του Θεοδόση Κυριακίδη
Στη δύσκολη δεκαετία του ’50 και του ’60 λειτούργησε δημιουργικά το συλλογικό υποσυνείδητο των Ποντίων -τροφοδοτούμενο από ιδιωτική πρωτοβουλία και έμπνευση, όπως γίνεται σχεδόν νομοτελειακά- και το ποντιακό κίνημα άρχισε να αποκτά ορατά και απτά, κοινά σημεία αναφοράς. Οι νοητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές προσεγγίσεις της «πατρίδας» έπαιρναν σάρκα και οστά με την ανιστόρηση, εδώ στην Ελλάδα, των φημισμένων αλλά ερειπωμένων πλέον ιστορικών μονών του Πόντου. Μιλώ βεβαίως πρωτίστως για την ανιστόρηση της ιεράς Μονής Παναγία Σουμελά και έπειτα του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, της Παναγίας Γουμερά και του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά.
Το ταπεινωμένο και ταλαιπωρημένο προσφυγικό στοιχείο - με έντονα μέχρι τότε όλα τα τραγικά βιώματα και τις αναμνήσεις, αφού πολλοί από την πρώτη γενιά βρισκόταν ακόμα στη ζωή- έβγαινε δυναμικά στην νεοελληνική επιφάνεια μέσα από κάποια πολύ ισχυρά σύμβολα, τα οποία είχαν την δύναμη να το συσπειρώσουν και να το ενδυναμώσουν. Τα σύμβολα αυτά ήταν ικανά να νοηματοδοτήσουν τη μελλοντική του πορεία και να συμβάλλουν στην αναβάθμιση της παρουσίας των προσφύγων στη νεοελληνική πραγματικότητα. Από παρίες της Ελλάδας μετεξελίχθηκαν σταδιακά στην συνείδηση των υπολοίπων ελλήνων σε φορείς μιας πολύ σημαντικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Ενός πολιτισμού ο οποίος ήταν άγνωστος όχι μόνο στους ελλαδίτες αλλά εν πολλοίς ακόμη και σε αυτούς τους ίδιους τους πρόσφυγες. Το πλούσιο αυτό πολιτισμικό υπόβαθρο η γνώση του οποίου για χρόνια υπόβοσκε αλλά και σήμερα εξακολουθεί να υποβόσκει και να μας αφήνει αδιάφορους σε κάθε νέα πολιτιστική δημιουργία και προσέγγιση.
Η ανιστόρηση, λοιπόν, των ιστορικών αυτών προσκυνημάτων στην Ελλάδα συμπαρέσυρε όλο το ποντιακό στοιχείο της εποχής εκείνης αλλά και το νοηματοδότησε διευρύνοντας τους πνευματικούς του ορίζοντες. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει το 1927 με την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών στον επιστημονικό τομέα. Δεδομένου, όμως, ότι η επιστήμη σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια ήταν προνόμιο της ελίτ της ποντιακής κοινωνίας η ενέργεια εκείνη δεν είχε την παλλαϊκή συμμετοχή των προσφύγων. Άλλωστε η ίδια η Επιτροπή δεν επιθυμούσε την αθρόα και χωρίς αυστηρές προϋποθέσεις συμμετοχή του καθένα σ’ αυτήν, για να μη διακυβευθεί η αυστηρώς επιστημονική της χροιά.
Αντίθετα η ανιστόρηση των προσκυνημάτων αυτών συσπείρωσε το ποντιακό στοιχείο και εξασφάλισε τη μαζική συμμετοχή του κόσμου και για έναν επιπλέον λόγο. Άγγιζε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη χορδή των προσφύγων. Αυτή της θρησκευτικότητας. Είναι κοινός τόπος ότι το θρησκευτικό αίσθημα των προσφύγων ήταν και εξακολουθεί να είναι στους απογόνους τους ιδιαιτέρως ανεπτυγμένο. Με δεδομένα τα παραπάνω γενικά αλλά αντιπροσωπευτικά στοιχεία φτάνουμε στη σημερινή πραγματικότητα.
