Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Γρηγόριος Κουσίδης, «ο Βοράς»

Γρηγόριος Κουσίδης, «ο Βοράς»
Γρηγόριος Κουσίδης, «ο Βοράς»

του Δημήτρη Πιπερίδη

Ονομάζεται Γρηγόριος Κουσίδης. Ελάχιστοι όμως έξω από το χωριό του, το Πρωτοχώρι της Κοζάνης, γνωρίζουν το όνομά του. Για τους υπόλοιπους, που έτυχε να ακούσουν κάποτε για αυτόν, είναι απλά «ο Βοράς», «ο κεμεντσετσής τη Πορτοραζί».

Οι γονείς του κατάγονταν από το χωριό Κοντού του Καπήκιοϊ της Ματσούκας κι εγκαταστάθηκαν το 1922 στο Πρωτοχώρι Κοζάνης. Εκεί γεννήθηκε ο Βοράς, εκεί έζησε τα 81 του χρόνια, κι εκεί μας υποδέχθηκε περιτριγυρισμένος από τους συγχωριανούς- συνδιασκεδαστές του, κάποιοι από τους οποίους είναι πλέον επώνυμοι καλλιτέχνες του ποντιακού τραγουδιού, όπως ο Γιώργος Σοφιανίδης, ο Στάθης και ο Αλέξης Παρχαρίδης και ο Παναγιώτης Θεοδωρίδης.

Θυμήθηκε τους παλιούς λυράρηδες του Πρωτοχωρίου: τον Μήτον τον Κουσίδη, το Σωτήρ’ τον Αντωνιάδη, τον Κώστη τον Μάρσαλ’ και τον Γιάννεν τον Πιπέρ’. Μας μίλησε για τον Κώστην τ’ Ασαλούμ και τ’ Ασαλουμάντας, που «έσανε Χαψικεέτ’ και έπαιζαν όλ’ ατουν αγγείον…».

Μας εξηγεί πως ξεκίνησε να παίζει λύρα. Ήταν σχετικά μεγάλος, την εποχή που θα έφευγε στρατιώτης. Μαζεύτηκαν οι στρατεύσιμοι του Πρωτοχωρίου για να γλεντήσουν. Πήγε και βρήκε ένα παλιό λυράρη του χωριού και του ζήτησε να έρθει στην παρέα τους. Εκείνος του ζήτησε χρήματα, αλλά ο Βοράς δεν είχε να του δώσει. Αργότερα ο γέρος το μετάνιωσε, πήρε τη λύρα του και ήρθε στην παρέα τους. Ο Βοράς τον έδιωξε: «Άμον ντο έρθες, αέτσ’ να παίρ’ς την κεμεντζέ σ’ και να πας χάσαι…». Από τότε το έβαλε σκοπό να μάθει λύρα. Και τα κατάφερε μια χαρά, αφού επί πενήντα και περισσότερα χρόνια διακονεί με τη λύρα του τις μουσικές παραδόσεις του χωριού του.

Για τη γενιά του ο λυράρης δεν χρειαζόταν δάκτυλα, χρειαζόταν ψυχή. Και από ψυχή και αγάπη για τη λύρα του, άλλο τίποτε ο Βοράς. Αναπολεί τα παλιά γλέντια στο Πορτοράζ’, τα κεμεντσέδες, τα ζουρνάδες, τ’ αγγεία. «Είχαμε έναν καφενείον κι εκεί απέσ’ μερέαν ετοπλαεύκουτον όλον το χωρίον. Οι γυναίκ΄ εκάθουσαν απέσ’ ση μέσ’, σα σκαμνόπα, και όλον τη νύχταν εχόρευαμε με το λούξ… Αγαπεμέν, μονοιασμέν, ‘ς σα ονομασέας ελάσκουμνες ολόκληρον το χωριόν με την κεμεντζέν κι άμα ενασπάλνες κάτιναν, τ’ άλλο την ημέραν έρχουτον ερώτανε σε γιάτι κι έρθετεν σ’ εμά; Ατώρα πα όλια ελά’αν. Δουλεύ’νε ση ΔΕΗ κι εθαρρούν κατ’ είναι. Διαβαίν’νε απ’ εμπροστά σ’ και σημασίαν κι δίγ’νε σε…».

Τον ρωτάμε από πού βγήκε το Βοράς. Χαμογελάει. «Επή’αμε κάποτε με τ’ έναν παρέαν σο κυνήγι, σα περδίκια. Κι έξεραν, επολέμανανε να κρούν’ τα περδίκια καρσί σο βοράν. Χαμάν ελάγκεψα. Ατά σο βοράν μερέαν καμίαν κι θα κρους ατα, είπ’ ατς… Ατοίν εγέλασαν κι όνταν έρθαμε ‘ς σο χωρίον εκόλτσαν εμέ Βορά…».

Κάποτε τον φωνάζει κάποιος από την παρέα. Πρέπει να μας αφήσει. Παίρνει τη λύρα στα χέρια του χωρίς να σβήσει το τσιγάρο του. Το παίξιμο του πρωτόγονο, σέρτικο, αλλά βαθιά αληθινό. «Παίζει την πιο ανάποδη λύρα του κόσμου», μας ψιθυρίζει ένας από τους επαγγελματίες της παρέας. Αλλά για μας είναι ο Βοράς. Με αυτόν μεγαλώσαμε, αυτός μιας φτιάχνει, και αυτός μόνο μπορεί να μας θυμίσει όσα κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε…».

Οι περισσότεροι έχουν κιόλας μεθύσει. Κάποιος σηκώνεται όρθιος: «Φύσα Βορά!» του φωνάζει. Ο Βοράς χαμογελάει. Αυτό το «φύσα Βορά», τη μόνιμη επωδό των παλαιών συνδιασκεδαστών του, το έχει ακούσει μερικές χιλιάδες φορές από τους πατεράδες και τους παππούδες τους. Τώρα, στα 81 του χρόνια, το ακούει και από τα παιδιά τους!

Σε λίγες ημέρες από τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές το Πορτοράζ’ θα έχει το μεγάλο καλοκαιρινό χορό του. Τι κι αν’ δεν θα ναι εκεί οι φίλοι του, ο Ασιαλούμ’ς με τ’ αγγείο ή ο Τσίχας με τα τραγωδίας ατ’; Το Πορτοράζ’ και ο μύθος του, στη δημιουργία του οποίου κι αυτός έβαλε το λιθαράκι του, θα είναι εκεί. Όσο για τον ίδιο, θα κάτσει για μία ακόμη φορά σε μια άκρη, θα ανάψει το τσιγάρο του και θα καμαρώνει βλέποντας τους νεαρούς βλαστούς της γενιάς του να γεμίζουν ασφυκτικά την πλατεία.

Δημοσιεύθηκε στο 3ο τεύχος του Άμαστρις (Ιούλιος 2009)