του Αλέξανδρου Παναγόπουλου-Καστρινάκη
Δρ. Ιστορικός
Η περιοχή του Πόντου χαρακτηριζόταν έως τις αρχές του 20ου αι. από ένα σύνθετο πολιτισμικό κοινωνικό σύνολο. Μουσουλμάνοι διαφόρων εθνοτικών ομάδων και χριστιανοί Έλληνες και Αρμένιοι, συμβίωναν στις πόλεις των παραλίων και της ενδοχώρας, σε ξεχωριστές μικρές κοινότητες διάσπαρτες μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό.
Οι μεταξύ τους σχέσεις χαρακτηρίζονταν γενικά από μία ειρηνική συμβίωση. Οι ελληνοποντιακοί πληθυσμοί κατοικούσαν κυρίως στα παράλια και στις γύρω περιοχές των Άλπεων, στον Δυτικό και Κεντρικό Πόντο. Οι οικισμοί των αρμενικών πληθυσμών βρίσκονταν κυρίως στην ποντιακή ενδοχώρα και στα γεωγραφικά σύνορα με το υψίπεδο της Ανατολίας. Έλληνες και Αρμένιοι ζούσαν ανάμεσα σε διάφορες, συχνά πολυπληθέστερες ομάδες μουσουλμάνων.
Ο Πόντος μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αι., παρουσίαζε την παραδοσιακή μορφή μιας οθωμανικής επαρχίας με την συνηθισμένη κοινωνική διάρθρωση χριστιανών και μουσουλμάνων, όπου εκτός των θρησκευτικών διαφορών παρουσίαζαν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους. Ας μην ξεχνάμε ότι μέρος των μουσουλμάνων προέρχονταν από εξισλαμισμένους χριστιανούς και ότι οι διάφορες κοινότητες συμβίωναν σε ορισμένες περιοχές ήδη από τον 14ου αι.
Μέσα σε λίγα χρόνια, από την τελευταία δεκαετία του 19ου έως την τρίτη του 20ου αι., ο κοινωνικός ιστός που χαρακτήριζε τον Πόντο εξαφανίστηκε. Οι συνθήκες και οι ενδοκοινοτικές σχέσεις μεταβλήθηκαν απότομα, παρασυρόμενες στη δύνη των γεωπολιτικών αλλαγών που επήλθαν τον 20ο αι. στη Μαύρη Θάλασσα και στη Μέση Ανατολή. Κυρίως χριστιανοί αλλά και μουσουλμάνοι, υπήρξαν θύματα των γεωπολιτικών συνθηκών, που διαμορφώθηκαν-επιβλήθηκαν στην περιοχή και των ιδεολογικών-εθνικών προτύπων που κυριάρχησαν σ’ αυτή (π.χ. ελληνικός-τουρκικός-αρμενικός εθνικισμός). Οι διάφορες ομάδες, βάσει της θρησκοπολιτιστικής τους ιδιαιτερότητας, μεταβλήθηκαν σε μεγάλο ποσοστό σε αντίπαλες εθνικές μάζες που διαμάχονταν για την απόλυτη επικράτηση-υπερίσχυση μίας εξ αυτών.
Ο Πόντος, του οποίου η γεωπολιτική θέση αρχίζει να αυξάνεται από τα τέλη του 18ου αι., αναδύεται σε σημαντικότατη περιοχή κατά τον 19ο αι., κυρίως για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι οι συνεχείς ρωσο-τουρκικοί πόλεμοι που είχαν σαν αποτέλεσμα την απώλεια της Μαύρης Θάλασσας (ως οθωμανικής λίμνης) και κυρίως του Καυκάσου. Με τον 19ο αι. ο Πόντος μετατρέπεται σε σύνορο του οθωμανικού κράτους.
Ο δεύτερος λόγος είναι το σταδιακό άνοιγμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο διεθνές εμπόριο που αναδεικνύει την γεωγραφική θέση της περιοχής (ανακτώντας την σπουδαιότητα της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας), ως διαμετακομιστικό κέντρο για το εμπόριο της Ευρώπης με την Μέση και την Κεντρική Ασία. Λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου κατά τον 19αι., μεγάλο μέρος του υψιπέδου της Ανατολίας έως και την Μεσοποταμία βασίζεται στις εμπορικές συναλλαγές μέσω των παράλιων πόλεων του Πόντου.
