του Δημήτρη Πιπερίδη
Στο βιβλίο του «Ώρες Ευθύνης» -ένα από πιο σοβαρά και έντιμα βιβλία που έχουν γραφεί ποτέ από έλληνες πολιτικούς - και αφηγούμενος τα όσα τράβηξε καθήμενος επί 18 μήνες στην ηλεκτρική καρέκλα του πρωθυπουργού της Ελλάδας, ο Γεώργιος Ράλλης αναφέρεται συχνά στους πονοκεφάλους που του προκαλούσε η ιδιόρρυθμη συμπεριφορά ενός νέου σχετικά βουλευτού του, γόνου ιστορικής πολιτικής οικογένειας, του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη. Και τι δεν έκανε ο φέρελπις (τότε) εκπρόσωπος του λαού των Κυκλάδων για να κάνει την ούτως ή άλλως δύσκολη ζωή του πρωθυπουργού του ακόμη δυσκολότερη: απειλούσε κάθε τόσο να καταψηφίσει τα πιο κρίσιμα νομοσχέδια της κυβέρνησης, επιτίθετο δημοσίως στους υπουργούς, μάλωνε με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης…
Λίγο αργότερα, στις ευρωεκλογές του 1981, ο κ. Πρωτοπαπαδάκης ανταμείφθηκε για τη ζωηρότητα της κοινοβουλευτικής του παρουσίας με μια ευνοϊκή μετάθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δυστυχώς το «ξενέρωτο» πολιτικό κλίμα των Βρυξελλών και τα ήμερα λεγόμενα δυτικοευρωπαϊκά πολιτικά ήθη δεν του επέτρεψαν να διακριθεί και διεθνώς.
Έτσι πολύ σύντομα ο ίδιος εξαφανίστηκε από το προσκήνιο και η πολιτική μας ζωή στερήθηκε για πάντα του ιδιόρρυθμου ταμπεραμέντου του. Για πάντα; Όχι ακριβώς. Διότι πριν από λίγο καιρό και σε προχωρημένη πλέον ηλικία ο κ. Πρωτοπαπαδάκης έκρινε ότι είχε μια ακόμη σοβαρή αποστολή να εκπληρώσει, πριν αποχωρήσει του μάταιου τούτου κόσμου: να απαλλάξει το όνομα της οικογένειάς του από τη σοβαρή σπίλωση που είχε υποστεί με τη θανατική καταδίκη και την εκτέλεση του παππού του, Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, κατά την ιστορική «Δίκη των Έξι».
Η ιστορία είναι φυσικά γνωστή, την επαναλαμβάνουμε όμως για τους νεώτερους. Αμέσως μετά την μικρασιατική καταστροφή κι ενώ οι πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας στοιβάζονται ακόμη στα θέατρα και τις εκκλησίες της Αττικής, οι πολίτες των Αθηνών απαιτούν, σε έναν από το μεγαλύτερα συλλαλητήρια που γνώρισε ποτέ η πρωτεύουσα, την παραδειγματική τιμωρία των πρωταιτίων της εθνικής συμφοράς. Η επαναστατική κυβέρνηση των βενιζελικών αξιωματικών που έχει καταλάβει πρόσφατα την εξουσία, αναγκάζεται να παραπέμψει σε δίκη τις έξι κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες της αντιβενιζελικής παράταξης, που εναλλάχθηκαν τους κρίσιμους μήνες της συμφοράς στα πόστα του πρωθυπουργού και του υπουργού των Στρατιωτικών και μετά από μία αμφιλεγόμενη διαδικασία, που πόρρω απείχε αυτού που σήμερα ονομάζουμε «δίκαιη δίκη», να τους εκτελέσει στο Γουδί.
Ο κ. Πρωτοπαπαδάκης λοιπόν απευθύνθηκε το 2008 στον Άρειο Πάγο και ζήτησε την επανάληψη της Δίκης, υποστηρίζοντας ότι έχουν προκύψει νέα στοιχεία που αποδεικνύουν την αθωότητα των καταδικασθέντων. Τι κι αν το νεώτερο από τα στοιχεία που παρουσίασε, αναγόταν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930; Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δέχθηκε -το Δεκέμβρη που μας πέρασε- το αίτημά του και αποφάσισε ότι η Δίκη θα πρέπει να επαναληφθεί.
Το θέμα δεν είναι τόσο το «ευήκοον ούς» που έτειναν οι φιλίστορες αρεοπαγίτες μας στις μελοδραματικές εκκλήσεις του κ. Πρωτοπαπαδάκη για απόδοση «ιστορικής δικαιοσύνης. Είναι το γεγονός ότι ο κ. Πρωτοπαπαδάκης είχε το θράσος να ζητήσει την ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης όχι για τυπικούς, αλλά για ουσιαστικούς λόγους. Να βγαίνει δηλαδή στις τηλεοράσεις και να υποστηρίζει ότι η δίκη θα πρέπει να επαναληφθεί όχι γιατί οι Έξι δεν είχαν μια δίκαιη δίκη (κάτι που κανείς σοβαρός ιστορικός δεν μπορεί πλέον να αρνηθεί), αλλά γιατί ήταν ουσιαστικά αθώοι!