Σήμερα, έπρεπε να ανακαλύψουμε –ύστερα από τόσα χρόνια- το άρθρο 59 του Νόμου 590/1977 για να καταλήξουμε στο αυτονόητο. Ότι δηλαδή τα προσκυνήματα του Ποντιακού Ελληνισμού αλλά και οποιουδήποτε άλλου εθνικού κομματιού δεν μπορούν να αποκοπούν από την πρωταρχική τους λειτουργία και την οντολογική τους υπόσταση. Δηλαδή δεν μπορεί να μην λειτουργούν σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Και αυτός δεν είναι άλλος από την εκπλήρωση των θρησκευτικών αναγκών. Δευτερευόντως μπορεί να εξυπηρετεί κι άλλους σκοπούς, όπως αυτόν της συσπείρωσης του ποντιακού στοιχείου, ρόλο που άλλωστε ουδέποτε απώλεσαν και στην Ελλάδα αλλά και εκεί στον Πόντο.
Στη διαλεκτική που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια -όχι απαραίτητα με αφορμή τη Σουμελά- διατυπώθηκαν και από τις δυο πλευρές, τους υποστηρικτές και μη, της θρησκευτικής ενίσχυσης και νοηματοδότησης των προσκυνημάτων, διάφορα επιχειρήματα. Σε μια τέτοια διαλεκτική που αναπτύχθηκε για τον Περιστερεώτα, σε μια συνάντηση στο Ροδοχώρι της Νάουσας με φορείς του Σωματείου, του χωριού και παρουσία του δημάρχου Νάουσας Αν. Καραμπατσού, μου είχε δοθεί η ευκαιρία να παραλληλίσω τα πολιτιστικά αυτά μνημεία με μνημεία της αρχαιότητας, όπως ο Παρθενώνας. Τολμηρός ίσως ο παραλληλισμός. Αυτό που ήθελα, όμως, να τονίσω είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο και το φορτίο μνήμης και νοηματοδότησης που κουβαλούν αυτά τα μνημεία.
Με άλλα και απλούστερα λόγια στον Παρθενώνα δεν έρχονται απ’ όλο τον κόσμο για να θαυμάσουν τη θέα της Αθήνας από τον λόφο ή για να δουν τα μαγαζιά που τα περιβάλλουν με τα διάφορα αναμνηστικά που πωλούν. Έρχονται για να θαυμάσουν το μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, να αφουγκραστούν κάποιες πτυχές του βίου των αρχαίων ελλήνων που έβαλαν τα θεμέλια και διαμόρφωσαν την παγκόσμια σκέψη. Έτσι θεωρώ ότι και τα μνημεία αυτά που ξαναχτίστηκαν εδώ στην Ελλάδα δεν είναι κενά νοήματος, αρκεί να μην τα απογυμνώσουμε από τον πραγματικό τους ρόλο και διάσταση. Αν τα στερήσουμε από το ρόλο που είχαν και αποκρύψουμε, σκοπίμως, το σκοπό για τον οποίο πρωτοδημιουργήθηκαν εγκληματούμε κατά της ιστορίας αλλά και κατά του μέλλοντος αυτών των ιδρυμάτων. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα προσκυνήματα και τα μνημεία δεν είναι απλά αξιοθέατα. Κουβαλούν μια ολόκληρη ιστορία λειτουργικών συσχετισμών που είναι ικανά να προσφέρουν μια πρόταση νοήματος.
Είναι γεγονός ότι στις δεκαετίες που ιδρύθηκαν αυτά τα προσκυνήματα ο κύριος ρόλος τους ήταν να συσπειρώσουν το ποντιακό στοιχείο. Εδώ και χρόνια, όμως, όλα τα προσκυνήματα έχουν έναν υποβαθμισμένο ρόλο. Εξαιρείται αυτό της Παναγίας Σουμελά και ο μοναδικός λόγος είναι λόγω των ισχυρών πολιτικών και οικονομικών εξαρτήσεων που έχει δημιουργήσει. Τα προσκυνήματα αυτά κατέχουν έναν εντελώς απαξιωτικό ρόλο σε σχέση με το όνομα που φέρουν, σε σημείο να αναρωτιόμαστε αν νομιμοποιούνται να το φέρουν.