Η αύξηση της ρωσικής πίεσης στα ανατολικά σύνορα του Οθωμανικού κράτους, επισήμαινε την γεωπολιτική ενότητα του Πόντου με την Υπερκαυκασία (Νότιος Καύκασος) και το υψίπεδο της Ανατολίας. Και οι τρεις περιοχές επηρεάζονταν άμεσα από τις συνεχείς εχθροπραξίες, μουσουλμάνοι του Καυκάσου μετακινούνταν προς τον Πόντο και την Ανατολία ενώ χριστιανοί εγκατέλειπαν τις εστίες τους και εποικούσαν τις νέες κτήσεις των Ρώσων στον Καύκασο. Αυτή η ανακατανομή μουσουλμάνων και χριστιανών, μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών, συνεχίζεται καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αι. εξασθενώντας το χριστιανικό στοιχείο του Πόντου και αυξάνοντας το ποσοστό των μουσουλμάνων στην ευρύτερη περιοχή (κατά τον 20ο αι. θα μεταφερθούν στον Πόντο και μουσουλμάνοι από τις πρώην ευρωπαϊκές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).
Ταυτόχρονα με την ρωσική πίεση, η παρακμή του Οθωμανικού κράτους (η οποία ήδη παρατηρείται από τον 18ο αι.) γίνεται ακόμα πιο αισθητή στις ανατολικές επαρχίες, στα σύνορα με την Ρωσία και την Περσία, οι οποίες σταδιακά ξεφεύγουν από τον έλεγχο της κεντρικής διοίκησης. Κατά το δεύτερο μισόι του 19ου αι. και κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες, η ανασφάλεια στις περιοχές αυξάνεται, το ίδιο και οι ατασθαλίες των κρατικών υπαλλήλων οι οποίοι συχνά καταδυναστεύουν τον πληθυσμό. Η οικονομική δυσπραγία γίνεται ακόμα πιο έντονη (εξαιτίας και των διομολογήσεων). Οι συνθήκες διαβίωσης εξασθενούν και κάνουν την εμφάνισή τους λιμοί, επιδημίες και μεταδοτικές ασθένειες. Κούρδοι και Αρμένιοι βρίσκονται σε συνεχείς συμπλοκές τις οποίες το επίσημο κράτος συχνά δεν είναι σε θέση ή δεν είναι πρόθυμο να ελέγξει.
Αυτά παρατηρούνται στο υψίπεδο της Ανατολίας και στην ποντιακή ενδοχώρα, ενόσω τα ποντιακά παράλια ακολουθούν εντελώς διαφορετική πορεία. Οι διαφορές μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων διευρύνονται. Οι χριστιανοί είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που τους παρέχουν οι μεταρρυθμίσεις του 19ου αι. (ελευθερία αυτοδιοίκησης σε θέματα πολιτισμικά και αύξηση οικονομικών συναλλαγών με το εξωτερικό και νομικής προστασίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις.), σε αντίθεση με τον μουσουλμανικό πληθυσμό που παραμένει έρμαιο των ακόμα φεουδαρχικών-μεσαιωνικών αντιλήψεων που διακατέχουν το επίσημο κράτος, καθιστώντας τον πιο ευάλωτο στις αυθαιρεσίες των διοικούντων.
Σταδιακά από το 1850, το βιοτικό επίπεδο των χριστιανών αυξάνεται και εκφράζεται με έναν πολιτισμικό δυναμισμό-άνθηση των χριστιανικών κοινοτήτων και μία σημαντική δημογραφική αύξηση. Τουναντίον ο ντόπιος μουσουλμανικός πληθυσμός ακολουθεί μία φθίνουσα ή εντελώς στάσιμη πορεία.
