Πέραν των καλών προθέσεων, της συγκινησιακής φόρτισης και της θρησκευτικής ανάτασης, πέραν ακόμη και της πρώτης καταγραφής για οφέλη οικονομικά και πολιτικά από την ανάπτυξη του θρησκευτικού τουρισμού και την πρόοδο του εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης για επαναλειτουργία της Παναγίας Σουμελά δημιουργεί και δεύτερες σκέψεις.
Το θέμα της Κύπρου δεν ήταν το μόνο που ο τούρκος πρωθυπουργός συνέδεσε με την Παναγία Σουμελά την επομένη της λειτουργίας στο ιστορικό μοναστήρι. Ενδεικτικές ήταν οι δηλώσεις-απαντήσεις του την περασμένη Δευτέρα στις επικρίσεις που ακούστηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας από εθνικιστές και φανατικούς ισλαμιστές. Δανειζόμενος μία φράση από τον τούρκο ποιητή Νετζίπ Φαζίλ Κισακιουρέκ «η επιτυχία είναι να φοβίσουμε το φόβο», ο Ερντογάν έθεσε δύο ζητήματα, επιχειρώντας να κατευνάσει τα πνεύματα στο εσωτερικό του και δίνοντας από μόνος του την πολιτική διάσταση της κίνησης να επιτραπεί μετά 88 χρόνια η λειτουργία στην Παναγία Σουμελά. Δύο ζητήματα έθιξε ο Ερντογάν σε ομιλία του στο Σύνδεσμο Ανεξάρτητων Επιχειρηματιών και Βιομηχάνων (MUSIAD) ως αιτήματα προς την ελληνική πλευρά, σημειώνοντας ότι «εγώ όμως είμαι ένα βήμα μπροστά». Το ένα είναι η λειτουργία τεμένους στην Αθήνα και το έτερο το Κυπριακό.
Θέτοντας θέμα λειτουργίας τεμένους και μάλιστα στην Αθήνα ο Ερντογάν προχώρησε ακόμη ένα βήμα προς υποστήριξη των θρησκευτικών δικαιωμάτων όλων των μουσουλμάνων που ζουν στην Ελλάδα. Απαίτησε ως «αντίδωρο» στην ανέξοδη πολιτικά και ουσιαστικά κίνησή του να ανοίξει την Παναγία Σουμελά στους ορθοδόξους την ανέγερση ισλαμικού τεμένους, που ήδη έχει αποφασιστεί με νόμο (3512/2006) από την κυβέρνηση Καραμανλή.
Επιχειρεί έτσι να «βγει μπροστά» και να καρπωθεί την αυτονόητη και ούτως ή άλλως προγραμματισμένη κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης.
Όμως και όσον αφορά το Κυπριακό, απευθυνόμενος προς τους ακραιφνείς εθνικιστές-κεμαλιστές, ο Ερντογάν εκτιμά ότι βρίσκεται «ένα βήμα μπροστά», παρουσιάζοντας τη στάση των Τουρκοκυπρίων στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ και ζητώντας πλέον βήματα από την ελληνική πλευρά.
Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τη συναισθηματική ικανοποίηση των Ποντίων και όλων των ορθοδόξων να επισκεφθούν τα χώματα των προγόνων τους, να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν στην Παναγία Σουμελά έπειτα από τόσα χρόνια και να τελέσουν τη θεία λειτουργία.
Αυτό όμως που πρέπει να σημειώσουμε και δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας είναι ότι η Τουρκία επιχειρεί να δημιουργήσει κεφάλαιο από μία επιμέρους ενέργεια, ουσιαστικά οφειλόμενη, της κυβέρνησής της, η οποία χτυπά την πόρτα της Ευρώπης. Την ίδια ώρα όμως η ταλαιπωρία του κυπριακού λαού και όχι μόνο εξακολουθεί να διαιωνίζεται. Την ίδια ώρα η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει γενοκτονίες που έχει διαπράξει, ενώ τα αποτελέσματα των γενοκτονιών αυτών ακόμη υφίστανται. Έχει σχεδόν εξαφανίσει τους Ποντίους, παρότι εγώ δεν ξεχνώ ποτέ το περιβόητο ποντιακό: στα φανερά Μαχμούτ Αγάς και στα κρυφά Νικόλας. Δεν ξέρουμε καν στα κατάλοιπα του ποντιακού ελληνισμού στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας τι αντίκτυπο μπορεί να έχει αυτή η ενέργεια.
