του Δρ. Γεωργίου Κ. Φίλη
Η παρούσα ανάλυση σκοπό δεν έχει να ξεδιπλώσει για άλλη μία φορά τη θλιβερή ιστορία των Ελλήνων του Πόντου η οποία κατ’ επέκταση αποτελεί και την ιστορία όλου του Μικρασιατικού ελληνισμού. Στόχος του εν λόγω άρθρου είναι η σκιαγράφηση της πιθανότητας ένα έγκλημα του 20ου αιώνα, το οποίο όπως τόσα άλλα η σύγχρονη Ελλάδα το «βάζει κάτω από το χαλάκι» (τουλάχιστον οι πολιτικοί της), να δύναται να χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο για την παρεμπόδιση των σύγχρονων γεωπολιτικών-γεωπολισμικών σχεδιασμών των φυσικών και ιδεολογικών απογόνων αυτών οι οποίοι αφάνισαν με επιστημονική ακρίβεια 1 εκατ. Έλληνες της Μικράς Ασίας και 1,5 εκατ. Αρμένιους.
Στην δίνη των γεγονότων που σήμαναν την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Οθωμανική ελίτ, τόσο η Πανισλαμική όσο και η Νεοτουρκική, προχώρησε σε μία σειρά πράξεων «εθνικής κάθαρσης», δηλαδή γενοκτονιών, εναντίων των πολύπαθων λαών που διέμεναν στην Μικρά Ασία. Αρμένιοι, Έλληνες και Ασσύριοι γνώρισαν την φρίκη και τον θάνατο. Είναι δυνατόν η σημερινή Ελλάδα αναδεικνύοντας το ζήτημα της γενοκτονίας των Ποντίων, ως σημαία της εξωτερικής της πολιτικής, πέραν του καλώς εννοούμενου ανθρωπιστικού χαρακτήρα του θέματος, το οποίο έχει να κάνει με το αίσθημα ακόμα της ιστορικής δικαιοσύνης, να αποκομίσει και απτά γεωπολιτικά οφέλη; Με άλλα λόγια μπορεί η χώρα μας μέσω του συγκεκριμένου θέματος να βάλει στην φαρέτρα της ένα πειστικότατο όπλο το οποίο θα μπορέσει τουλάχιστον σε επίπεδο ακαδημαϊκό και θεωρητικό να εξουδετερώσει των επελαύνοντα τουρκικό αναθεωρητισμό τόσο της νέο-Τουρκικής / Κεμαλικής όσο και της Παν-Ισλαμικής / Νέο-Οθωμανικής ελίτ;
Είναι σαφές πως στην εποχή μας η επίκληση (κρατών ή/και οργανισμών) της προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί επαρκή λόγο για επέμβαση, ακόμα και ένοπλη, σε κάθε μέρος του πλανήτη, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή του Κοσσυφοπεδίου-Μετόχια. Το πρόσφατο δε παράδειγμα της προσπάθειας των Σκοπιανών, μετά την σύνοδο του Βουκουρεστίου, όπου παρεμποδίστηκε η είσοδό τους στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατ’ επέκταση, να κατηγορήσουν την χώρα μας για την υιοθέτηση πρακτικών που χαρακτηρίζονται ως γενοκτονία είναι ενδεικτικό. Η αμερικανική στάση στην αξιέπαινη και επίπονη Αρμενική προσπάθεια ανάδειξης του ζητήματός της γενοκτονίας καταδεικνύει το γεγονός πως ακόμα και ένα θέμα σαν αυτό της «γενοκτονίας» δεν είναι ανθρωπιστικό αλλά πρωτίστως γεωπολιτικό. Με άλλα λόγια, η αναρρίχηση στις πρώτες θέσεις στην ατζέντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής του εν λόγω ζητήματος μόνο παράλογη δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες και συγκυρίες.
Επιστρέφοντας στο ζητούμενο το οποίο είναι η αντιμετώπιση του τουρκικού Νέο-Οθωμανικού αναθεωρητισμού σε γεωπολιτικό επίπεδο μέσω της χρησιμοποίησης της γενοκτονίας των Ποντίων, η ανάλυση επιβάλλει ένα σύντομο ταξίδι τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Τι ακριβώς συνέβη το διάστημα 1914-1924 στον Πόντο; Γιατί η Οθωμανική ηγεσία επέλεξε να εγκληματήσει; Πως ακριβώς η γενοκτονία τον 20ο αιώνα μπορεί να συνδεθεί με την νέο-Οθωμανική πραγματικότητα τον 21ο; Αυτά είναι τα τρία ερωτήματα τα οποία θα γίνει προσπάθεια να προσεγγισθούν έστω και επιδερμικά στην παρούσα ανάλυση.
