Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Λειτουργία στην Παναγία Σουμελά, 87 χρόνια μετά

Η πρώτη Θεία Λειτουργία μετά 87 χρόνια θα τελεστεί φέτος τον Δεκαπενταύγουστο στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα του Πόντου, ύστερα από άδεια της τουρκικής κυβέρνησης. Την ιστορική μονή στον απόκρημνο βράχο του όρους Μελά αναμένεται να κατακλύσει πλήθος πιστών, κυρίως Ποντίων. Για τον λόγο αυτό έχουν ναυλωθεί ειδικές πτήσεις τσάρτερ από την Ελλάδα και τη Ρωσία, αλλά και λεωφορεία. Ομως, στην Πανηγυρική Λειτουργία, στην οποία θα προεξάρχει ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, θα παραστούν, για λόγους ασφαλείας, μόλις 500 πιστοί.

Χιλιάδες Πόντιοι από Ελλάδα και Ρωσία συρρέουν στην Τουρκία με όλα τα μέσα

Του Νίκου Παπαχρήστου

Tο 1923 η Παναγία Σουμελά σιώπησε. Από το Καθολικό της σταμάτησαν να ακούγονται ψαλμωδίες. Μοναχοί δεν υπήρχαν πια να αναπέμπουν δεήσεις. Το θυμίαμα έπαψε να ευωδιάζει στον τόπο που σχεδόν για 1.600 χρόνια αποτελούσε το σημαντικότερο θρησκευτικό κέντρο του Πόντου. Το μοναστήρι έστεκε στον απόκρημνο βράχο, ένα άδειο κουφάρι, συλημένο και καμένο. Οι προσκυνητές του είχαν ξεριζωθεί. Την Κυριακή το πρωί, το Oρος Μελά θα πλημμυρίσει και πάλι από ορθόδοξους πιστούς. Στην ιστορική Μονή, που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, για μία μόνο ημέρα και έπειτα από άδεια της τουρκικής κυβέρνησης θα τελεστεί η πρώτη θεία λειτουργία ύστερα από 87 χρόνια.

Ειδικές πτήσεις

Κεντρικό πρόσωπο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος θα προεξάρχει της πανηγυρικής θείας λειτουργίας. Ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας θα πλαισιώνεται από χιλιάδες Ποντίους που καταφθάνουν ήδη στην Τραπεζούντα από κάθε γωνιά της Γης, για να ζήσουν από κοντά αυτήν την ιστορική στιγμή.

«Είναι η επιστροφή. Είναι η στιγμή που περίμενα για να κλείσω τα μάτια μου» θα πει η κυρία Ευρώπη, 90 ετών, η οποία θα ταξιδέψει μαζί με τους χιλιάδες Ποντίους στην Παναγία Σουμελά. Hδη έχουν δρομολογηθεί ειδικές πτήσεις τσάρτερ από την Ελλάδα και τη Ρωσία, ενώ ναυλώθηκαν λεωφορεία που θα μεταφέρουν πιστούς από τις δύο χώρες αλλά και από τη Γεωργία. Αξίζει να σημειωθεί ότι επειδή οι ξενοδοχειακές υποδομές στη Μάτσκα (Ματσούκα) και την Τραπεζούντα είναι περιορισμένες, οι προσκυνητές θα καταλύσουν σε γειτονικές πόλεις και κωμοπόλεις.

Ωστόσο δεν θα έχουν όλοι την ευκαιρία να ανέβουν στην Παναγία Σουμελά για τη θεία λειτουργία του Δεκαπενταύγουστου, αφού το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού της γειτονικής χώρας έθεσε περιορισμό στον αριθμό των προσκυνητών που θα εισέλθουν -με πρόσκληση- στο Μοναστήρι, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως μουσείο. Συγκεκριμένα μόνο 500 άτομα θα παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία που θα τελέσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης στον αύλειο χώρο της Μονής. «Λόγοι προστασίας του μνημείου και ασφάλειας των προσκυνητών επέβαλαν αυτήν την απόφαση. Γι' αυτό και παρακαλούμε όλους τους επισκέπτες να μας διευκολύνουν» εξηγεί στην «Κ» στέλεχος των τοπικών αρχών ασφαλείας και υπενθυμίζει ότι «από εδώ και πέρα κάθε χρόνο θα γίνεται λειτουργία από τον Πατριάρχη».