Η μοίρα του μουσουλμανικού πληθυσμού, αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση διάλυσης που παρουσιάζει το Οθωμανικό κράτος. Οι Μεγάλες Δυνάμεις φτάνουν σε σημείο να ελέγχουν και να αποφασίζουν για το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λαμβάνοντας υπόψη τους το ευρωπαϊκό «status quo» δηλαδή την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γεννιέται το «Ανατολικό Ζήτημα», που αφορά τις προσπάθειες διάλυσης ή διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπεξαίρεσης περιοχών της από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σε αυτό το γεωπολιτικό παιχνίδι, ένας από τους άξονες δράσης της Ρωσικής πολιτικής ήταν η προσπάθεια ελέγχου της Μαύρης Θάλασσας και η κάθοδος στους εμπορικούς δρόμους των ¨ζεστών θαλασσών¨ του Αιγαίου (Μεσογείου) και του Περσικού κόλπου. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ο Πόντος θεωρούνταν θέμα-κλειδί του «Ανατολικού Ζητήματος» καθ’ ότι η ενσωμάτωση του στην Ρωσία θα μεταμόρφωνε τον Εύξεινο Πόντο σε «ρωσική λίμνη» και θα παρέδιδε στα χέρια του Τσάρου, το εμπόριο της Μέσης Ανατολής και Κεντρικής Ασίας που διακινείτο μέσω της περιοχής.
Ένα τέτοιο πλήγμα θα είχε αλυσιδωτές καταστροφικές προεκτάσεις για το Οθωμανικό κράτος που θα έχανε τον έλεγχο της μισής Μικράς Ασίας (που ήταν ο πυρήνας του κράτους) και κυρίως της περιοχής, από την τότε γνωστή ως μεγάλη Αρμενία (ανατολικό υψίπεδο της Ανατολίας) έως την Μεσοποταμία. Εξαιτίας του απαρχαιωμένου οδικού δικτύου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ρωσία θα είχε την δυνατότητα να ελέγχει τις στρατηγικές διασυνδέσεις Κωνσταντινούπολης και Άγκυρας με την Μέση Ανατολή.
Η ύπαρξη σημαντικών χριστιανικών πληθυσμών στην παραπάνω περιοχή έκανε το ρωσικό σχέδιο να φαντάζει ακόμα πιο απειλητικό, δίνοντας στην Ρωσία την ευκαιρία, ανά τακτά διαστήματα, να αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις των ανατολικών οθωμανικών επαρχιών και με διάφορα προσχήματα να κηρύσσει τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η αντίδραση του Οθωμανικού κράτους μπροστά στην προοπτική απόλεσης του πυρήνα του ήταν βίαιη, χρησιμοποιώντας ως τακτική εκτόνωσης, την αντιπαλότητα και το μένος των μουσουλμάνων εναντίον των χριστιανών. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. το Οθωμανικό κράτος, ανήμπορο να εναντιωθεί στα ρωσικά σχέδια και στην αναρχία που βασιλεύει στις ανατολικές επαρχίες, θα επιτρέψει, θα παροτρύνει ή θα παρέχει την σιωπηλή συγκατάθεσή του σε βιαιοπραγίες εναντίον των χριστιανών, οι οποίες συχνά υποκινούνται από τους κατά τόπους κρατικούς λειτουργούς (ορισμένοι εναντιώθηκαν και προστάτευσαν, στο μέτρο του δυνατού, τους χριστιανικούς πληθυσμούς) ή τους μουσουλμάνους ιερωμένους. Τέλος, με την πολιτική εξαφάνισης των χριστιανών των ανατολικών επαρχιών η οποία στόχευε στη φυσική ή πολιτισμική τους εξόντωση (ασπαζόμενοι τον μωαμεθανισμό) ή στην φυγή τους, οι περιοχές του υψιπέδου της Ανατολίας και η ενδοχώρα του Πόντου παραδίδονται στην αναρχία. Αυτή η πολιτική που εγκαινιάστηκε από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ, θα συνεχιστεί με περισσότερη οργάνωση, μέθοδο και περίσσιο ζήλο από τους Νεότουρκους και εν τέλει (θα ολοκληρωθεί) με την άνοδο του κεμαλικού κινήματος.
