Είναι αλήθεια ότι η επίδραση του Χριστιανισμού στάθηκε αποφασιστική και θεμελιακή στη ζωή των Ελλήνων και κατά συνέπεια και στη ζωή των Ποντίων.
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο της ζωής ενός λαού και μάλιστα με το φακό της δημοτικής ποίησης, των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, των ηθών και εθίμων του, δεν θα αργήσει να διαπιστώσει την ψυχοσύνθεση, το ήθος και τους οραματισμούς αυτού του λαού.
Όποιος θελήσει να αγγίξει τη χορδή της ποντιακής ψυχής, δεν έχει παρά να μελετήσει τα ήθη και τα έθιμα των Ποντίων. Εκεί θα βρει στοιχεία που φτάνουν ως τα πανάρχαια χρόνια του Ελληνισμού.
Τα ήθη και έθιμα των Ποντίων είναι αρχαιότροπα. Ο Σάββας Ιωαννίδης, στο περισπούδαστο σύγγραμμά του «Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντος», γράφει: «Οι εν Πόντω Έλληνες έχουν πάντες τα ήθη και έθιμά των, θρησκευτικά και κοινωνικά, πάνυ παραπλήσια μετά των αρχαίων Ελλήνων». Ο Ποντιακός λαός συνταίριασε τις ειδωλολατρικές συνήθειες με τις χριστιανικές. Γεφύρωσε το χθες με το σήμερα και το αύριο, χωρίς να αλλοιώσει τις χριστιανικές αλήθειες. Έδωσε, έτσι, συνέχεια στην εθνολογική του ύπαρξη.
«Χριστός γεννέθεν χαρά σον κόσμον».
«Φως εν τω σπηλαίω ανέτειλε και τοις εν σκότει απέλαμψεν».
Η ποντιακή μούσα μαζί με την εκκλησιαστική υμνολογία φέρνουν μηνύματα χαράς στον κόσμο όλο. Δίνουν την ελπίδα ότι θα έλθουν καλύτερες μέρες στην ανθρωπότητα.
Τα ποντιόπουλα, το σούρουπο κι ως τα μεσάνυχτα ψάλλουν το «Χριστός γεννέθεν …»ή το «Καλήν εσπέραν Άρχοντες». Οι ξενιτεμένοι επιστρέφουν. Λάμπουν τα σπίτια. Η χριστόφορη ποντιακή ψυχή σε τέτοιες μέρες δεν «αντιπαρέρχεται» τον πόνο. Μέλημα των Ποντίων να φέρουν τη χαρά σε κάθε σπίτι ανήμπορου, σε κάθε απροστάτευτη οικογένεια, σε κάθε ορφανό.
Μεσάνυχτα σημαίνουν οι καμπάνες. «Έ, σκωθέστε, εντώκαν τα καμπάνας».
Βαθιά η πίστη των Ποντίων. Πλούσιο το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Ομαδικές γίνονται οι επισκέψεις. Προπορεύεται ο ιερέας κι ακολουθούν οι «μειζέταιροι». «Χριστός ετέχθη!». Κι απαντούν: «Αληθώς ετέχθη». Κι ο λυράρης: «Πάντα να έτον τη Χριστού, πάντα να εν τα φώτα …».
Παραμονή της Πρωτοχρονιάς κι οι νέοι ψάλλουν: «Αρχή Κάλαντα και αρχή του Χρόνου!
«Πάντα Κάλαντα! Πάντα του Χρόνου!» ή «Ο Αε Βασίλης έρχεται …»
Θα μαζέψουν χρήματα για τους φτωχούς και για τις ανάγκες του σχολείου και της εκκλησίας.
Τη βραδιά αυτή κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση και τα «Μωμοέρα» που θα συνεχίσουν ως την Καθαρή Δευτέρα. Με το γλυκοχάραμα της Πρωτοχρονιάς γινόταν και το καλαντίασμαν τη πηγαδί, δηλαδή της βρύσης.
Το έθιμο απαιτούσε προσφορά δώρων στη βρύση για να ανοίξει η τύχη.
«Σην ύειαν έμουν … . Ο Θεόν να πολυχρονίζ’ και να κρατεί μας …». «Κανέναν κακόν να μη ελέπομε …».
«Ο Θεόν ελεά όλον τον κόσμον κι εμάς πα να μη ανασπάλ». Ευχές γενικές, συνολικές κι όχι ατομικές, προσωπικές! Ευχές που ανεβαίνουν ως τον ουρανό. Κι εδώ το μεγαλείο της ποντιακής ψυχής.
Ξεχωριστή ευλάβεια επικρατούσε τη νύχτα της παραμονής των Φώτων. Στον κύκλο του ενδιαφέροντος οι νεκροί. Για κάθε πεθαμένο άναβε κι ένα κερί. «Ο Θεός να σχωρά τον», ήταν η στερεότυπη ευχή. Σεβασμός όχι μόνο στους μεγαλύτερους, αλλά και στους νεκρούς.
Η μέρα των Φώτων ήταν ημέρα χαράς. Κατά το έθιμο την ημέρα αυτή, ο Σταυρός γυρνούσε σ’ όλα τα χριστιανικά σπίτια για να φέρει την ευλογία.
Απλές, φυσικές και καθάριες συνήθειες, που μιλούσαν βαθιά στην ψυχή. Συνήθειες που πείθουν ότι και σήμερα αξίζουν και δικαιούνται να συμπορεύονται με τη σύγχρονη ζωή, για μια κοινωνία ανθρωπινότερη, όπου θα βασιλεύει η «επί γης ειρήνη».