Πόντος 1914-1924: Όταν η στατιστική λέει την αλήθεια
Η γεωγραφική περιοχή η οποία προσδιορίζεται με την λέξη «Πόντος», δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής, πως ισούται περίπου με την μισή σύγχρονη Ελλάδα αφού περικλείει μία έκταση 71.000 τ.χλμ. Μέσα στα συγκεκριμένα όρια ένας ακμάζων και σφριγηλός ελληνισμός συμπλήρωσε πάνω από 2.500 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας. Οι Έλληνες δε του Πόντου παραδοσιακά αποτέλεσαν τον κυματοθραύστη των ασιατικών ορδών οι οποίες διαχρονικά προσπάθησαν να εισβάλουν στο κέντρο του ελληνισμού στην δυτική Μικρά Ασία και νότια Βαλκάνια. Δεν είναι τυχαίο πως το χειρόγραφο με το «Έπος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα» ανακαλύφθηκε στην Παναγιά την Σουμελά (1873).
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο ελληνισμός του Πόντου εξακολουθούσε να αποτελεί σημαντικό ποσοστό του συνολικού αριθμού των κατοίκων της περιοχής. Από τους 2.100.000 κατοίκους τουλάχιστον οι 700.000 ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι με ελληνική συνείδηση. Οι περισσότεροι δε κατοικούσαν σε 11 πόλεις, 41 κωμοπόλεις και 1013 χωριά. Σε γενικές γραμμές οι Έλληνες του Πόντου αποτελούσαν το 35 με 40% του συνολικού πληθυσμού. Ο στυλοβάτης των Ελλήνων της περιοχής ήταν η Ορθόδοξη εκκλησία η οποία διατηρούσε στην περιοχή 6 μητροπόλεις, πάνω από 1.100 εκκλησίες, 22 μοναστήρια και 1.600 ιερείς. Το εκπαιδευτικό σύστημα των Ελλήνων ήταν και αυτό ιδιαιτέρως οργανωμένο αφού λειτουργούσαν 7 ημιγυμνάσια, 3 γυμνάσια, 1 λύκειο, 1.047 σχολεία με 1.260 καθηγητές και 76.000 μαθητές. Είναι αποδεδειγμένο πως το 1912, δύο μόλις έτη πριν την έναρξη των σφαγών το επίσημο Οθωμανικό κράτος αναγνωρίζει την ύπαρξη 700.000 Ελλήνων Ποντίων στην περιοχή αφού σε υπόμνημα που υποβλήθηκε στην Συνδιάσκεψη της Ειρήνης από τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο με ημερομηνία 2 Μαΐου 1919 (ημέρα που αποβιβάζονταν ο Ελληνικός στρατός στην Σμύρνη) αναφέρεται ρητά ότι: «Το 1912 κυβέρνηση του Κιαμήλ-πασά κατόπιν επίσημης συμφωνίας με το Πατριαρχείο, έδωσαν επτά βουλευτικές έδρες στους Έλληνες του Πόντου… Έτσι η κυβέρνηση επίσημα αναγνώρισε ότι υπήρχαν 700.000 Έλληνες στον Πόντο, δεδομένου ότι κατά τους Τουρκικούς εκλογικούς νόμους ανά 100.000 κατοίκους εκλέγονταν ένας βουλευτής στην Τούρκικη βουλή.»