Η κυβέρνηση Ερντογάν επιχειρεί να προβάλει ένα προφίλ ανεκτικότητας και σεβασμού των θρησκευτικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων με μία κίνηση πολιτικά ανέξοδη, η οποία συνάδει στην παράδοση της οθωμανικής θρησκευτικής ανεκτικότητας, της οποίας θεωρεί τον εαυτό της ως συνεχιστή.
Το σίγουρο όμως είναι πως η Άγκυρα θα χρησιμοποιήσει την κίνηση αυτή ως ένα βήμα όχι μόνο καλής θέλησης και ένδειξης σεβασμού των θρησκευτικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων με αποδέκτη τη Δύση αλλά και ως διαπραγματευτικό χαρτί στην πρακτική του «αντίδωρου». Αντίδωρο σε τι; Εμείς δεν κατέχουμε ξένα εδάφη. Εμείς δεν παραβιάζουμε την ιστορία και τις παραδόσεις ενός ολόκληρου λαού, εμείς δεν κρατούμε ένα διαχωριστικό τείχος στην Κύπρο μέσα σε συνθήκες πολύ ανώμαλες, που δεν είναι δυνατόν να το διαπεράσει κανείς. Εμείς προβήκαμε σε μονόπλευρες παραχωρήσεις, που διευκολύνουν την Τουρκία στο Κυπριακό: Εκ περιτροπής προεδρία και σταθμισμένη ψήφος, μετατρέποντας τους Ελληνοκυπρίους σε δεύτερης τάξης ευρωπαίους πολίτες, εκχώρηση ευρωπαϊκών διαβατηρίων σε δεκάδες χιλιάδες Τουρκοκύπριους, διάνοιξη με τουρκικούς όρους του συρματοπλέγματος, παραμονή σημαντικού αριθμού εποίκων, διαγράφοντας έτσι το γεγονός ότι ο εποικισμός αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, μετατρέποντάς το σε θέμα ποσοστών και διαπραγματεύσεων.
Δυστυχώς τα διάφορα συμφέροντα τα οποία εμπλέκονται δεν αντιλαμβάνονται ή δεν θέλουν να αντιληφθούν ποια είναι η πραγματική στάση της Τουρκίας. Είναι ενδεικτική η θέση του κυρίου Νταβούτογλου (υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας) ότι η Τουρκία πρέπει να έχει εγγυητικά δικαιώματα για όλες τις περιοχές που κάποτε ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης, που αφορά τις μουσουλμανικές μειονότητες. Αναφερόμενος στην Κύπρο σημειώνει ότι, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ένας Τουρκοκύπριος, ένας μουσουλμάνος στην Κύπρο, η Τουρκία θα έπρεπε να έχει έλεγχο των κυπριακών εξελίξεων. Και ο λόγος για τον οποίο η Τουρκία θα έπρεπε να έχει αυτόν τον έλεγχο είναι η αξιοποίηση γεωστρατηγικώς της Κύπρου και η προσπάθεια της Τουρκίας να μετατραπεί σε μία περιφερειακή υπερδύναμη με παγκόσμια εμβέλεια.
Επομένως ας μην πανηγυρίζουμε -παρ’ όλο που επαναλαμβάνω ότι αντιλαμβάνομαι τη συναισθηματική ικανοποίηση των Ποντίων- για πράγματα, τα οποία είναι και οφειλόμενα και καθυστερούμενα.