Τα προσκυνήματα αυτά δεν αποκτούν την αίγλη τους από το εξαίρετο τοπίο στο οποίο ιδρύθηκαν ή τα ωραία και άνετα μαγαζιά που δημιουργήθηκαν. Δηλαδή η αξία τους δεν έγκειται στις εγκαταστάσεις τους και στο αν αποτελούν μια πολύ καλή πρόταση για μια εξόρμηση ή εκδρομή. Τα προσκυνήματα αυτά κατά την άποψη μου έχουν αξία μόνο ως φορείς της ιστορίας και του νοήματος που κουβαλάνε. Έχουν αξία για αυτό που θα δημιουργήσουν στο μέλλον ως συνεχιστές αυτού που εξ ορισμού και ονόματος είναι. Δηλαδή μοναστήρια και μάλιστα όχι οποιαδήποτε μοναστήρια. Έχουν συγκεκριμένο όνομα, συγκεκριμένη ιστορία και μνήμη. Ας είμαστε λοιπόν ξεκάθαροι. Δεν μπορούμε να μιλάμε για Μονή Παναγίας Σουμελά, Μονή αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα κλπ. χωρίς να είναι στην πραγματικότητα Μονές. Αυτό είναι καπήλευση του ονόματος, της ιστορίας και της φήμης αυτών των τόσο σημαντικών μνημείων. Είναι μια καρικατούρα κενή νοήματος. Και είναι επιτέλους καιρός να δώσουμε το σωστό νόημα στα σύμβολα μας.
Χαρακτηριστικό ολίσθημα αυτής της κατάντιας και του ξεπεσμού ήταν να φτάσουμε στην εκπλήσσουσα παρανοϊκή θεώρηση των «ιθυνόντων» στη μονή της Παναγίας Σουμελά να αφαιρέσουν την ιστορική εικόνα, ωσάν να επρόκειτο για προσωπική ή έστω σωματειακή περιουσία. Αντίστοιχη κατάντια θεωρώ και το γεγονός ότι στην περίπτωση της μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα η όλη διαλεκτική ξεκινάει και εξαντλείται στην ταβέρνα που δεν πρέπει να κλείσει και γενικά σε μια θεώρηση της μονής ως τόπου αναψυχής. Κανένας λόγος για ιστορία, πολιτισμό, θρησκευτικότητα και μιας παράδοσης που ξεκίνησε από έναν τόπο και σύμφωνα με αυτήν θα πρέπει να εναρμονίσει τη λειτουργία της. Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι -και αυτός είναι ο λόγος που προκαλεί τον εξευτελισμό αυτών των προσκυνημάτων- η παντελής έλλειψη γνώσης έστω και στοιχειωδώς της ιστορίας αυτών των προσκυνημάτων. Δεν θέλω στο παρόν άρθρο να επεκταθώ περισσότερο στα λάθη που προκαλεί η έλλειψη γνώσης της ιστορίας. Έρχονται, όμως, στο νου μου αυτά που εύστοχα έχει επισημάνει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς σε πλειάδα άρθρων του. Σε ένα από αυτά κάνει λόγο για «μεταγραφή του βιωμένου τρόπου της ελληνικότητας και της διαχρονικής του συνέχειας σε ιδεολογικά πρότυπα και φολκλορικές γραφικότητες». Συνεχίζει -σαν να φωτογραφίζει τη δική μας περίπτωση, με τη μόνη διαφορά ότι κάνει λόγο για τον εθνικιστή ελλαδίτη- με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: «Τα πραγματικά και βιωματικά δεδομένα που ξεχώριζαν άλλοτε τον έλληνα και του προσέδιδαν ιδιοπροσωπία και ταυτότητα, ο εθνικιστής τα υποκαθιστά με ατομικές πεποιθήσεις, ιστορικές σχηματοποιήσεις και ψυχολογικές εγκυστώσεις… Αρκείται σε συνθηματολογικές αναγωγές, σε στοιχειώδεις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, σε πλήθουσα ψυχολογική φόρτιση. Ούτε διανοείται να ψάξει την πραγματικότητα του ελληνικού τρόπου, το ενδεχόμενο αντίκρισμα αυτής της πραγματικότητας στις σημερινές συνθήκες του βίου…».