Όμως, από το 1911, έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά τον ατυχή πόλεμο στην Λιβύη εναντίων των Ιταλών και την απώλεια των Δωδεκανήσων, οι Οθωμανοί, τόσο ο Σουλτάνος όσο και οι Νέο-Τουρκοι βλέπουν τα βαλκανικά έθνη να βρίσκονται στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης και των Δαρδανελλίων. Τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) τους διαδέχεται ο Α’ ΠΠ (1914-18) με αποτέλεσμα η Οθωμανοί να βλέπουν την περαιτέρω μείωση των εδαφών τους. Ακριβώς την εποχή εκείνη λαμβάνει χώρα η κορύφωση του δράματος της γενοκτονίας τόσο των Ποντίων όσο και των Αρμενίων. Έτσι, το 1918, ύστερα από ημιεπίσημη απογραφή του πατριαρχείου, ο ποντιακός πληθυσμός φαίνεται να έχει μειωθεί κατά 260.000 άτομα. Ο αριθμός δε των απωλειών κατά την διάρκεια του Ελληνο-τουρκικού πολέμου στην Μικρά Ασία (1919-1922) θα φτάσει τα 128.000 άτομα. Με λίγα λόγια, μέσα σε 10 έτη (1914-1923) ο ελληνισμός θρήνησε περί τους 388.000 Πόντιους. Αυτό σημαίνει πως εξολοθρεύονταν 38.800 Έλληνες Πόντιοι ανά έτος, ή πάνω από 100 άτομα την ημέρα. Από τους 700.000 Πόντιους, επιβιώνουν και έρχονται στην Ελλάδα μόλις οι 312.000, δηλαδή το 44,57% του πληθυσμού εκ των οποίων το 70% ήταν γυναικόπαιδα. Οι Οθωμανοί εξολόθρευσαν σε 10 χρόνια ένα ποσοστό άνω του 55% του συνολικού πληθυσμού ενώ σχεδόν εξαφάνισαν τους άρρενες!
Συνιστά όμως η συγκεκριμένη Οθωμανική πολιτική το έγκλημα της Γενοκτονίας; O Ο.Η.Ε. για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας στο άρθρο 2 αναφέρει: «Στην παρούσα Σύμβαση ως γενοκτονία νοείται οποιαδήποτε από τις παρακάτω πράξεις η οποία γίνεται με πρόθεση την ολική ή μερική καταστροφή της Εθνικής Εθνολογικής, Φυλετικής ή Θρησκευτικής υπόστασης της ομάδος, δηλαδή: Όταν υπάρχουν δολοφονίες μελών της ομάδος. Πρόκληση σοβαρής βλάβης της σωματικής ή διανοητικής ακεραιότητας των μελών της ομάδος. Η Συνειδητή υποβολή της ομάδας σε συνθήκες οι οποίες μπορούν να επιφέρουν την πλήρη ή την μερική σωματική καταστροφή της. Μέτρα τα οποία αποβλέπουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων στην υπό διωγμό ομάδα και η δια της βίας αφαίρεση και μεταφορά παιδιών μιας ομάδας εις τους κόλπους άλλης ομάδας.»
Αναφορικά με την περίπτωση των Οθωμανών θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής:
(1) Οι εγκληματικές πράξεις των Οθωμανών έλαβαν χώρα κατά την περίοδο όπου δεν είχε «εφευρεθεί» η λέξη γενοκτονία, ο ορισμός της οποίας δόθηκε για να αντιμετωπίσει μεταγενέστερες καταστάσεις (Β’ ΠΠ).
(2) Η ύπαρξη των: «ταγμάτων εργασίας» (αμελέ ταμπουρού), των πορειών (οι οποίες ονομάστηκαν «Λευκός Θάνατος») στα χιονισμένα βουνά της ανατολικής Τουρκίας που σκοπό είχαν την φυσική εξόντωση των Ποντίων, των «Δικαστηρίων ανεξαρτησίας» τα οποία «αποκεφάλισαν» με συνοπτικές διαδικασίες την Ποντιακή ηγεσία, του παιδομαζώματος, των εξισλαμισμών, των ομαδικών εκτελέσεων και των βασανιστηρίων ουσιαστικά ικανοποιούν σημείο προς σημείο τον ορισμό της γενοκτονίας.
(3) Υπάρχουν τριών ειδών κατηγορίες μαρτύρων: τα ίδια τα θύματα, οι ξένοι υπήκοοι (διπλωμάτες και στρατιωτικοί οι οποίοι βρίσκονταν στην περιοχή) και φυσικά οι ίδιοι οι Τούρκοι. Είναι χαρακτηριστικό πως όλοι τους μπορεί να μην χρησιμοποιούν την μη υπαρκτή λέξη ακόμη αλλά οι καταθέσεις τους ουσιαστικά την περιγράφουν πλήρως. Μερικές από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούν είναι: «ημιεπίσημες εκτελέσεις», «σφαγές μαζικών διαστάσεων», «πολιτική εξόντωσης», «θηριωδία», «φοβερή τραγωδία», «έγκλημα», «προδιαγεγραμμένο σχέδιο», «ολοκληρωτική εξολόθρευση» ή «εξοντώνουν τους Έλληνες».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ ο οποίος σε ομιλία τους στη Βουλή των Κοινοτήτων (House of Commons. The Parliamentary Debates), Fifth Series, τόμ. 157) λέει: «...(στον Πόντο) δεκάδες χιλιάδες (Έλληνες) άνδρες, γυναίκες και παιδιά απελαύνονταν και πέθαιναν. Ήταν καθαρή ηθελημένη εξολόθρευση.
