Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Ο Χορός Σέρρα

Ο Χορός Σέρρα

H παλαιότερη αλλά και η πιο εμπεριστατωμένη περιγραφή του χορού προέρχεται από τον αείμνηστο Κων/νο Παπαμιχαλόπουλο, αργότερα πολιτικό και Υπουργό του Ελληνικού Κράτους στο σύγγραμμά του «Περιήγησις εις τον Πόντο», Αθήνα 1903, σελίδα 224.

Γράφει: «Αι κατά πάσας τας διευθύνσεις κινήσεις του σώματος, η στενή προς αλλήλους των χορευτών σύσφιγξης, η βιαία προς το δάπεδον στροφή, των ποδών οι κτύποι και των όπλων οι γδούποι, αι συσπάσεις των μυών του σώματος, ο ενθουσιασμός ο καταλαμβάνων τους χορευτάς, των θεομένων ο θαυμασμός και αι επευφημίαι, η πανταχού εν είδει σπινθήρος μεταδιδομένη συγκίνησης, πάντα ταύτα προσδίδουν τοιαύτην πρωτοτυπίαν και τοσαύτην αίγλην εις το χορευτικόν σύμπλεγμα, ώστε δικαίως θα ηδύνατο τις να κατατάξη τον Σέρα χορόν μεταξύ των διασημοτέρων χορών ολοκλήρου του κόσμου».

Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι: «Οι χορευταί φέρουν ολόκληρον την πανοπλίαν αυτών και είναι ενδεδυμένοι με την επιχώριον στολήν, τας ζίπκας». Ο Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος παραδέχεται ανεπιφύλαχτα ότι ο Σέρα-χορός είναι από καταγωγή του λαϊκή δημιουργία των Ελλήνων του Πόντου, δίχως να υπήρχε τότε καμιά υποψία ή ένδειξη για γνώμη αντίθετη.

Στο χορό Σέρα αναφέρεται και ο πατέρας της ποντιακής Λαογραφίας Δ. Η. Οικονομίδης, τόσο στο Αρχείο του Πόντου, τόμος Β' σελ. 14-15, Αθήνα 1928, όσο και στο περιοδικό «Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος», Αθήνα 1923, σελ. 340-341. Μάλιστα στο Αρχείο του Πόντου η αναφορά στο χορό γίνεται στο κεφάλαιο «Περί Αμφιέσεως», για να επισημάνει «Άξιον σημειώσεως ενταύθα ότι μόνο οι ζιπκαλίδες χόρευον τον περίφημον Σέρα-χορόν».

Για τον χορό Σέρα δημοσιεύτηκε μελέτη του Π.Δ. Μουζενίδη με εισαγωγή του Ξενοφώντος Άκογλου, του γνωστού Ξένου Ξενίτα, στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία», πρώτη περίοδος, έτος 7ο, τεύχος 76ο Απριλίου 1956. Λέει λοιπόν ο Ξενοφώντος Άκογλου:

«Οι Έλληνες του Πόντου χόρευαν το χορό Σέρα. Τον χόρευαν και οι Τούρκοι-μόνο του Πόντου. Και γεννάται το ερώτημα: Οι Τούρκοι τον πήραν το χορό αυτόν από τους Έλληνες ή οι Έλληνες από τους Τούρκους; Είναι γνωστό πως η ιστορία των λαών της Ανατολής παρουσιάζει κενά και αμφιβολίες και για αυτά τα ίδια ιστορικά γεγονότα, από έλλειψη έγκυρων πηγών γραφτών της κάθε εποχής, με κάθε επιθυμητή και ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Είναι πολύ φυσικό να διατυπώνονται αμφιβολίες και για την πατρότητα στοιχείων πολιτισμού των λαών, που δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της αρχικής προέλευσής τους, γιατί δεν υπήρχε καθιερωμένος τρόπος για την παρασήμανση και την περιγραφή τους. Σαν τέτοια στοιχεία είναι και οι λαϊκές καλλιτεχνικές δημιουργίες, όπως ο χορός και η μουσική. Δεν είναι, βλέπεις, κανένα υλικό αντικείμενο: ναός, παλιός, εκκλησία, άγαλμα, εικόνα, που να μη σηκώνει αμφιβολίες και ιδίως αντιρρήσεις. Φτάνομε λοιπόν στο σημείο να στηριχτούμε κυρίως σε τεκμήρια ιστορικά, λαογραφικά, εθνολογικά και σε κάθε είδους σχετικές επιβοηθητικές ενδείξεις, για να ξεκαθαρίσουμε, όσο γίνεται πιο πειστικά, την πραγματική, τη γνήσια προέλευσή τους.


Ο Λουκιανός γράφει στο βιβλίο του «Περί Ορχήσεως», στερεότυπη έκδοση, σελ. 16, τα ακόλουθα: «Η μεν γε Βακχική όρχησις εν Ιωνία μάλιστα και εν Πόντω σπουδαζομένη...». (σε μετάφραση) «Ο Βακχικός λεγόμενος χορός σπουδαζότανε κυρίως στην Ιωνία και στον Πόντο και μολονότι ήταν σατυρικός, τόσο πολύ είχε καταστήσει υποχείριους τους εκεί ανθρώπους, ώστε κατά την ορισμένη εποχή ο καθένας λησμονώντας κάθε άλλο είδος εργασίας, καθόντανε μέρες και σεργιανούσαν τους χορούς των τιτάνων και των κορυβάντων, των σατύρων κα των βουκόλων. Και χόρευαν τους χορούς αυτούς οι πιο ευγενείς και καλύτεροι σε κάθε πόλη και δεν ντρεπόντανε γι' αυτό καθόλου. Απεναντίας το παινευόντανε και καυχόντανε, περισσότερο γιατί ήξεραν να χορεύουν, παρά γιατί καταγόντανε από ευγενική φύτρα ή για πλούτη ή για προγονικά αξιώματα».

