του Δημήτρη Πιπερίδη
-«Εσείς, κύριε Πιπερίδη, με ποιόν είστε, με το Σαββίδη ή με τον Πατριάρχη;», με ρώτησε ο συμπαθής αναγνώστης του περιοδικού, που τηλεφώνησε πρωί-πρωί για να ανανεώσει τη συνδρομή του.
Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι είναι λάθος να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τόσο σημαντικά γεγονότα, όπως η ιστορική Πατριαρχική Λειτουργία που τελέστηκε φέτος στην Παναγία Σουμελά, με όρους που θα ταίριαζαν περισσότερο στο ύφος και το ήθος παραπολιτικής στήλης ταμπλόιντ εφημερίδας. Δε νομίζω ότι τον έπεισα. Όπως δεν πείστηκα κι εγώ από τα λαλίστατα «παπαγαλάκια» -πολλά εκ των οποίων οψίμως θρησκευόμενα- που προσπάθησαν να με πείσουν τις τελευταίες ημέρες για το δίκαιο της άποψής τους.
Είναι φανερό ότι το γεγονός του φετινού Δεκαπενταύγουστου ήταν από τη φύση του τόσο μεγάλο και τόσο σημαντικό, που ήταν σχεδόν αδύνατο να μη βάλει σε πειρασμό την ανθρώπινη ματαιοδοξία και τις μικρές ταπεινές σκέψεις, στις οποίες καταφεύγει η ανθρώπινη διάνοια προκειμένου να ευτελίσει κάθε τι μεγάλο που φέρνει στο διάβα της η Ιστορία. Θα ήμασταν λοιπόν πολύ μικροί, αν απ’ όλη αυτή την υπόθεση κρατούσαμε μόνο την εικαζόμενη ψυχρότητα στις σχέσεις Πατριάρχη-Ιβάν Σαββίδη, όπως θέλουν να μας πείσουν κάποιοι «ειδικοί αναλυτές». Προσέξτε: δε λέω ότι δεν υπάρχει. Απλά λέω ότι ακόμη κι αν υπάρχει και που σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να αποκλείσω, δεν είναι τόσο σημαντική, ώστε να αποσπά την προσοχή μας από την ουσία. Δε χρειάζεται να είναι κανείς ο ευλαβέστερος των χριστιανών για να καταλάβει ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε «αμαρτία» υπό την απόλυτη έννοια που δίνει στον όρο η χριστιανική πίστη.
Όσο για εκείνους που δεν έχουν μεταφυσικές ανησυχίες, μπορούν κάλλιστα να ανατρέξουν στην αρχαιοελληνική έννοια της «ύβρεως». Είναι, εν προκειμένω, το ίδιο πράγμα...
Προσωπικά κρατώ απ’ το εκπληκτικό γεγονός που έζησα το πρωϊνό της φετινής 15ης Αυγούστου, καθισμένος μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασής μου, κάποια άλλα πράγματα.
Το πρώτο είναι σχεδόν αυτονόητο: η Λειτουργία στη Σουμελά ήταν το σημαντικότερο γεγονός των τελευταίων 90 χρόνων της ζωής του Ποντιακού Ελληνισμού. Από κάθε άποψη.
Να δώσω ένα παράδειγμα, το πλέον απλοϊκό. Πριν από είκοσι χρόνια επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Τραπεζούντα. Ο αγγλόφωνος ταξιδιωτικός οδηγός που προμηθεύτηκα από ένα μικρό κατάστημα στο Μεϊτάν, περιέγραφε το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, ως «το σημαντικότερο χριστιανικό μνημείο της Μαύρης Θάλασσας», χωρίς να αναφέρει ούτε μία λέξη για το λαό που ακούμπησε κάποτε σε αυτό το βράχο τις προσδοκίες του. Ο ανυποψίαστος επισκέπτης της περιοχής -κι ήταν από τότε πολλοί- θα μπορούσε κάλλιστα να υποθέσει ότι αυτό το μοναστήρι το έχτισαν Αρμένιοι Μονοφυσίτες, Ναΐτες Ιππότες ή Πέρσες Νεστοριανοί.
Σήμερα όμως κανείς δεν μπορεί να προσποιηθεί ότι αγνοεί τα απαράγραπτα ηθικά δικαιώματά μας επί αυτού του τόπου. Πολύ απλά γιατί η απόδειξη που κρατάμε πλέον στα χέρια μας, φέρει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή της ίδιας της Τουρκικής Κυβέρνησης. Κι όταν κάποιος μάθει ότι υπήρξαμε, είναι πολύ εύκολο να αρχίσει να αναρωτιέται για το τι απογίναμε…
Συμπέρασμα δεύτερον: δεν διαθέτω επαρκείς γνώσεις εκκλησιαστικής ιστορίας, ούτε άλλωστε θα ήταν πρέπον, να επιβεβαιώσω αυτό που λέει στη συνέντευξή του ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος, ότι ο Βαρθολομαίος είναι μεγάλος Πατριάρχης. Θα τολμήσω να τον κρίνω πολιτικά. Νομίζω ότι όλη η παρουσία του αυτές τις ημέρες, από τη φορτισμένη συγκινησιακά ομιλία του μέχρι τους χειρουργικής ακρίβειας διπλωματικούς χειρισμούς με τους οποίους έφερε σε πέρας τη δύσκολη αποστολή του, αποτελούν ένα σπάνιο σεμινάριο υψηλής πολιτικής τέχνης. Δεν τολμώ να φανταστώ τι τύχη θα μπορούσε να έχει το όλο εγχείρημα, αν στον Πατριαρχικό θρόνο καθόταν ένας άλλος, λιγότερο προικισμένος ιεράρχης. Παραμερίζοντας τη μόνιμη δυσπιστία προς κάθε μορφή εμπλοκής του κλήρου με τα εγκόσμια, που μου υπαγορεύει η εν γένει πολιτική μου συγκρότηση, τείνω να παραδεχθώ ότι Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσω του χαρισματικού προκαθημένου της, παραμένει μια από τις τελευταίες δυνάμεις αυτού του Γένους που μπορεί ακόμη να υλοποιεί μεγάλες πολιτικές.