«Εξολόθρευση» δεν είναι δικιά μου λέξη. Είναι η λέξη που χρησιμοποιεί η Αμερικανική Αποστολή». Η περίφημη έκθεση Ρέντελ (20 Μαρτίου 1922), του τμήματος Εγγύς Ανατολής, του υπουργείου Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας είναι ενδεικτική για την κατάσταση: «οι κεμαλικοί είχαν ξεκάθαρη και απλή αντίληψη για το ζήτημα. Θεωρούσαν τους Έλληνες αιτία ατελείωτων προβλημάτων και για αυτό αποφάσισαν να τους εξαφανίσουν δια παντός … Οι Τούρκοι ηγέτες δηλώνουν έτοιμοι να υπογράψουν οποιαδήποτε συμφωνία τους ζητηθεί από τους συμμάχους για την προστασία των μειονοτήτων. Το θέμα είναι ότι δεν πρόκειται να την τηρήσουν και να την σεβαστούν … Σκοπός των Τούρκων είναι να μην απομείνει κανένας Έλληνας». Ακόμα και οι σύμμαχοι των Οθωμανών, Αυστρο-Ούγγροι διπλωμάτες σημειώνουν σε αναφορές τους προς την Βιέννη, ήδη από το 1914 ότι «Οι Τούρκοι διαπράττουν … ένα μέγα λάθος και κανείς δεν λυπάται για αυτό τόσο πολύ όπως εμείς οι Αυστριακοί και οι Γερμανοί, στον λογαριασμό των οποίων θα πιστωθεί και αυτή η τελευταία βαρβαρότητα των Τούρκων». Προφανώς την συγκεκριμένη περίοδο η Βιέννη φαίνεται να μη γνωρίζει για τις παροτρύνσεις του Λίμαν φον Σάντερς προς τους Νέο-Τουρκους…
Με άλλα λόγια στο ερώτημα εάν αντιμετωπίζουμε μία περίπτωση γενοκτονίας. Η απάντηση είναι ένα αβίαστο αλλά μελαγχολικό και γεμάτο θυμό «Ναι».
Γιατί και πως συνέβη η γενοκτονία αυτή;
Για την απάντηση στο εν λόγω ζήτημα θα πρέπει πρωτίστως να σκιαγραφηθεί η πραγματική φύση του Οθωμανικού κράτους. Η ανάδειξη του προβλήματος της ταυτότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα καταδείξει και τον λόγο του γιατί η ηγεσία της εποχής επέλεξε να εγκληματήσει. Το πρόβλημα της «ταυτότητας» του Οθωμανικού κράτους αποτελεί τεράστιο θέμα αλλά και είναι ένα ζήτημα «ταμπού» τόσο για την Ελληνική όσο και για την Τουρκική σύγχρονη ιστοριογραφία. Μόλις τα τελευταία χρόνια ξένοι κυρίως Τουρκολόγοι, και Βυζαντινολόγοι, αρχίζουν να προσεγγίζουν υπό ένα πιο επιστημονικό πρίσμα την Οθωμανική πραγματικότητα φέρνοντας στο φως νέα στοιχεία και προχωρώντας σε ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις. Στην παρούσα ανάλυση, αναφορικά με το εν λόγο θέμα, επιγραμματικά θα πρέπει να αναφερθούν τα εξής:
Η Οθωμανική περίοδος σε σχέση με το ζήτημα της φύσης του κράτους θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις ξεχωριστές περιόδους:
(1) Περίοδος 1280-1520: Το Οθωμανικό Εμιράτο και μετέπειτα Αυτοκρατορία είναι ένα κράτος όπου το Σουνιτικό Ισλάμ και ο «Τουρκισμός» ΔΕΝ ήταν το κυρίαρχο στοιχείο. Το μοντέλο που είχε ακολουθηθεί ήταν συνθετικό λαμβάνοντας υπόψη την κουλτούρα, τον πολιτισμό και την θρησκεία των γηγενών της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων. Ακριβώς αυτός ήταν και ο λόγος όπου οι Οθωμανοί, ουσιαστικά ένα Βυζαντινο-Τουρκικό ισλαμοχριστιανικό «υβρίδιο» κατάφεραν να επιβληθούν σχετικά εύκολα και γρήγορα.