Η γεωπολιτική συνέχεια του Πόντου με τον Νότιο Καύκασο (την Υπερκαυκασία) και την Ανατολία δημιουργεί δύο νοητούς άξονες, Ανατολής-Δύσης και Βορρά-Νότου, τους οποίους οι Οθωμανοί και μετέπειτα Τούρκοι, έπρεπε πάση θυσία να διατηρήσουν για να μπορούν να ελέγχουν ολόκληρη την Μικρά Ασία. Ο δυναμισμός των χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου και η συνεχής ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων: Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και ΗΠΑ, στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους και της περιοχής, ώθησαν τους Οθωμανούς και Τούρκους εθνικιστές στην λύση της εξαφάνισης τόσο των Αρμενίων όσο και των Ελλήνων. Βασιζόμενοι στις αχανείς εκτάσεις του υψιπέδου της Ανατολίας, σε μια περιοχή όπου ακόμα οι συνθήκες και η νοοτροπία των κατοίκων ακολουθούσαν μεσαιωνικά πρότυπα, μακριά από τα μάτια ανεπιθύμητων και την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, μπορούσαν να εφαρμόσουν τα σχέδια εξόντωσης των χριστιανών. Για την εφαρμογή αυτών των σχεδίων τους βοηθήθηκαν σημαντικά από την αστάθεια που παρατηρείται στις διεθνείς σχέσεις με την πάροδο του 20ου αι. και την κρίση του διεθνούς συστήματος τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα.
Με τον 20ου αι οι συνθήκες στις ανατολικές επαρχίες γίνονται ακόμα πιο σκληρές και οι σχέσεις των διαφόρων κοινοτήτων ακόμα πιο τεταμένες. Η εσωτερική κατάσταση του κράτους είναι χαοτική και οι επαναστάσεις και τα εθνικά κινήματα στις ευρωπαϊκές κτήσεις και στην Μέση Ανατολή έρχονται να επιβαρύνουν το προς αυτοδιάλυση κράτος. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στηρίζεται πλέον αποκλειστικά στον οικονομικό έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα, οι χριστιανοί του Πόντου φανερώνουν έντονα την συμπάθειά τους προς τις Ξένες Δυνάμεις και τα εθνικά τους κέντρα (την Ελλάδα και τα Αρμενικά κινήματα στην Ρωσία). Η αφοσίωση στο Οθωμανικό κράτος έχει πλέον κατά μεγάλο ποσοστό κλονιστεί και μόνο η παρουσία ορισμένων χαρισματικών διοικητών διατηρεί-παρατείνει την ηρεμία στην περιοχή.
Από το 1911 μέχρι το 1923, οι εξελίξεις στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας θα συμπαρασύρουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς του Πόντου. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι θα είναι η αφετηρία της αντιμετώπισης των χριστιανών ως εχθρών του κράτους. Η κατάληψη σχεδόν ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα χριστιανικά βαλκανικά κράτη θα ενισχύσει το αίσθημα αλληλεγγύης των μουσουλμάνων εξαγριώνοντας μέρος εξ αυτών, προς τους χριστιανούς ως υπαίτιους για την κατάντια του Οθωμανικού κράτους. Η ευρωστία και η άνθηση των χριστιανικών κοινοτήτων θα είναι ένας επιπλέον παράγοντας φθόνου των μουσουλμάνων. Οι παραδοσιακές μορφές σχέσεων μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων καταστρέφονται και τα πνεύματα οξύνονται.
