του Σάββα Καλεντερίδη
Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, νικητές και ηττημένοι, προσπαθούσαν να γιατρέψουν τις πληγές του καταστροφικού πολέμου και να ανορθώσουν τις κοινωνίες και τις οικονομίες τους, εμείς στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα άφρονων επιλογών των πολιτικών μας ταγών, με τον τραγικό Εμφύλιο γκρεμίζαμε ό,τι έμεινε όρθιο από τον πόλεμο.
Τότε, στις αρχές του 1950, όταν άρχισε η καταγραφή των αναπήρων και θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποπειράθηκαν τα παιδιά ενός Πόντιου από κάποιο χωριό της Κατερίνης,. που έχασε το ένα πόδι του πάνω από το μηρό στο Μέτωπο της Αλβανίας, να τον δηλώσουν ως ανάπηρο, για να επωφεληθεί των ευεργετημάτων που θέσπισε η πολιτεία και να λάβει τη σύνταξη του αναπήρου πολέμου. Τότε ο υπερήφανος αυτός Έλληνας, που είχε πολεμήσει και στα βουνά του Πόντου ως αντάρτης, προσβλήθηκε βαθύτατα από την απόπειρα των παιδιών του, τους οποίους επιτίμησε λέγοντας: «Απορώ τι παιδιά μεγάλωσα. Πώς είναι δυνατόν να διανοηθείτε ότι εγώ, που υπηρέτησα το Έθνος και την Πατρίδα στον Πόντο και εδώ στην Ελλάδα, που ήμουν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να δώσω τη ζωή μου γι’ αυτήν, θα καταδεχτώ να πάρω σύνταξη από την καθημαγμένη μας Πατρίδα. Η Πατρίδα μας τώρα χρειάζεται τη βοήθειά μας και αντί να μου πείτε να τη βοηθήσουμε, μου προτείνετε να πάρουμε απ’ αυτήν;» Και φυσικά αρνήθηκε να πάρει τη σύνταξη που εδικαιούτο.
Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν χιλιάδες, αφού ο ελληνικός λαός από το 1821 και εντεύθεν, σε αλλεπάλληλους αγώνες, πρόσφερε με αυτοθυσία ακόμα και τη ζωή του για τη δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας, που σήμερα βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής.
Αυτός ο λαός, δεξιοί και αριστεροί, που ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να προσφέρει και όχι να πάρει από το κράτος και την πατρίδα, σταδιακά, μετά τη Μεταπολίτευση, εκμαυλίστηκε από τους πολιτικούς και άλλαξε εντελώς νοοτροπία, βλέποντας το κράτος ως λύση για όλα του τα προβλήματα, ενώ οι ίδιοι οι πολιτικοί φρόντισαν να βγάλουν από το λεξιλόγιό του τη λέξη «Πατρίδα», που αποτελούσε έναν από τους πιο σημαντικούς πυλώνες της κοινωνικής και πολιτικής ηθικής στην Ελλάδα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το 1981 και εντεύθεν, όταν με το κίβδηλο επιχείρημα της ιστορικής δικαίωσης και με το σκεπτικό ότι μετά την Κατοχή νέμονταν το κράτος οι δοσίλογοι, οι μαυραγορίτες και οι δεξιοί, άνοιξαν οι πύλες του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων για τους επί δεκαετίες αποκλεισμένους αριστερούς, για να κάνουν κι αυτοί ό,τι έκαναν οι άλλοι που κατηγορούσαν και μάλιστα με την ορμή του ηττημένου που διψάει για εκδίκηση. Όμως το ένα λάθος δεν αντιμετωπίζεται και δεν λύνεται με ένα άλλο. Τα αποτελέσματα γνωστά -αρκεί να δει κανείς τα ποσοστά στην ΑΔΕΔΥ- με μοιραίο συνεπακόλουθο τη διάλυση της ιεραρχίας, της Δημόσιας Διοίκησης και του κράτους, τη σταδιακή επιβάρυνση του προϋπολογισμού, μια επιβάρυνση που καλυπτόταν από εξωτερικό δανεισμό, για να καταλήξουμε στη σημερινή τραγική κατάσταση.
Έτσι φθάσαμε στο «μαζί τα φάγαμε», μια φράση που δεν ειπώθηκε τυχαία, αφού είχε ως στόχο τη δημιουργία αισθήματος συλλογικής ευθύνης και ενοχής στους πολίτες και την κοινωνία, για να δεχτούν στη συνέχεια αδιαμαρτύρητα τα όποια δυσβάστακτα μέτρα επιβάλλουν οι δανειστές μας. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, η φράση και το σκεπτικό που την προκάλεσε δεν έφερε το απαιτούμενο αποτέλεσμα, κυρίως για δυο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι μέσα σ’ αυτήν κρύβεται η μισή αλήθεια, αφού ναι μεν οι πολίτες με τη συμμετοχή τους στο παιχνίδι των προσλήψεων και των παροχών του κράτους συμμετείχαν στην κατασπατάληση των δημόσιων πόρων και του εθνικού πλούτου, πλην όμως τους όρους του παιχνιδιού τους καθόρισαν οι πολιτικοί, οι οποίοι μάλιστα, ως κυρίαρχοι στην Εκτελεστική και τη Νομοθετική εξουσία, καπέλωσαν και τη Δικαστική εξουσία, αλλοιώνοντας και το χαρακτήρα του πολιτεύματος και βγάζοντας από τη μέση έναν παράγοντα ο οποίος θα μπορούσε να βάλει φρένο στον ηθικό και πολιτικό κατήφορο των πολιτικών.