(2) Περίοδος 1520-1683: H Οθωμανική Αυτοκρατορία οδηγείται σε Ισλαμοποίηση. Μέσω της κατάκτησης καθαρά σουνιτικών εδαφών (Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτο όπου βρισκόταν και η έδρα του Χαλίφη) μεταβάλλεται η σύσταση του πληθυσμού και κυριαρχεί το Σουνιτικό και αραβικό στοιχείο. Στην Οθωμανική ελίτ εισβάλλουν οι σκληροί Σουνίτες Άραβες γραφειοκράτες των προσαρτούμενων χωρών. Αποτέλεσμα είναι να χαθεί η συνθετική μορφή του κράτους και να αρχίσουν να περιθωριοποιούνται όλα τα μη Σουνιτικά-Ισλαμικά στοιχεία.
(3) Περίοδος 1683-1923: H Οθωμανική Αυτοκρατορία οδηγείται σε Τουρκοποίηση. Οι χριστιανικοί λαοί της αυτοκρατορίας, με πρωτοπόρους τους Έλληνες, βλέποντας την καθολική Ισλαμοποίηση της προηγούμενης περιόδου και λόγω της μετατροπής τους σε πολίτες «Β’ κατηγορίας» («ρεγιά»), μέσω των επαφών τους με την Δύση ουσιαστικά «δυτικοποιούνται». Οι σουνίτες Οθωμανοί δεν τους εμπιστεύονται πλέον έτσι από την περίοδο εκείνη όλο και περισσότεροι τουρκικής καταγωγής αξιωματούχοι καταλαμβάνουν τις υψηλές θέσεις της αυτοκρατορίας.
Από τον 18ο αιώνα μία παρηκμασμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει να αντιμετωπίσει την εσωτερική αναταραχή και την εξωτερική πίεση. Η Ισλαμοτουρκική Οθωμανική ελίτ θεωρεί πως το «φάρμακο» βρίσκεται σε μία περίπλοκη διαδικασία «εκσυγχρονισμού»/«δυτικοποίησης». Ακριβώς μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδιώκει να δημιουργήσει ένα «εθνικά καθαρό κράτος» (όπως δηλαδή συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη) στηριζόμενη ουσιαστικά στην «Οθωμανική» ταυτότητα η οποία δεν σημαίνει τίποτα άλλο από μία τουρκοισλαμική σύνθεση. Όταν τα κινήματα και οι ιδεολογίες των Νεο-Οθωμανών (τελευταίο μισό του 19ου αιώνα) και των Νεο-Τουρκων εμφανίζονται, ουσιαστικά η έννοια του «Οθωμανού» είναι πλέον συνυφασμένη με το Σουνιτικό Ισλάμ και τον Τουρκισμό (βέβαια υπάρχουν διαφορετικές «δοσολογίες» στο εν λόγω «μίγμα» ενώ υπάρχουν και κάποιοι λίγοι «ρομαντικοί», όπου για αυτούς ο Οθωμανισμός θα έπρεπε να εμπεριέχει τα αρχικά συνθετικά του χαρακτηριστικά).
Η επανάσταση των Νεότουρκων του 1908, ενώ εξαγγέλλει «ελευθερία-ισότητα-αδελφότητα» στην πραγματικότητα υποκρύπτει έναν δυτικού τύπου σωβινισμό και εθνικισμό που θέλει να δημιουργήσει ένα εθνικά καθαρό δυτικού τύπου κράτος. Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο στην Θεσσαλονίκη κατά την διάρκεια του συνεδρίου (Οκτώβριος 1911) της Επιτροπής της Ενώσεως & Προόδου οι Νεότουρκοι υιοθετούν επισήμως την πολιτική «Τουρκοποίησης» των πληθυσμών της ΟΑ. Η κυνικότητα του κειμένου των πρακτικών που υιοθετούν είναι εντυπωσιακή. Μεταξύ άλλων σημειώνεται: «H Τουρκία θα πρέπει να μεταβληθεί σε μία μουσουλαμανική κυρίως χώρα. Κάθε άλλου είδους προπαγάνδα θα πρέπει να καταπολεμηθεί. Είναι όμως ξεκάθαρο όμως πως αυτό δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί μέσω της πειθούς, θα πρέπει να καταφύγουμε σε ένοπλη βία… Το δικαίωμα άλλων εθνοτήτων να διατηρήσουν δικούς τους οργανισμούς θα πρέπει να αρθεί – κάθε είδους αποκέντρωση και αυτονομία αποτελεί προδοσία προς την Τουρκική Αυτοκρατορία. Οι εθνότητες αποτελούν μία αμελητέα ποσότητα, θα μπορούν να διατηρήσουν την θρησκεία τους αλλά όχι την γλώσσα τους. Η εξάπλωση της τουρκικής γλώσσας αποτελεί τόσο ένα από τα κύρια μέσα εξασφάλισης της ισλαμικής θρησκείας όσο και της αφομοίωσης των μη ισλαμικών στοιχείων».