Το επίσημο κράτος απαξιεί να παρέχει τις απαραίτητες ασφάλειες στους χριστιανικούς πληθυσμούς και αμφισβητεί πλέον ανοιχτά την αφοσίωσή τους ως Οθωμανούς υπηκόους, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται κατά την διάρκεια του 1915-16, με την γενοκτονία των Αρμενίων. Μετά τα γεγονότα των σφαγών, ακολουθεί μία ληξιπρόθεσμη-παροδική ηρεμία στις ανατολικές επαρχίες, λόγω της προέλασης του ρωσικού στρατού, έχοντας όμως ως αποτέλεσμα την φυγή ενός μέρους του μουσουλμανικού στοιχείου. Αυτή η ηρεμία θα διατηρηθεί μέχρι την συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1918. Το τέλος του πολέμου σφραγίζει και το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αποσύνθεσή της θα δώσει το ελεύθερο πεδίο σε κάθε είδους τυχοδιώκτες και πλιατσικολόγους που λυμαίνονται και κατατρομάζουν τόσο τους πληθυσμούς της Ανατολής όσο και τις επίσημες Αρχές. Με το έτος 1919 κάνει την εμφάνισή του το κίνημα του Κεμάλ.
Η αστάθεια που επικρατεί στον Καύκασο, εξαιτίας του ρωσικού εμφύλιου πολέμου και οι ατέρμονες διαβουλεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα αποβούν σωτήριες για την ανάπτυξη του νεοεμφανιζόμενου κεμαλικού αγώνα και καταστροφικές για τους Έλληνες και λίγους Αρμένιους που έχουν απομείνει στον Πόντο. Στα διπλωματικά τους παζάρια οι Μεγάλες Δυνάμεις δίνουν δευτερεύουσα σημασία στο μέλλον του Πόντου, καθότι δεν παρουσιάζει το απαραίτητο ενδιαφέρον για την προώθηση των συμφερόντων τους, που επικεντρώνονται πρωτίστως στην Μέση Ανατολή, τα Στενά του Βοσπόρου και τον Καύκασο.
Κυρίως όμως, η πτώση του Τσάρου, η άνοδος του σοβιετικού καθεστώτος και ο εμφύλιος που ακολουθεί στις πρώην ρωσικές επαρχίες, δίνει πλήρη ελευθερία κινήσεων στους Τούρκους εθνικιστές. Οι σοβιετικοί, φοβούμενοι την επέκταση των ζωνών επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ) στην Μέση Ανατολή και τον Καύκασο (απειλώντας τα ζωτικά ρωσικά συμφέροντα), υποστηρίζουν τον Κεμάλ, ως αντίβαρο στις αποικιακές διαθέσεις των Συμμάχων, εξασφαλίζοντας την κυριαρχία τους στον Καύκασο.
Επιπλέον, η έλλειψη καθαρής χριστιανικής υπεροχής στον Πόντο (με εξαίρεση κάποιες μικρές ορεινές περιοχές) και η μη καλή οργάνωση και προώθηση ενός κοινού σχεδίου των ποντιακών οργανώσεων και της Ελλάδας, όπως και η περιορισμένης μορφής συνεργασία με τους Αρμένιους, θα αποβούν μοιραία για την τύχη των χριστιανών.
Οι χριστιανικές κοινότητες δεν συνειδητοποιούν εγκαίρως τις σημαντικές αλλαγές που επιφέρει ο κεμαλικός αγώνας στην συνείδηση ενός μεγάλου ποσοστού των μουσουλμανικών εθνοτικών ομάδων και την γρήγορη μετεξέλιξη του οθωμανικού στρατού σε εθνικό τουρκικό στρατό.
Ο κεμαλισμός ως μία νέα ιδεολογία, κατάφερε κατά μεγάλο ποσοστό να συγκεντρώσει τα παράπονα και την δυσαρέσκεια και παράλληλα να τονώσει το ηθικό και να δώσει ζωντάνια στο πληγωμένο γόητρο των Οθωμανών. Οι Κεμαλικοί εκμεταλλεύτηκαν την μουσουλμανική αλληλεγγύη και τον πλήρη έλεγχο των κρατικών υπηρεσιών από το μουσουλμανικό στοιχείο (αν εξαιρέσουμε τα μικρά ποσοστά χριστιανών, οι οποίοι κάλυπταν συγκεκριμένες θέσεις και υπηρεσίες) και πρωτίστως τον έλεγχο του στρατού.
