Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΟΝΤΟΣ - Οδοιπορικό στις χαμένες πατρίδες



της Αγγελικής Μπομπούλα

«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης.

Ένα ταξίδι μνήμης-οδοιπορικό στις αλησμόνητες πατρίδες των προγόνων τους, στα πάτρια εδάφη του Πόντου και του Καρς πραγματοποίησε το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, η Ένωση Ποντίων Νομού Κιλκίς «Οι αργοναύτες», με αφορμή την συμπλήρωση 40 χρόνων από την ίδρυση της. Η συντριπτική πλειονότητα των Ποντίων του νομού Κιλκίς προέρχονται από την περιοχή του Καρς του Καυκάσου και του Αρνταχάν, που έζησαν την ιστορική εμπειρία της κατάρρευσης δυο Αυτοκρατοριών: της Ρωσικής και της Οθωμανικής.

Σήμερα ο Πόντος -εκτός από τις μεγάλες του πόλεις- είναι έρημος, καθυστερημένος πολιτισμικά και οικονομικά, γεμάτος από χαλάσματα χωριών, εκκλησιών που έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, σχολείων και χορταριασμένους χριστιανικούς τάφους. Ανάμεσα στα απέραντους βοσκότοπους, οι άνθρωποι ζουν σε πρωτόγονες συνθήκες παρακμής, εγκατάλειψης από το κράτος και φτώχειας, σε χωριά εντελώς απομονωμένα το ένα από το άλλο και αποκομμένα από τον κόσμο παραπέμποντας σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν και όχι στον 21ο αιώνα.


Όπως επεσήμανε στον «ΤτΚ» ο Γάλλος γεωγράφος-ιστορικός Michel Bruneau, που συμμετείχε στο οδοιπορικό: «Καμία ομάδα παλιννοστούντων δεν έχει τόσο έντονη την ανάγκη για διατήρηση της ταυτότητας όσο οι Πόντιοι. Ξεχωρίζουν από τους Έλληνες των άλλων τόπων (π.χ. της Δυτικής Μικρασίας), οι οποίοι δεν έχουν ρίζες όπως οι Πόντιοι, που έχουν σύνδεση με το Βυζάντιο, αποτελώντας τη συνέχεια του. Οι άλλοι Έλληνες δεν έχουν τα ίδια συναισθήματα, δεν υπέφεραν τόσο, όσο οι Πόντιοι.

Αξιοσημείωτο είναι πως ακόμη και οι Αρμένιοι που είχαν την ίδια μοίρα, δεν έχουν κοινά σημεία με τους Πόντιους».

Τρία μέλη των «Αργοναυτών», ο πρόεδρος Θανάσης Λαφαζάς, ο πρώην πρόεδρος Γιάννης Αθανασιάδης και ο Χρήστος Σαββίδης, μοιράζονται μαζί μας την «γεμάτη γλυκόπικρη γεύση» του ταξιδιού τους, που είχε για κυριότερους σταθμούς: Αμάσεια, Σαμψούντα, Τσαρσαμπά, Θέρμη, Οινόη, Φάτσα, Περσεμπέ, Ορντού, Κερασούντα, Βαιπούρτη, Ερζερούμ, Τραπεζούντα, Καρς, Αρνταχάν, Ματσούκα, Παναγία Σουμελά, Αργυρούπολη. Μέσα από τις διηγήσεις της Οδύσσειας των οικογενειών τους η Ιστορία γίνεται μια ζωντανή πραγματικότητα.


Θανάσης Λαφαζάς-πρόεδρος των «Αργοναυτών»

«Γέμισα από το ταξίδι, συμπλήρωσα πολλά κενά, είχα μια πρωτόγνωρη γλυκόπικρη εμπειρία που θα μείνει ανεξίτηλη στην μνήμη. Επισκέφτηκα το χωριό Πεπερέκ, στο Καρς που ήταν το χωριό της θείας του πατέρα μου. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Αρνταχάν. Από το χωριό, πήγαν στο Βατούμ στον Καύκασο, στη Σοβιετική Ένωση, και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Από τον Καύκασο τους έδιωξαν οι Τούρκοι, κατά την διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Κατά τη φυγή τους από το χωριό, ο άνδρας της θείας μου σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους, ενώ ο γιός της πέθανε από κακουχίες. Πολλοί Πόντιοι του Καρς βοηθούσαν τους Ρώσους και αυτό ξυπνούσε το μένος των Τούρκων κατά των Ποντίων. Ήταν η δεύτερη μετανάστευση της οικογένειας, που πριν κατοικούσε σε ένα χωριό της Αργυρούπολης. Με κακουχίες, πήγαν στον Καύκασο η γιαγιά, τα παιδιά της, η θεία του πατέρα μου και τα δυο της παιδιά. Στην Ελλάδα ήρθαν το 1926, όπου πέθαναν και τα άλλα δυο παιδιά της θείας μου. Η ίδια θυμόταν με ευχαρίστηση τον τόπο. Μπορεί να ήταν απομονωμένα, αλλά μας έλεγε πως ήταν ωραία, της είχε στοιχίσει πολύ η φυγή, γιατί ήταν η τρίτη της πατρίδα. ‘Τουλάχιστον να πεθάνω σε ένα μέρος που το έχουν πατήσει Πόντιοι’ έλεγε.