Κλείνοντας την παρούσα παρέμβαση μου για αυτά τα προσκυνήματα θέλω να σημειώσω ότι με τη στάση μας απέναντι σε αυτά τα προσκυνήματα έχουμε εξελιχθεί σε μεταπράτες -όπως θα έλεγε ο Γιανναράς- του ίδιου μας του πολιτισμού. Γράφει σε ένα άλλο άρθρο του για τον νεοέλληνα με αφορμή την Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών: «Ο εδαφικός διπλασιασμός του κράτους δεν εξάλειψε ούτε αναχαίτισε τη σχιζοφρενική επιμονή του νεοέλληνα να θεωρεί σαν δικό του (γέννημα των προγόνων του και κληροδότημα εθνικής ταυτότητας) έναν πολιτισμό άσχετο με την καθημερινότητα του, αποκλεισμένο από τη ζωή του. Πολιτισμό απώτατου ιστορικού παρελθόντος, που ο Νεοέλληνας τον επικαλείται ρητορικά, χωρίς καν να τον γνωρίζει -τον αγνοεί κραυγαλέα, αλλά καυχιέται γι’ αυτόν με συνθήματα και κενολογίες. Ναρκισσεύεται ότι είναι ο κληρονόμος και συνεχιστής αυτού του εκπληκτικού προγονικού πολιτισμού, αλλά σε κάθε πρακτική έκφανση του βίου του, ιδιωτικού και συλλογικού, θεωρεί πολιτισμό (και πρόοδο και ανάπτυξη) μόνο τη μίμηση επιτευγμάτων αλλοεθνών νεώτερων κοινωνιών, με διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικούς ιστορικούς εθισμούς».
Ας ψάξει ο κάθε πόντιος να βρει τον εαυτό του μέσα σε όλα αυτά και ας αναρωτηθεί μήπως και ο ίδιος συμβάλλει με τη νοηματική, συναισθηματική και ιδεολογική τοποθέτηση του απέναντι σ’ αυτά τα Προσκυνήματα σε μια λανθασμένη νοηματοδότηση, με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε «ένα θέατρο σκιών, είδωλο της χαμένης πραγματικότητας στο νεκρό κάτοπτρο της ιδεολογίας».
Θεοδόσιος Αρ. Κυριακίδης
Υπ. Διδ. Νεότερης Ιστορίας
Υπ. Ερευνητικού Κέντρου «Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα»
Συντονιστής Π.Ε.Ν. Θεσσαλονίκης
Στη δύσκολη δεκαετία του ’50 και του ’60 λειτούργησε δημιουργικά το συλλογικό υποσυνείδητο των Ποντίων -τροφοδοτούμενο από ιδιωτική πρωτοβουλία και έμπνευση, όπως γίνεται σχεδόν νομοτελειακά- και το ποντιακό κίνημα άρχισε να αποκτά ορατά και απτά, κοινά σημεία αναφοράς. Οι νοητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές προσεγγίσεις της «πατρίδας» έπαιρναν σάρκα και οστά με την ανιστόρηση, εδώ στην Ελλάδα, των φημισμένων αλλά ερειπωμένων πλέον ιστορικών μονών του Πόντου. Μιλώ βεβαίως πρωτίστως για την ανιστόρηση της ιεράς Μονής Παναγία Σουμελά και έπειτα του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, της Παναγίας Γουμερά και του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά.
Το ταπεινωμένο και ταλαιπωρημένο προσφυγικό στοιχείο - με έντονα μέχρι τότε όλα τα τραγικά βιώματα και τις αναμνήσεις, αφού πολλοί από την πρώτη γενιά βρισκόταν ακόμα στη ζωή- έβγαινε δυναμικά στην νεοελληνική επιφάνεια μέσα από κάποια πολύ ισχυρά σύμβολα, τα οποία είχαν την δύναμη να το συσπειρώσουν και να το ενδυναμώσουν. Τα σύμβολα αυτά ήταν ικανά να νοηματοδοτήσουν τη μελλοντική του πορεία και να συμβάλλουν στην αναβάθμιση της παρουσίας των προσφύγων στη νεοελληνική πραγματικότητα. Από παρίες της Ελλάδας μετεξελίχθηκαν σταδιακά στην συνείδηση των υπολοίπων ελλήνων σε φορείς μιας πολύ σημαντικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Ενός πολιτισμού ο οποίος ήταν άγνωστος όχι μόνο στους ελλαδίτες αλλά εν πολλοίς ακόμη και σε αυτούς τους ίδιους τους πρόσφυγες. Το πλούσιο αυτό πολιτισμικό υπόβαθρο η γνώση του οποίου για χρόνια υπόβοσκε αλλά και σήμερα εξακολουθεί να υποβόσκει και να μας αφήνει αδιάφορους σε κάθε νέα πολιτιστική δημιουργία και προσέγγιση.
