Πανηγύρι «σον παρχάρ΄» - Μια πτυχή του λαϊκού πολιτισμού που επιβιώνει στον Πόντο και αναβιώνει στην Ελλάδα |
Τι σημαίνει παρχάρ΄;
Επιμέρους κεφάλαιο στην αγροτική ζωή των Ελλλήνων του Πόντου είναι η μετάβασή τους στα «παρχάρια», κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών. Η λέξη «παρχάρ΄» ερμηνεύεται ως εξοχικός τόπος. Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι προκύπτει από τις λέξεις παρά και χωρίον ή από την τουρκική λέξη bahar, που σημαίνει άνοιξη. Όπως κι αν έχει, από το Μάιο ως το Σεπτέμβριο, η κτηνοτροφική αλλά και οικονομική ζωή μεταφέρεται εκεί. Μεταβαίνουν κάτοικοι από τα γύρω χωριά στο χώρο του πανηγυριού, φέροντας προς πώληση είδη λαϊκής τέχνης, γαλακτοκομικά προϊόντα και σε κάποιες περιπτώσεις το εμπόριο αφορά και ζωοπανήγυρη. Η μελέτη του υπαίθριου χώρου και της κοινωνικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής ζωής μέσα σ΄ αυτόν, συνεπάγεται με πλήθος λαογραφικών φαινομένων.
Το πανηγύρι, η αρχαία πανήγυρις, διατηρεί πολλά αρχέγονα στοιχεία, που μετασχηματίζονται, όπως το απαιτούν οι εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες. Κυρίαρχο στοιχείο είναι το «αυθόρμητον», ένα από τα τρία χαρακτηριστικά των λαογραφικών φαινομένων, κατά τον αείμνηστο Στίλπωνα Κυριακίδη (τα άλλα δύο, το «κατά παράδοσιν» και το «ομαδικόν», τα συναντάμε επίσης στο ποντιακό πανηγύρι). Η ψυχική απελευθέρωση, η μέθεξη των πανηγυριστών γεμίζει αναμνήσεις και μετατρέπει το χώρο σε σημείο αναφοράς της συλλογικής μνήμης. Η ανάγκη συμμετοχής, η αίσθηση του «ανήκειν» σ’ ένα κοινωνικό γεγονός, δημιουργεί μια νοητή αλληλεπίδραση μεταξύ του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου. Δημιουργείται έτσι μια συλλογική ταυτότητα, πέρα από ιδιότητες, επαγγέλματα ή φύλο. Η δυναμική του συμβάντος, αλλά και η δύναμη της Παράδοσης, λειτουργούν ως χωνευτήρι αντιθέσεων.
Πανηγύρια στον Πόντο πριν τον ξεριζωμό
Πηγές αναφέρουν πολλά παραδείγματα ακόμη και σουλτάνων που ενισχύουν οικονομικά τα πανηγύρια των μεγάλων μοναστηριών. Δημιουργείται σχέση «δούναι-λαβείν» και τα πανηγύρια, ήδη το 16ο αιώνα, λαμβάνουν μορφή εθνικής εορτής. Αυτό αποτελεί σχήμα οξύμωρο, αλλά γίνεται απόλυτα κατανοητό αν λάβει κανείς υπόψιν του ότι η οικονομία βρισκόταν ακόμη σε χέρια ελληνικά.
Στο χωριό Παλλαδάντων της Μούζενας, υπάρχει η εκκλησία του Ζανταέρ΄ δηλαδή του τρελού Αϊ-Γιώργη. Το πανηγύρι αυτό ήταν φημισμένο για τους αγώνες πάλης που πραγματοποιούνταν εκεί. Ξακουστοί παλαιστές κατεύθαναν από όλο τον Πόντο, προς τέρψιν των θεατών και οικονομική ενίσχυση των διοργανωτών. Δεν είναι λίγες οι φορές που η πάλη αποκτά πολιτική διάσταση, όταν οι δύο διαγωνιζόμενοι είναι χριστιανός και μουσουλμάνος. Την κάθαρση δίνουν οι παλαιστές, εφαρμόζοντας γραπτούς και άγραφους αθλητικούς κανόνες.
Στην Παναγία Σουμελά ξακουστές ήταν οι χορευτικές και μουσικές επιδείξεις. Σύμφωνα με περιγραφές, ομάδες χορευτών και μουσικών συνέρρεαν στους πρόποδες του όρους του Μελά για να δείξουν τις χορευτικές και μουσικές τους ικανότητες. Ανάλογα πανηγύρια μικρότερης, όμως, διάστασης, διοργανώνονται από κάποιες οικογένειες που έχουν αναλάβει τη συντήρηση ναών, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Έχουμε, λοιπόν, πανηγυρικές εκδηλώσεις στον Αε-Ζαχαρέα της Κρώμνης, στο Άγιο Ιωάννη στο Αφκατωχώρ΄ της περιοχής Σταυρίν, στη Σιναλού την Παναγιά στα Κοτύωρα και αλλού.