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, το Φανάρι θα χορηγήσει τις μισές προσκλήσεις σε προσκυνητές από τη Ρωσία και τις υπόλοιπες σε προσκυνητές από την Πόλη, την Ελλάδα και αλλού. Για τους χιλιάδες πιστούς που δεν θα καταφέρουν φέτος να προσεγγίσουν το Μοναστήρι, έχει προβλεφθεί να υπάρχει απευθείας τηλεοπτική αναμετάδοση της πατριαρχικής λειτουργίας σε γιγαντοοθόνη που θα τοποθετηθεί σε κοντινό υπαίθριο χώρο.

Ολα άρχισαν με την κρυφή δοξολογία το 1996

Παραμονή του Δεκαπενταύγουστου του 1996, στο αεροδρόμιο της Τραπεζούντας προσγειώθηκε ένα αεροπλάνο προερχόμενο από τη Θεσσαλονίκη και αποβίβασε 120 επιβάτες. Την ίδια ημέρα κατέπλευσε στο λιμάνι της πόλης ένα επιβατηγό πλοίο, μεταφέροντας από την Οδησσό εκατοντάδες Ρώσους ορθόδοξους χριστιανούς. Ολοι αυτοί αποτέλεσαν, με πρωτοβουλία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων (ΠΟΠΣ), στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα», την πρώτη οργανωμένη αποστολή πιστών, που αποβιβάζονταν στη Μαύρη Θάλασσα για να προσκυνήσουν στο «φυλακισμένο» μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Ανηφόρισαν, διασχίζοντας τη χαράδρα στις πλαγιές του όρους Μελά και εκεί στην είσοδο του μοναστηριού, ο μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος ετέλεσε στα κλεφτά την πρώτη δοξολογία.

Ανατρέχοντας σ’ εκείνο το τολμηρό προσκύνημα ο κ. Στ. Τανιμανίδης, πρόεδρος της ΠΟΠΣ τότε, θυμάται ότι οι ντόπιοι ήταν πολύ φιλικοί με τους εκδρομείς, σε αντίθεση με τον στρατό, την αστυνομία και τους Γκρίζους Λύκους που τους αντιμετώπισαν με καχυποψία και επιχείρησαν να ορθώσουν εμπόδια στην αποστολή. «Τι θέλει ο Ελληνας στην Τουρκία, έρχεται ως προσκυνητής, ως τουρίστας ή για να δημιουργήσει τη Δημοκρατία του Πόντου;», έγραψε χαρακτηριστικά τότε η εφημερίδα της Τραπεζούντας «Καραντενίζ».

Καθώς η Τουρκία επιχειρούσε ανοίγματα προς την Ευρώπη και είχε ανάγκη προβολής προς τη Δύση εικόνας σύγχρονου κράτους που ανέχεται τη θρησκευτική διαφορετικότητα, όλο και περισσότεροι πιστοί ανηφόριζαν τον Δεκαπενταύγουστο στο όρος Μελά, στην πλειοψηφία τους προερχόμενοι από τις Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης. Γι’ αυτούς ήταν πιο εύκολο, δεδομένης της τουρκικής καχυποψίας απέναντι στο Φανάρι και γενικότερα στους Ελληνες. Η ρωσική Εκκλησία και πίσω από αυτήν η εξωτερική πολιτική της Μόσχας ενθάρρυναν το ρεύμα καθόδου προς την Παναγία Σουμελά, προσβλέποντας στην εξάπλωση της μετασοβιετικής ρωσικής επιρροής στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.