Κίνηση καλής θέλησης ή διπλωματικός χειρισμός;
Γράφει ο Γ. Κουμουτσάκος, ευρωβουλευτής ΝΔ και αντιπρόεδρος της Διακοινοβουλευτικής Επιτροπής Ε.Ε.-Τουρκίας του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου
Η πρώτη μετά σχεδόν 100 χρόνια πατριαρχική θεία λειτουργία στην Παναγία Σουμελά γέμισε συγκίνηση και ζέστανε τις καρδιές εκατομμυρίων ορθοδόξων χριστιανών -ποντίων και μη- στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Η αλλαγή στην επί σχεδόν έναν αιώνα άρνηση του τουρκικού κράτους να επιτρέψει μία τέτοια λειτουργία και αντίστοιχα η ικανοποίηση της συσσωρευμένης προσμονής των ορθοδόξων έδωσαν στο γεγονός αυτό ιστορική διάσταση.
Ως θρησκευτικό γεγονός η πατριαρχική λειτουργία στο μοναστήρι-θρύλο του Πόντου είχε επομένως ιδιαίτερη βαρύτητα και σημειολογία.
Η αμιγώς διπλωματική διάστασή του είναι διαφορετικής τάξης και μεγέθους παράμετρος. Χωρίς να παραγνωρίζεται ή να υποβαθμίζεται, δεν θα ήταν και φρόνιμο να δημιουργήσει υπέρμετρη αισιοδοξία και μεγάλες προσδοκίες.
Ο κ. Ερντογάν έχει την ικανότητα και την αποφασιστικότητα να κάνει υπερβάσεις, υπηρετώντας πάντα -και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε- τα συμφέροντα της χώρας του. Η λειτουργία στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά δεν αποτελεί εξαίρεση.
Γνωρίζει ο τούρκος πρωθυπουργός ότι αυτή η απόφασή του -και ενδεχομένως κάποια μελλοντική θετική κίνηση στο θέμα της Σχολής της Χάλκης- δεν έχει κόστος για τον ίδιο και τη χώρα του. Αντιθέτως μόνον όφελος μπορεί να έχει για την εικόνα και τα συμφέροντα της Τουρκίας, ειδικά όσον αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική της. Ας σημειωθεί ότι ακριβώς αυτήν την περίοδο η Κομισιόν ετοιμάζει την ετήσια έκθεση προόδου των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύντομα θα φανεί εάν αυτή η απόφαση της Άγκυρας ήταν πραγματικά μία κίνηση καλής θέλησης ή ένας καλά υπολογισμένος διπλωματικός χειρισμός.
Εάν δηλαδή το απολύτως αυτονόητο, που έμενε αυστηρά απαγορευμένο για έναν αιώνα, θα παρουσιαστεί τώρα ως «μείζων παραχώρηση και υποχώρηση» της Τουρκίας. Ως «δώρο» για το οποίο η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κληθούν να καταβάλουν κάποιο διπλωματικό ή πολιτικό αντάλλαγμα. Ένα «αντίδωρο» πολύ πιο συγκεκριμένο, πολύ πιο χειροπιαστό και πολύ πιο συμφέρον για την Τουρκία από την ετήσια λειτουργία στο μακρινό και δυσπρόσιτο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, στο οποίο πλέον θα μπορούν να προσέρχονται πιστοί και προσκυνητές. Ως επισκέπτες βέβαια. Σταθερό ποίμνιο δεν υπάρχει πια. Έχει βάναυσα εκδιωχθεί εδώ και σχεδόν έναν αιώνα.
Εύχομαι λοιπόν η φετινή ιστορική λειτουργία στην Παναγία Σουμελά να είναι μία ειλικρινής κίνηση καλής θέλησης και όχι διπλωματικός χειρισμός. Εύχομαι η θετική αλλαγή στάσης του τουρκικού κράτους σε ένα θέμα σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας και της ιστορικής μνήμης να σημαίνει ότι κάτι πραγματικά θετικό μπορεί να γεννηθεί στις σχέσεις των δύο χωρών.
