Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Η δική μας άποψη για το φέσι...

Η δική μας άποψη για το φέσι...
Η δική μας άποψη για το φέσι...

του *Δημήτρη Πιπερίδη

Κατ’ αρχήν θεωρώ ότι το θέμα που ανέκυψε τον τελευταίο καιρό με την εμφάνιση των ποντιακών χορευτικών συγκροτημάτων επισκιάζει -αν όχι αμαυρώνει- την πολύ θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο της ποντιακής ενδυμασίας.

Όποιος συμμετείχε σε ποντιακό χορευτικό συγκρότημα κατά τη δεκαετία του ’70 ή του ’80, ιδιαίτερα παιδικό ή εφηβικό, καταλαβαίνει πολύ καλά τι εννοώ. Αν εξαιρέσουμε κάποιες ακρότητες της τελευταίας περιόδου, θεωρώ ότι η εμφάνιση των χορευτικών μας συγκροτημάτων δεν υπήρξε ποτέ περισσότερο προσεγμένη και η ποιότητα των αντιγράφων των παραδοσιακών μας κοστουμιών περισσότερο επιμελημένη απ’ ότι σήμερα. Από την άλλη νιώθω εξαιρετικά άβολα μέσα στο γενικότερο κλίμα υπό το οποίο διεξάγεται η σχετική συζήτηση, αφού υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης έχουν ήδη ταχθεί ή ακόμη και πρωτοστατήσει πρόσωπα με τα οποία με συνδέουν μακροχρόνιοι δεσμοί φιλίας και τα οποία εκτιμώ και τιμώ για την προσφορά τους. Είμαι βέβαιος ότι θα αναγνωρίσουν αυτή μου τη δυσκολία και θα σεβαστούν το δικαίωμα μου να εκφράσω κι εγώ ελεύθερα την άποψή μου, χωρίς κατ’ ανάγκην να ταυτίζεται με τη δική τους.

Νομίζω ότι για να τοποθετηθεί κανείς υπεύθυνα πάνω στο θέμα, θα πρέπει πρώτα να έχει απαντήσει σε ορισμένα βασικά επί μέρους ερωτήματα. Το πρώτο από αυτά, σχεδόν αυτονόητο, έχει να κάνει με την ενδυματολογική πραγματικότητα που επικρατούσε στον ιστορικό Πόντο. Ως προς τούτο λοιπόν, θεωρώ ότι τα στοιχεία είναι σαφή και δεν επιδέχονται ιδιαίτερης ερμηνείας: όλες οι γραπτές πηγές συμφωνούν ότι η ζίπκα, το βασικό κατά την κρατούσα αντίληψη αντρικό ποντιακό ένδυμα, υπήρξε επίκτητο στοιχείο της ποντιακής λαϊκής ενδυμασίας, εμφανίστηκε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, πάλεψε με την παλαιότερη ενδυμασία (που περιελάμβανε και σαλβάρια και ποτούρια και φέσια και πολλά ακόμη ενδυματολογικά στοιχεία που φαντάζουν σήμερα στα μάτια μας και ανατολίτικα και παρωχημένα) και τελικά επικράτησε.

Προσωπικά, ποσώς με απασχολεί η προέλευσή της. Δεν προσθέτει τίποτε στην εθνική μου αυτοπεποίθηση η ψευδαίσθηση ότι αυτό που φορούσε ο παππούς μου, αποτελεί ντε και καλά φυσική μετεξέλιξη της αρχαίας χλαμύδας. Αν οι πρόγονοί μου έκριναν ότι αυτή η ενδυμασία, δηλαδή «τα ζίπκας», τους βόλευε κι ενδεχομένως τους εξέφραζε, εμένα μου περισσεύει.

