτισμένος με την υποδοχή και ξενάγηση των επισκεπτών.

4ον Θα δημιουργηθούν στα μοναστήρια βιβλιοθήκες (κατά προτίμηση δανειστικές) στις οποίες θα έχουν πρόσβαση οι επισκέπτες. Το περιεχόμενο των βιβλιοθηκών πέρα από θεολογικά και άλλα έργα θα είναι προσανατολισμένο στην ποντιακή ιστορία.

5ον Θα μπορούν οι μονές να οργανώνουν και να φιλοξενούν τους νέους πόντιους της αλλοδαπής για κάποιο χρονικό διάστημα. Στο διάστημα της διαμονής τους εκεί θα ενημερώνονται και θα μαθαίνουν την ιστορία μας, μέσα από ειδικά για τον σκοπό αυτό, σχεδιασμένα σεμινάρια.

Όλες οι παραπάνω δράσεις και ακόμη περισσότερες που θα πρέπει να συζητηθούν διεξοδικά με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς θα πρέπει να έχουν ως σκοπό την εκπαιδευτική, για την ιστορία μας, λειτουργία των μονών. Ευνόητο είναι ότι θα πρέπει να διατηρηθούν όλες οι εκδηλώσεις οι οποίες λάμβαναν χώρα μέχρι τώρα σε αυτές με μεγαλύτερη επισημότητα και λαμπρότητα.

Μετά από τις μπόρες που πέρασε η Μονή του Περιστερεώτα -για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσης να αναπτύξουμε εδώ- εγκαινιάζουμε μια φιλόδοξη και δημιουργική περίοδο. Στοχεύουμε μέσα στα επόμενα χρόνια να καταστεί η Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα το πρότυπο λειτουργίας για όλες τις υπόλοιπες μονές που έχουν ανιστορηθεί στην Ελλάδα. Χρειάζεται διάθεση για προσφορά, όραμα και μακροπρόθεσμη στόχευση.

Δεν πιστεύουμε ότι ο δρόμος είναι απλός και εύκολος, αντίθετα είναι ανηφορικός.

Σίγουρα, όμως, η προσπάθειά μας αυτή, να αποδώσουμε το πραγματικό νόημα στα σύμβολά μας, -σε περιόδους μάλιστα γενικής αποδόμησης αξιών και συμβόλων- θα φέρει καρπούς οι οποίοι θα φανούν κυρίως στις επόμενες γενιές. Αλλιώς επισκεπτόμενοι τα μνημεία μας αυτά θα αντικατοπτριζόμαστε σε νεκρά είδωλα τα οποία δυσκόλως θα λειτουργούν ανατροφοδοτικά για την ιστορική μας μνήμη.

Κλείνοντας θα αναφέρουμε ξανά εδώ, γιατί είναι συγκλονιστική η αλήθεια του, κάτι που είχαμε σημειώσει και παλιότερα. Είναι ο αποκαλυπτικός επίλογος μιας εκ των επιστολών που έστειλε ο μητροπολίτης Εδέσσης Πέλλης και Αλμωπίας μακαριστός Καλλίνικος στον αείμνηστο Χαράλαμπο Κιαγχίδη. Του έγραφε μεταξύ άλλων τα εξής χαρακτηριστικά: «Ἀλλοίμονον ἐάν τά Ἱερά Προσκυνήματα μεταβληθοῦν εἰς κοσμικά κέντρα. Φοβοῦμαι, ὅτι θά ἐξεγερθοῦν οί ἀείμνηστοι ἀγωνισταί καί πρόμαχοι τοῦ Πόντου καί θά μᾶς ἀποκηρύξουν».

Πόσο κοντά στο πραγματικό νόημα βρίσκονταν τότε και πόσο αλήθεια έχουμε απομακρυνθεί εμείς σήμερα.

Θεοδόσιος Κυριακίδης
Υπ. Διδ. Νεότερης Ιστορίας
Υπεύθυνος Ερ. Κέντρου Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα
Συντονιστής Π.Ε.Ν. Θεσσαλονίκης (Π.Ο.Ε.)


1. Διαφήμιση της Lombard Odier στην International Herald Tribune, Πέμπτη, 2 Απριλίου 2009, σελ. 19
2. Το έθιμο αυτό αφορά στο σεβασμό που πρέπει να δείχνει ή νύφη στον πεθερό της. Σύμφωνα με αυτό δεν επιτρεπόταν να μιλήσει όταν εκείνος ήταν παρών αν δεν της έδινε προηγουμένως την άδειά του. Αυτό, όμως, πολλές φορές εξελισσόταν σε πραγματικό μαρτύριο για τη νύφη, αφού τύχαινε για έναν ολόκληρο χρόνο ή και παραπάνω να μην της επιτρέπεται να μιλήσει.
3. Αρχείο Χαρ. Κιαγχίδη, Σωματείο Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτα, Αλληλογραφία, Ημερ. επιστολής 22 Ιουνίου 1981.


Πηγή: "Εύξεινος Πόντος", Ιούνιος 2009