Η ανιστόρηση, λοιπόν, των ιστορικών αυτών προσκυνημάτων στην Ελλάδα συμπαρέσυρε όλο το ποντιακό στοιχείο της εποχής εκείνης αλλά και το νοηματοδότησε διευρύνοντας τους πνευματικούς του ορίζοντες. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει το 1927 με την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών στον επιστημονικό τομέα. Δεδομένου, όμως, ότι η επιστήμη σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια ήταν προνόμιο της ελίτ της ποντιακής κοινωνίας η ενέργεια εκείνη δεν είχε την παλλαϊκή συμμετοχή των προσφύγων. Άλλωστε η ίδια η Επιτροπή δεν επιθυμούσε την αθρόα και χωρίς αυστηρές προϋποθέσεις συμμετοχή του καθένα σ’ αυτήν, για να μη διακυβευθεί η αυστηρώς επιστημονική της χροιά.
Αντίθετα η ανιστόρηση των προσκυνημάτων αυτών συσπείρωσε το ποντιακό στοιχείο και εξασφάλισε τη μαζική συμμετοχή του κόσμου και για έναν επιπλέον λόγο. Άγγιζε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη χορδή των προσφύγων. Αυτή της θρησκευτικότητας. Είναι κοινός τόπος ότι το θρησκευτικό αίσθημα των προσφύγων ήταν και εξακολουθεί να είναι στους απογόνους τους ιδιαιτέρως ανεπτυγμένο. Με δεδομένα τα παραπάνω γενικά αλλά αντιπροσωπευτικά στοιχεία φτάνουμε στη σημερινή πραγματικότητα.
Σήμερα, έπρεπε να ανακαλύψουμε –ύστερα από τόσα χρόνια- το άρθρο 59 του Νόμου 590/1977 για να καταλήξουμε στο αυτονόητο. Ότι δηλαδή τα προσκυνήματα του Ποντιακού Ελληνισμού αλλά και οποιουδήποτε άλλου εθνικού κομματιού δεν μπορούν να αποκοπούν από την πρωταρχική τους λειτουργία και την οντολογική τους υπόσταση. Δηλαδή δεν μπορεί να μην λειτουργούν σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Και αυτός δεν είναι άλλος από την εκπλήρωση των θρησκευτικών αναγκών. Δευτερευόντως μπορεί να εξυπηρετεί κι άλλους σκοπούς, όπως αυτόν της συσπείρωσης του ποντιακού στοιχείου, ρόλο που άλλωστε ουδέποτε απώλεσαν και στην Ελλάδα αλλά και εκεί στον Πόντο.
Στη διαλεκτική που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια -όχι απαραίτητα με αφορμή τη Σουμελά- διατυπώθηκαν και από τις δυο πλευρές, τους υποστηρικτές και μη, της θρησκευτικής ενίσχυσης και νοηματοδότησης των προσκυνημάτων, διάφορα επιχειρήματα. Σε μια τέτοια διαλεκτική που αναπτύχθηκε για τον Περιστερεώτα, σε μια συνάντηση στο Ροδοχώρι της Νάουσας με φορείς του Σωματείου, του χωριού και παρουσία του δημάρχου Νάουσας Αν. Καραμπατσού, μου είχε δοθεί η ευκαιρία να παραλληλίσω τα πολιτιστικά αυτά μνημεία με μνημεία της αρχαιότητας, όπως ο Παρθενώνας. Τολμηρός ίσως ο παραλληλισμός. Αυτό που ήθελα, όμως, να τονίσω είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο και το φορτίο μνήμης και νοηματοδότησης που κουβαλούν αυτά τα μνημεία.