Ποιοι ήσαν οι χοροί των τιτάνων, των κορυβάντων, των σατύρων και των βουκόλων; Δεν ήτανε χορογράφος ο Λουκιανός για να μας τους περιγράψει, ώστε να τους συγκρίνομε με τους τωρινούς. Για τον ίδιο λόγο και ο αρχαίος πυρρίχιος - που έτσι συχνά ονομάζομε και τον σέρα χορό-δεν μας έμεινε χορογραφημένος. Ωστόσο, το έθιμο των πανηγυρικών χορών, από τον «τεταγμένον χρόνο» της εποχής του Λουκιανού, διατηρήθηκε παραδοσιακά στους Ποντίους-και γενικά στους Έλληνες-με τις ποικίλες γιορτές των αγίων, με τις αγροτικές γιορτές, του παραθερισμού, των γάμων και των λοιπών θρησκευτικών εορτών. Και αυτό κάτι μας λέγει. Γιατί δεν είναι νοητό να διατηρηθεί έθιμο, δίχως τα εξωτερικά χαρακτηριστικά στοιχεία που έδιναν τον τόνο και τα εκφραστικά μέσα με τα οποία γιορταζότανε το έθιμο.

Ο Π.Δ. Μουζενίδης στην παραπάνω αναφερόμενη μελέτη διατυπώνει μεταξύ πολλών άλλων, τις εξής απόψεις:

α. « Έχω μορφώσει τη γνώμη, πως ο επίδικος χορός δεν αποτελεί έναν απλό χορό της σειράς. Οι διαδοχικές στροφές του με την ποικιλία τους, δικαιωματικά του δίνουν τον τίτλο σωστού χοροδράματος, που άνετα μπορεί να σταθεί δίπλα και πιο πάνω από τα επιτεύγματα του είδους άλλων λαών. Δεν γεννάται βέβαια ζήτημα για σύγκριση με χοροδράματα που έχουν καλλιεργηθεί στις σέρες ινστιτούτων του μπαλέτου από επιστήμονες χορογράφους. Μιλούμε πάντα για λαϊκές δημιουργίες με φανερά τα στοιχεία -τόσο το καλύτερο-του πρωτογονισμού που αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα».

β. Ο χορός σέρα-χορόδραμα

«Χαρακτηρίσαμε πιο πάνω τον επίδικο χορό ως χορόδραμα. Θα τολμήσουμε να αναλύσουμε την άποψή μας αυτή. Τρείς είναι οι στροφές του. 1) Στην πρώτη στροφή οι χορευτές (που δεν είναι άλλοι παρά ο ίδιος ο Λαός) πιασμένοι χέρι με χέρι με υψωμένα τα χέρια χορεύουν ομαλά, με βήματα μικρά, με κάποια ευφροσύνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο που μεταδίνεται και στις κινήσεις και σε όλο τους το σώμα. Χαίρονται τη ζωή, τη λευτεριά τους. 2) Όσο ζυγώνει ο χορός στη δεύτερη στροφή, η ατμόσφαιρα αλλάζει. Η χαρά μεταβάλλεται σε ανησυχία, σε αδημονία για κάτι δυσάρεστο που πρόκειται ν' ακολουθήσει. Τα νεύρα τεντώνουν. Το κορμί παίρνει τη μεγαλύτερή του ένταση για να αντισταθεί στον κίνδυνο, στην απειλή. Κλονίζεται & λυγάει. Όμως η ψυχή αντιδρά. Δίνει εντολές. Τα χέρια των χορευτών-εκτελεστές των εντολών της ψυχής- με ρυθμικές μπρος-πίσω κινήσεις προσπαθούν να κρατήσουν σε ισορροπία το κορμί να μην πέσει. Είναι η αναπαράσταση των προσπαθειών του πληγωμένου, που πασκίζει να κρατηθεί, να νικήσει. Μα το πληγωμένο κορμί δεν μπορεί για πολύ διάστημα να κρατηθεί ολόρθο. Γέρνει προς τη γη. Διπλώνεται, κουλουριάζεται. Είναι οι φυσικές κινήσεις του πληγωμένου, είναι η συνισταμένη των προσπαθειών του να δώσει μικρότερο στόχο στον πόνο που σουβλάει το κορμί. Η ψυχή συνεχίζει την αντίδραση. Λέγει στο κορμί: «Όχι, μη κλονίζεσαι, κράτει. Αγκάλιασε τη ζωή. Χόρευε. Μπόρα είναι και θα περάσει. Θάρθει η ώρα της απολύτρωσης». Και το κατορθώνει. Το σώμα εμψυχώνεται...


Στο σημείο τούτο του χορού, καθώς είναι σκυμμένο το κορμί, τα μικρά, τα σημειωτά, τα ζωηρά, τα κοφτά βήματα είναι αυτή η ίδια η χαρακτηριστική υπέρτατη προσπάθεια που καταβάλλει ο πληγωμένος να κρατηθεί στη ζωή. 3) Φτάνει η ώρα της λύτρωσης. Ο μύθος του Ανταίου προβάλλει μπροστά μας ολοζώντανος. Με το λύγισμα-άγγιγμα-προς τη Γη, νέα δύναμη παροχετεύεται στο πληγωμένο σώμα. Ανεμοστρόβιλος οι χορευτές αφήνουν τη σκυμμένη, τη ζαρωμένη στάση, σηκώνονται, αναπηδούν και με τα σκέλη πλατειά ανοιγμένα ορθώνονται στητοί πάνω στη γη, με περήφανο ψηλά το κεφάλι και συνεχίζουν το χορό στην επανάληψη των στροφών του».

