του Παύλου Τσακαλίδη*
Από την αρχή της τρίτης χιλιετίας συζητιέται στα μέσα ενημέρωσης το θέμα του σφετερισμού της πνευματικής ιδιοκτησίας της δημοτικής μουσικής και των στίχων του ποντιακού λαού. Απ’ ό,τι φαίνεται το θέμα έχει ωριμάσει και τη «διερεύνησή» του ανέλαβε τώρα η Π.Ο.Ε.
Για να μπούμε στην ουσία πρέπει να πούμε ότι το φαινόμενο αυτό πρωτοπαρουσιάζεται από τη δεκαετία του ’60 με την εμφάνιση του «αναγκαίου κακού» - της δισκογραφίας. Από την μία, η τεχνική πρόοδος στην τεχνολογία μας έδωσε τη δυνατότητα εγγραφής της δημοτικής μουσικής σε δίσκους, σε κασέτες και αργότερα σε βίντεο, σε CD και DVD. Από την άλλη, με τη δισκογραφία εμφανίσθηκε το φαινόμενο της κλεψιτυπίας της μουσικής και των στίχων από διάφορους εκτελεστές της και κάποιους καιροσκόπους, που σφετερίζονται τα πνευματικά δικαιώματα και τις μνήμες όλου του ποντιακού ελληνισμού.
Υπάρχουν διάφορες απόψεις για το θέμα αυτό. Κάποιοι βρίσκουν δικαιολογίες για τις πράξεις αυτές ενώ κάποιοι δεν συμφωνούν μ’ αυτές. Για να πάρει κανείς θέση πρέπει να γνωρίζει τις προεκτάσεις των πράξεων αυτών.
Πρώτον, μετά από δύο με τρεις γενιές κανείς δεν θα ξέρει προσωπικά τους γνήσιους αντιπρόσωπους της δημοτικής μας παράδοσης - τους εκτελεστές της πρώτης γενιάς. Ως συνέπεια θα κρίνει τη γνησιότητα της δημοτικής μουσικής από τις υπάρχουσες επίσημες καταγραφές. Συνεπώς, όλες οι πληροφορίες για το που ανήκει το κομμάτι θα λαμβάνονται από τα ακόλουθα κείμενα του κάθε δίσκου… Με αυτήν τη λογική ο αναγνώστης του μέλλοντος θα ανακαλύψει ότι σχεδόν όλη η δημοτική μουσική παράδοση του Πόντου «πνευματικά ανήκει» σε κάποιους που ζούσαν στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Δεύτερον, οι σημερινοί νέοι καλλιτέχνες που μπαίνουν στη δισκογραφία συναντούν ένα σοβαρότατο εμπόδιο - δεν μπορούν να συμπεριλάβουν στη δισκογραφία μελωδίες πολλών δημοτικών τραγουδιών και χορών χωρίς την άδεια των «κατόχων τους» ή των διαδόχων τους. Αυτή η «άδεια» επιβαρύνει την παραγωγή των δίσκων και θα αναγκάσει τους νέους να περιορίσουν τις εκτελέσεις των δημοτικών μελωδιών. Ως συνέπεια αυτού, η δημοτική παράδοση σταδιακά μπορεί να χαθεί από τη δισκογραφία.
Τρίτον, το φαινόμενο αυτό δημιούργησε προβλήματα και στη λειτουργία των κέντρων διασκεδάσεων, στα οποία εκτελείται η ποντιακή δημοτική μουσική. Η ΑΕΠΙ (Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Πνευματικής Ιδιοκτησίας) και άλλες συγγενικές εταιρίες όπως η Απόλλων, κ.ά. διεκδικούν μεγάλα ποσά για την εκτέλεση μεγάλου μέρους της ποντιακής παράδοσης που ήδη «καταγράφηκε ονομαστικά» στη σύγχρονη δισκογραφία. Τα αδικαιολόγητα ποσά για την εκτέλεση της παράδοσης αιώνων επιφέρουν δυσλειτουργία στα κέντρα που εκτελείται η ποντιακή μουσική, γιατί εκτός από τις οικονομικές επιβαρύνσεις προβλέπεται και προφυλάκιση των ιδιοκτητών των κέντρων αυτών. Ως συνέπεια ενδέχεται η ψυχαγωγία να αποσυνδεθεί εξ ολοκλήρου από τη μουσική του Πόντου, κάτι που θα είναι πολύ βλαβερό για τους νέους των επόμενων γενιών.
