Η οφίτικη Ποντιακή διάλεκτος, μια γλώσσα υπό εξαφάνιση, έχει διατηρηθεί ακέραιη στο χωριό Νέα Τραπεζούντα Πιερίας |
της Μαρίας Κουζινοπούλου
Στο χωριό Νέα Τραπεζούντα Πιερίας, οι μόλις 700 κάτοικοι έχουν έναν πολύ ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας, για να εκφράσουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις χαρές και τις λύπες τους.
Κι αυτό, επειδή στην πλειοψηφία τους οι κάτοικοι του συγκεκριμένου χωριού, πρόσφυγες ή απόγονοι προσφύγων, από την περιοχή του Όφεως της ανατολικής Τουρκίας, μιλούν την οφίτικη ποντιακή διάλεκτο, την οποία μεταφέρουν και από γενιά σε γενιά.
Το 1926, μια ομάδα Οφιτών προσφύγων εγκαταστάθηκε στην Πιερία και αγόρασε έκταση επτά χιλιάδων στρεμμάτων, με στόχο να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους συμπατριώτες.
Δύο χρόνια αργότερα, οι κάτοικοι ίδρυσαν το χωριό Κάτω Άι Γιάννης Όφις, μετονομάζοντάς το στη συνέχεια σε Νέα Τραπεζούντα.
Οι πρόσφυγες αυτοί κρατούσαν στις «αποσκευές» τους τις παραδόσεις τους, αλλά και τη γλώσσα τους, την οφίτικη διάλεκτο. Πρόκειται για υποδιάλεκτο της ποντιακής γλώσσας, που αποτέλεσε τον κοινό κώδικα επικοινωνίας των κατοίκων της περιοχής του Όφεως (Οφίτες), ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους (στην πλειοψηφία τους ήταν μουσουλμάνοι και μόνο 1.200 χριστιανοί).
Σήμερα, η διάλεκτος αυτή συναντάται ακόμα σε περίπου 30 χωριά των επαρχιών Οφ και Τσαϊκαρά της Τουρκίας (ρωμαίικα οφίτικα), ενώ στην Ελλάδα απαντάται στο χωριό Νέα Τραπεζούντα και σποραδικά σε άλλες περιοχές, όπου εγκαταστάθηκαν οι Πόντιοι πρόσφυγες (Παρανέστι Δράμας, Παντοκερασιά Κιλκίς και Φιλώτα Κοζάνης). Επίσης, μιλιέται από Έλληνες μετανάστες, στην Κύπρο και τη Γερμανία.
Σε γλωσσική καταγραφή της οφίτικης ποντιακής διαλέκτου προχώρησαν δύο γλωσσολόγοι, η επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, Ανθή Ρεβυθιάδου, και ο λέκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Βασίλειος Σπυρόπουλος.
Η έρευνα περιλάμβανε αναζήτηση σε αρχειακό υλικό και έρευνα πεδίου στο χωριό Νέα Τραπεζούντα Πιερίας. Οι δύο ερευνητές παρατήρησαν ότι, η οφίτικη ποντιακή διατηρεί αρχαϊκά στοιχεία, τα οποία πιθανότατα παραπέμπουν σε δομές, που χαρακτήριζαν τη μικρασιατική κοινή, προγενέστερη γλωσσική ομάδα της μικρασιατικής ελληνικής. Επίσης, έχει επιρροές από την τουρκική γλώσσα, από το 15ο αιώνα, οπότε έρχονται σε άμεση επαφή.
Από τυπολογικής πλευράς, η διάλεκτος πλησιάζει στο ιδίωμα των Σουρμένων, ενώ διαφοροποιείται αρκετά από τα υπόλοιπα ποντιακά ιδιώματα ως προς το σύνολο των φωνητικών, μορφοσυντακτικών και λεξιλογικών χαρακτηριστικών της. Η κυριότερη διαφορά της με την κοινή νεοελληνική και την κοινή ποντιακή είναι ότι, η οφίτικη έχει διατηρήσει έναν τύπο απαρεμφάτου (που σήμερα σχεδόν έχει εκλείψει).
Ωστόσο, οι ερευνητές κατέγραψαν ότι, σήμερα, η οφίτικη διάλεκτος χάνει κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, εξαιτίας της στενής επαφής της με την κοινή νεοελληνική και με την κοινή ποντιακή.