Άλλωστε, πρέπει να είναι κανείς κυριολεκτικά τυφλός για να μην αντιλαμβάνεται ότι το ανδρικό ενδυματολογικό σύνολο που εμείς αποκαλούμε «ποντιακά», αποτελεί στην πραγματικότητα (με κάποιες μικρές παραλλαγές) την κοινή ανδρική ενδυμασία ολόκληρης της ανατολικής λεκάνης της Μαύρης Θάλασσας. Ζίπκες φορούσαμε εμείς, ζίπκες φορούσαν και οι Λαζοί, ζίπκες φορούσαν και οι γεωργιανοί συγχωριανοί του Ιωσήφ Βησσαρίοβιτς Στάλιν που είδαμε πρόσφατα από την κρατική τηλεόραση να πανηγυρίζουν τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε ένα σπάνιο ρώσικο κινηματογραφικό στιγμιότυπο. Ποιος την ανακάλυψε και ποιος τη χάρισε στους υπόλοιπους, είναι ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν κάποτε από τους ειδικούς (κι απ’ ότι γνωρίζω, ο χώρος μας δεν διαθέτει επί του παρόντος επιστήμονες με ανάλογη εξειδίκευση).

Έχω την εντύπωση ότι όσοι μετέχουμε σε αυτή τη συζήτηση, τείνουμε συνήθως να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν υπήρξαν ποτέ τόσο ομοιόμορφες, όσο ένα σύγχρονο χορευτικό συγκρότημα. Πολύ περισσότερο ο Πόντος των αρχών του 20ου αιώνα, που ήταν μια περιοχή η οποία βίωνε δυναμικά τη μετάβασή της από παραδοσιακή κτηνοτροφική και αγροτική κοινωνία, σε κοινωνία με ευδιάκριτα προβιομηχανικά και προκαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Επομένως είναι μάλλον απίθανο να εκφραζόταν ενδυματολογικά τόσο μονοδιάστατα, όσο πιστεύουν πολλοί σήμερα. Από όλα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Πόντος της επίμαχης περιόδου ζούσε έναν ενδυματολογικό πλουραλισμό αντίστοιχο της κοινωνικής και παραγωγικής του πολυμορφίας. Ένα πλήθος εγχωρίων ενδυματολογικών συνόλων, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο τυποποιημένων, με κυρίαρχο τη ζίπκα, έδινε τη δική του μάχη απέναντι στα ευρωπαϊκά ενδύματα, τα «στενά» όπως τα έλεγαν οι παλαιοί, που τα τελευταία χρόνια επελαύναν σε βάρος των εγχώριων ενδυματολογικών συνηθειών. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αν δεν έρχονταν τα τραγικά γεγονότα της γενοκτονίας και του ξεριζωμού να ανακόψουν αυτή την τάση, σήμερα δεν θα μιλούσαμε ούτε για ζίπκες, ούτε για σαλβάρια, ούτε για φέσια και τα τοιαύτα. Θα μιλούσαμε για τις ρεντικότες και τα ευρωπαϊκά κοστούμια που φορούσαν οι κάτοικοι των πόλεων, αλλά και για τις πρόχειρες και άτεχνες απομιμήσεις της ευρωπαϊκής ενδυμασίας, που κατασκεύαζαν οι κάτοικοι της υπαίθρου.

