Επιμέλεια: Γιώργου Παναγιωτίδη
Άρνισσα
Χτισμένη αμφιθεατρικά σε λόφο, σε υψόμετρο 560 μ., η Άρνισσα ατενίζει την όμορφη λίμνη της, τη Βεγορίτιδα, ενώ ψηλότερα απλώνεται ο Βόρας, το τρίτο υψηλότερο βουνό της χώρα μας, όπου και το εκπληκτικό χιονοδρομικό κέντρο Καϊμάκτσαλαν, το οποίο όλο και περισσότερο γίνεται γνωστό στους λάτρεις του σκι.
Μέχρι το 1926 το χωριό ονομαζόταν Όστροβο, δηλαδή «νησί», ενώ η σημερινή του ονομασία είναι προϊστορική. Βάσει της απογραφής του 2001, έχει πραγματικό πληθυσμό 1.797 κατοίκους, μεταξύ των οποίων πέρα από τους γηγενείς Έλληνες, υπάρχουν Έλληνες Πόντιοι και Μικρασιάτες, στους οποίους θα αναφερθούμε σε μια προσπάθεια καταγραφής του ποντιακού ελληνισμού όπου κι αν ζει.
Από τη Χαλδία στο Φιάζ και το Σεμέν, και από ‘κει στη Βιθυνία
Τα ακούσματα από τους γεροντότερους που έφυγαν από τη ζωή ομιλούν πως οι πρόγονοι των σημερινών Ποντίων κατοίκων της Άρνισσας ζούσαν στην περιοχή της Χαλδίας, η οποία ως γνωστό είναι η μήτρα δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου. Λόγω της εξόρυξης του αργύρου, την αξιοποίηση του οποίου γνώριζαν μόνον Έλληνες Πόντιοι κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, η περιοχή της Χαλδίας έφτασε να έχει 80.000 πληθυσμό. Στα 1850 μετοίκισαν από τη Χαλδία στην περιοχή των Κοτυώρων, σημερινή Ορντού, στα χωριά Φιάζ της περιφέρειας Μεσουδιέ και Σεμέν της περιοχής του Τσάμπασι. Και τα δυο αυτά χωριά, παρότι ανήκαν σε δυο διαφορετικές περιφέρειες, ήταν κοντά στα παρχάρια του Τσάμπασι και μάλιστα, οι κάτοικοι των παραπάνω χωριών ήσαν θεατές της μεγάλης φωτιάς που έκαψε το Τσάμπασι, όπως μας τη μεταφέρει και το ομώνυμο ποντιακό τραγούδι. Εκεί έζησαν μέχρι το 1890 και στη συνέχεια μετακινήθηκαν δυτικότερα, στην περιοχή της Νίκαιας (Iznik), και ειδικότερα στα χωριά Κιρκχαρμάν, Χατζηοσμάν και Σαρίσου που απέχουν τα δυο πρώτα 11 και το τελευταίο 7 χλμ. από τη Νίκαια.
Πώς βρέθηκαν οι Πόντιοι στην περιοχή της Νίκαιας της Βιθυνίας
Η Ιστορία μάς λέει ότι οι μετακινήσεις των ελληνικών πληθυσμών εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν πάντα προς Ανατολάς, ιδιαίτερα μετά από τους περίφημους Ρωσοτουρκικούς πολέμους. Τόσο το 1829 όσο και στα 1856, 1878 και 1914-1918 έγιναν μετακινήσεις τεράστιων Ελληνοποντιακών πληθυσμών προς τη Ρωσία. Εξαίρεση αποτελούν οι μετακινήσεις προς Δυσμάς, όπως οι εγκαταστάσεις μερικών χιλιάδων ελληνοποντιακών πληθυσμών στις περιοχές Νικομήδειας, Νίκαιας και Ατάπαζαρι, δηλαδή εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον Ιστορικό Πόντο, αλλά πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη, που έχουν σχέση με συγκυριακά γεγονότα.
Ένα τέτοιο γεγονός, το οποίο αναφέρεται παρακάτω, αιτιολογεί τη μετακίνηση και των προγόνων των Ποντίων προσφύγων της Άρνισσας δυτικότερα.