Με αφορμή τη δημοσίευση της αναφερόμενης μελέτης του Π. Δ. Μουζενίδη, ο μεγάλος πόντιος λαογράφος Π. Η. Μελανοφρύδης, Αργυρουπολίτης στην καταγωγή, δημοσίευσε την ίδια χρονιά στην Ποντιακή Εστία (σελ. 3747-3750), στη στήλη «Λαογραφικά», εμπεριστατωμένες περιγραφές και απόψεις γύρω απ' το χορό Σέρα. Λέει λοιπόν ο Παντελής Μελανοφρύδης μεταξύ άλλων: «Εν πρώτοις παρατηρούμε το εξής άξιον προσοχής, ότι οι Τούρκοι του Πόντου και ειδικώς των περιφερειών Τραπεζούντας, Τορουλίου, Γκιουμουσχανέ, Σουρμένων, Όφεως τους χορούς, τους οποίους εδανείσθησαν από τους Έλληνας ή άλλους λαούς, τους ονόμαζαν με την ελληνικήν λέξιν χορόν (ή χορόμ), ενώ τους ιδικούς των έλεγαν όιν (παιγνίδι) (κιοτσάκ οινί, πιτζάκ οινί, ζεϊμπέκ οινί). Έπειτα τον χορόν Σέρα τον έλεγαν Σέρα χορονί και συνηθέστερον: Λαζ'χορονί, εξ ου και εις την Χαλδίαν ελέγετο συνήθως «Λάζικον».

Ώστε έχομε προφανή την μαρτυρίαν των Τούρκων ότι ο χορός δεν είναι Τουρκικός αλλά Σέρα, δηλ. προερχόμενος από το χωρίον Σέρα της περιφερείας Ακτζαπάτ (Πλατάνων) ή από το Λαζιστάν (Λάζικον) και οι δύο προελεύσεις είναι σωσταί και εξηγούν τον διαφορετικόν τρόπον με τον οποίον εχορεύετο ο χορός αυτός, ως θα εξηγήσωμεν παρακατιόντες.

Σημειωτέον δε ότι εις τα Σούρμενα και τον Όφιν ο χορός και υπό των Ελλήνων και των Τούρκων ελέγετο Σέρα. Πόθεν η λέξις άγνωστον. Ίσως αρχαία ονομασία και κατόπιν οι Τούρκοι, είτε διότι εχορεύετο καλά εις Σέραν, είτε δια ν'αφοφύγωσι την συνωνυμίαν με την «σάραν» (επιληψίαν), τον μετονόμασαν Σέρα.

Η Σέρα δεν ήτο κοινός χορός, δυνάμενος να χορεύεται από όλους, όπως και οι λοιποί χοροί. Ήτο, όπως λίαν προσφυώς παρατηρεί ο φίλος κ. Άκογλου χορός, τον οποίον εχόρευαν «οι πιο ευγενείς και καλύτεροι σε κάθε πόλη», δηλ. σαν να πούμε ο αριστοκρατικός χορός, όπου για να συμμετάσχει κανείς έπρεπε να έχει ορισμένα προσόντα: Ευσταλής, ευκίνητος, ντυμένος καλά με την επιχώριον ζίπκαν (σαγιάκι ή λίπεσχαν), σελάχι, τουλάχιστον ένα μαχαίρι, πιστόλι ή ρεβόλβερ, ασημένιο χαϊμαλί κρεμασμένο από τον λαιμό και αλυσίδα ασημένια ωρολογίου, ελαφρά παπούτσια (τζιάπουλας, γεμενία) κουκούλα με τα απαραίτητα ασημόχροα σειρήτια.


Δεν εννοείτο χορευτής του Σέρα με σαλβάρια ή τις πάνινες ζίπκες, που φορούσεν ο φτωχόκοσμος, με παλαιά φορεσιά. Αυτοί θ' άκουαν το ποντιακό σατυρικό γνωμικό:
Αλούπες εχόρευεν κι' ο κόλος ατ' εφαίν' τον.

Μόνον λοιπόν ευγενείς, μπέηδες, διαλεκτά παλληκάρια και γυμνασμένα καλά ημπορούσαν να τον χορέψουν εις τους χορούς των πανηγύρεων της περιφερείας μας (Τορούλ) στην Γουμεράν τον Δεκαπενταύγουστον, στην Ανάληψιν της Αδύσσης, στην Αεμαρίναν του Κορκοτά, του Αγ. Γεωργίου, εις τα Καταφύγια του Παλαιοχωρίου κτλ. ελάμβανον μέρος μόνον παιδιά μπέηδων της Αρδάσσης και Ζερμούδας και Έλληνες, όλοι καλοντυμένοι και λεβέντες, διαλεκτοί «γιοσμάδες».

Και συνεχίζει ο Παντελής Μελανοφρύδης:
Αλλά και σε άλλας περιφερείας, όπου εχορεύετο ο χορός, η επιλογή ήτο απαραίτητος και πάντοτε επρώτευαν οι Έλληνες.

Ο γνωστός εις τους εκ Πόντου Έλληνας Γεν. Διοικητής (Βαλής) Τραπεζούντος Καδρή-μπεης, του οποίου η συνετή και δικαία διοίκησις, η στιβαρά χειρ και η αμερόληπτος δράσις του απέναντι των διαφόρων εθνοτήτων απεκατέστησαν την ασφάλειαν εις τον Νομόν και τον ανέδειξαν ένα των καλλιτέρων λειτουργών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (τέλος του 19ου αιώνος και αρχάς του 20ου), δια να διοργανώσει χορούς Σέρα δια τας διαφόρους εθνικάς εορτάς των Τούρκων προσέφευγεν όχι μόνον εις Έλληνας οργανοπαίκτας λύρας, ζουρνά και νταουλίου αλλά και από ελληνικά εκλεκτά παλληκάρια της περιφερείας Τραπεζούντος κυρίως εστρατολόγει τους χορευτάς δια τους δημοσίους αυτούς χορούς: Αχτζαπάτ, Μούντα, Αγρίδ', Ματσούκα, Κρώμνη, τους οποίους πολλάκις εφιλοδώρει πλουσιοπαρόχως.