Από εκεί και πέρα το κρίσιμο θέμα είναι η έκταση που πήραν όλες αυτές οι ιστορικά τεκμηριωμένες ενδυματολογικές μεταβολές. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι συγγραφείς που μνημονεύουν την παλαιά επιχώρια ενδυμασία, κάνουν πάντα ρητή αναφορά στη βαθμιαία εξαφάνισή της. Ο αείμνηστος συμπατριώτης μου Μιλτιάδης Νυμφόπουλος (ο πασίγνωστος ως ιστορικός, αδικημένος όμως ως λαογράφος) σε ένα σπάνιας αξίας χειρόγραφό του που βρίσκεται κατατεθειμένο στο αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, αναφέρει ότι όταν ήταν παιδί, δηλαδή κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1890, οι γεροντότεροι συγχωριανοί του φορούσαν σαλβάρ, κάποιοι άλλοι ποτούρ (το οποίο προσφυώς αποκαλεί «μεταβατικό τύπο» ανάμεσα στο σαλβάρ και τη ζίπκα) και οι υπόλοιποι ζίπκα. Αν τώρα ανατρέξουμε στα ονόματα των ανθρώπων που μνημονεύει -γιατί είναι τόσο σχολαστικός, ώστε να απαριθμεί ακόμη και ονομαστικώς τους συγχρόνους του που φορούσαν τον κάθε ένα από τους τύπους ενδυμασίας που περιγράφει- θα διαπιστώσουμε ότι εκείνοι που φορούσαν σαλβάρ ήταν όλοι ανεξαιρέτως άνθρωποι μεταξύ των 70 και 80 χρόνων (δηλαδή με βάση τη δημογραφικά δεδομένα της εποχής μάλλον υπερήλικες), ενώ εκείνοι που φορούσαν ποτούρ ήταν όλοι μεσήλικες, δηλαδή άνθρωποι γεννημένοι μεταξύ του 1850-1860. Επομένως δικαιολογημένα θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει κανείς ότι το σαλβάρι, τη νεκρανάσταση του οποίου επιχειρούν σήμερα καλή τη πίστη οι πλέον νεωτερίζοντες των χοροδιδασκάλων μας, ήταν ήδη από την εποχή εκείνη μια τελειωμένη υπόθεση.

Και κάτι ακόμη. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950 μια ομάδα νέων από το χωριό μου, τη Νέα Σάντα Κιλκίς, αποφάσισε να συγκροτήσει θεατρικό όμιλο και χορευτικό συγκρότημα και να περιοδεύσει στα χωριά της Μακεδονίας όπου ζούσαν Σανταίοι, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για την ανέγερση ενός ξενώνα στην Παναγία Σουμελά.

Συγκέντρωσαν λοιπόν σε ένα καφενείο όσους από τους ηλικιωμένους πλέον αντάρτες της Σάντας παρέμεναν στη ζωή και τους ζήτησαν τη βοήθειά τους στα θέματα του χορού και τις ενδυμασίας. Οι γέροντες τους ανέφεραν τα ονόματα των δύο-τριών γνωστότερων ραφτάδων της Τραπεζούντας, στους οποίους έραβαν οι ίδιοι τις ζίπκες τους, και τους συμβούλευσαν να ψάξουν να τους βρουν. Τελικά και μετά από πολύ κόπο ανακάλυψαν τον τελευταίο «τερζή», έναν ηλικιωμένο Ματσουκάτε που ζούσε στην πόλη της Πτολεμαΐδας, ο οποίος και ανέλαβε να τους ράψει έξι αντρικές στολές όμοιες με αυτές που έραβε στην Τραπεζούντα (γραπτή μαρτυρία του μακαρίτη πλέον Γιώργου Παρχαρίδη, κατατεθειμένη στο αρχείο του Συλλόγου Ποντίων Νέας Σάντας). Το θέμα είναι ότι κανένας από τους γέροντες που συγκεντρώθηκαν εκείνο το βράδυ στο καφενείο του «Χοντρού» στη Νέα Σάντα, δε σκέφτηκε να τους προτείνει να ράψουν σαλβάρια ή ποτούρια ή να προμηθευτούν φέσια. Πολύ απλά γιατί οι άνθρωποι εκείνοι γνώριζαν καλύτερα από τον καθένα ότι αυτή η συζήτηση είχε τελειώσει πολλά χρόνια πριν, όταν οι ίδιοι ήταν παιδιά.