Κατά τη διάρκεια της σαραντάχρονης παραμονής τους στην περιοχή των Κοτυώρων (1850-1890), ένας συγχωριανός τους, ο Παναγιώτης Καρυπίδης, ήλθε σε προστριβή με Τούρκο για τα βοσκοτόπια. Τον σκότωσε και για να αποφύγει τη σύλληψη από τις τουρκικές αρχές, έφυγε και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Νικομήδειας, όπου τότε άρχιζε η κατασκευή μεγάλου αυτοκινητόδρομου. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εγκαθίστανται χιλιάδες Γερμανοί, σε υλοποίηση της πολιτικής της Γερμανίας που ονειρεύεται την απόκτηση ζωτικού χώρου εντός της τεράστιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένα από τα ζητούμενα της γερμανικής πολιτικής, ήταν η εξασφάλιση και μεταφορά πρώτων υλών, ιδιαίτερα εκείνων που ήταν απαραίτητες για την παραγωγή χάλυβα, προς κάλυψη των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών της γερμανικής βιομηχανίας και όχι μόνο. Τεράστιες επενδύσεις για οδικά και σιδηροδρομικά έργα δίδουν δυνατότητα εργασίας, και έτσι βρέθηκε να δουλεύει στον αυτοκινητόδρομο αυτό και τεμέτερον ο Καρυπίδης.
Το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Γυναίκες του Συλλόγου Ποντίων Άρνισσας επισκέπτονται την παλιά πατρίδα. Διακρίνεται η Ρούλα Καρυπίδου.
Νους ανήσυχος, διείδε ότι στην περιοχή υπήρχε γεωργικός, κτηνοτροφικός και δασικός πλούτος πρόσφορος για εγκατάσταση και δημιουργία οικισμών και επέστρεψε στο χωριό του το Φιάζ πείθοντας τους συγχωριανούς του να βρουν καλύτερη Πατρίδα στην περιοχή Νικομήδειας-Νίκαιας. Η πρότασή του εισακούστηκε από τους συγχωριανούς του και μέσα σ’ ένα χρόνο έγινε η μετεγκατάστασή τους στη νέα τους Πατρίδα, η οποία ήταν πιο κοντά στη Μητέρα Πατρίδα, άρα καλύτερα και πιο κοντά στο προαιώνιο όνειρο πολλών γενεών να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Κάποιες ελάχιστες (4) οικογένειες έμειναν στο Φιάζ και μετά τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής ήλθαν κι αυτές στην Ελλάδα και ενώθηκαν με τους παλιούς συγχωριανούς τους.
Η ζωή στο Κιρκχαρμάν
Φτάνοντας στην περιοχή της Νικομήδειας, οι 40 οικογένειες που έφυγαν από το Φιάζ εγκαταστάθηκαν στο Κιρκχαρμάν (δηλ. «40 αλώνια», από το γεγονός ότι κάθε οικογένεια είχε το δικό της αλώνι). Αρχικά δεν ήσαν καλοδεχούμενοι, μια και οι γηγενείς Τούρκοι δεν τους ήθελαν, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι τα βοσκοτόπια ήταν δικά τους. Χρειάστηκε να παρέμβει και πάλι ο Παναγιώτης Καρυπίδης, να αναφέρει το περιστατικό στις αρχές της Νικομήδειας, για να καταφέρει τελικά να πάρει άδεια οριστικής εγκατάστασης των Ποντίων στο Κιρκχαρμάν. Οι πλούσιες δασικές εκτάσεις σε ξυλεία άνοιξαν δουλειές στους νέους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την παραγωγή κάρβουνου, που πωλούσαν στη Νίκαια. Σύντομα απέκτησαν σχολείο και εκκλησία, ενώ με την επίλυση των προβλημάτων του χωριού ασχολούνταν η κοινοτική επιτροπή. Τα ήθη και τα έθιμα του Πόντου τα διατηρούσαν άσβεστα, όπως και στις παλιές πατρίδες. Η παραδοσιακή ποντιακή μουσική με λύρα, αγγείο και τύμπανο διασκέδαζε τους νεοφερμένους σε γάμους και πανηγύρια, που εορτάζονταν στο κεντρικό αλώνι του χωριού.
Με την έκρηξη του Α’Π.Π. αρχίζουν και τα βάσανα
Μέχρι την έκρηξη το Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η ζωή στο Κιρκχαρμάν περνούσε όμορφα και ήσυχα, όπως και στα γειτονικά ποντιακά χωριά Χατζηοσμάν, Σαρίσου και Φούλατσικ. Τα άγρια μαντάτα άρχισαν να έρχονται μετά την ήττα της Τουρκίας και την προσπάθεια των Νεότουρκων να υλοποιήσουν την πολιτική τους που περικλείονταν στο σύνθημα: «Η Τουρκία στους Τούρκους».