Η αριστοκρατική αυτή μορφή του χορού συνηγορεί υπέρ της ιδέας ότι ο χορός Σέρα είναι Ελληνικός, κληρονομία των αρχαίων Ελλήνων, τον οποίον εξηκολούθησαν να χορεύουν και μετά την άλωσιν της Τραπεζούντος οι εξισλαμισθέντες Έλληνες και ιδία τα τέκνα των εξισλαμισθέντων ευγενών (μπέηδες), δεδομένου ότι οι δούλοι Έλληνες, ως μη οπλοφορούντες πλέον και κύπτοντες υπό τον βαρύν ζυγόν των δυναστών, δεν ημπορούσαν πλέον να χορεύουν τον χορόν αυτόν της ανδρείας, τον συμβολίζοντα την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν και περιωρίσθησαν εις τους άλλους οικογενειακούς χορούς. Είναι εύλογον να πιστεύσωμεν ότι εφόσον οι Τούρκοι δεν είχαν χορούς, οι δε δουλωθέντες Έλληνες πάν άλλο παρά ξεφαντώματα εσκέπτοντο, ο χορός Σέρα διετηρήθη εις την εξισλαμισθείσαν περιοχήν της Θοανίας (Τόνγιας) της οποίας οι κάτοικοι και τώρα είναι ελληνόφωνοι και από εκεί επεξετάθη με το όνομα Τόνγιαλιδικος χορός ή Σέρα, καθώς εις τους Λαζούς, οι οποίοι τον πήραν από τους γείτονας των Οφίτας».



Στο «Αρχείο Πόντου» επίσης, (τόμος 28, σελ. 247), ο Αντώνιος Παπαδόπουλος στην εργασία του «Σύμμεικτα Ροδοπόλεως» αναφέρει:

«Μόνο ο Πυρρίχιος εχορεύετο από άνδρας χωρίς τας γυναίκας. Κακώς επεκράτησε να λέγεται Σέρα ο Πυρρίχιος και ιδού πως. Δύο αδελφοί Σουγκίρ ογλού λεγόμενοι, εκ της περιφερείας του ποταμού Σέρα των Πλατάνων ,λαθρέμποροι καπνού, περιφερόμενοι τα διάφορα χωρία του εσωτερικού, φθάνοντες και μέχρι Μους και Διαρβεκίρ,εχόρευον τον Πυρρίχιον χορόν εις τα καταλύμματα των χωρίων και εξ αυτών, ως καταγομένων εκ Σέρα ονομάσθηκε ο χορός Σέρα- χορονί και διότι ερωτώμενοι, πόθεν είσθε, απήντων Σέραταν».

Όπως προανέφερα ο χορός Σέρα αναφέρεται και από τον Δ. Η. Οικονομίδη, Αργυρουπολίτη στην καταγωγή, στο «Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος», Αθήνα 1923, σελ. 340-41, ως Λάζικον. Λέει ο Οικονομίδης: «Το Λάζικον όπερ συνταυτιζόμενον προς τον συνήθη εις τα παράλια του Πόντου Σέρρα χορόν, λέγεται και τιναχτόν ή τρομαχτόν ως συνοδευόμενον υπό τιναγμού του σώματος των χορευτών ή και τρομώδους κινήσεως αυτών».

Μετά την παράθεση των εγκυρότερων, κατά τη γνώμη μου και μάλιστα πρωτογενών αναφορών γύρω από το χορό Σέρα, θά 'θελα στο σημείο αυτό να συνοψίσουμε και να κωδικοποιήσουμε ορισμένα καίρια στοιχεία που μας απασχολούν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούμε σήμερα στα πλαίσια μιας εισήγησης να εξαντλήσουμε το θέμα «ο χορός Σέρα» απ' όλες τις πλευρές. Δεν αγνοώ τις προσεγγίσεις νεότερων μελετητών όπως του Χρ. Σαμουηλίδη, σχετικά με τις διάφορες τοπικού ενδιαφέροντος ονομασίες του χορού π.χ. Αρδασινόν, Οφίτικον, Τονγιαλίδικον κλπ. ή τον Δημ. Αθανασιάδη ο οποίος κυρίως ασχολήθηκε με τον αρχαίο Πυρρίχιο. Κατά καιρούς εξάλλου διαβάζουμε είτε στις ποντιακές εφημερίδες είτε στα περιοδικά, διάφορες προσεγγίσεις από σύγχρονους μελετητές, εντός ή εκτός εισαγωγικών, για τον Σέρα - χορό, που κάθε άλλο παρά δίνουνε πειστικές απαντήσεις στα ερωτήματα που υπάρχουν ή κάνουν πλήρως κατανοητή την σημασία του χορού. Νομίζω ότι περισσότερη σύγχυση προκαλούν παρά πλήρη ανάλυση προσφέρουν. Ίσως θά ΄πρεπε να γίνει από την Π.Ο.Ε. μια περιεκτικότερη, από πλευράς θεματικής, ημερίδα για τον Σέρα-χορό από την ημερίδα που έγινε το Μάη του 2008 στο Ριζό της Σκύδρας. Η ημερίδα εκείνη είχε άλλους στόχους στους οποίους θα αναφερθώ παρακάτω.