Τέταρτον, υπάρχει και η ηθική πλευρά του θέματος. Οι πρόγονοί μας δεν έχουν τη δυνατότητα να προστατέψουν την μουσική τους παρακαταθήκη γιατί είναι ανώνυμη. Αυτή η ανωνυμία την κάνει ευάλωτη, ως προς την εκμετάλλευση των πνευματικών δικαιωμάτων της. Είναι γεγονός ό,τι, οι προστάτες της παράδοσης είμαστε μόνο εμείς, που είχαμε την τύχη να ζήσουμε δίπλα στη ζωντανή παράδοση και μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα γνήσια δημοτικά κομμάτια. Δεν υπάρχει καμία σιγουριά ότι οι επόμενες γενιές θα έχουν τη δυνατότητα να ξεχωρίσουν το τι είναι τι, γιατί δεν θα έχουν μπροστά τους τούς ζωντανούς φορείς της παράδοσης, αλλά μόνο τους εκτελεστές που μάθανε την ποντιακή μουσική από τις ηχογραφήσεις. Επίσης οι πληροφορίες για την ποντιακή παράδοση θα αντλούνται από τις υπάρχουσες γραπτές πηγές, που σήμερα ήδη έχουν αρκετά διαστρεβλωμένη εικόνα.
Το πρόβλημα των πνευματικών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών που σήμερα λειτουργούν στον ποντιακό χώρο, αφορά τις ζωντανές τους εκτελέσεις οι οποίες καταγράφονται και χωρίς την άδειά τους μοιράζονται και πουλιούνται ή και μπαίνουν στο διαδίκτιο. Από αυτές τις καταστάσεις πρώτα χαμένος είναι ο καλλιτέχνης, γιατί δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την ποιότητα του αποτελέσματος και μ’ αυτό τον πολλές φορές δυσφημίζεται και από την άλλη χάνει τα πνευματικά του δικαιώματα.
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο στο θέμα αυτό και θα αφήσω τους αναγνώστες να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Με την πάροδο του χρόνου, έχω καταλήξει στα προσωπικά μου συμπεράσματα, ως επιστήμων και άνθρωπος που πονάει τη δημοτική παράδοση του Πόντου, όσον αφορά στην απόδοση των πνευματικών δικαιωμάτων της ποντιακής δημοτικής μουσικής. Γι’ αυτό κι άνοιξα αυτόν τον «ασκό του Αιόλου» στην αρθρογραφία μου προτού σχεδόν δέκα χρόνια. Χαίρομαι ιδιαίτερα που η Π.Ο.Ε., ως ένας απ’ τους μεγαλύτερους φορείς των Ποντίων, ανέλαβε τη μελέτη του θέματος αυτού.
Θεωρώ ότι αυτό είναι ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που συνδέονται με τη διατήρηση της παράδοσής μας. Χωρίς υπερβολή θα μπορούσα να το συγκρίνω με τη Γενοκτονία των Ποντίων από τους Οθωμανούς. Εδώ πρόκειται για τη Γενοκτονία της ποντιακής δημοτικής μουσικής και των στίχων που, δυστυχώς, άθελα κάνουμε μόνοι μας. Εύχομαι να βρεθεί ένας ομαλός τρόπος να λυθεί το ζήτημα αυτό σύντομα, γιατί το πρόβλημα των λίγων, στο μέλλον μπορεί να καταλήξει να γίνει πρόβλημα όλων των Ποντίων.
*Ο Παύλος Ι. Τσακαλίδης, είναι διδάκτωρ Μουσικής του Εθνικού Πανεπιστημίου Μουσικής του Βουκουρεστίου
Πηγή: Εύξεινος Πόντος - Οκτώβριος 2009