Αρχικά, στα 1920, πυρπολήθηκε το χωριό Παπουτσάχ και στη συνέχεια το Φούλατσικ, το οποίο ήταν οργανωμένο με αντάρτικο και πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος, αφού όσους συνέλαβαν οι Τούρκοι τούς κρέμασαν όλους. Όσοι σώθηκαν εγκαταστάθηκαν στον Εύρωπο Κιλκίς και στην Άρνισσα Πέλλας (οι φέροντες το επίθετο Μπαϊρακταρίδης). Στη συνέχεια χτυπήθηκε από τους Τούρκους το Χατζηοσμάν, οι απόγονοι του πληθυσμού του οποίου σήμερα ζουν στην Άψαλο και την Κρύα Βρύση του νομού Πέλλας. Οι άσχημες πληροφορίες φόβισαν τους κατοίκους του Κιρκχαρμάν, με αποτέλεσμα να καταφύγουν για 15 μέρες στο παρακείμενο βουνό. Στη συνέχεια περιπλανήθηκαν επί δυο χρόνια στη Νικομήδεια και τα χωριά Πετσακλία και Γιονίκιουι, καθώς και το χωριό τους Κιρκχαρμάν, στο οποίο πότε-πότε ανέβαιναν και κατέβαιναν. Τελικά, μέσω Νικομήδειας και αφού φιλοξενήθηκαν για ένα διάστημα στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, μπήκαν στα βαπόρια για την Ελλάδα. Καθ’ όλη τη διάρκεια των γεγονότων κανείς κάτοικος του Κιρκχαρμάν δεν έπαθε τίποτε, εκτός από ένα αγοράκι με το επώνυμο Ιωσηφίδης, που τσαλαπατήθηκε κατά τη διάρκεια εισόδου στο καράβι.
Από τη Βιθυνία στην Ελλάδα
Με πλοία οι πρόσφυγες διεκπεραιώθηκαν στη Χίο, ενώ η πρώτη στάση στη μητέρα Ελλάδα ήταν το Κατάκωλο, όπου έμειναν για λίγο διάστημα οι κάτοικοι του Κιρκχαρμάν. Για 4 χρόνια θα εγκατασταθούν σε παράγκες της Καλαμάτας, έως ότου η αρμόδια για την περιοχή -στα θέματα ανταλλαγής πληθυσμών και περιουσιών που υπέβαλε η Συνθήκη της Λωζάνης - επιτροπή επέλεξε για μόνιμη εγκατάσταση την Άρνισσα, την οποία εγκατέλειψαν στα πλαίσια της παραπάνω συνθήκης οι τουρκικές οικογένειες που ζούσαν εκεί. Λεπτομέρειες για τη γεμάτη κακουχίες και ταλαιπωρία διαδρομή των προσφύγων προγόνων των σημερινών κατοίκων της Άρνισσας κατέγραψε ο Λεωνίδας Καρυπίδης, όπως του τα διηγήθηκε η γιαγιά του Κυριακή Καρυπίδου, η οποία απεβίωσε σε βαθύ γήρας, 98 χρόνων, στα 1978.
Από εκδήλωση του Συλλόγου Ποντίων Άρνισσας προς τιμήν αριστούχων μαθητών. Διακρίνονται ο τότε πρόεδρος και αφηγητής της ιστορίας κος Καρυπίδης Λεωνίδας ο γράφων Παναγιωτίδης Γεώργιος και οι κ.κ. Κυριακίδης Ιωάννης και Θεοδοσιάδης Ιωάννης.
Η εγκατάσταση και η ζωή στην Άρνισσα
Σήμερα η Άρνισσα είναι έδρα του δήμου Βεγορίτιδας και δεν θυμίζει τίποτε από τις ταλαιπωρίες των προσφύγων Ποντίων, Μικρασιατών ή Θρακιωτών, που με μύριες χίλιες δυσκολίες εγκαταστάθηκαν στο χώμα της με την ψυχή στο στόμα. Έφτιαξαν όλοι μαζί, γηγενείς και πρόσφυγες με τους οποίους ενσωματώθηκαν, έναν μικρό παράδεισο. Όμορφα σπίτια, εκλεκτές παραγωγές στους τομείς γεωργίας και κτηνοτροφίας και τελευταία αξιοσημείωτη ανάπτυξη του τουρισμού. Είναι γνωστά στο πανελλήνιο τα εκλεκτής ποιότητας φρούτα της Άρνισσας, όπως μήλα και κεράσια, καθώς και τα μικρά ξενοδοχεία που δίδουν τη δυνατότητα στους επισκέπτες απανταχού της Ελλάδας να απολαύσουν το εξαιρετικό χιονοδρομικό κέντρο του Βόρα.
Ο Σύλλογος Ποντίων και Μικρασιατών Άρνισσας ευχαριστεί την εφημερίδα «Ποντιακή Γνώμη» και τον εκδότη της, Σάββα Καλεντερίδη, για το ενδιαφέρον που έδειξε για τα άγνωστα αυτά ποντιακά χωριά της Βιθυνίας και για το χώρο που μας παραχώρησε στην εφημερίδα, και παρακαλεί όσους γνωρίζουν περισσότερα για τα παραπάνω γεγονότα, να τα καταγράψουν, ώστε να φωτιστούν όσο το δυνατόν περισσότερο σελίδες τόσο σημαντικές, που σημάδεψαν την πορεία του Ελληνισμού.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ποντιακή Γνώμη - Τεύχος Ιανουαρίου