της Μαρίας Αντωνιάδου
Πέρασαν 88 χρόνια από τότε που οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου πήραν τον μακρό και επώδυνο δρόμο της προσφυγιάς. Γεννημένοι και μεγαλωμένοι στο Αντονού της Ορντούς και στο Απές της Σεβάστειας, βρέθηκαν διωγμένοι στη Συρία, στην Ιερουσαλήμ, στην Αίγυπτο, αναζητώντας τον δρόμο της ασφάλειας που θα τους έδινε η Ελλάδα.
«Σφηνωμένοι» βαθιά μέσα στους κακοτράχαλους βράχους της ενδοχώρας του Εύξεινου Πόντου, δεν λησμονήσαν πότε την καταγωγή τους. Και το βλέμμα πάντα στραμμένο στην Παναγία. Η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, απαράβατη. Στο σπίτι δεν έμπαινε ποτέ κρέας, γάλα ή αβγό. Και την ημέρα της Κοιμήσεως έσπευδαν όλοι μαζί νέοι, γέροι και παιδιά, να κοινωνήσουν. Με το βλέμμα στην εξόριστη Παναγία, στη δική τους Παναγία, την Παναγία Σουμελά. Και προς τιμήν της κάθε σπίτι είχε μια Μαρία, μια Σημέλα, μια Δέσποινα ή μια Παρθένα.
Δεν ξέρω αν οι παππούδες μου από την Ορντού ή τη Σεβάστεια πήγαν ποτέ στο Όρος Μελά για να προσκυνήσουν την Παναγία. Χιλιάδες Πόντιοι ανέβαιναν στο Μελά επί αιώνες, γι΄ αυτό και τώρα, ύστερα από 88 χρόνια σιωπής, θα προστρέξουν εκεί, έστω και για λίγο, τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Για να μνημονεύσουμε τις αναρίθμητες γενεές των προγόνων μας και να τιμήσουμε τη Δέσποινα του Πόντου. Με ψηλά το κεφάλι. Αγέρωχοι, όπως οι χοροί και τα έθιμά μας.
Ο παππούς μου ο Σταύρος δεν είχε τη δυνατότητα να μάθει τον εθνικό μας ύμνο- και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού δεν μιλούσε λέξη ελληνικά. Και όμως στην πατρίδα του τον χαρακτήριζαν «ποντουσλάρ», δηλαδή Πόντιο, και στην Ελλάδα «τουρκομερίτη». Ξένος εκεί, ξένος και εδώ. Ο ίδιος όμως ήταν Έλληνας του Πόντου ως το μεδούλι, δεν χρειαζόταν να εκπέμπει κορόνες μήτε να αρθρώνει εθνοκάπηλες μαγικές λέξεις.
Το προσκύνημα στην Παναγία Σουμελά δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο ομάδων, συλλόγων, σωματείων και ομοσπονδιών. Ανήκει σε όλους μας και κυρίως σε εκείνους που μείναν πίσω...
Και μαρτύρησαν στον δρόμο της προσφυγιάς. Ανήκει στη γιαγιά μου τη Μαρία, όπως και σε αναρίθμητες ποντιακές οικογένειες που δεν αξιώθηκαν ποτέ να επισκεφθούν την πατρίδα.
Και σε εκείνους που αργότερα ταξίδευαν προς την ποντιακή γη, τους εκλιπαρούσαν να τους φέρουν λίγο χώμα για να το αναμείξουν με το καινούργιο, που θα τους σκέπαζε στην τελευταία τους κατοικία. Ανήκει σε όλους τους Έλληνες που γνώρισαν την προσφυγιά, αλλά και σε εκείνους που την αναγνώρισαν και τη θαυμάζουν. Γι΄ αυτό λοιπόν κανείς δεν έχει το δικαίωμα να καπηλευτεί, να εκμεταλλευτεί, να τορπιλίσει, να τινάξει στον αέρα την Ιερή Μυσταγωγία στην Παναγία Σουμελά. Κανείς. Μήτε όμαιμος, μήτε ομόγλωσσος, μήτε ομόθρησκος και προπάντων κανένας απολύτως Πόντιος.
Πηγή: Το Βήμα