Επίσης, διαπίστωσαν ότι, πλέον, μόνο οι κάτοικοι ηλικίας 75 ετών και άνω έχουν την οφίτικη ποντιακή ως κυρίαρχη γλώσσα τους. Οι κάτοικοι ηλικίας 50-75 ετών χρησιμοποιούν την κοινή νεοελληνική γλώσσα ως βασική γλώσσα επικοινωνίας, ενώ την οφίτικη και την κοινή ποντιακή διάλεκτο μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες. Αντίθετα, η ηλικιακή ομάδα 35-50 ετών χρησιμοποιεί μόνο περιστασιακά μια μορφή κοινής ποντιακής, με πολλές προσμίξεις με την κοινή νεοελληνική. Τέλος, τα άτομα ηλικίας 20-35 ετών έχουν μόνο παθητική γνώση της οφίτικης και της κοινής ποντιακής και χρησιμοποιούν την οφίτικη μόνο στα τραγούδια.
«Η οφίτικη διάλεκτος βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο εξαφάνισης», εξηγεί στο ΑΠΕ- ΜΠΕ η Ανθή Ρεβυθιάδου.
«Οι πρώτες γενιές που γνώριζαν καλά τη γλώσσα “έφυγαν” και οι παππούδες τη μιλούν παραφθαρμένη. Τα παραπάνω δεδομένα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πλέον δεν υπάρχει το στοιχείο της χρησιμότητας και ότι η οφίτικη δέχεται πολλές επιδράσεις από τη νεοελληνική γλώσσα, αποτελούν σημάδια εγκατάλειψης», προσθέτει ο Γιάννης Μεγαλόπουλος, κάτοικος της Νέας Τραπεζούντας.
Η οφίτικη διάλεκτος διασώζεται, ωστόσο, στα οφίτικα τραγούδια, που αγαπούν να τραγουδούν οι κάτοικοι της Νέας Τραπεζούντας. Μάλιστα, ο κ. Μεγαλόπουλος περιγράφει γλαφυρά τα χαρακτηριστικά γλέντια των κατοίκων, στα οποία παρευρίσκονται όλες οι γενιές της οικογένειας, από τον γεροντότερο μέχρι το νεότερο.
«Μαζευόμαστε γύρω από ένα τραπέζι και με τη βοήθεια μόνο της λύρας, χωρίς μικρόφωνα και μεγάφωνα, τραγουδάμε για πολλές ώρες πρώτα τη λύπη και τον πόνο, στη συνέχεια τον έρωτα και την αγάπη και τέλος, αφού εκτονώσουμε όλο το πάθος, τα εύθυμα και χορευτικά τραγούδια», εξηγεί.
Και συμπληρώνει: «Τα γλέντια αυτά είναι για εμάς ένα σχολείο εκμάθησης των ποντιακών».
Καθοριστικό ρόλο στη διάσωση των παραδόσεων διαδραματίζουν, εξάλλου, οι παροιμίες τους, αλλά και οι ιδιαίτεροι χοροί τους, Σαμψών και Τολμέ Ιντολμέ.
Στη διατήρηση των παραδόσεων πρωτοστατεί ο Ποντιακός Πολιτιστικός Σύλλογος «Αλέξανδρος Υψηλάντης», που το 1984 βραβεύτηκε και από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά του.
Γλώσσες υπό εξαφάνιση
Περίπου οι μισές από τις 6.700 γλώσσες που χρησιμοποιούνται στον κόσμο έχουν εξαφανιστεί ή απειλούνται με εξαφάνιση πριν από το τέλος του αιώνα, γεγονός που μπορεί να αντιστραφεί μόνο αν οι κυβερνήσεις και οι τοπικές κοινότητες λάβουν επείγουσα δράση, όπως αναφέρεται σε σχετική έκθεση της UNESCO.
Όπως σημειώνουν στη μελέτη τους οι Ανθή Ρεβυθιάδου και Βασίλης Σπυρόπουλος, «καθώς το μέλλον της Οφίτικης Ποντιακής, όπως και πολλών άλλων ελληνικών διαλέκτων, είναι πια αβέβαιο, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη καταγραφής και τεκμηρίωσης της διαλέκτου προτού εκλείψουν οι τελευταίοι φυσικοί της ομιλητές».
Επίσης, προσθέτουν ότι, σε πολλές χώρες πραγματοποιούνται ήδη δράσεις που αποσκοπούν στη γλωσσική αναβίωση επαπειλούμενων γλωσσικών ποικιλιών «είτε μέσω της δημιουργίας δικτύων νέων χρηστών και νέων χρήσεων της γλώσσας αρχικά στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον και στη συνέχεια σε υψηλότερα επίπεδα, όπως Εκπαίδευση, ΜΜΕ και Διοίκηση».