Στο χωριό σήμερα κατοικούν Αζέροι και μουσουλμάνοι Τούρκοι από τη Ρωσία, κυρίως κτηνοτρόφοι. Οι συγγενείς των κατοίκων του διπλανού χωριού, πήγαν έποικοι στην Κύπρο το 1974. Στην αρχή, οι κάτοικοι μας κοιτούσαν καχύποπτα, νόμιζαν ότι ψάχναμε για θησαυρούς. «Αν έχετε κάτι κρυμμένο να σας βοηθήσουμε να το βρείτε, να το πάρουμε όλοι μαζί» μας είπαν.

Το θέαμα του χωριού ήταν αποκαρδιωτικό. Τα μνήματα ήταν αναποδογυρισμένα και στη θέση της εκκλησίας ήταν μόνο χαλάσματα. Πολλά χαλασμένα σπίτια, στάβλοι, ένα μπακάλικο, τίποτα δεν είχε συντηρηθεί και δεν είχε επισκευαστεί, όλα ήταν όπως τα βρήκαν πριν από 80 χρόνια. Τα πάντα ήταν πρόχειρα, σαν οι άνθρωποι να ζούσαν εκεί προσωρινά».


Γιάννης Αθανασιάδης, πρώην πρόεδρος των «Αργοναυτών»

«Επισκέφτηκα το χωριό Μεσεβιέ, κοντά στην πόλη Κοτύωρα (σημερινό Ορντού). Ο έπαρχος Σαλίμπεης, που εξουσίαζε την περιοχή μέχρι το 1922, είχε απαγορεύσει να πατήσει εκεί ο Τούρκος Τοπάλοσμαν από τη Σαμψούντα γνωστός και ως «ανθρωποφάγος» που είχε τραυματιστεί στο αντάρτικο του Πόντου και ήθελε να εκδικηθεί όλους τους Πόντιους, λαμβάνοντας μυστικές εντολές από την τουρκική κυβέρνηση για την γενοκτονία. Ο παππούς και η γιαγιά όταν ζούσαν στα Κοτύωρα λέγονταν «Ψωμιάδηδες», γιατί ήταν φουρνάρηδες, φορουτζήδες, όπως τους έλεγαν. Σαν πήγαν στο χωριό μετονομάστηκαν σε Αθανασιάδηδες, από έναν πρόγονο που λεγόταν Αθανάσογλου. Πήγαν στο χωριό, ακολουθώντας τον τούρκικο στρατό στον οποίο είχαν υποχρέωση να χορηγούν ψωμί με βάση το τούρκικο σύνταγμα.

Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ο παππούς πήγε στο Οχάιο της Αμερικής, όπου δούλεψε εργάτης 20 χρόνια, και οι υπόλοιποι-36 οικογένειες- με πλοίο από τα Κοτύωρα έφτασαν στην Ελλάδα, στα χωριά Ευκαρπία και Κορονούδα του Κιλκίς. Ο Σαλίμπεης τους ανέβαζε στο πλοίο τις λίρες, μέσα σε καλάθια καλυμμένα από φρούτα.


Οι παππούδες μου είχαν νοσταλγία για τον τόπο τους, είχαν «καλή σειρά» έλεγαν. Ζούσαν αρμονικά με τους Τούρκους πάμφτωχους αγρότες που τους προέτρεπαν να μην φύγουν. Στο σπίτι τους μιλούσαν ποντιακά.

Σήμερα, το Μεσεβιέ-όπου μένουν Τούρκοι από την Ανατολία- είναι μια αναπτυσσόμενη κωμόπολη με φτωχικές κατοικίες. Η μεγάλη εκκλησία χωρητικότητας 500 ατόμων, αναπαλαιώνεται με χρήματα της ΕΕ, αλλά ακόμη δεν είναι γνωστή η χρήση της. Οι κάτοικοι είναι κτηνοτρόφοι και παραγωγοί φουντουκιών και δεν έχουν καμία αρωγή από το κράτος.

Ο γιός του Σαλίμπεη, ο φιλέλληνας Ζεχί Καραγιακάς, ακολουθώντας την τελευταία επιθυμία του πατέρα του, ήρθε και μας βρήκε αρκετές φορές από το 1974 και μετά. Με μεγάλη συγκίνηση, Πόντιοι από όλη την Ελλάδα διοργανώσαμε γλέντια και εκδηλώσεις και συγκεντρώσαμε χρήματα για να χτίσει σπίτι στο Μεσεβιέ. Στο χωριό βρήκα το σπίτι των παππούδων μου το οποίο σήμερα είναι «οίκος φοιτητή». Από τη μια ένοιωσα χαρά που βρήκα τη γυναίκα του Ζεχί και άλλους γνωστούς και από την άλλη λύπη γιατί τα μέρη που κατοικούσαν οι πρόγονοι μας εγκαταλείφθηκαν στα χέρια των Τούρκων».