Το δεύτερο, και κατά την άποψή μου σημαντικότερο, ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε, έχει να κάνει με το ιδεολογικό υπόβαθρο της ενδυματολογικής πραγματικότητας, την οποία περιγράψαμε. Δηλαδή με το αν η υιοθέτηση της μίας ή της άλλης από τις ενδυμασίες στις οποίες αναφερθήκαμε, συνοδευόταν από την πεποίθηση αυτού που τη φορούσε, ότι με τον τρόπο αυτό συμμετείχε σε μια διαδικασία εθνικού, εθνοτικού, ταξικού ή οποιουδήποτε άλλου αυτοπροσδιορισμού. Εδώ είναι που η κουβέντα επανέρχεται στο φέσι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το φέσι φορέθηκε. Το θέμα όμως είναι αν έστω και ένας από αυτούς που το φόρεσε, το θεώρησε ποτέ στοιχείο της ταυτότητάς του. Νομίζω ότι αν είχαμε ανατρέξει εξ αρχής στο έργο των ειδικών, των ολίγων τουρκολόγων που διαθέτουμε, όπως π.χ. ο καθηγητής Νεοκλής Σαρρής, θα διαπιστώναμε ότι η ευρεία διάδοση του συγκεκριμένου καλύμματος της κεφαλής δεν υπήρξε τίποτε άλλο παρά ενδυματολογική επιταγή του πρώιμου οθωμανικού εκσυγχρονισμού των αρχών του 19ου αιώνα. Η προτίμηση σε αυτό δεν γινόταν σε αντιδιαστολή προς τη μαυροθαλασσίτικη κουκούλα ή το ευρωπαϊκό καπέλο, όπως εσφαλμένα πιστεύουμε σήμερα, αλλά προς το παλαιοοθωμανικό σαρίκι. Φορώντας λοιπόν ένας Έλληνας της Τραπεζούντας φέσι (τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή του ενδυμασία) δε δήλωνε κατ’ ανάγκην καλός Τούρκος, αλλά καλός υπήκοος του σουλτάνου, Οθωμανός πολίτης πιστός στις «λελογισμένες» εκσυγχρονιστικές επιταγές της κυβέρνησής του. Αυτή ήταν η μόνη ιδεολογική λειτουργία της συγκεκριμένης ενδυματολογικής επιλογής, αλλά και η μόνη, πιστεύω, την οποία είχαν κατά νουν όσοι από τους πρόγονούς μας την ακολούθησαν.

Χάνοντας την ιδιότητα του Οθωμανού πολίτη με την εφαρμογή της συνθήκης της Λωζάννης, ένιωσαν ότι εκλείπει και ο μοναδικός λόγος να τη συνεχίσουν. Από την άποψη αυτή έχουν απόλυτο δίκιο όσοι επικαλούνται τα γνωστά περιστατικά μαζικής απόρριψης φεσιών στη θάλασσα, όταν τα πλοία που κουβαλούσαν τους πρόσφυγες έμπαιναν στην ανοιχτή θάλασσα του Αιγαίου. Κι επειδή εσχάτως και αυτό το επιχείρημα αμφισβητήθηκε, προτείνω στους ενδιαφερόμενους να ανατρέξουν στο «ψηφιακό αρχείο προφορικών μαρτυριών» του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, που είναι εδώ και μερικούς μήνες ελεύθερα προσβάσιμο μέσω του διαδικτύου. Θα βρουν αρκετές τέτοιες μαρτυρίες, και μάλιστα από έναν σοβαρό φορέα, ο οποίος μόνον για εθνικιστικές τάσεις δεν μπορεί να κατηγορηθεί. (Για να μην αναφερθώ στο περιστατικό με το φέσι, που διηγείται στις επόμενες σελίδες αυτού εδώ του τεύχους ο Ιεροκλής Γωνιάδης).

Ακόμη σημαντικότερο θεωρώ ένα άλλο στοιχείο. Όπως ζούσαμε εμείς στον Πόντο, ζούσαν και πολλοί άλλοι. Όπως έχουμε εμείς σήμερα χορευτικά συγκροτήματα, έχουν κι αυτοί. Δεν υπάρχει ούτε ένα από τα δεκάδες τουρκικά χορευτικά συγκροτήματα που τα τελευταία χρόνια ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στις πόλεις και τα χωριά της Μαύρης Θάλασσας, που να εμφανίζεται με φέσι. Οι σημερινοί δηλαδή κάτοικοι της Μαύρης Θάλασσας, πολίτες του τουρκικού κράτους και σε πολλές περιπτώσεις μαχητικοί θιασώτες του τουρκικού εθνικισμού, θεωρούν το φέσι ξένο προς τη μαυροθαλασσίτικη ταυτότητά τους. Όχι όμως κι εμείς! Μήπως λοιπόν θα πρέπει να τους διαφωτίσουμε; Μήπως θα ήταν σκόπιμο, αφού πάμε κάθε καλοκαίρι στην Τραπεζούντα, να προσπαθήσουμε να τους πείσουμε ότι κάνουν λάθος; Αν είναι δυνατόν!