Α. Η Ονομασία του Χορού

Στις παραπάνω αναφορές μου στα γραπτά κείμενα των λογίων μας της πρώτης γενιάς, όσο κι αν σέβομαι τη μνήμη τους και αναγνωρίζω την τεράστια προσφορά τους, διαπιστώνει κανείς ότι όχι μόνο δεν υπάρχει ξεκαθάρισμα για το πώς πρέπει να αναφέρεται ο χορός, ο χορός ως λαϊκή χορευτική έκφραση του ποντιακού ελληνισμού, αλλά πολλές φορές γίνονται και αυθαίρετες παραδοχές.

- Δεν είναι δυνατόν π.χ. να έχουν πάρει τον χορό οι Λαζοί από τους γείτονές τους Οφίτες και απ' αυτούς να ονομάζεται Λάζικον ενώ οι Οφίτες (εξισλαμισμένοι Έλληνες-Ρωμιοί) να τον ονομάζουν χορόν, όπως χορόν τον ονομάζουν και οι επίσης εξισλαμισμένοι Έλληνες-Ρωμιοί της Τόνγιας, οι οποίοι μάλιστα κατά δήλωσή τους κατάγονται απ' την Κιμισχανά. Συνεπώς δεν μπορεί να είναι αυτός ο λόγος που επικράτησε η ονομασία Λάζικον. Εδώ υπάρχει σίγουρα σύγχυση. Θα δούμε πως προέκυψε.

- Κατ' αρχήν γιατί οι Λαζοί σήμερα δεν χορεύουν τον χορό, ούτε αυτοί που παραμένουν στη λεγόμενη Μιγκρελία, στα παράλια δηλαδή της Γεωργίας & Απχαζίας, ούτε αυτοί που επανήλθαν ή προσφύγαν στα όρια του σημερινού τουρκικού κράτους, είτε δεν έφυγαν ποτέ από την κοιτίδα τους;

- Και για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα αμφισβήτηση από κανέναν μελετητή, εθνολόγο, ανθρωπολόγο, ιστορικό κλπ. ότι ο γεωγραφικός χώρος που συναντάμε την εθνότητα των Λαζών είναι πέρα των 80χλμ. ανατολικά της Τραπεζούντας, ανατολικότερα δηλαδή από την περιοχή του Όφεως. Μόνο στην περιοχή της Ριζούντας νότια και ανατολικότερα συναντάμε και σήμερα Λαζούς οι οποίοι εκεί και μόνο συνυπήρχαν με έλληνες χριστιανούς (Πόντιους-Ρίζελήδες), με εξισλαμισθέντες Έλληνες καθώς και εξισλαμισθέντες Αρμένιους (Χεμσινλί) με τους οποίους εξάλλου εξακολουθούν και συνυπάρχουν.

Αν επιμένω σήμερα στο ζήτημα αυτό είναι γιατί πράγματι ο χορός στην περιοχή της Αργυρούπολης λεγότανε Λάζικον (Δ.Η. Οικονομίδης) ή και Λάζ-χορονί (Π.Η. Μελανοφρύδης). Ως Λάζικον ο χορός ήταν γνωστός και στο Καρς, με φιγούρες απλούστερες βέβαια, όσες διασώθηκαν κατά την έξοδο στις περιοχές αυτές από τους Κιμισχαναλήδες μετανάστες-πρόσφυγες.

Το ζήτημα αυτό-η σύγχυση δηλαδή μεταξύ Ποντιακού Ελληνισμού και Λαζικής εθνότητας - είναι γνωστό ότι ταλανίζει τον Ποντιακό Ελληνισμό από την δεκαετία του 1920 μέχρι και σήμερα. Είναι γνωστές εξάλλου οι αναφορές και πολλών ποντίων λογίων, οι οποίοι χαρακτήριζαν ως Τουρκολαζούς τους Οφίτες ή Οφλήδες, τους Τονγιαλίδες, αλλά και τους εξισλαμισθέντες έλληνες της περιοχής της Τραπεζούντας. Απάντηση-και νομίζω αδιαμφισβήτητη- δόθηκε στο ζήτημα αυτό από Πανελλήνια Σύσκεψη για το θέμα, στην Εύξεινο Λέσχη της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 1960. Αφορμή υπήρξε η κυκλοφορία δίσκου με το ρεφραίν «Ζει, ζει και μας βγάλανε Λαζοί». Ο δίσκος αυτός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το αποκορύφωμα μιας ύπουλης προπαγάνδας που υποβόσκει από τη δεκαετία του 1920, ότι δήθεν το προσωνύμιο Λαζοί για τους Πόντιους είναι τίτλος τιμής και προέρχεται από την -αμφιβόλου ιστορικότητας -κραυγή «Η Ελλάς Ζει» των απαγχονισθέντων ηρώων του Ποντιακού Ελληνισμού στην Αμάσεια. Το χάπι είχε επιμελώς χρυσωθεί και ήταν προς ευρείαν κατανάλωση.


Στην Πανελλήνια εκείνη σύσκεψη αναφέρθηκαν διεξοδικά όλα τα συναφή ζητήματα, τόσο για την εθνότητα των Λαζών όσο και για τη σύγχυση που είχε κάποτε επιφέρει τόσο ο τίτλος του Μητροπολίτη Τραπεζούντας ως Μητροπολίτη «Τραπεζούντος και πάσης Λαζικής» (μην ξεχνάμε ότι κάποτε και οι Λαζοί ήταν χριστιανοί) όσο και η προπαγάνδα των διαφόρων ξένων επιτροπών «αποκατάστασης!!!» των προσφύγων τη δεκαετία του 1920.