Πηγή: Μακεδονία
Το θέμα της Κύπρου δεν ήταν το μόνο που ο τούρκος πρωθυπουργός συνέδεσε με την Παναγία Σουμελά την επομένη της λειτουργίας στο ιστορικό μοναστήρι. Ενδεικτικές ήταν οι δηλώσεις-απαντήσεις του την περασμένη Δευτέρα στις επικρίσεις που ακούστηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας από εθνικιστές και φανατικούς ισλαμιστές. Δανειζόμενος μία φράση από τον τούρκο ποιητή Νετζίπ Φαζίλ Κισακιουρέκ «η επιτυχία είναι να φοβίσουμε το φόβο», ο Ερντογάν έθεσε δύο ζητήματα, επιχειρώντας να κατευνάσει τα πνεύματα στο εσωτερικό του και δίνοντας από μόνος του την πολιτική διάσταση της κίνησης να επιτραπεί μετά 88 χρόνια η λειτουργία στην Παναγία Σουμελά. Δύο ζητήματα έθιξε ο Ερντογάν σε ομιλία του στο Σύνδεσμο Ανεξάρτητων Επιχειρηματιών και Βιομηχάνων (MUSIAD) ως αιτήματα προς την ελληνική πλευρά, σημειώνοντας ότι «εγώ όμως είμαι ένα βήμα μπροστά». Το ένα είναι η λειτουργία τεμένους στην Αθήνα και το έτερο το Κυπριακό.
Θέτοντας θέμα λειτουργίας τεμένους και μάλιστα στην Αθήνα ο Ερντογάν προχώρησε ακόμη ένα βήμα προς υποστήριξη των θρησκευτικών δικαιωμάτων όλων των μουσουλμάνων που ζουν στην Ελλάδα. Απαίτησε ως «αντίδωρο» στην ανέξοδη πολιτικά και ουσιαστικά κίνησή του να ανοίξει την Παναγία Σουμελά στους ορθοδόξους την ανέγερση ισλαμικού τεμένους, που ήδη έχει αποφασιστεί με νόμο (3512/2006) από την κυβέρνηση Καραμανλή.
Επιχειρεί έτσι να «βγει μπροστά» και να καρπωθεί την αυτονόητη και ούτως ή άλλως προγραμματισμένη κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης.
Όμως και όσον αφορά το Κυπριακό, απευθυνόμενος προς τους ακραιφνείς εθνικιστές-κεμαλιστές, ο Ερντογάν εκτιμά ότι βρίσκεται «ένα βήμα μπροστά», παρουσιάζοντας τη στάση των Τουρκοκυπρίων στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ και ζητώντας πλέον βήματα από την ελληνική πλευρά.
Το «αντίδωρο» για την Παναγία Σουμελά
Του Βάσου Λυσσαρίδη, ιδρυτή και επίτιμου προέδρου του ΚΣ της ΕΔΕΚ
Του Βάσου Λυσσαρίδη, ιδρυτή και επίτιμου προέδρου του ΚΣ της ΕΔΕΚ
Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τη συναισθηματική ικανοποίηση των Ποντίων και όλων των ορθοδόξων να επισκεφθούν τα χώματα των προγόνων τους, να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν στην Παναγία Σουμελά έπειτα από τόσα χρόνια και να τελέσουν τη θεία λειτουργία.
Αυτό όμως που πρέπει να σημειώσουμε και δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας είναι ότι η Τουρκία επιχειρεί να δημιουργήσει κεφάλαιο από μία επιμέρους ενέργεια, ουσιαστικά οφειλόμενη, της κυβέρνησής της, η οποία χτυπά την πόρτα της Ευρώπης. Την ίδια ώρα όμως η ταλαιπωρία του κυπριακού λαού και όχι μόνο εξακολουθεί να διαιωνίζεται. Την ίδια ώρα η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει γενοκτονίες που έχει διαπράξει, ενώ τα αποτελέσματα των γενοκτονιών αυτών ακόμη υφίστανται. Έχει σχεδόν εξαφανίσει τους Ποντίους, παρότι εγώ δεν ξεχνώ ποτέ το περιβόητο ποντιακό: στα φανερά Μαχμούτ Αγάς και στα κρυφά Νικόλας. Δεν ξέρουμε καν στα κατάλοιπα του ποντιακού ελληνισμού στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας τι αντίκτυπο μπορεί να έχει αυτή η ενέργεια.