Άλλο σημαντικό στοιχείο για την τραγική κατάληξη των ελληνοποντιακών κοινοτήτων είναι η πρόσβαση, για το νέο τουρκικό κράτος, στην Μαύρη Θάλασσα, μέσω των ποντιακών πόλεων. Η υπεξαίρεσή τους από τον άμεσο έλεγχο της Τουρκίας θα καθιστούσε το νέο κράτος ευάλωτο και γεωπολιτικά αδύναμο.
Τα μέτρα που θα πάρουν οι κεμαλικοί υπεύθυνοι εναντίων των χριστιανών του Πόντου, θα έχουν ως σκοπό την αποφυγή οποιασδήποτε εξωτερικής ανάμιξης και τον απόλυτο έλεγχο ολόκληρης της Μικράς Ασίας. Η τρομοκράτηση του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού θα γίνει με όλα τα δυνατά μέσα, επίσημα και ανεπίσημα. Αυτό περιλαμβάνει από τους παραδοσιακούς λήσταρχους, που λυμαίνονται το βιός και την ύπαρξη ολόκληρων κοινοτήτων έως και την επίσημη χρήση των αστυνομικών και διοικητικών Αρχών, για την μεθοδική συγκέντρωση των χριστιανών, την φυσική εξόντωση τους και την διαρπαγή των περιουσιών τους. Παράλληλα, για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους, οι Κεμαλικοί, θα χρησιμοποιήσουν στρατιωτικά αποσπάσματα για την εξολόθρευση των αντάρτικων ομάδων της ποντιακής ενδοχώρας όπως και την υποκινούμενη ή αυθόρμητη συμμετοχή φανατισμένου μουσουλμανικού πλήθους στις βιαιοπραγίες.
Παρ’ όλες τις δικαιολογίες των Τούρκων αξιωματούχων, που παρουσίαζαν τις ενέργειές τους ως απλές στρατιωτικές επιχειρήσεις (στο πλαίσιο του Ελληνοτουρκικού πολέμου), στα μάτια των λίγων ξένων παρατηρητών που βρίσκονται στον Πόντο και παρακολουθούν τις βιαιοπραγίες, οι ενέργειες τους έχουν ως μοναδικό στόχο την εξαφάνιση και τον ξεριζωμό των χριστιανικών πληθυσμών.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τους διωγμούς των ελληνοποντιακών κοινοτήτων των παραλιακών πόλεων. Η παρουσία τους μακριά από τα πεδία των μαχών μεταξύ Τουρκικού και Ελληνικού στρατού, δεν δικαιολογεί την εχθρική αντιμετώπισή τους από τους Κεμαλικούς. Παρ’ όλα αυτά οι ελληνοποντιακοί αυτοί πληθυσμοί εκτοπίστηκαν με τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο, που αντιμετώπισαν οι Αρχές τους Αρμένιους το 1915-16. Στην περίπτωση των Ελλήνων της ποντιακής ενδοχώρας η ανασφάλεια που επικρατούσε τους ώθησε σε μία μαχητική αντίδραση, εξασφαλίζοντας σε μεγάλο ποσοστό την επιβίωσή τους.
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί (Έλληνες και Αρμένιοι) παραμένουν διασπασμένοι στον μεταξύ τους οικονομικό και πολιτισμικό ανταγωνισμό και μετατρέπονται σε εύκολο στόχο. Μη έχοντες την συμπαράσταση των Μεγάλων Δυνάμεων και την ουσιαστική υλική βοήθεια των εθνικών τους κέντρων, αναλώνονται σε συνέδρια και σε διάφορες οργανώσεις, των οποίων οι προσπάθειες δεν βρίσκουν ανταπόκριση. Κατ’ επέκταση, η συνύπαρξη των Ελληνοποντίων εν μέσω συμπαγών μουσουλμανικών πληθυσμών, καθιστούσε δύσκολο το εγχείρημα οποιασδήποτε μαζικής αντίστασης στα δεινά που υπέστησαν. Ακόμα και αυτή η γεωγραφική διάταξη του Πόντου έκανε σχεδόν αδύνατη κάθε προσπάθεια οργανωμένης άμυνας, από την στιγμή που σε καμία περιοχή το χριστιανικό στοιχείο δεν υπερτερούσε πια.