Είναι γνωστό ότι κάποιες λέξεις, όπως η λέξη αθώος ή λέξη προδότης, έχουν στη χώρα μας μια ειδική χρήση. Τώρα που πέρασαν ογδόντα χρόνια και έχουν καταλαγιάσει σε σημαντικό βαθμό τα πάθη εκείνης της περιόδου, μπορούμε να συμφωνήσουμε σε μερικά πράγματα. Έχω όλη την καλή πρόθεση να δεχτώ ότι οι Έξι δεν ήταν προδότες, τουλάχιστον υπό την τυπική έννοια του όρου. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι έκαναν ό,τι έκαναν ή παρέλειψαν όσα όφειλαν να πράξουν από πρόθεση να ζημιώσουν την εθνική υπόθεση, την οποία έτυχε να υπηρετήσουν. Πολύ φοβάμαι όμως ότι ήταν κάτι πολύ χειρότερο από προδότες: ήταν τραγικά ανίκανοι. Κλήθηκαν να διαχειριστούν την τύχη του έθνους στην πιο κρίσιμη καμπή της νεώτερης ιστορίας του και αποδείχθηκαν όχι απλά ανεπαρκείς, αλλά μοιραίοι. Και μόνο η υπογραφή τους κάτω από το επαίσχυντο εκείνο διάταγμα που απαγόρευε την αποβίβαση των (υπόπτων επί βενιζελολατρεία) Μικρασιατών στα ελληνικά λιμάνια για λόγους αποφυγής «διασαλεύσεως της τάξεως» -την ώρα ακριβώς που ο «συνωστισμός» βρισκόταν στο αποκορύφωμά του και οι Κεμαλικοί είχαν βγάλει ήδη τις φαλτσέτες από τα θηκάρια- θα αρκούσε για να οδηγηθούν στο απόσπασμα όχι απλά έξι, αλλά εκατόν έξι από τους μεγαλόσχημους της εποχής.
Αν δεχθούμε τη συλλογιστική του κουτοπόνηρου κ. Πρωτοπαπαδάκη, που θρηνεί από τηλεοράσεως για το δυστυχή παππού του, αλλά αρνείται πεισματικά να παραδεχθεί ότι ο άνθρωπος εκείνος ή έστω οι σύντροφοί του είχαν και την παραμικρή ακόμη ευθύνη για τον πόνο που προκάλεσε το σύντομο πέρασμά τους από την ιστορία σε μερικά εκατομμύρια συμπατριωτών τους, τότε θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και για αρκετές ακόμη παρόμοιες παραδοχές. Θα πρέπει π.χ. να παραδεχθούμε ότι ο Ελληνικός στρατός ηττήθηκε από μόνος του στη Μικρασία, ότι οι Σμυρνιοί συνωστίστηκαν οικεία βουλήσι στην αποβάθρα τους κι ότι οι Πόντιοι αποφάσισαν να έρθουν στην Ελλάδα κατά 353.000 χιλιάδες λιγότεροι μόνο και μόνο για λόγους δημογραφικής αραίωσης. Όλα δηλαδή τα φαιδρά για τα οποία θέλει να μας πείσει η σύγχρονη άνευ (ορατού) διδασκάλου μέθοδος ανάγνωσης της ιστορίας.
Όπου να 'ναι ο Άρειος Πάγος θα ορίσει την ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης και τότε ασφαλώς το ζήτημα θα αναδειχθεί στις πραγματικές του διαστάσεις. Διότι δεν πρόκειται για ένα τυπικό ζήτημα επανασυγγραφής της ιστορίας υπό το πρίσμα των σύγχρονων εξελίξεων. Η Δίκη των Έξι ήταν μία ακραία περίπτωση απονομής λαϊκής δικαιοσύνης, η μόνη ίσως που έχει να παρουσιάσει επί πολλούς αιώνες η ελληνική ιστορία. Και είναι γνωστό ότι όταν το «πόπολο» αποκτά τη δύναμη να αποδώσει δικαιοσύνη, το κάνει με το δικό του τρόπο, που είναι σαφώς διαφορετικός -και κατά κανόνα απείρως σκληρότερος- εκείνου των τυπικών δικαστών. Έχω διαβάσει μερικά κείμενα σημαντικών Γάλλων ιστορικών, απογόνων αριστοκρατών που αποκεφαλίστηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Όλα επικεντρώνονται στη βαρβαρότητα της εκτέλεσης. Κανένα δεν τολμά να υποστηρίξει ότι οι μακαρίτες έχασαν τα εστεμμένα κεφάλια τους διότι εκπροσωπούσαν ένα κοινωνικό καθεστώς δικαιότερο από εκείνο που τους εκτέλεσε. Στη δική μας χώρα, τη μόνη χώρα στον κόσμο όπου η άνοδος κάποιου στην εξουσία έχει ως επακόλουθο τη γνωστή ποινική (εσχάτως και ιστορική) ασυλία του κάθε εφήμερου αναβάτη της εξουσίας, αυτή η αίσθηση του ιστορικού μέτρου, πάει περίπατο.
Περισσότερα επί του θέματος λίαν συντόμως...
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άμαστρις - Τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2010