Σε αυτό το πνεύμα κινήθηκαν στο παρασκήνιο για την επαναλειτουργία της Παναγίας Σουμελά, ως ορθόδοξου χριστιανικού τόπου λατρείας και διά του βουλευτή της ρωσικής Δούμας και φίλου του Βλαντιμίρ Πούτιν, κ. Σαββίδη, επιχειρούσαν να δώσουν τον δικό τους τόνο στις εκδηλώσεις των τελευταίων χρόνων στη μονή. Μάλιστα μια περίοδο που οι σχέσεις του Φαναρίου με το Πατριαρχείο Μόσχας ήταν τεταμένες, οι Τούρκοι φέρονται να εκδήλωσαν την επιθυμία να δώσουν άδεια λειτουργίας στους Ρώσους προκειμένου να απομονώσουν το Φανάρι, αλλά και να ενισχύσουν το τουριστικό ρεύμα στην Τραπεζούντα.

Μολονότι δεν αμφισβητείται η με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ρωσική εμπλοκή, πηγές που γνωρίζουν άριστα το θέμα, πιστώνουν το άνοιγμα της Παναγίας Σουμελά στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, ο οποίος αναδεικνύεται σε παίκτη στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την προετοιμασία της για την ένταξη στην Ε.Ε. Οι άοκνες προσπάθειές του καρποφόρησαν στα μέσα Ιουνίου, οπότε το υπουργείο Πολιτισμού της Τουρκίας απέστειλε στο Φανάρι έγγραφη άδεια για την τέλεση θείας λειτουργίας. Επ’ αυτού η πλευρά του κ. Σαββίδη μεταδίδει ότι ο ομογενής βουλευτής είχε παραλάβει την άδεια, μεταβαίνοντας ο ίδιος στην Αγκυρα ένα μήνα νωρίτερα. «Ανεξαρτήτως του αν ενδιαφέρθηκαν ή κινητοποιήθηκαν ενδεχομένως και κάποιοι άλλοι, ο Πατριάρχης ήταν αυτός που χειρίστηκε το ζήτημα, αυτός έβαλε τη σφραγίδα του στην ευτυχή κατάληξη», τόνισαν στην «Κ» οι ίδιες πηγές. Οσο για τη συμμετοχή στο συλλείτουργο του μητροπολίτη Βολοκολάνσκ κ. Ιλλαρίωνα, την αποδίδουν στις καλές, τον τελευταίο καιρό, σχέσεις Φαναρίου - Πατριαρχείου Μόσχας και όχι σε κάτι ευρύτερο.

Ταυτίστηκε με τον ποντιακό ελληνισμό

Για τους όπου γης Ποντίους, ένα προσκύνημα στην Παναγία Σουμελά στον Πόντο είναι στόχος ζωής, ένα όνειρο που πρέπει να εκπληρώσουν. Και αν δεν το καταφέρουν οι ίδιοι εν ζωή, δεσμεύουν «στο όνομα της φυλής» τούς νεότερους να το πράξουν.

«Λίγο χώμα από τον Πόντο» παραγγέλνουν αυτοί που μένουν πίσω σε όσους τυχερούς ξεκινούν για το προσκυνηματικό ταξίδι…

Μυθικό μοναστήρι για τον ποντιακό Ελληνισμό η Παναγία Σουμελά, άρχισε να χτίζεται στην πλαγιά του όρους Μελά επί αυτοκρατορίας Κομνηνών και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε πριν από τον 19ο αιώνα για να στεγαστεί εκεί η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας, φιλοτεχνηθείσης από τον ευαγγελιστή Λουκά.

Η μονή ταυτίστηκε με τον Ελληνισμό της Μαύρης Θάλασσας και το 1922, με τον ξεριζωμό, λεηλατήθηκε από τους Τούρκους. Οι μοναχοί πρόλαβαν να κρύψουν θάβοντάς την σε μικρή απόσταση και να σώσουν τη θαυματουργή εικόνα, όπως επίσης και τα άλλα δύο πολύτιμα κειμήλια της μονής, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του Εμμανουήλ Κομνηνού.

Εντεκα χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 1933, με παρέμβαση του Ελευθερίου Βενιζέλου στον Ισμέτ Ινονού, δόθηκε άδεια μεταφοράς των κειμηλίων, που παρέμεναν θαμμένα χωρίς να το γνωρίζουν οι Τούρκοι, στην Ελλάδα όπου φιλοξενήθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο.