Το μεγαλύτερο, όμως, πανηγύρι στον Πόντο, ήταν αυτό του Αεσέρ΄ σε υψόμετρο 2.700 μ., στην κορυφή του όρους Θήχη. Είναι το σημείο από όπου οι Μύριοι του Ξενοφώντα ανεφώνησαν το «Θάλαττα, θάλαττα...». Η απόσταση της συγκεκριμένης τοποθεσίας είναι 60 χλμ. νότια της Τραπεζούντας. Το πανηγύρι πραγματοποιείται Δεκαπενταύγουστο, δεν παίζει, όμως, σχεδόν κανένα θρησκευτικό ρόλο. Άλλωστε συμπίπτει με την πανήγυρη της Παναγίας Σουμελά. Υπολογίζεται ότι την ημέρα εκείνη συγκεντρώνονται στον Αεσέρ΄ 10.000 περίπου πανηγυριστές. Ας σημειωθεί μόνο ότι όταν χορευόταν ο πολεμικός χορός Σέρρα, πιάνονταν στον κύκλο 500 έως 1000 χορευτές! Το ενδιαφέρον είναι ότι στον Αεσέρ΄ έρχονται και από τα χωριά της Άνω Ματσούκας, αλλά και από το Σταυρίν, Κρώμνη, Τσιμερά, Ίμερα.
Λόγω του μεγάλου πλήθους, αλλά και της γενικής οπλοφορίας χριστιανών και μουσουλμάνων ήταν πιθανή η δημιουργία προστριβών. Προς αποφυγή τέτοιων συγκρούσεων, οι τουρκικές αρχές έστελναν ισχυρή αστυνομική δύναμη. Όμως, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δημήτριος Παπαδόπουλος σε μια περιγραφή στις αρχές του περασμένου αιώνα:«....Οι διασκεδάζοντες επυροβόλουν δαιμονιωδώς, αδιαφορούντες δια την παρουσία των οργάνων της τάξης...»
Αξιωσημείωτο είναι ότι οι μαζικοί εξισλαμισμοί Ελλήνων του Πόντου δε μεταβάλλουν τις ημερομηνίες των πανηγυριών. Εξακολουθούν, πολλές φορές να συμπίπτουν με χριστιανικές γιορτές αλλά το θρησκευτικό μέρος σταδιακά εκλείπει.
Το πανηγύρι στην Κατίρκαγια σήμερα
Σήμερα στον Πόντο διοργανώνονται πανηγύρια σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, που έχουν σαν αφορμή τον ερχομό ενός φρούτου (karpuz festivali) ή λαμβάνουν πιο καθολικό χαρακτήρα. Το μεγαλύτερο και πιο ξακουστό πανηγύρι είναι αυτό της Κadirga (Κατίρκαγια), την Τρίτη Παρασκευή του Ιουλίου. Η περιοχή βρίσκεται σε υψόμετρο 2.000 μ., στα σύνορα των νομών Τραπεζούντας (Trabzon Valiligi) και Αργυρούπολης (Gumushane Valiligi). Είναι, θα λέγαμε ένα οροπέδιο, σε απόσταση ίση από τα γύρω παρχάρια της Τόνιας και του Κιουρτούν. Για να μεταβεί κανείς στην περιοχή, μπορεί να ακολουθήσει τρεις δρόμους: μέσω Vakfikebir(Γιαλόν), 40 χλμ. δυτικά της Τραπεζούντας και μετά μέσω Τόνιας(Θοανία), είτε μέσω Besikduzu και Salpazari ή Μέσω Άνω Ματσούκας, ανεβαίνοντας στο βουνό λίγο πριν το τούνελ στη διάβαση της Ζύγανας. Η λέξη Kadirga, πιθανόν προέρχεται από το katir(=μουλάρι) και kaya(=βράχος).
Οι πανηγυριστές, είναι στην πλειοψηφία τους μόνιμοι κάτοικοι Τραπεζούντας ή εσωτερικοί μετανάστες στην Κωνσταντινούπολη. Τους ακούσαμε να μας διηγούνται το πόσο περίμεναν αυτή τη στιγμή όλο το χρόνο. Κάποιοι λένε ότι έκαναν οικονομίες, για να έχουν την «άνεση» που ήθελαν στην Κατίρκαγια. Έχουμε αναρωτηθεί πολλές φορές, πόσα μπορεί να ξοδέψει κανείς σε ένα οροπέδιο...