Λαμβανομένου υπόψη όλων των προαναφερομένων σε συνδυασμό με την Γερμανική πολιτική κατά τον Α’ ΠΠ όπου ουσιαστικά υποβοήθησε αν όχι ενέπνευσε την Οθωμανική/Νεοτουρκική ελίτ στις εγκληματικές της ενέργειες όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Τι σημαίνει για την Τουρκία του 21ου αιώνα η γενοκτονία;
Ερχόμενοι στο σήμερα είναι σαφές πως σε περίπτωση που το ζήτημα της γενοκτονίας λάβει τις διαστάσεις που πρέπει τότε όλο το θεωρητικό, πολιτικό και πολιτιστικό οικοδόμημα τόσο της Νέο-Τουρκικής/Κεμαλικής όσο και της Πανισλαμικής/Νέο-Οθωμανικής ελίτ θα καταρρεύσει. Γιατί;
Η σημερινή τουρκική πολιτική σκηνή έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
(1) Στο εσωτερικό της Τουρκίας αυτή τη στιγμή ερίζουν για την εξουσία δύο φατρίες. Η Νέο-Τουρκική/Κεμαλική και η Πανισλαμική/Νέο-Οθωμανική. Είναι αξιοσημείωτο πως ενώ ακριβώς έναν αιώνα πριν οι Πανισλαμιστές ήταν στην εξουσία και οι Νέο-Τουρκοι προσπαθούσαν να επιβληθούν με αποτέλεσμα για λίγο καιρό να συνυπάρξουν, σήμερα οι Νέο-Τουρκοι έχουν την εξουσία και οι Πανισλαμιστές ερίζουν για τα πρωτεία ενώ την εποχή αυτή υπάρχει μία ευαίσθητη συνύπαρξη μεταξύ τους.
(2) Ενώ στο εσωτερικό μέτωπο οι δύο αυτές εξουσίες βρίσκονται σε μία κρίσιμη σύγκρουση θανάτου στα εξωτερικά θέματα είναι σαφές πως υπάρχουν κοινοί στόχοι. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν «κακοί Στρατηγοί» και «καλοί Πολιτικοί» Αυτό είναι άλλη μία «καραμέλα» των Ελλήνων πολιτικών για να βρίσκουν συνεχώς δικαιολογίες διαλόγου «με τους καλούς Πολιτικούς» μη αναγκαζόμενοι να αντιδράσουν στις συνεχείς «στρατιωτικής» φύσης προκλήσεις της Άγκυρας.
(3) Οι Κεμαλιστές ακολουθούν μία εθνικιστική πολιτική, με όλη τους τη ρητορική να επικεντρώνεται στην ανάγκη «εξασφάλισης της επιβίωσης του χώρου της Μικράς Ασίας», με αποτέλεσμα να επιζητούν μία «ζώνη ασφαλείας» γύρω από αυτήν, ειδικά στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο. Οι Νέο-Οθωμανοί, από την πλευρά τους ακολουθούν μία αυτοκρατορική πολιτική. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου μιλάει για την μουσουλμανική παγκόσμια «Ούμα» («Κοινότητα») και το «Στρατηγικό Βάθος» της Τουρκίας, άλλη έκφραση για την περιγραφή του «Ζωτικού Χώρου», ο οποίος δεν είναι άλλος από τον χώρο της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Με άλλα λόγια, για την Άγκυρα, είτε ακολουθώντας μία εθνικιστική «αμυντικογενή» («προφύλαξη» της Μικράς Ασίας) πολιτική είτε μία αυτοκρατορική «επιθετικογενή» (επανάκαμψη στην ανατολική Μεσόγειο) πολιτική, ο στόχος είναι κοινός ενώ το αποτέλεσμα για την Ελλάδα είναι το ίδιο. Κάποιοι δε έχουν ονομάσει την κεμαλική πολιτική ως «Σεβροφοβία» με αποτέλεσμα η σημερινή κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας να χαρακτηρίζεται ως «σχιζοφρενική», δηλαδή ενυπάρχει μία συνύπαρξη πολιτικών άκρατου φόβου για τον διαμελισμό της χώρας και ταυτοχρόνως ακράτου φιλοδοξίας για αυτοκρατορικό μεγαλείο. Το Κουρδικό αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αφού από την μία υπάρχει ο φόβος του διαμελισμού από την άλλη η Τουρκία προσπαθεί να καταστήσει το περιοχή του Βορείου Ιράκ «τσιφλίκι» της.
