Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Ποντίων Έπαινος


Γράφει ο Ιστορικός – Φιλόλογος Λευτέρης Παπακώστας


Ότι ο ποντιακός ελληνισμός είναι μία αστείρευτη πηγή δραστηριότητας και ενδιαφέροντος για κάθε θέμα εθνικό, κοινωνικό και πολιτιστικό είναι κοινό μυστικό. Χιλιάδες επιχειρήσεις όχι μόνο σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, όπου εγκαταστάθηκαν μαζικά, αλλά και σύλλογοι με πολιτιστικό χαρακτήρα, με πλούσιο έργο στον κοινωνικό τομέα, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.

Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιου συλλόγου, από του οποίου το έργο έχουν επωφεληθεί και πολλοί Ηπειρώτες, που έτυχε να βρεθούν σε χαλεπούς καιρούς στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του εξήντα, αλλά και του εβδομήντα, που έχω ιδίαν αντίληψη, είναι η Εύξεινος Λέσχη της Θεσσαλονίκης.

Δεκάδες ήταν τα νεαρά άτομα, φοιτητές επί το πλείστον, που βρήκαν στην Εύξεινο Λέσχη μια ζεστή αγκαλιά να τους δεχτεί και να τους παράσχει όλα εκείνα τα εφόδια, που χρειάζονταν για να καλύψουν τις ανάγκες τους και να ανοίξουν ένα δρόμο για το μέλλον, που για πολλούς και Πόντιους, αλλά και Ηπειρώτες, ήταν λαμπρό, σε όλους τους τομείς της πολιτικής, της οικονομικής, αλλά και της κοινωνικής δραστηριότητας.

Στέγαση, σίτιση, οικονομικές ενισχύσεις και παροχή πάσης φύσεως διευκολύνσεως, ήταν μερικά από εκείνα τα εφόδια, που η Λέσχη αφειδώς εξασφάλισε σε νέους, που είχαν διάθεση να παλέψουν για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά τους έλειπαν τα μέσα να το επιτύχουν, χωρίς να λάβει υπόψη ότι κάποιοι από τους νέους αυτούς δεν ήταν ποντιακής καταγωγής, αλλά από διαφορετικά σημεία της Ελλάδας.

Και ήταν τόσο συνετή η διαχείριση των οικονομικών της Λέσχης, ώστε σήμερα να μπορούμε να μιλήσουμε για έναν εύρωστο σύλλογο, που έχει τη δυνατότητα, πέρα και έξω από τις διάφορες κρίσεις, που διέρχεται αυτός ο τόπος, να μπορεί να συνεχίζει ανεμπόδιστα το έργο του. Να μετέχει σε πάσης φύσεως εκδηλώσεις πνευματικές ή πολιτιστικές, χωρίς καμία ενίσχυση ή να παρέχει υποτροφίες σε νέους επιστήμονες και ενισχύσεις για την περάτωση των σπουδών σε πλήθος νέων, που αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες τους.

Είχα προσωπική αντίληψη περί τούτου όταν από τον Εκδοτικό Οίκο, με τον οποίο συνεργάζομαι ετέθη το θέμα της παρουσίασης του νέου βιβλίου μου «Ο νικητής τα παίρνει όλα» στη Θεσσαλονίκη.

Επειδή στη δεκαετία του 1960, όταν φοίτησα στο Πανεπιστήμιο της Πόλης, δέχτηκα τη βοήθεια της Ευξείνου Λέσχης ώστε να μπορέσω να σπουδάσω, θεώρησα χρέος τιμής να παρουσιάσω το βιβλίο μου στις εγκαταστάσεις της Λέσχης, με την οποία όλο αυτό το χρονικό διάστημα, για διάφορους λόγους, δε διατηρούσα σχέσεις.

Δέχτηκαν με ενθουσιασμό την πρότασή μου και παρά το γεγονός ότι το διάστημα ήταν περιορισμένο και σε μέρα μεγάλης γιορτής, του Αγίου Γεωργίου, ετοίμασαν μία λαμπρή εκδήλωση, που σ’ εμάς όλους, που γενικά ήμασταν αμύητοι στον τρόπο λειτουργίας της Λέσχης, φάνηκε ότι βρισκόμασταν σε άλλη χώρα και είχαμε να κάνουμε με άλλου είδους ανθρώπους.

Παρούσα στην εκδήλωση η Νομαρχία Θεσσαλονίκης, Ακαδημαϊκοί, εξέχοντα μέλη της κοινωνίας της πόλης και πλήθος κόσμου, που δημιούργησε ένα εξαιρετικό κλίμα για όλους εμάς, που δεχόμαστε τη μία έκπληξη μετά την άλλη, όπως για παράδειγμα η παρουσία ενός εκπληκτικού χορευτικού υπό την καθοδήγηση του εξαίρετου χοροδιδασκάλου Μιχάλη Καραβέλα!