Έχοντας γίνει θεσμός η Κadirga, διαμορφώνει παράλληλα και ορισμένους χαρακτηριστικούς τύπους. Εξέχον πρόσωπο είναι ο «γλεντζές», που τριγυρίζει στους κύκλους του χορού τραγουδώντας, μιμούμενος χορευτικές κινήσεις και ακολουθώντας τους μουσικούς. Κλασσικός τύπος στην Κατίρκαγια είναι και ο «καζής». Είναι ένας ηλικιωμένος με στρατιωτική στολή και δεκάδες παράσημα. Πληροφορηθήκαμε ότι τύποι σαν κι αυτόν είναι παλαίμαχοι πολεμιστές, ή οι απόγονοί τους. Αρέσκονται να τους φωτογραφίζουν, επιδεικνύοντας έτσι τα παράσημά τους. Άλλος τύπος είναι ο «ατλής», δηλαδή ο καβαλάρης. Συνοδεύει την κάθε ομάδα που έρχεται από διαφορετικό παρχάρ΄ και πολλές φορές μπαίνει και μέσα στο χορευτικό κύκλο. Το άλογο είναι υπερβολικά στολισμένο, όπως αρμόζει σε μια μέρα γιορτής.
Ας σημειωθεί ότι ο κάθε κύκλος χορού, αποτελείται από 20 έως και 200 άτομα. Δεν υπάρχει πρωτοχορευτής, ούτε τελευταίος. Σχηματικά ο κύκλος γίνεται αντιληπτός χιλιόμετρα πριν προσεγγίσει κανείς το πανηγύρι. Ο κύκλος, ένα από τα αρχετυπικά πρότυπα του πανηγυριού, μετατρέπει την ομάδα σε αναπόσπαστη αλυσίδα και παράλληλα εξασφαλίζει την ακριβοδίκαιη συμμετοχή. Οι μουσικοί βρίσκονται στη μέση και τρέχουν γύρω-γύρω, για να ακούν όλοι. Είναι κυρίως λαϊκοί οργανοπαίχτες. Πολλοί από αυτούς είναι και κατασκευαστές. Το όργανο που κυριαρχεί είναι ζουρνά και ταούλ΄ (λόγω του ανοιχτού χώρου). Σε μικρότερες παρέες ακούς και λύρα ή σε μεγαλύτερες 5-6 λύρες μαζί. Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει και εξέδρα με μικροφωνικές εγκαταστάσεις, όπου εμφανίζονται καλλιτέχνες περισσότερο γνωστοί.
Σε παράλληλη δράση με τους μεγάλους χορευτικούς κύκλους, υπάρχουν και μικρότεροι, 5-10 ατόμων, αποτελούμενοι μόνο από γυναίκες. Είναι ο λεγόμενος kiz horonu ή kari horon. Ομάδα κοριτσιών (συνήθως καταγόμενα από το ίδιο χωριό), χορεύει τραγουδώντας ή με τη συνοδεία της μουσικής του διπλανού κύκλου. Είναι σχήμα οξύμωρο να διαχωρίζονται, όχι τόσο για προστασία, αλλά περισσότερο για λόγους χορευτικής επίδειξης.
Το πανηγύρι ξεκινά το πρωί και τελειώνει με τη δύση του ηλίου. Όσο περνά η ώρα, παρατηρεί κανείς ότι η μέθεξη γίνεται πιο έντονη, κι ας χορεύουν τα ίδια δέκα βήματα όλη μέρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν έρθει η ώρα για «τσάκωμαν», το σύνθημα το δίνει ο ταουλτσής, σηκώνοντας το νταούλι ψηλά. Στη συνέχεια, κάνει ο ίδιος μια φορά το τσάκωμα και ακολουθεί όλος ο κύκλος!
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε και άλλα μεγάλα πανηγύρια στον Πόντο σήμερα, όπως το Χωνευτέρ΄ στην Τόνια, το πανηγύρι στο βουνό Sis, λίγο πιο πέρα, που γίνεται από Τσεπνήδες, αλλά και το Sultan Murat στα παρχάρια του Κατωχώρ΄. Φέτος, το πανηγύρι στην Κατίρκαγια πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010.
Παράδοση και αναβίωση
Η Ποντιακή Παράδοση πέρασε μια κρίση και μια αμφισβήτηση πολλών δεκαετιών. Όλοι ξέρουμε τις "χρυσές δεκαετίες" του νεοποντιακού τραγουδιού και της αγωνιώδους προσπάθειας προσαρμογής στον ελλαδικό και αργότερα στον ευρωπαϊκό τρόπο έκφρασης. Είναι νομοτέλεια, όμως, ότι αν κάτι δεν περάσει από κρίση, δεν μπορεί να επανέλθει πιο δυναμικά. Και η πληγή δε γιατρεύεται αν δε ματώσει. Η Ποντιακή Παράδοση ξεπέρασε, μάλλον, αυτή την κρίση. Μεγάλη απόδειξη ότι έχει περάσει σε άλλο επίπεδο είναι η πεισματική προσκόλληση των νέων στην παράδοση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι γονείς πολλών νέων παιδιών, ασχολούνται πολύ λιγότερο έως και καθόλου με την Παράδοση.