Εκεί η εικόνα παρέμεινε μέχρι το 1951, οπότε και μεταφέρθηκε στο νεόκτιστο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο. Σαράντα χρόνια μετά, εκεί μεταφέρθηκαν και τα άλλα δύο κειμήλια.

Πίσω στον Πόντο, το μισοκατεστραμμένο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά εγκαταλείφθηκε επί πολλά χρόνια στην τύχη του και μόνο το 1974, όταν δειλά δειλά άρχισαν να το επισκέπτονται κάποιοι ξένοι τουρίστες και κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, οι Αρχές τοποθέτησαν έναν φύλακα.

Αργότερα, με κονδύλια της UNESCO αναστηλώθηκε μεγάλο μέρος της μονής, αλλά σήμερα εμφανίζει αλλοιωμένη εικόνα καθώς έχουν απαλειφθεί, όχι τυχαία, βασικά θρησκευτικά και βυζαντινά χαρακτηριστικά του.

Για τον τουρκικό εθνικισμό, που στην Τραπεζούντα διαθέτει ισχυρά ερείσματα, το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά δεν είναι παρά ένα μισητό σύμβολο της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή, η οποία ξεριζώθηκε βίαια.

Για την τουριστική βιομηχανία όμως, είναι μια σημαντική πηγή εσόδων, δεδομένου ότι το επισκέπτονται ετησίως περί τους τριακόσιους χιλιάδες ταξιδευτές, όχι μόνο Πόντιοι και ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά και άνθρωποι από κάθε γωνιά της Γης, δεδομένου του εκπληκτικού φυσικού κάλλους που το περιβάλλει.

Τα οφέλη της Άγκυρας από την απόφαση

H θεία λειτουργία που θα τελεστεί την Κυριακή στην ιστορική μονή του Πόντου αποτελεί την ενσάρκωση του ονείρου χιλιάδων Ποντίων. Χρειάστηκαν οι επίμονες και διακριτικές ενέργειες του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος τα τελευταία δύο χρόνια συζήτησε πολλές φορές γι’ αυτό το ενδεχόμενο με τον υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας Ερτουγρούλ Γκιουνάι. Αλλωστε τα προηγούμενα χρόνια ο κ.κ. Βαρθολομαίος είχε πετύχει την επαναλειτουργία των χριστιανικών ναών της Καππαδοκίας ανοίγοντας τον δρόμο για χιλιάδες Ελληνες προσκυνητές που ήθελαν να προσευχηθούν στον τόπο όπου έζησαν οι πρόγονοί τους. Παράλληλα, οι προσκυνηματικές επισκέψεις στη Μικρά Ασία βοήθησαν στην οικοδόμηση μιας νέας επικοινωνίας ανάμεσα σε πολίτες της Ελλάδας και της Τουρκίας, χριστιανούς και μουσουλμάνους, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό στην κατεύθυνση της προσέγγισης και της συνεργασίας των δύο χωρών, έτσι όπως αυτή εκδηλώθηκε ιδιαίτερα μετά τους σεισμούς του 1999. Η λειτουργική αναγέννηση της Παναγίας Σουμελά, έστω και για μία ημέρα τον χρόνο, δημιουργεί θετικές προοπτικές για την ενδυνάμωση του ρεύματος του θρησκευτικού τουρισμού και την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας, κάτι που δεν ήταν δυνατόν να παραβλέψει η τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα, με την απόφασή της αυτή, στέλνει και ένα μήνυμα προς την Ευρώπη πως κάνει σοβαρές προσπάθειες στον τομέα των θρησκευτικών ελευθεριών και των μειονοτικών δικαιωμάτων. Δημιουργεί όμως και προσδοκίες, αφού εκκρεμεί το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας του Πατριαρχείου και η αποδοχή εκ μέρους της Αγκυρας της οικουμενικότητας του αρχαιότερου θεσμού που υπάρχει στη γειτονική χώρα.