Δυστυχώς ακόμα και σήμερα ακούγεται αυτός ο χαρακτηρισμός των Ελλήνων του Πόντου ως Λαζών, και δεν μιλώ για τους απληροφόρητους και αγράμματους καλοπροαίρετους, αλλά για δήθεν ερευνητές ή ακόμα-ακόμα και για φερέλπιδες ή και φτασμένους ακαδημαϊκούς ημέτερους. Ήταν χαρακτηριστικό το ξέσπασμα του μεγάλου μας σύγχρονου λαογράφου και επίτιμου διδάκτορα λαογραφίας, μακαρίτη Οδυσσέα Λαμψίδη- Προέδρου της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών τότε- στην τηλεοπτική εκπομπή «Το Μεγάλο μας Χρέος» που επαναπροβλήθηκε φέτος στις 14 Αυγούστου στην κρατική τηλεόραση, στα πλαίσια του μεγάλου εορτασμού της επαναλειτουργίας μετά 88 χρόνια της ιστορικής Μονής της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο, χοροστατούντος του οικουμενικού μας Πατριάρχη κ.κ.Βαρθολομαίου του Α'. Ο μεγάλος Οδυσσέας Λαμψίδης όχι μόνο ξεκαθάρισε τα πράγματα σχετικά με τη σύγχυση Έλληνας, Πόντιος και Λαζός, αλλά τά 'πε έξω από τα δόντια στους «ανιστόρητους ακαδημαϊκούς» που με ελαφριά τη συνείδηση εξακολουθούν να συγχέουν τους δύο λαούς.

Θα κλείσω τον σχολιασμό μου στο όλο ζήτημα αναφερόμενος στον σύγχρονο Άγγλο μελετητή, δημοσιογράφο και συγγραφέα Νήλ Άσερσον και στο βιβλίο του ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ-Λίκνο Πολιτισμού & Βαρβαρότητας, Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2003, το οποίο αποτελεί εμπεριστατωμένη μελέτη των λαών της Μαύρης Θάλασσας. Ο έγκριτος μελετητής κάνει σαφή διαχωρισμό της εθνοτικής ομάδας των Λαζών από τους υπόλοιπους που κατοικούσαν στα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Αναφέρεται μάλιστα συγκεκριμένα στους Έλληνες Πόντιους και στις κοιτίδες τους απ' τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα. Στις σελίδες 375-400 ασχολείται με τους Λαζούς και τις περιοχές που μπορεί να τους συναντήσει κανείς διαχρονικά. Τους τοποθετεί στις περιοχές της Μιγκρελίας, παράλια Απχαζίας και Γεωργίας μέχρι και 80 χλμ. ανατολικά της Τραπεζούντας σε θύλακες της παλιάς Λαζικής χώρας (όπως είναι γνωστό εξάλλου οι περιοχές αυτές ανήκαν κάποτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία). Κάνει λόγο για τον εξισλαμισμό τους, για τις μετακινήσεις τους από τον 15ο αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου και τις πιέσεις που δέχονταν κάθε φορά στη διάρκεια των ρωσοτουρκικών συγκρούσεων και πολέμων. Αναφέρεται επίσης στη γλώσσα τους- συγγενική της μικγρελικής- καθώς και στον πληθυσμό τους και στη διασπορά τους. Εμάς στην προκειμένη περίπτωση μας ενδιαφέρει η εξής παράγραφος στη σελίδα 379 του βιβλίου του. «Οι περισσότεροι Τούρκοι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή τους. Τους μπερδεύουν με το λαϊκό όρο «Λαζ» που υποδηλώνει την επαρχιακή τουρκόφωνη κουλτούρα ολόκληρης της νοτιοανατολικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας μέχρι τη Σαμψούντα». Πιστεύω ότι ο όρος αυτός είναι κατάλοιπο προερχόμενο από τον τίτλο της εκκλησίας της Τραπεζούντας, όπως προανέφερα. Γνωρίζουμε εξάλλου ότι οι σημερινοί κάτοικοι του Πόντου (εξισλαμισθέντες έλληνες) όχι μόνο δεν χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο αλλά δηλώνουν απερίφραστα ότι ανήκουν στο καρα-ντενίζ μιλέτ, δηλαδή είναι Μαυροθαλασσίτες (Πόντιοι) και μιλούν ρωμέικα (συντζένω ρωμέικα ή κονουσεύω ρωμέικα, Τονγιαλήδες και Οφλήδες αντίστοιχα).

Νομίζω ότι για το επίμαχο θέμα δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε άλλο. Όσοι επιθυμούν να πληροφορηθούν περισσότερα ας προστρέξουν στα πρακτικά της Πανελλαδικής Σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε στην Εύξεινο Λέσχη τη δεκαετία του 1960 και στις αντίστοιχες Δημοσιεύσεις εκείνης της περιόδου.

Β. Είναι ο Σέρα-Χορός ο Αρχαίος Πυρρίχιος;

Ένα άλλο ζήτημα που αφορά την ονομασία του χορού είναι αν και κατά πόσο πρέπει να τον λέμε Πυρρίχιο. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα πρέπει πρώτα να δούμε:

1. Είναι πολεμική όρχηση ο χορός;

Πολεμική όρχηση ονομάζουμε έναν χορό που μπορεί να υποκαταστήσει την εκγύμναση των πολεμιστών, αυτό που λέμε δηλαδή στρατιωτικά γυμνάσια, φυσική αγωγή, τρέξιμο, αντοχή, αναγνώριση και κατάληψη θέσεων μάχης, επίθεση, άμυνα κλπ. Τα έχει αυτά ο χορός; Η απάντηση είναι απερίφραστα, ναι. Και θα το δούμε παρακάτω.