Εδώ, όμως, η Λαογραφία έρχεται αντιμέτωπη με ένα κρίσιμο ερώτημα: Είναι η αναβίωση Παράδοση; Στο ερώτημα απαντά ο ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μ.Γ. Μερακλής. Περιγράφει την Παράδοση ως δυναμική διαδικασία που ενσωματώνει, μετασχηματίζει αλλά και αποβάλλει στοιχεία. Αν η Παράδοση δεν άλλαζε, τότε θα ήταν στατική, άρα δε θα υπήρχε στη σημερινή κοινωνία. Θα υπήρχαν χώροι, όπου θα μπορούσαμε να επισκεφθούμε την Παράδοση, δε θα μας είχε, όμως, «παραδοθεί».
Η αναβίωση πανηγυριών στα παρχάρια, σηματοδοτεί ένα μετασχηματισμό της Παράδοσης, ως απόδειξη ότι υπάρχει η συνέχειά της. Δεν υπάρχει πια η ανάγκη της κτηνοτροφίας, υπάρχει, όμως, αυτή της επιστροφής στη φύση. Επομένως, η διοργάνωση πανηγυριών συνδέεται με μια εκδρομή στο βουνό. Ένας άλλος μετασχηματισμός παρατηρείται στην επιλογή του τόπου. Ένα «κανονικό» παρχάρ΄, θα ήταν σε υψόμετρο 2.000 μ. και άνω, εκεί όπου σταματά η βλάστηση. Ο σημερινός, όμως, Πόντιος έχει συνδέσει το παρχάρ΄ με δέντρα και πράσινο. Άρα οι τόποι αναβίωσης είναι σε κάποιο ωραίο τοπίο, μέσα στο δάσος. Ούτε κι αυτό το στοιχείο αποτελεί παραποίηση, καθώς δεν υπάρχουν πια ζώα, που χρειάζονται λιβάδια, αλλά μόνο άνθρωποι (και μάλιστα επί τω πλείστω αστοί), που χρειάζονται σκιά. Ας μην ξεχνάμε ότι όταν μιλάμε για αναβίωση, αναφερόμαστε πάντα σε θετικές πτυχές της παραδοσιακής ζωής, ποτέ δεν αναβιώνουμε το αρνητικό, το δύσκολο.
Η σύγκριση δε θα έπρεπε ίσως να είναι μεταξύ παλαιότερης, αυθεντικότερης μορφής και σημερινής. Άλλωστε, κάθε εποχή έχει τη δική της αυθεντικότητα. Η κρίσιμη σύγκριση είναι ανάμεσα στην επιλογή της φύσης ή στον εγλωβισμό της Παράδοσης στην πόλη. Είναι αλήθεια ότι η τυποποίηση παρατηρείται σε όλες τις μορφές του λαϊκού πολιτισμού που επιβιώνουν ή αναβιώνουν στην πόλη. Η διέξοδος της φύσης, δίνει ανάσα στην Παράδοση.
Σ΄ αυτή τη στροφή βοήθησε πολύ και η επαφή Ποντίων της Ελλάδας με το σημερινό Πόντο. Εκατοντάδες, πλέον, Ελληνοπόντιοι παρακολούθησαν πόσο επιτυχημένη είναι η διοργάνωση πανηγυριών στα παρχάρια του Πόντου. Επομένως, στην ανάγκη της επιστροφής στη φύση, που αφορά και τον κάθε Συνέλληνα, έρχεται να προστεθεί και η ιδιαίτερη ανάγκη των Ελληνοποντίων να έχουν επαφή με την ιστορική τους πατρίδα. Υπάρχουν δεκάδες ποντιακά δίστιχα για τα παρχάρια, που μόνο εκεί παίρνουν το νόημα που τους αρμόζει.
Επομένως, η αναβίωση του πανηγυριού σον παρχάρ΄ «συμβολοποιείται», καθώς συμπυκνώνει πολλαπλά νοήματα και συναισθήματα της Ποντιακής Παράδοσης, στο σύνολό της. Είναι μια συμβολική πράξη, μια έμμεση δήλωση της πολιτισμικής μας ταυτότητας, αλλά και ένας ισχυρός δεσμός με το σημερινό Πόντο. Λειτουργεί αναλογικά, παρόμοια με εκδηλώσεις αναλογικής μαγείας. Ο συμβολικός της χαρακτήρας δηλώνει ότι ακόμη και σήμερα μπορεί να παραχθεί λαϊκός πολιτισμός...
Μυροφόρα Ε. Ευσταθιάδου
Εθνολόγος - Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Λαογραφίας