Και δεν είναι ότι έγινε μια θερμή υποδοχή από το κοινό, που για πρώτη φορά έρχονταν σε επαφή με το βιβλίο. Εκείνο που είχε τη μεγάλη σημασία ήταν ο τρόπος, με τον οποίο είδαμε ότι αγκαλιάζουν οι άνθρωποι αυτοί κάθε πνευματική προσπάθεια, μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία, ανθρώπων που είναι δικοί τους ή άλλων, που έζησαν μαζί τους για κάποιο διάστημα και δεν τους ξέχασαν, αλλά εκδήλωσαν έμπρακτα τη διάθεση να βρεθούν και πάλι μαζί τους.

Έλεγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, Οπλαρχηγός του ΕΔΕΣ Απόστολος Παπακώστας, ότι οι Πόντιοι είναι οι καλύτεροι Έλληνες. Γιατί, παιδί μου, μου έλεγε, πιστεύουν σε αξίες! Γιατί δεν ξεχνάνε την πατρίδα τους! Γιατί είναι δουλευτάδες και γιατί τίμησαν τον τόπο, που τους δέχτηκε και τον αγάπησαν πιο πολύ από τους ντόπιους. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αν και ήρθαν μέσα σε άθλιες συνθήκες, όσοι δηλαδή ήρθαν και δεν είχαν πέσει θύματα του τυφλού φανατισμού και του εθνικισμού των Τούρκων της περιόδου, βρήκαν τη δύναμη να κάνουν τον πόνο τους παράγοντα δημιουργίας, να παλέψουν και να γίνουν και πάλι δύναμη, ικανή να εμπνεύσει με το παράδειγμά της.

Το πιο σημαντικό όμως είναι η αγάπη, που εκδηλώνουν οι Πόντιοι για μας τους Ηπειρώτες! Πολλοί μάλιστα λένε ότι εμείς είμαστε οι καλύτεροι Έλληνες και ότι μοιάζουμε πολύ μαζί τους στη δημιουργικότητα, στην αγάπη και την προσφορά στον τόπο μας κι όχι μόνο για το αγύριστο το κεφάλι μας. Ιδιότητα, που την έχουν κι εκείνοι στον ίδιο βαθμό.

Δεν ξέρω αν είμαστε ή δεν είμαστε πράγματι οι καλύτεροι Έλληνες. Προσωπικά δεν το πιστεύω! Γιατί είμαι πεπεισμένος από χρόνια ότι σε κάθε περιοχή υπάρχουν και καλοί και κακοί. Άνθρωποι δηλαδή, που αγαπούν τον τόπο τους και άλλοι, που με τη στάση και τη συμπεριφορά τους τον προσβάλλουν και τον ευτελίζουν.

Θεωρώ όμως ότι είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να γνωριστούμε πιο στενά, με αυτό το υγιές, ακόμη, τμήμα του ελληνισμού, να κάνουμε πνευματικές και πολιτιστικές ανταλλαγές και να μάθουμε για τις χαμένες πατρίδες τους, εκεί στην άκρη της Μαύρης θάλασσας, όπου έστησαν για εκατονταετίες τους δικούς τους Παρθενώνες.

Και είναι πρώτοι αυτοί που ζήτησαν να παρευρεθούν στη γενέτειρα του ήρωα της επανάστασης του 1821, Γεωργίου Καραϊσκάκη στη Σκουληκαριά ή Σκληκαριά, όπως τη λένε εκείνοι και να τιμήσουν με συγκροτήματα της Λέσχης τις ετήσιες εκδηλώσεις, που γίνονται εκεί.

Είμαι βέβαιος τόσο ο καλός φίλος, Νομάρχης Άρτας κύριος Γιώργος Παπαβασιλείου, όσο και ο Δήμαρχος του Δήμου «Γεωργίου Καραϊσκάκη», κύριος Νίκος Βασιλάκης, αλλά και ο πάντα εκλεκτός στις επιλογές του Δήμαρχος Άρτας, κύριος Πάνος Οικονομίδης, θα δεχτούν με ενδιαφέρον αυτή την πρόταση.

Γιατί αποτελεί κοινό τόπο πλέον το γεγονός ότι στις κρίσιμες περιόδους, που διέρχεται ο τόπος μας και στην κρίση αξιών που τον μαστίζει, το καλύτερο φάρμακο είναι η συσπείρωση των δυνάμεων του λαού μας και η αναβάπτιση όλων στις πολιτιστικές εκείνες αξίες, που επέτρεψαν στον ποντιακό ελληνισμό όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να μεγαλουργήσει.

Πιστεύω ότι αν εκδηλωθεί έμπρακτα το ενδιαφέρον των Αρχών του τόπου μας, γι’ αυτήν την επαφή εμείς θα είμαστε που θα έχουμε κερδίσει από την οργάνωση, τη συνέπεια, αλλά και την αγάπη των ανθρώπων αυτών για τον τόπο μας. Και κάτι τέτοιο το έχουμε όσο ποτέ άλλοτε ανάγκη!

Πηγή: Ηχώ της Άρτας