Παρεμπιπτόντως, μου έλεγε κάποιος φίλος που επισκέφτηκε πρόσφατα ένα από τα λεγόμενα chats, που χρησιμοποιεί η σημερινή νεολαία της Τραπεζούντας, ότι έχουν πλήρη εικόνα της δικής μας διαμάχης γύρω από το φέσι, την οποία και χλευάζουν (κυρίως οι νέοι σε ηλικία και περισσότερο «ψαγμένοι» από τους ποντιόφωνους, που αντιλαμβάνονται καλύτερα από εμάς το άτοπο και άγονο των δικών μας αναζητήσεων).

Προσωπικά συμφωνώ απόλυτα με την επιλογή της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών να εκθέσει στο μουσείο της μια ενδυμασία με σαλβάρια και φέσι, ως στοιχείο της ενδυματολογικής μας ιστορίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα αν έβλεπα ένα Πόντιο χορευτή με φέσι και σαλβάρια στο πλαίσιο μιας επιστημονικά τεκμηριωμένης παρουσίασης και εφόσον κάποιος ειδικός εξηγούσε στο κοινό ότι η ενδυμασία που βλέπει αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη φάση της ιστορίας μας. Όπως και δεν θα είχα κανένα πρόβλημα με ένα ποντιακό χορευτικό συγκρότημα που θα παρουσίαζε χορούς μίας μόνο περιοχής, ντυμένο με την αντίστοιχη τοπική ενδυμασία π.χ. εκείνη των Ποντίων του Καρς.

Πιστεύει όμως κανείς ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει στα ανοιχτά πανηγύρια στα οποία εμφανίζονται (και πολύ καλώς πράττουν) τα χορευτικά μας συγκροτήματα;

Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι η σχολή την οποία συνηθίζω να αποκαλώ νεωτερική ή νεωτερίζουσα λαογραφία και στην οποία προσωπικά είχα επενδύσει ουκ ολίγες προσδοκίες, πιστεύοντας ότι θα συνέβαλε στην απάλειψη των σοβαρών στρεβλώσεων με τις οποίες επιβάρυναν την εικόνα του λαϊκού μας πολιτισμού προχειρότητες και επιπολαιότητες δεκαετιών, κατέληξε να αναλώνει τις δυνάμεις και τη ζωτικότητά της σε σχήματα λαογραφικώς προθύστερα και νεωτερισμούς δεοντολογικά αμφιλεγόμενους. Δεν θεωρώ πρόοδο το να εμφανίζουμε νέα παιδιά ντυμένα ως υπερήλικες γέροντες, όπως επίσης δεν θεωρώ πρόοδο την εμμονή σε ενδυματολογικές επιλογές, τις οποίες ο λαός μας δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να συντηρήσει. Είμαι περήφανος για την ανθεκτικότητα της εθνοτοπικής ταυτότητας των Ελλήνων του Πόντου, όπως επίσης και για το αίσθημα της αυτοσυντήρησης που την τροφοδοτεί. Για αυτόν ακριβώς το λόγο πιστεύω ότι αν οι γενιές που έχουν πλέον φύγει, είχαν την παραμικρή πεποίθηση ότι το φέσι ή το σαλβάρι υπήρξαν αναπόσπαστα στοιχεία της ταυτότητάς τους, θα είχαν βρει τον τρόπο να τα διασώσουν...


* Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο 11ο φύλλο του περιοδικού Άμαστρις.