Η UNESCO έχει καταρτίσει «Άτλαντα των Παγκόσμιων Γλωσσών σε κίνδυνο», όπου καταγράφει όλες τις γλώσσες που έχουν εξαφανιστεί ή που απειλούνται με εξαφάνιση, με στόχο να εγείρει το ενδιαφέρον για τους γλωσσικούς κινδύνους και την ανάγκη της περιφρούρησης της παγκόσμιας γλωσσικής ιδιομορφίας.
Οι γλώσσες που αναφέρονται στον Άτλαντα κατατάσσονται σε πέντε κατηγορίες κινδύνου: την «ευπαθή» (vulnerable), όπου τα περισσότερα παιδιά μιλούν τη γλώσσα, αλλά μόνο σε ορισμένους χώρους, την κατηγορία «σίγουρα σε κίνδυνο» (definitely endangered), όπου τα παιδιά δεν μαθαίνουν πλέον τη γλώσσα ως μητρική στο σπίτι, την κατηγορία «σε σοβαρότατο κίνδυνο» (severely endangered), όπου η γλώσσα μιλιέται από τους γεροντότερους, αλλά οι γενιές των γονιών την καταλαβαίνουν, χωρίς να τη μιλούν μεταξύ τους ή στα παιδιά τους, την κατηγορία «σε κρίσιμο κίνδυνο» (critically endangered), όπου ακόμα και οι γεροντότεροι μιλούν σπάνια τη γλώσσα, και την κατηγορία «αφανισμένη» (extinct), όπου δεν υπάρχουν πλέον ομιλητές.
Οι ελληνικές διάλεκτοι που αναφέρονται στον Άτλαντα είναι οι εξής:
- Βλάχικη, που εντοπίζεται κυρίως στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, αλλά και σε άλλες περιοχές σε μικρότερες ομάδες. Σύμφωνα με τον Άτλαντα, οι ομιλητές υπολογίζονται σε περίπου 500.000. Επίσης, η γλώσσα συναντάται στην Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και την ΠΓΔΜ. Η γλώσσα έχει κατηγοριοποιηθεί ως «σίγουρα σε κίνδυνο».
- Αρβανίτικη, για την οποία υπολογίζονται 50.000 ομιλητές κυρίως σε αγροτικές περιοχές της κεντρικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η γλώσσα έχει ενταχθεί στην κατηγορία «σε σοβαρότατο κίνδυνο».
- Ελληνική Καππαδοκική. Σημειώνεται ότι υπήρχε η εντύπωση πως έχει εξαφανιστεί μέχρι που το 2005 ερευνητές ανακάλυψαν χρήστες της γλώσσας. Σήμερα η γλώσσα θεωρείται «σε κρίσιμο κίνδυνο».
- Ιταλική της Κέρκυρας, διάλεκτος των Βένετων που χαρακτηρίζεται ως «σε κρίσιμο κίνδυνο».
- Γκαγκαούζικη. Τουρκογενής διάλεκτος που μιλιέται στα νότια Βαλκάνια. Στην Ελλάδα συναντάται σε περιοχές του Έβρου και εντάσσεται στην κατηγορία «σε σοβαρότατο κίνδυνο».
- Σεφραδίτικη διάλεκτος που μιλιέται κυρίως στην Τουρκία και λιγότερο στην Ελλάδα (σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης), καθώς και σε άλλες βαλκανικές χώρες. Χαρακτηρίζεται ως «σε σοβαρότατο κίνδυνο».
- Μογλενίτικα. Η διάλεκτος μιλιέται κυρίως από κατοίκους των χωριών Σκρα, Κούπα, Αρχάγγελος, Περίκλεα, Λαγκαδιά, Κάρπι και Νότια στην περιοχή της Αλμωπίας. Χαρακτηρίζεται ως «σε σοβαρότατο κίνδυνο».
- Ποντιακά. Υπολογίζεται ότι χρησιμοποιούνται από 300.000 ομιλητές. Η γλώσσα χρησιμοποιούνταν αρχικά από κατοίκους της Μαύρης Θάλασσας, οι οποίοι στη συνέχεια μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Χαρακτηρίζεται ως «σίγουρα σε κίνδυνο».
- Ρομανί, την οποία μιλούν περίπου 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Εντάσσεται στην κατηγορία «σίγουρα σε κίνδυνο»
- Τσακωνικά. Μιλιούνται από 300 περίπου ομιλητές, κυρίως στην περιοχή του Λεωνιδίου. Η γλώσσα μιλιούνταν αρχικά από κατοίκους χωριών της βορειοανατολικής Τουρκίας, οι οποίοι μετακινήθηκαν στην Ελλάδα μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1922. Η γλώσσα χαρακτηρίζεται «σε κρίσιμο κίνδυνο».
Πηγή: ΑΝΑ-ΜΠΑ