Με άλλα και απλούστερα λόγια στον Παρθενώνα δεν έρχονται απ’ όλο τον κόσμο για να θαυμάσουν τη θέα της Αθήνας από τον λόφο ή για να δουν τα μαγαζιά που τα περιβάλλουν με τα διάφορα αναμνηστικά που πωλούν. Έρχονται για να θαυμάσουν το μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, να αφουγκραστούν κάποιες πτυχές του βίου των αρχαίων ελλήνων που έβαλαν τα θεμέλια και διαμόρφωσαν την παγκόσμια σκέψη. Έτσι θεωρώ ότι και τα μνημεία αυτά που ξαναχτίστηκαν εδώ στην Ελλάδα δεν είναι κενά νοήματος, αρκεί να μην τα απογυμνώσουμε από τον πραγματικό τους ρόλο και διάσταση. Αν τα στερήσουμε από το ρόλο που είχαν και αποκρύψουμε, σκοπίμως, το σκοπό για τον οποίο πρωτοδημιουργήθηκαν εγκληματούμε κατά της ιστορίας αλλά και κατά του μέλλοντος αυτών των ιδρυμάτων. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα προσκυνήματα και τα μνημεία δεν είναι απλά αξιοθέατα. Κουβαλούν μια ολόκληρη ιστορία λειτουργικών συσχετισμών που είναι ικανά να προσφέρουν μια πρόταση νοήματος.
Είναι γεγονός ότι στις δεκαετίες που ιδρύθηκαν αυτά τα προσκυνήματα ο κύριος ρόλος τους ήταν να συσπειρώσουν το ποντιακό στοιχείο. Εδώ και χρόνια, όμως, όλα τα προσκυνήματα έχουν έναν υποβαθμισμένο ρόλο. Εξαιρείται αυτό της Παναγίας Σουμελά και ο μοναδικός λόγος είναι λόγω των ισχυρών πολιτικών και οικονομικών εξαρτήσεων που έχει δημιουργήσει. Τα προσκυνήματα αυτά κατέχουν έναν εντελώς απαξιωτικό ρόλο σε σχέση με το όνομα που φέρουν, σε σημείο να αναρωτιόμαστε αν νομιμοποιούνται να το φέρουν.
Τα προσκυνήματα αυτά δεν αποκτούν την αίγλη τους από το εξαίρετο τοπίο στο οποίο ιδρύθηκαν ή τα ωραία και άνετα μαγαζιά που δημιουργήθηκαν. Δηλαδή η αξία τους δεν έγκειται στις εγκαταστάσεις τους και στο αν αποτελούν μια πολύ καλή πρόταση για μια εξόρμηση ή εκδρομή. Τα προσκυνήματα αυτά κατά την άποψη μου έχουν αξία μόνο ως φορείς της ιστορίας και του νοήματος που κουβαλάνε. Έχουν αξία για αυτό που θα δημιουργήσουν στο μέλλον ως συνεχιστές αυτού που εξ ορισμού και ονόματος είναι. Δηλαδή μοναστήρια και μάλιστα όχι οποιαδήποτε μοναστήρια. Έχουν συγκεκριμένο όνομα, συγκεκριμένη ιστορία και μνήμη. Ας είμαστε λοιπόν ξεκάθαροι. Δεν μπορούμε να μιλάμε για Μονή Παναγίας Σουμελά, Μονή αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα κλπ. χωρίς να είναι στην πραγματικότητα Μονές. Αυτό είναι καπήλευση του ονόματος, της ιστορίας και της φήμης αυτών των τόσο σημαντικών μνημείων. Είναι μια καρικατούρα κενή νοήματος. Και είναι επιτέλους καιρός να δώσουμε το σωστό νόημα στα σύμβολα μας.