Η κυβέρνηση Ερντογάν επιχειρεί να προβάλει ένα προφίλ ανεκτικότητας και σεβασμού των θρησκευτικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων με μία κίνηση πολιτικά ανέξοδη, η οποία συνάδει στην παράδοση της οθωμανικής θρησκευτικής ανεκτικότητας, της οποίας θεωρεί τον εαυτό της ως συνεχιστή.
Το σίγουρο όμως είναι πως η Άγκυρα θα χρησιμοποιήσει την κίνηση αυτή ως ένα βήμα όχι μόνο καλής θέλησης και ένδειξης σεβασμού των θρησκευτικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων με αποδέκτη τη Δύση αλλά και ως διαπραγματευτικό χαρτί στην πρακτική του «αντίδωρου». Αντίδωρο σε τι; Εμείς δεν κατέχουμε ξένα εδάφη. Εμείς δεν παραβιάζουμε την ιστορία και τις παραδόσεις ενός ολόκληρου λαού, εμείς δεν κρατούμε ένα διαχωριστικό τείχος στην Κύπρο μέσα σε συνθήκες πολύ ανώμαλες, που δεν είναι δυνατόν να το διαπεράσει κανείς. Εμείς προβήκαμε σε μονόπλευρες παραχωρήσεις, που διευκολύνουν την Τουρκία στο Κυπριακό: Εκ περιτροπής προεδρία και σταθμισμένη ψήφος, μετατρέποντας τους Ελληνοκυπρίους σε δεύτερης τάξης ευρωπαίους πολίτες, εκχώρηση ευρωπαϊκών διαβατηρίων σε δεκάδες χιλιάδες Τουρκοκύπριους, διάνοιξη με τουρκικούς όρους του συρματοπλέγματος, παραμονή σημαντικού αριθμού εποίκων, διαγράφοντας έτσι το γεγονός ότι ο εποικισμός αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, μετατρέποντάς το σε θέμα ποσοστών και διαπραγματεύσεων.
Δυστυχώς τα διάφορα συμφέροντα τα οποία εμπλέκονται δεν αντιλαμβάνονται ή δεν θέλουν να αντιληφθούν ποια είναι η πραγματική στάση της Τουρκίας. Είναι ενδεικτική η θέση του κυρίου Νταβούτογλου (υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας) ότι η Τουρκία πρέπει να έχει εγγυητικά δικαιώματα για όλες τις περιοχές που κάποτε ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης, που αφορά τις μουσουλμανικές μειονότητες. Αναφερόμενος στην Κύπρο σημειώνει ότι, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ένας Τουρκοκύπριος, ένας μουσουλμάνος στην Κύπρο, η Τουρκία θα έπρεπε να έχει έλεγχο των κυπριακών εξελίξεων. Και ο λόγος για τον οποίο η Τουρκία θα έπρεπε να έχει αυτόν τον έλεγχο είναι η αξιοποίηση γεωστρατηγικώς της Κύπρου και η προσπάθεια της Τουρκίας να μετατραπεί σε μία περιφερειακή υπερδύναμη με παγκόσμια εμβέλεια.
Επομένως ας μην πανηγυρίζουμε -παρ’ όλο που επαναλαμβάνω ότι αντιλαμβάνομαι τη συναισθηματική ικανοποίηση των Ποντίων- για πράγματα, τα οποία είναι και οφειλόμενα και καθυστερούμενα.