(4) Είναι σαφές πως ο «Νέο-Οθωμανισμός» αποτελεί βολικό όχημα και για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Οι μεν Νέο-Οθωμανοί για να δώσουν αξιοπιστία στο όραμά τους χρειάζονται τις Ένοπλες δυνάμεις. Δεν γίνεται αυτοκρατορία χωρίς στρατό. Οι δε Κεμαλιστές επιβεβαιώνουν την ανάγκη ύπαρξής τους. Η ένοπλη δύναμη σε τέτοιες ιδεολογίες είναι πάντα απαραίτητη. Άρα η ιδεολογία του Νέο-Οθωμανισμού, παρά τα εσωτερικά προβλήματα, για τις εξωτερικές σχέσεις αποτελεί ένα θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο και οι δύο πλευρές επενδύουν, η κάθε μία με τον τρόπο της και σε διαφορετικό βαθμό.
(5) Για την ώρα φαίνεται πως η συγκεκριμένη θεωρία έχει εντυπωσιάσει τόσο την Δύση, ειδικά τους Αγγλο-Σάξονες, οι οποίοι μπορούν να αντιληφθούν την αξία αναπτύξεως γεωπολιτικών και γεωπολιτισμικών θεωρείων όσο και τις χώρες που αποτελούν το «Στρατηγικό Βάθος» της Νέο-Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια η τουρκική εξωτερική πολιτική στα Βαλκάνια, στην ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, ακόμα-ακόμα και την κεντρική Ασία φαίνεται να «περνάει». Έτσι, η υπενθύμιση του «Οθωμανικού παραδείσου» κάνει θραύση τόσο στα Βαλκάνια (Αλβανία, Βοσνία, Σκόπια) όσο και στον Αραβικό κόσμο (ειδικά μετά την στάση της Άγκυρας απέναντι στο Ισραήλ).
Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο το μέγιστο ερώτημα αφορά το πως μπορεί η Αθήνα, η Λευκωσία, το Γιερεβάν, η Σόφια, το Βελιγράδι, το Τελ-Αβίβ και το Ερμπίλ να αντιμετωπίσουν μία γεωπολιτική-γεωπολιτισμική θεωρεία σαν αυτή του Νέο-Οθωμανισμού η οποία είναι σαφές πως για εξωτερική «κατανάλωση» χρησιμοποιείται τόσο από τους Κεμαλιστές όσο και από του Πανισλαμιστές, ενώ εντυπωσιάζει τόσο την Δύση όσο και τους δυνητικούς «υπηκόους» στην ευρύτερη περιοχή.
Η απάντηση είναι μία: Μία πολιτική ιδεολογία, διότι περί αυτού πρόκειται, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί αρχικώς σε θεωρητικό επίπεδο. Η πολιτική ιδεολογία θα πρέπει να χτυπηθεί στην ίδια της την ρίζα, δηλαδή στο πεδίο όπου μία θεωρία αποκτά πολιτική νομιμοποίηση. Εάν ο Νέο-Οθωμανισμός μπορεί να δεχθεί πλήγμα στο ζήτημα της προσφοράς του στην ανθρωπότητα και τον πολιτισμό τότε ουσιαστικά θα καταστραφούν τα θεμέλιά του και η αποδόμησή του θα λάβει χώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου.
Είναι σαφές από τον «πατέρα» (τον καθηγητή Α. Νταβούτογλου) της ίδιας της Νέο-Οθωμανικής ιδεολογίας, πως πρότυπό του είναι η Οθωμανική ιδεολογία της περιόδου του 1683 και μετά. Δηλαδή ο Α. Νταβούτογλου έχει ως πρότυπο μία Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία είχε ισλαμοποιηθεί και είχε τουρκοποιηθεί πλήρως. Ο «ήρωας» του Α. Νταβούτογλου είναι ο Αμπντούλ Χαμίντ Β’ και όχι οι πρώτοι Σουλτάνοι του Οθωμανικού εμιράτου. Ο ελληνισμός, και κάθε άλλος ο οποίος έχει «έννομο συμφέρον» την πάταξη της Νέο-Οθωμανικής ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας, θα πρέπει να γνωστοποιήσει στο κόσμο το «ποιόν» της θεωρίας αυτής. Πως είναι δυνατόν μία ιδεολογική γεωπολιτική-γεωπολιτισμική προσέγγιση η οποία έχει «φορτωθεί» τρομακτικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας να φιλοδοξεί να αποτελέσει το νέο «μοντέλο» οργάνωσης του διεθνούς συστήματος του χώρου («Στρατηγικό Βάθος») στον οποίο απευθύνεται; Με άλλα λόγια, είναι σαν η Γερμανία να προσπαθεί να οργανώσει την Ευρώπη («Ζωτικό Χώρο») με βάση μία νέο-ναζιστική προσέγγιση. Είναι σαφές πως η «κακός πρότερος βίος» του ναζισμού σε καμία περίπτωση δεν συνιστά εχέγγυο για την αναγέννησή του. Πως είναι δυνατόν να συμβεί αυτό με τον Οθωμανισμό τύπου Νταβούτογλου.