Χαρακτηριστικό ολίσθημα αυτής της κατάντιας και του ξεπεσμού ήταν να φτάσουμε στην εκπλήσσουσα παρανοϊκή θεώρηση των «ιθυνόντων» στη μονή της Παναγίας Σουμελά να αφαιρέσουν την ιστορική εικόνα, ωσάν να επρόκειτο για προσωπική ή έστω σωματειακή περιουσία. Αντίστοιχη κατάντια θεωρώ και το γεγονός ότι στην περίπτωση της μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα η όλη διαλεκτική ξεκινάει και εξαντλείται στην ταβέρνα που δεν πρέπει να κλείσει και γενικά σε μια θεώρηση της μονής ως τόπου αναψυχής. Κανένας λόγος για ιστορία, πολιτισμό, θρησκευτικότητα και μιας παράδοσης που ξεκίνησε από έναν τόπο και σύμφωνα με αυτήν θα πρέπει να εναρμονίσει τη λειτουργία της. Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι -και αυτός είναι ο λόγος που προκαλεί τον εξευτελισμό αυτών των προσκυνημάτων- η παντελής έλλειψη γνώσης έστω και στοιχειωδώς της ιστορίας αυτών των προσκυνημάτων. Δεν θέλω στο παρόν άρθρο να επεκταθώ περισσότερο στα λάθη που προκαλεί η έλλειψη γνώσης της ιστορίας. Έρχονται, όμως, στο νου μου αυτά που εύστοχα έχει επισημάνει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς σε πλειάδα άρθρων του. Σε ένα από αυτά κάνει λόγο για «μεταγραφή του βιωμένου τρόπου της ελληνικότητας και της διαχρονικής του συνέχειας σε ιδεολογικά πρότυπα και φολκλορικές γραφικότητες». Συνεχίζει -σαν να φωτογραφίζει τη δική μας περίπτωση, με τη μόνη διαφορά ότι κάνει λόγο για τον εθνικιστή ελλαδίτη- με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: «Τα πραγματικά και βιωματικά δεδομένα που ξεχώριζαν άλλοτε τον έλληνα και του προσέδιδαν ιδιοπροσωπία και ταυτότητα, ο εθνικιστής τα υποκαθιστά με ατομικές πεποιθήσεις, ιστορικές σχηματοποιήσεις και ψυχολογικές εγκυστώσεις… Αρκείται σε συνθηματολογικές αναγωγές, σε στοιχειώδεις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, σε πλήθουσα ψυχολογική φόρτιση. Ούτε διανοείται να ψάξει την πραγματικότητα του ελληνικού τρόπου, το ενδεχόμενο αντίκρισμα αυτής της πραγματικότητας στις σημερινές συνθήκες του βίου…».
Κλείνοντας την παρούσα παρέμβαση μου για αυτά τα προσκυνήματα θέλω να σημειώσω ότι με τη στάση μας απέναντι σε αυτά τα προσκυνήματα έχουμε εξελιχθεί σε μεταπράτες -όπως θα έλεγε ο Γιανναράς- του ίδιου μας του πολιτισμού. Γράφει σε ένα άλλο άρθρο του για τον νεοέλληνα με αφορμή την Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών: «Ο εδαφικός διπλασιασμός του κράτους δεν εξάλειψε ούτε αναχαίτισε τη σχιζοφρενική επιμονή του νεοέλληνα να θεωρεί σαν δικό του (γέννημα των προγόνων του και κληροδότημα εθνικής ταυτότητας) έναν πολιτισμό άσχετο με την καθημερινότητα του, αποκλεισμένο από τη ζωή του. Πολιτισμό απώτατου ιστορικού παρελθόντος, που ο Νεοέλληνας τον επικαλείται ρητορικά, χωρίς καν να τον γνωρίζει -τον αγνοεί κραυγαλέα, αλλά καυχιέται γι’ αυτόν με συνθήματα και κενολογίες. Ναρκισσεύεται ότι είναι ο κληρονόμος και συνεχιστής αυτού του εκπληκτικού προγονικού πολιτισμού, αλλά σε κάθε πρακτική έκφανση του βίου του, ιδιωτικού και συλλογικού, θεωρεί πολιτισμό (και πρόοδο και ανάπτυξη) μόνο τη μίμηση επιτευγμάτων αλλοεθνών νεώτερων κοινωνιών, με διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικούς ιστορικούς εθισμούς».
Ας ψάξει ο κάθε πόντιος να βρει τον εαυτό του μέσα σε όλα αυτά και ας αναρωτηθεί μήπως και ο ίδιος συμβάλλει με τη νοηματική, συναισθηματική και ιδεολογική τοποθέτηση του απέναντι σ’ αυτά τα Προσκυνήματα σε μια λανθασμένη νοηματοδότηση, με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε «ένα θέατρο σκιών, είδωλο της χαμένης πραγματικότητας στο νεκρό κάτοπτρο της ιδεολογίας».
Θεοδόσιος Αρ. Κυριακίδης
Υπ. Διδ. Νεότερης Ιστορίας
Υπ. Ερευνητικού Κέντρου «Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα»
Συντονιστής Π.Ε.Ν. Θεσσαλονίκης