Όχι «στασίδι» σε πολιτικές και άλλες κορόνες

Του Σταυρου Tζιμα

Τα βλέμματα των απανταχού ορθοδόξων χριστιανών θα είναι στραμμένα μεθαύριο, Κυριακή του Δεκαπενταύγουστου, στην Τραπεζούντα της Μαύρης Θάλασσας. Ο κίνδυνος εκτροχιασμού του προσκυνήματος ωστόσο ελλοχεύει και το περσινό προηγούμενο, κατά το οποίο -με κορυφαίο τον χορό το νομάρχη Θεσσαλονίκης- ακραία στοιχεία επεχείρησαν να εκτρέψουν τη θρησκευτική τελετή σε συλλαλητήριο για τις αλησμόνητες πατρίδες, δεν πρέπει να επαναληφθεί.

Οι φόβοι επ’ αυτού εκφράζονται φέτος αυξημένοι και για έναν επιπλέον λόγο: η χώρα έχει εισέλθει σε τροχιά αυτοδιοικητικών εκλογών και κάποιοι ενδιαφερόμενοι, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, θα σπεύσουν στο προσκύνημα για να αδράξουν την ευκαιρία για «πατριωτικά φωτοστέφανα» που θα τους αποφέρουν ψήφους τον Νοέμβριο.

Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, διαισθανόμενος τις καταστροφικές συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης για τις μακροχρόνιες και επίπονες προσπάθειες που καταβάλλει ώστε να επαναλειτουργήσουν ορθόδοξοι χριστιανικοί ναοί και τόποι λατρείας στη μουσουλμανική Τουρκία, μεταδίδει σε όλους τους τόνους ότι η τέλεση της θείας λειτουργίας στην Παναγία Σουμελά έχει χαρακτήρα καθαρά προσκυνηματικό και δεν έχουν θέση πολιτικές και άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις.

Φέρεται μάλιστα να διεμήνυσε στον νομάρχη Θεσσαλονίκης την «επιθυμία» του να μην παραστεί στην τελετή και γι’ αυτό ο υπότροπος κ. Ψωμιάδης δεν θα μεταβεί στην Τραπεζούντα, μολονότι είχε προαναγγείλει τη συμμετοχή του στο ιστορικό προσκύνημα, καλώντας μάλιστα και απογόνους Ποντίων να του δώσουν ονόματα σφαγιασθέντων συγγενών τους για να τα μνημονεύσει ο κ.κ. Βαρθολομαίος! Προφανώς ο ηγέτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας ξέρει πολύ καλά ότι ενδεχόμενη παρεκτροπή μπορεί να σημάνει πισωγύρισμα, αφού τίποτα δεν εμποδίζει την τουρκική κυβέρνηση να μην επιτρέψει του χρόνου, όχι μόνο στον ίδιο να λειτουργήσει, αλλά, με διάφορα προσχήματα, αυτό καθαυτό το προσκύνημα. Ετσι, συνιστά χαμηλούς τόνους και διατυπώνει δημόσια ευχές «να έχει συνέχεια» η φετινή, ιστορική για την Ορθοδοξία και τον ποντιακό Ελληνισμό, στιγμή.

Οι ίδιοι οι Πόντιοι, οι πιστοί που θα συμμετάσχουν στην ανάβαση την Κυριακή στο μοναστήρι-θρύλο, καλούνται να περιφρουρήσουν τον θρησκευτικό χαρακτήρα της εορτής, που αποτελεί μια κατάκτηση η οποία δεν πρέπει για πολλούς λόγους να χαθεί. Εντέλει είναι προτιμότερο να λειτουργήσει μια εκκλησία σε τόπους όπου ο χριστιανισμός πασχίζει να ξεμυτίσει από τα ερείπια και ο Ελληνισμός να μη σβήσει παντελώς από τις προαιώνιες εστίες του, από το να κερδίσουν κάποιοι επιζήμιοι «πατριώτες» μερικές καρέκλες στις δημαρχίες και τις περιφέρειες.

Πηγή: Καθημερινή