Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Η εικόνα της Παναγίας… στον Πόντο


του Παντελή Καραλευτέρη
Μέλους του Δ.Σ. της Π.Ο.Ε.
Μέλους του Δ.Σ. της ΔΙ.ΣΥ.ΠΟ.Ε.

Όποιος αγαπά, σέβεται, κι επομένως μελετά την πραγματική ιστορία του Πόντου, θα έχει παρατηρήσει ότι στον Πόντο έως και την ανταλλαγή των πληθυσμών δεν χρησιμοποιήθηκε ο σταυρός ως εθνικό σύμβολο σε κανένα λογότυπο. Ο λόγος είναι προφανής και έχει να κάνει με την ιδιαίτερη καταπίεση που ασκούσε η ισλαμική εξουσία επί των μελών της Ελληνικής χριστιανικής κοινότητας. Μετά τα πρώτα φιλελεύθερα ανοίγματα του 18ου αιώνα, όταν οι Έλληνες αρχίζουν να αυτοπροσδιορίζονται με κάποια σχετική ελευθερία ως Τούρκοι πολίτες Ελληνικής καταγωγής, το κενό του εθνικού συμβόλου καλύπτει πλήρως η εικόνα της Παναγίας Σουμελά.

Επί δεκάδες λοιπόν αιώνων και κάτω από συνθήκες ιδιαίτερης σκλαβιάς η εικόνα της Παναγίας, με έδρα το όρος Μελά και το ιστορικό μοναστήρι της, αποτέλεσε το κέντρο αναφοράς των χριστιανικών πληθυσμών της βορειοανατολικής Τουρκίας. Το σημαντικότερο στοιχείο που αντλεί κανείς από τη σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή, είναι ο ιδιαίτερος σεβασμός και η αναγνώριση που τύγχανε η εικόνα (και εξ’ αυτής το μοναστήρι) από όλες τις πολιτικές και θρησκευτικές αρχές του Οθωμανικού κράτους (πλην ελαχίστων ίσως περιπτώσεων, σε εξαιρετικά ταραγμένες περιόδους). Την παράδοση του μεγίστου σεβασμού και της αναγνώρισης που επιδείκνυαν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και οι τοπικοί άρχοντες, συνέχισαν οι Οθωμανοί Σουλτάνοι, και στην συνέχεια οι πασάδες της αστικοδημοκρατικής επανάστασης των Νεοτούρκων. Ο στόχος τους βέβαια ήταν προφανής: η εδραίωση της αποδοχής της νέας εξουσίας από την πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού, που κατά βάση ήταν και ένοιωθε Ελληνοχριστιανικός.

Σήμερα, δεκαετίες μετά τη φυγή των περισσότερων εκ των Ορθοδόξων από τον ιστορικό Πόντο, το Τουρκικό κράτος με την απόφασή του να επιτρέψει την τέλεση της θείας λειτουργίας στη Μονή δημιουργεί νέα δεδομένα και θέτει νέα ιστορικά διλήμματα. Μπορεί π.χ. να κατατίθεται η χριστιανική πίστη στο όρος Μελά χωρίς τον φυσικό αποδέκτη και μεταφορέα της προς το Θεό, που είναι η Παναγία και η προσομοίωσή της, δηλαδή η ιστορική της εικόνα; Μπορεί από τούδε και στο εξής χιλιάδες πιστοί από όλα τα μέρη της γης να προσκυνούν ένα άδειο μνημείο;

Τίθενται όμως και άλλα ζητήματα, πολιτιστικά. Οι Τούρκοι αναστύλωσαν με τη βοήθεια της UNESCO τη μονή της Παναγίας Σουμελά. Εάν ζητήσουν τώρα την εικόνα, έχουμε δικαίωμα να την αρνηθούμε, όταν το κέντρο της ορθοδοξίας βρίσκεται επί αιώνες εντός των Τουρκικών ορίων; Πολύ περισσότερο όταν ο φυσικός της χώρος έχει πλήρως αποκατασταθεί, έστω και ως μνημείο;

Ας θυμηθούμε πως απάντησε το Ελληνικό κράτος στην άρνηση των Άγγλων να επιστρέψουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μη υπάρχοντος αξιοπρεπούς χώρου, έκτισε το περίλαμπρο μουσείο της Ακρόπολης, με το οποίο κατέστησε την πίεση για επαναφορά των μαρμάρων ισχυρότερη και πιο αποτελεσματική.

Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά πρέπει να επιστρέψει στον Πόντο. Με διακρατική συμφωνία, όπως ήρθε στην Ελλάδα, πρέπει να παραχωρηθεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο θα την τοποθετήσει και θα την τοποτηρεί στο ιστορικό μοναστήρι. Πρέπει να κάνουμε πράξη την επαναφορά της εικόνας, πριν να είναι αργά.

Πριν από τρία χρόνια κατέθεσα την πρότασή μου αυτή στο Δ.Σ. της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδας. Ήταν φυσικό μη γίνει εύκολα αποδεκτή. Οι συμπατριώτες συνάδελφοι-σύμβουλοι δεν μπορούσαν να βρουν πειστικές απαντήσεις, ώστε να διαμορφωθεί θέση και απόφαση.

Αναγνωρίζω τις δυσκολίες. Γνωρίζω πως η επαναφορά της εικόνας στον ιστορικό Πόντο δεν είναι απλή υπόθεση. Ανοίγονται ζητήματα πολλά και μεγάλα, θρησκευτικά, πολιτικά, πατριωτικά και οικονομικά, που είναι και τα δυσκολότερα. Πιστεύω όμως, πως η παρουσία της εικόνας στο όρος Μελά θα αποτελούσε έξοχο κίνητρο για τα εκατομμύρια των Ποντίων όλου του κόσμου, να επισκέπτονται την πατρίδα τους και να αναβαθμίζονται ως Πόντιοι στο δικό τους Ιορδάνη, στα ποτάμια των κοιλάδων του Πόντου.

Αναρωτιέμαι πως μπορούν οι Ελλαδίτες Πόντιοι να συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η «πρόσφυξ Παναγία» δεν μπορεί να ξαναπάει στον Πόντο, όταν χιλιάδες πιστοί από την Ελλάδα επιμένουν να επισκέπτονται το μοναστήρι της. Αναρωτιέμαι πολλά, πάρα πολλά ακόμη. Σε μία ευρύτερη ανάλυση ίσως έχω την ευκαιρία να τα παρουσιάσω. Νομίζω όμως ότι αξίζει να ανοίξει η σχετική συζήτηση, ώστε να αναρωτηθούμε όλοι. Τι λέτε;

Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άμαστρις, τεύχος Ιούλιος-Αύγουστος 2010