2. Μπορούμε, αν έχει όλα τα παραπάνω στοιχεία, να εκλάβουμε το χορό ως χορόδραμα;

Χωρίς να αντιπαρατίθεμαι με τη διατύπωση επί του συγκεκριμένου θέματος (χορόδραμα) στη μελέτη του κ. Π. Δ. Μουζενίδη, όπως αυτή αναφέρεται παραπάνω και στην οποία αναλύει κυρίως την-υποτιθέμενη-ψυχολογία των χορευτών κατά την εκτέλεση του χορού, θεωρώ ότι στο προκείμενο μας ενδιαφέρει περισσότερο να δούμε αν ο χορός, από πλευράς κινησιολογίας, μπορεί να θεωρηθεί πλήρης αναπαράσταση μάχης. Και η απάντηση είναι, ναι. Και εξηγούμαι. Ο χορός περιλαμβάνει τρία (3)μέρη:

α. Εισαγωγή: Είναι η είσοδος των χορευτών-πολεμιστών στη διαδικασία της μάχης.

Περιλαμβάνει την συγκρότηση της ομάδας επίθεσης, σωματική προετοιμασία, αναγνώριση εδάφους και προεισαγωγικές κινήσεις της κυρίως επίθεσης. Στη φάση αυτή αντιστοιχούν οι φιγούρες αχτσαπάτ-χορονί, ουφάκ, ημ'σόν ποδάρ' κ.α.

β. Κυρίως χορός: Περιλαμβάνει το τρομαχτόν τικ και τις φιγούρες ή τσακώματα.

Το τρομαχτόν τικ αντιστοιχεί στο τρέξιμο των πολεμιστών προς τα εμπρός εναντίον του εχθρού. Είναι η φάση της επίθεσης πριν τη σύγκρουση.

Οι φιγούρες ή τσακώματα (σπασίματα) αντιστοιχούν στην ανάληψη των όπλων και στην κατάληψη θέσεων μάχης.

Ανάλογα με τη φιγούρα μπορούμε να δούμε αρχαιοπρεπείς εικόνες μάχης (των ποδών οι κτύποι και των όπλων οι γδούποι, βλ. Παπαμιχαλόπουλος) ή ακόμα και σύγχρονες (γονάτισμα των χορευτών στο έδαφος κλπ, δηλ. ανάλογες κινήσεις με την κατάληψη θέσεων μάχης πεζικού).

Στα δύο (2) πρώτα μέρη του χορού οι χορευτές λειτουργούν ως σύνολο και υπακούουν σε παραγγέλματα (καθαρά στρατιωτική λογική), που δίνονται από τον ζωηρότερο και εκφραστικότερο χορευτή «αλ ασαγά-έπαρτο κά». Ο χορός στα πρώτα δύο μέρη είναι κυκλικός σε πολύ μεγάλο κύκλο, όπου μπορούν να λειτουργούν και επί μέρους ομάδες (τόξα του κύκλου) αλλά τότε χρειάζεται διαφορετικός συγχρονισμός και διαφορετικός τρόπος στο να πάρουμε κάτω το χορό.

γ. Μαχαίρια: Το τρίτο μέρος του χορού είναι η ανά δύο σύγκρουση των χορευτών-πολεμιστών με όπλο δίκοπη κάμα ή πάλα. Είναι η φάση όπου η συντεταγμένη σύγκρουση με τον εχθρό έχει τελειώσει και οι πολεμιστές έρχονται αντιμέτωποι άνδρας προς άνδρα. Η φάση αυτή λέγεται και πιτσάκ-χορονί (χορός των μαχαιριών) ή πιτσάκ -οϊνί (παίξιμο των μαχαιριών). Η φάση αυτή του χορού μεταφέρθηκε έως τις ημέρες μας αυθεντικά από την αρχαιότητα. (βλ.Ξενοφώντος, Κάθοδος των Μυρίων.

3. Έχει ο Σέρα-χορός σχέση με τον αρχαίο Πυρρίχιο και γιατί;

α. Τόπος που χορεύεται: Αν κάποιος ήθελε να ψάξει σήμερα κατάλοιπα ενός πολιτισμού, το πρώτο που θα τον ενδιέφερε θα έπρεπε να είναι το που αναπτύχθηκε αυτός ο πολιτισμός, δηλ. τον τόπο. Δεν πάμε να ζητήσουμε Παρθενώνες έξω απ' το Βερολίνο. Ο Λουκιανός παραπάνω μας αναφέρει ότι στην Ιωνία και στον Πόντο εδιδάσκοντο την αρχαία όρχηση και μάλιστα ο χορός χρησιμοποιήθηκε για να αποδοθούν θεατρικά ιστορικά γεγονότα. Δηλαδή είχε πάρει τη μορφή χοροδράματος, κάτι που θα το ξανασυναντήσουμε μετά από 15 τουλάχιστον αιώνες στην Ευρώπη της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού.

Την ίδια εποχή που αναφέρει ο Λουκιανός στην κυρίως Ελλάδα, δηλαδή Αθήνα, Σπάρτη κλπ. όπου συναντάμε στους κλασικούς τον Πυρρίχιο χορό, ο χορός έχει χαθεί γιατί η Ρωμαϊκή κατάκτηση κατάφερε να κάμψει το φρόνημα. Εκεί όμως στην εσχατιά του ελληνισμού, στον Ελλενόποντο, το φρόνημα διατηρήθηκε και άντεξε. Άντεξε και στις μετά τον 2ο αιώνα-στον οποίο αναφέρεται ο Λουκιανός-διώξεις του χορού από τη νέα θρησκεία του Ναζωραίου μέχρι που το καινούργιο δόγμα ενσωμάτωσε τα λαϊκά έθιμα και τάκανε δικά του. Ο χορός στον Πόντο άντεξε και την επιδρομή του Ισλάμ. Κάποιοι Έλληνες εξισλαμίσθησαν αλλά εξακολούθησαν να ομιλούν την αρχαιοελληνική ποντιακή διάλεκτο. Αυτός λοιπόν είναι ο τόπος στον οποίο πρέπει να ψάξουμε και να βρούμε το στοιχείο αυτό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.Και βέβαια επειδή ακριβώς δεν μιλάμε για «υλικά αντικείμενα: ναούς παλιούς, εκκλησίες, αγάλματα, εικόνες» (Άκογλου), προστρέχουμε στο υποκείμενο και τον φορέα του πολιτισμού που δεν είναι κανένας άλλος παρά ο Πόντιος Έλληνας (είτε κυρίως ο χριστιανός ξεριζωμένος, είτε ο ρωμιός εξισλαμισμένος που παρέμεινε στις κοιτίδες του)