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο της ζωής ενός λαού και μάλιστα με το φακό της δημοτικής ποίησης, των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, των ηθών και εθίμων του, δεν θα αργήσει να διαπιστώσει την ψυχοσύνθεση, το ήθος και τους οραματισμούς αυτού του λαού.
Όποιος θελήσει να αγγίξει τη χορδή της ποντιακής ψυχής, δεν έχει παρά να μελετήσει τα ήθη και τα έθιμα των Ποντίων. Εκεί θα βρει στοιχεία που φτάνουν ως τα πανάρχαια χρόνια του Ελληνισμού.
Τα ήθη και έθιμα των Ποντίων είναι αρχαιότροπα. Ο Σάββας Ιωαννίδης, στο περισπούδαστο σύγγραμμά του «Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντος», γράφει: «Οι εν Πόντω Έλληνες έχουν πάντες τα ήθη και έθιμά των, θρησκευτικά και κοινωνικά, πάνυ παραπλήσια μετά των αρχαίων Ελλήνων». Ο Ποντιακός λαός συνταίριασε τις ειδωλολατρικές συνήθειες με τις χριστιανικές. Γεφύρωσε το χθες με το σήμερα και το αύριο, χωρίς να αλλοιώσει τις χριστιανικές αλήθειες. Έδωσε, έτσι, συνέχεια στην εθνολογική του ύπαρξη.
«Χριστός γεννέθεν χαρά σον κόσμον».
«Φως εν τω σπηλαίω ανέτειλε και τοις εν σκότει απέλαμψεν».
Η ποντιακή μούσα μαζί με την εκκλησιαστική υμνολογία φέρνουν μηνύματα χαράς στον κόσμο όλο. Δίνουν την ελπίδα ότι θα έλθουν καλύτερες μέρες στην ανθρωπότητα.
Τα ποντιόπουλα, το σούρουπο κι ως τα μεσάνυχτα ψάλλουν το «Χριστός γεννέθεν …»ή το «Καλήν εσπέραν Άρχοντες». Οι ξενιτεμένοι επιστρέφουν. Λάμπουν τα σπίτια. Η χριστόφορη ποντιακή ψυχή σε τέτοιες μέρες δεν «αντιπαρέρχεται» τον πόνο. Μέλημα των Ποντίων να φέρουν τη χαρά σε κάθε σπίτι ανήμπορου, σε κάθε απροστάτευτη οικογένεια, σε κάθε ορφανό.
Μεσάνυχτα σημαίνουν οι καμπάνες. «Έ, σκωθέστε, εντώκαν τα καμπάνας».
Βαθιά η πίστη των Ποντίων. Πλούσιο το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Ομαδικές γίνονται οι επισκέψεις. Προπορεύεται ο ιερέας κι ακολουθούν οι «μειζέταιροι». «Χριστός ετέχθη!». Κι απαντούν: «Αληθώς ετέχθη». Κι ο λυράρης: «Πάντα να έτον τη Χριστού, πάντα να εν τα φώτα …».
Παραμονή της Πρωτοχρονιάς κι οι νέοι ψάλλουν: «Αρχή Κάλαντα και αρχή του Χρόνου!
«Πάντα Κάλαντα! Πάντα του Χρόνου!» ή «Ο Αε Βασίλης έρχεται …»
Θα μαζέψουν χρήματα για τους φτωχούς και για τις ανάγκες του σχολείου και της εκκλησίας.
Τη βραδιά αυτή κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση και τα «Μωμοέρα» που θα συνεχίσουν ως την Καθαρή Δευτέρα. Με το γλυκοχάραμα της Πρωτοχρονιάς γινόταν και το καλαντίασμαν τη πηγαδί, δηλαδή της βρύσης.
Το έθιμο απαιτούσε προσφορά δώρων στη βρύση για να ανοίξει η τύχη.
«Σην ύειαν έμουν … . Ο Θεόν να πολυχρονίζ’ και να κρατεί μας …». «Κανέναν κακόν να μη ελέπομε …».
«Ο Θεόν ελεά όλον τον κόσμον κι εμάς πα να μη ανασπάλ». Ευχές γενικές, συνολικές κι όχι ατομικές, προσωπικές! Ευχές που ανεβαίνουν ως τον ουρανό. Κι εδώ το μεγαλείο της ποντιακής ψυχής.
Ξεχωριστή ευλάβεια επικρατούσε τη νύχτα της παραμονής των Φώτων. Στον κύκλο του ενδιαφέροντος οι νεκροί. Για κάθε πεθαμένο άναβε κι ένα κερί. «Ο Θεός να σχωρά τον», ήταν η στερεότυπη ευχή. Σεβασμός όχι μόνο στους μεγαλύτερους, αλλά και στους νεκρούς.
Η μέρα των Φώτων ήταν ημέρα χαράς. Κατά το έθιμο την ημέρα αυτή, ο Σταυρός γυρνούσε σ’ όλα τα χριστιανικά σπίτια για να φέρει την ευλογία.
Απλές, φυσικές και καθάριες συνήθειες, που μιλούσαν βαθιά στην ψυχή. Συνήθειες που πείθουν ότι και σήμερα αξίζουν και δικαιούνται να συμπορεύονται με τη σύγχρονη ζωή, για μια κοινωνία ανθρωπινότερη, όπου θα βασιλεύει η «επί γης ειρήνη».
Πηγή: "Αργοναύτης", Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2009