Χρήστος Σαββίδης

«Ήταν ένα ταξίδι μνήμης που απάντησε στο ερώτημα ‘από πού ξεκινάνε οι ρίζες μας’. Εκπληρώσαμε μια βαθειά επιθυμία μας πηγαίνοντας στον τόπο του παππού και της γιαγιάς, που τον είχαμε πλάσει με την φαντασία μας. Το παλιό χωριό λεγόταν Φαχρέλ και ανήκε στο κυβερνείο του Καρς, που ήταν ρώσικη επαρχία. Το 1919, οι Ρώσοι έδωσαν την επαρχία στην Τουρκία, με βάση την συνθήκη του Καρς. Σήμερα το χωριό ονομάζεται Καρτάλ Πινάρ (Η πηγή των αετών). Οι παππούδες κατάγονταν από την Αργυρούπολη και εγκαταστάθηκαν στο Φαχρέλ το 1878, όπου έμειναν μέχρι το 1920. Έφυγαν από το χωριό κυνηγημένοι, 5 ώρες πριν εισβάλουν οι Τσέτες, πάνω σε με κάρα, κουβαλώντας την καμπάνα και τις εικόνες της εκκλησίας. Μέσω Βατούμ πήγαν σε σοβιετικό έδαφος και από εκεί ήρθαν το 1920 στην Καλαμαριά, όπου έμειναν για 2 χρόνια. Αναζητώντας έναν τόπο με καλό κλίμα, ξερό, που να μην έχει τα έλη της Καλαμαριάς (όπου τους θέριζε η ελονοσία) αλλά και έναν τόπο όμοιο με το Φαχρέλ, 84 οικογένειες ανακάλυψαν και δημιούργησαν από την αρχή το χωριό Ηλιόλουστο στην περιοχή του Κιλκίς. Το 98% των κατοίκων του Ηλιόλουστου είναι από το Φαχρέλ. Οι παππούδες μας μιλούσαν με νοσταλγία για τα απέραντα λιβάδια, το ποτάμι, τα ζώα, το καθαρό οξυγόνο. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα μιλούσαν τουρκικά και ρωσικά. Ο παππούς μου είχε υπηρετήσει και στον ρωσικό στρατό. Ωστόσο δεν άλλαζαν με τίποτα την μητρική τους γλώσσα που ήταν τα ποντιακά. Από εκεί τα μάθαμε και εμείς.

Ένοιωσα γνώριμο τον τόπο από τις διηγήσεις των παππούδων μου. Στο Καρτάλ Πινάρ, που βρίσκεται σε υψόμετρο 2000 μέτρα, σήμερα ζουν 60 οικογένειες, συνολικά 450 άτομα, κυρίως Αζέροι κτηνοτρόφοι. Εγκαταστάθηκαν το 1940, καθώς το χωριό έμεινε 20 χρόνια ακατοίκητο. Πήγαν και βρήκαν ένα άδειο χωριό. Δεν το έκαψαν οι Τσέτες γιατί ήταν ακατοίκητο.

Με στενοχώρησε η προπαγάνδα του τουρκικού κράτους: είδαμε δωρεάν δορυφορικές κεραίες, ενώ οι άνθρωποι έμεναν σε κοτέτσια. Κανένας οργανωμένος οικισμός δεν υπήρχε, ούτε παντοπωλείο, ούτε καφενείο. Μέσα στην πανέμορφη φύση έβλεπες μια αποθήκη εδώ, ένα παράπηγμα παραπέρα και αυτά ήταν τα σπίτια τους, που είχαν δάπεδο από χώμα, ενώ οι άνθρωποι κοιμόντουσαν στρωματσάδα. Για καύσιμη ύλη έχουν ακόμη κοπριά. Η φτώχεια είναι μεγάλη. Οι ίδιοι δεν κάνουν καμία προσπάθεια να αλλάξουν τη ζωή τους, μοιάζουν να την αποδέχονται μοιρολατρικά. Νοιώθω θλίψη για τα παιδιά και τους νέους που μοιάζουν καταδικασμένοι. Βρήκα το σπίτι των παππούδων μου που ήταν απέναντι από την εκκλησία που έχει μετατραπεί σε τζαμί, καθώς και ορθόδοξα χριστιανικά μνήματα. Συγκινήθηκα ιδιαίτερα όταν στην Τραπεζούντα και την Τόνια, βρήκαμε ανθρώπους που μιλούν ποντιακά και γνωρίζουν τους ποντιακούς χορούς. Οι παππούδες τους ήταν Έλληνες του Πόντου που έμειναν και εξισλαμίστηκαν αναγκαστικά.

Οι παππούδες μας ζούσαν αποκομμένοι, ήταν καλό που ήρθαν στην Ελλάδα. Δεν υπήρχε ζωή εκεί, ούτε σωτηρία, είτε θα τους εκτελούσαν, είτε θα ζούσαν σε ακατάλληλες συνθήκες».