Συμπέρασμα τρίτον: έχω την εντύπωση ότι από διάφορες πλευρές καταβλήθηκε μια συνειδητή προσπάθεια υποβάθμισης της συνεισφοράς του Ιβάν Σαββίδη και γενικότερα του Ελληνισμού της τ. ΕΣΣΔ στην επιτυχία του στόχου για την επαναλειτουργία της Παναγίας Σουμελά. Και δεν εννοώ φυσικά το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, το οποίο ως Εκκλησία ταγμένη εν αμύνη έχει παραδοσιακά μια ιδιαίτερη ευαισθησία στην προάσπιση των δικαίων του. Εννοώ κυρίως όσους προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο Ιβάν Σαββίδης ήταν περίπου περαστικός από τη Σουμελά. Πιστεύει κανείς ότι οι επιθέσεις που δέχτηκε τον τελευταίο καιρό, ιδιαίτερα αυτές που προέρχονταν από το εσωτερικό της Ποντιακής οικογένειας, είναι άσχετες με το γεγονός ότι λίγες ημέρες νωρίτερα είχε εκλεγεί πρόεδρος της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας Ελλήνων Ποντίων και μάλιστα ύστερα από μία όχι και τόσο ανώδυνη διαδικασία; Από την άλλη, αν πράγματι δεν είχε αποφασιστική συμβολή, τότε γιατί του δόθηκαν 250 προσκλήσεις, όσες δηλαδή και στο Πατριαρχείο;
Αν και δεν τα πάω πολύ καλά με την Ορθόδοξη Θεολογία, μπορώ να πω ότι στην υπόθεση της Παναγίας Σουμελά τα πάντα εξελίχθηκαν κατά τις επιταγές της λεγόμενης «Θείας Οικονομίας»: ο Σαββίδης «άνοιξε το παιχνίδι», γιατί ήταν ο μόνος από τους εμπλεκόμενους που είχε την εποχή εκείνη και την έμπνευση και, κυρίως, τις δυνάμεις να το πετύχει. Αυτό που έκανε, είναι τόσο μεγάλο, που νιώθω ότι του οφείλουμε ευγνωμοσύνη, ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι κινήθηκε από τα πλέον ευτελή ελατήρια. Εκεί όμως τελειώνει και ο ρόλος του. Τώρα πλέον η υπόθεση έχει παραδοθεί στα χέρια του καθ’ ύλην αρμόδιου, του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο οποίος παρέχει όλα τα εχέγγυα ότι θα τη διαχειριστεί με την απαιτούμενη σωφροσύνη.
Άφησα σκόπιμα για το τέλος το λεγόμενο «οργανωμένο ποντιακό χώρο». Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ήταν ο μεγάλος ηττημένος αυτής της ιστορίας. Σε αυτή την κορυφαία στιγμή της ιστορικής του διαδρομής είχε ένα και μόνο ρόλο: να διαγκωνίζεται για μία εκ των πολυπόθητων 500 προσκλήσεων, ανάλογα και με τις προσβάσεις που διέθετε προς τους πραγματικούς πρωταγωνιστές. Παρακολούθησε τις εξελίξεις ως απλός θεατής, προσποιούμενος μάλιστα ότι δεν αντιλαμβάνεται το γεγονός ότι η εξαιρετικά εύστοχη παραίνεση του Πατριάρχη για ενότητα αποτελούσε την πλέον επίσημη αναγνώριση της ιστορικής του αποτυχίας. Αν ο χώρος μας διέθετε λίγο περισσότερο ανεπτυγμένο το αίσθημα της εντροπής, το συγκεκαλυμμένο υπό την γλυκύτητα του πατριαρχικού λόγου πατρικό ράπισμα θα έπρεπε να είχε προκαλέσει ήδη αλυσίδα παραιτήσεων. Περιττό να πω ότι δεν κουνήθηκε φύλο.
Εν κατακλείδι, είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που τα πράγματα έγιναν, όπως έγιναν.
Φαντάζεστε να μην υπήρχαν σε αυτή την ιστορία Πατριάρχης και Ιβάν Σαββίδης και να έπρεπε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας;
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άμαστρις, τεύχος 14, Ιούλιος - Αύγουστος 2010