Κίνηση καλής θέλησης ή διπλωματικός χειρισμός;
Γράφει ο Γ. Κουμουτσάκος, ευρωβουλευτής ΝΔ και αντιπρόεδρος της Διακοινοβουλευτικής Επιτροπής Ε.Ε.-Τουρκίας του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου
Η πρώτη μετά σχεδόν 100 χρόνια πατριαρχική θεία λειτουργία στην Παναγία Σουμελά γέμισε συγκίνηση και ζέστανε τις καρδιές εκατομμυρίων ορθοδόξων χριστιανών -ποντίων και μη- στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Η αλλαγή στην επί σχεδόν έναν αιώνα άρνηση του τουρκικού κράτους να επιτρέψει μία τέτοια λειτουργία και αντίστοιχα η ικανοποίηση της συσσωρευμένης προσμονής των ορθοδόξων έδωσαν στο γεγονός αυτό ιστορική διάσταση.
Ως θρησκευτικό γεγονός η πατριαρχική λειτουργία στο μοναστήρι-θρύλο του Πόντου είχε επομένως ιδιαίτερη βαρύτητα και σημειολογία.
Η αμιγώς διπλωματική διάστασή του είναι διαφορετικής τάξης και μεγέθους παράμετρος. Χωρίς να παραγνωρίζεται ή να υποβαθμίζεται, δεν θα ήταν και φρόνιμο να δημιουργήσει υπέρμετρη αισιοδοξία και μεγάλες προσδοκίες.
Ο κ. Ερντογάν έχει την ικανότητα και την αποφασιστικότητα να κάνει υπερβάσεις, υπηρετώντας πάντα -και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε- τα συμφέροντα της χώρας του. Η λειτουργία στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά δεν αποτελεί εξαίρεση.
Γνωρίζει ο τούρκος πρωθυπουργός ότι αυτή η απόφασή του -και ενδεχομένως κάποια μελλοντική θετική κίνηση στο θέμα της Σχολής της Χάλκης- δεν έχει κόστος για τον ίδιο και τη χώρα του. Αντιθέτως μόνον όφελος μπορεί να έχει για την εικόνα και τα συμφέροντα της Τουρκίας, ειδικά όσον αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική της. Ας σημειωθεί ότι ακριβώς αυτήν την περίοδο η Κομισιόν ετοιμάζει την ετήσια έκθεση προόδου των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύντομα θα φανεί εάν αυτή η απόφαση της Άγκυρας ήταν πραγματικά μία κίνηση καλής θέλησης ή ένας καλά υπολογισμένος διπλωματικός χειρισμός.
Εάν δηλαδή το απολύτως αυτονόητο, που έμενε αυστηρά απαγορευμένο για έναν αιώνα, θα παρουσιαστεί τώρα ως «μείζων παραχώρηση και υποχώρηση» της Τουρκίας. Ως «δώρο» για το οποίο η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κληθούν να καταβάλουν κάποιο διπλωματικό ή πολιτικό αντάλλαγμα. Ένα «αντίδωρο» πολύ πιο συγκεκριμένο, πολύ πιο χειροπιαστό και πολύ πιο συμφέρον για την Τουρκία από την ετήσια λειτουργία στο μακρινό και δυσπρόσιτο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, στο οποίο πλέον θα μπορούν να προσέρχονται πιστοί και προσκυνητές. Ως επισκέπτες βέβαια. Σταθερό ποίμνιο δεν υπάρχει πια. Έχει βάναυσα εκδιωχθεί εδώ και σχεδόν έναν αιώνα.
Εύχομαι λοιπόν η φετινή ιστορική λειτουργία στην Παναγία Σουμελά να είναι μία ειλικρινής κίνηση καλής θέλησης και όχι διπλωματικός χειρισμός. Εύχομαι η θετική αλλαγή στάσης του τουρκικού κράτους σε ένα θέμα σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας και της ιστορικής μνήμης να σημαίνει ότι κάτι πραγματικά θετικό μπορεί να γεννηθεί στις σχέσεις των δύο χωρών.
Πηγή: Μακεδονία