β. Τρόπος που χορεύεται: Παραπάνω αναλυτικά εκθέσαμε τα τρία μέρη του χορού αλλά και τις αναφορές των έγκριτων λογίων της πρώτης γενιάς για το ποιοι σε κάθε περιοχή χόρευαν τον Σέρα-χορό (βλ. Δ. Η. Οικονομίδης, Π. Η. Μελανοφρύδης κλπ.) Αν κανείς προστρέξει τόσο στον Πλάτωνα όσο και στο Λυσσία, θα εκπλαγεί από τη διαπίστωση ότι οι χορευτές στην Αρχαιότητα και οι σύγχρονοι Πόντιοι Σεράχοροντζήδες πατούν στη γη με τον ίδιο τρόπο, χορεύουν στον ίδιο ρυθμό και με τα ίδια όργανα (λύρα, αυλό, άσκαυλο). Οι φιγούρες σήμερα είναι προσαρμοσμένες τόσο στον πολεμιστή που φέρει μακρύκαννο πυροβόλο όπλο, όσο και σ' αυτόν που θα συγκρουστεί άνδρας προς άνδρα με τον εχθρό (παίξιμο του μαχαιριού).

Μετά τα παραπάνω νομίζω ότι μπορώ να τοποθετηθώ ξεκάθαρα απέναντι στο Σέρα-χορό και να δηλώσω απερίφραστα ότι τον θεωρώ:

- Την πληρέστερη προς τον αρχαίο Πυρρίχιο, μορφή χορού, με ελάχιστες έως καθόλου διαφοροποιήσεις.

- Την αρχετυπική μορφή χορού για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ποντιακών χορών (ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα σε άλλη ημερίδα).

- Θεωρώ επίσης ότι ανήκει ουσιαστικά σε όλους τους Ποντίους και σε όλες τις περιοχές από την Πάφρα και Σαμψούντα μέχρι και τις Ποντιακές παροικίες της μετεγκατάστασης στο εσωτερικό ή εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου διασώθηκε με την απλούστερη μορφή του χορού του απλού τρομαχτού Τικ ή ακόμα και με απλούστερες φιγούρες (Καρς). Δεν μπορούμε βέβαια να αρνηθούμε ότι στην Τραπεζούντα και την ευρύτερη περιοχή της, από τα πιο κοντινά χωριά μέχρι τη Χαλδία, την Τόνγια και τον Όφη, ο Σέρα-χορός διατήρησε την αρχαιοπρεπή του μορφή σε όλα του τα χαρακτηριστικά. Εδώ οφείλουμε να πούμε ότι η συμβολή των κρυπτοχριστιανών οι οποίοι ως γνωστόν είχαν το δικαίωμα να φέρουν οπλισμό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση του τρίτου μέρους του χορού (μαχαίρια) αλλά και στη διατήρηση του πολεμικού ύφους που τον προσδιορίζει.

Αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι μπορούμε να πούμε τον Σέρα-χορό, Πυρρίχιο κι ότι η σωστότερή του ονομασία σήμερα θάπρεπε νάναι ο Πυρρίχιος Σέρα-χορός.

Στην ημερίδα που διοργάνωσε η Π.Ο.Ε. και η Επιτροπή Πολιτισμού στο Ριζό της Σκύδρας το Μάη του 2008 είχαμε βάλει σα στόχο να επιλέξουμε τις φιγούρες εκείνες (ορισμένες μεταξύ του συνόλου, κοινές για όλα τα σωματεία) που θα αναδείκνυαν το ύφος του χορού, το στήσιμο και την εκτέλεσή του αυθεντικά παραδοσιακά, έτσι που να μπορούν οι νεολαίοι μας σε κοινές εκδηλώσεις όπως είναι τα Παμποντιακά Φεστιβάλ και άλλες μείζονος ενδιαφέροντος, να χορεύουν όλοι μαζί σ' ένα μεγάλο σφιχτοδεμένο και καλά πειθαρχημένο κύκλο που να μας φέρνει πίσω στα χρόνια εκείνα της ζωής μας στον Πόντο. Δεν μπορώ να πω ότι η επιτυχία ήταν απόλυτη. Έγιναν όμως τα πρώτα βήματα. Μεγάλες ομάδες πια χορευτών σε επίπεδο Σ.ΠΟ.Σ. τουλάχιστον, κάνουν την εμφάνισή τους κάθε χρόνο και προκαλούν συγκινήσεις. Εύχομαι κάποτε να το πετύχουμε και να μπορέσουμε να χορέψουμε όλοι μαζί Πανελλαδικά.

Μιχάλης Καραβέλας

Ο Μιχάλης Καραβέλας είναι Διπλ. Γεωπόνος Α.Π.Θ., πρώην καθηγητής ΤΕΙ Θεσ/νίκης, μέλος του Δ.Σ. της Ευξείνου Λέσχης Θεσ/νίκης και της Επιτροπής Πολιτισμού της Π.Ο.Ε.