Η Ελλάδα δεν έχει παρά να μετατρέψει σε «σημαία» της εξωτερικής της πολιτικής το ζήτημα της γενοκτονίας και να καταδείξει, τα ιστορικά στοιχεία και οι αποδείξεις είναι άφθονες, τους πρωτεργάτες των γενοκτονιών των Ελλήνων και των Αρμενίων οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τους:
(1) Τον Πανισλαμιστή/Οθωμανιστή Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β’ τον επονομαζόμενο και «Ερυθρό Σουλτάνο» από τις σφαγές κατά των χριστιανών και των Αρμενίων (1894) της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων.
(2) Τους Νεότουρκους/Οθωμανιστές πασάδες της τριανδρίας Ταλαάτ, Εμβέρ και Τζεμάλ οι οποίοι, ως μέλη του Νεοτουρκικού κομιτάτου, ήδη από το 1911 είχαν αποφασίσει να τουρκοποιήσουν με την βία την Οθωμανική Αυτοκρατορία και εν πολλοίς τα κατάφεραν.
(3) Τον Νεότουρκο/Εθνικιστή Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος με τις διαταγές του οδήγησε στον αφανισμό τους Έλληνες του Πόντου.
Υπενθυμίζεται πως τον Αύγουστο του 1919 διέταξε την εξόντωση όλου του ανδρικού Ποντιακού πληθυσμού από 18 ετών και άνω, ενώ ένα μήνα μετά αποφασίστηκε η επέκταση του μέτρου για όλους τους άρρενες από 15 ετών και άνω, τον Μάιο δε του 1922 διατάχθηκε η οριστική εξόντωση όλων των εκτοπισμένων. Η δήλωση (21/5/1922) του Ισμέτ Ινονού ενώπιον της εθνοσυνέλευσης πως «Η σφαγή των Γκιαούριδων αποφασίστηκε γιατί αυτοί δολοφόνησαν πολλούς Τούρκους, ατίμασαν χανούμισσες, έκαναν καταστροφές. Τότε έδωσε διαταγή το Κέντρον (Μουσταφά Κεμάλ) στον Τοπάλ Οσμάν Αγά να ξεκινήσει την σφαγή» είναι αποκαλυπτική. Η διαβεβαίωση δε του Μουσταφά Κεμάλ προς τον μακελάρη του Ποντιακού ελληνισμού, Τοπάλ Οσμάν πως «Με την πάροδο του χρόνου θα τους καθαρίσουμε όλους του Ρωμιούς» δεν αφήνει χώρο για παρερμηνείες.
Οι σημερινοί Έλληνες, Πόντιοι και μη, μέσω των πολιτικών επιλογών τους, είναι υποχρεωμένοι να εξασφαλίσουν, όχι μόνο απέναντι στους προγόνους τους που αγωνίστηκαν, πολέμησαν και χάθηκαν αλλά και απέναντι στα παιδία τους που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα πως «Η Ρωμανία κι αν επέρασεν ανθεί και φέρει και άλλο». Αυτό θα επιτευχθεί μόνο μέσα από την αποφασιστική καταπολέμηση του Νέο-Οθωμανισμού τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Η παρούσα ανάλυση σκοπό είχε να προσδώσει μία νέα διάσταση στο ζήτημα της γενοκτονίας και να επιστήσει την προσοχή στους κρατούντες αναφορικά με την χρησιμότητά της ακόμα και ως ένα «όπλο» παραγωγής αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής, πεδίο στο οποίο η χώρας μας φαίνεται να πάσχει χαρακτηριστικά.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στρατιωτική & Γεωπολιτική Ισορροπία (τεύχος 4-Ιούνιος 2010)