Ο δεύτερος λόγος είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη φράση και γενικότερα η τακτική και οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να εφαρμόσει τις πολιτικές της και να πείσει τους πολίτες να συμμετέχουν στις προσπάθειες για την ανόρθωση της χώρας, είναι εκβιαστικές και προσβάλλουν την υπερηφάνεια και το φιλότιμο των Ελλήνων πολιτών.
Αυτοί είναι οι κύριοι λόγοι που προκαλούν την κοινωνική οργή και τροφοδοτούν τα φαινόμενα βίας, χωρίς να αποκλείεται φυσικά η συμμετοχή των μηχανισμών της άρνησης και του μηδενισμού, που πολύ απλά επωφελούνται από μια κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία, για αντικειμενικούς λόγους, που αδρομερώς προαναφέρθηκαν.
Η κατάσταση στην ελληνική κοινωνία δεν είναι καλή και τα φαινόμενα προπηλακισμού και άσκησης βίας εναντίον βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου ορθώς ανησυχούν και πανικοβάλλουν τα κόμματα. Η λύση της καταστολής είναι πυροσβεστική και δεν λύνει το πρόβλημα της οργής και της βίας, για να μην πούμε ότι υπό προϋποθέσεις το επιτείνει, όπως επίσης δεν είναι λύση η ανάληψη πρωτοβουλιών όπως η αναγγελθείσα από τον κ. πρωθυπουργό για την αντιμετώπιση των φαινομένων βίας.
Η Ελλάδα, η Πατρίδα μας, αντιμετωπίζει ένα σοβαρότατο πρόβλημα, που δημιουργήθηκε με κύρια ευθύνη των πολιτικών. Μόνο που για να επιλυθεί το πρόβλημα αυτό δεν αρκεί η συμμετοχή και η συναίνεση των πολιτικών και των κομμάτων, αλλά απαιτείται η εθελούσια μαζική συμμετοχή των ίδιων των πολιτών και της κοινωνίας. Και για να γίνει αυτό, για να ξαναβρούμε εμείς οι Έλληνες τα χαρακτηριστικά της αυταπάρνησης και της φιλοπατρίας του Πόντιου που αρνήθηκε τη σύνταξη, θα πρέπει οι πολιτικοί να κάνουν την αυτοκριτική τους και να δώσουν ξεκάθαρα δείγματα των προθέσεών τους για τη στάση που θα ακολουθήσουν από τούδε και στο εξής. Με άλλα λόγια, πρέπει να μιλήσουν με ειλικρίνεια στον ελληνικό λαό και να του χτυπήσουν στο φιλότιμο, για να συμμετέχει σύσσωμος και με αυταπάρνηση στο δύσκολο έργο της ανασυγκρότησης της χώρας. Τότε θα έχει απαλειφθεί αυτόματα και το πρόβλημα των προπηλακισμών και της βίας εναντίον των πολιτικών.
Το ερώτημα είναι αν μπορούν, αν έχουν το πολιτικό, το ηθικό και το εθνικό ανάστημα να το πράξουν πολιτικοί που έχουν βεβαρημένο παρελθόν, που περιτριγυρίζονται από στρατιές ξένων περίεργων συμβούλων, εκείνοι που δεν χάνουν την ευκαιρία να δηλώνουν ανερυθρίαστα ότι είναι γνήσια και πειθαρχημένα τέκνα της παγκόσμιας διακυβέρνησης και που μέχρι χθες αντιμετώπιζαν με ένα είδος απέχθειας τις λέξεις Έλληνας, Έθνος και Πατρίδα.
Πηγή: Infognomon Politics
Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, νικητές και ηττημένοι, προσπαθούσαν να γιατρέψουν τις πληγές του καταστροφικού πολέμου και να ανορθώσουν τις κοινωνίες και τις οικονομίες τους, εμείς στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα άφρονων επιλογών των πολιτικών μας ταγών, με τον τραγικό Εμφύλιο γκρεμίζαμε ό,τι έμεινε όρθιο από τον πόλεμο.
Τότε, στις αρχές του 1950, όταν άρχισε η καταγραφή των αναπήρων και θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποπειράθηκαν τα παιδιά ενός Πόντιου από κάποιο χωριό της Κατερίνης,. που έχασε το ένα πόδι του πάνω από το μηρό στο Μέτωπο της Αλβανίας, να τον δηλώσουν ως ανάπηρο, για να επωφεληθεί των ευεργετημάτων που θέσπισε η πολιτεία και να λάβει τη σύνταξη του αναπήρου πολέμου. Τότε ο υπερήφανος αυτός Έλληνας, που είχε πολεμήσει και στα βουνά του Πόντου ως αντάρτης, προσβλήθηκε βαθύτατα από την απόπειρα των παιδιών του, τους οποίους επιτίμησε λέγοντας: «Απορώ τι παιδιά μεγάλωσα. Πώς είναι δυνατόν να διανοηθείτε ότι εγώ, που υπηρέτησα το Έθνος και την Πατρίδα στον Πόντο και εδώ στην Ελλάδα, που ήμουν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να δώσω τη ζωή μου γι’ αυτήν, θα καταδεχτώ να πάρω σύνταξη από την καθημαγμένη μας Πατρίδα. Η Πατρίδα μας τώρα χρειάζεται τη βοήθειά μας και αντί να μου πείτε να τη βοηθήσουμε, μου προτείνετε να πάρουμε απ’ αυτήν;» Και φυσικά αρνήθηκε να πάρει τη σύνταξη που εδικαιούτο.
Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν χιλιάδες, αφού ο ελληνικός λαός από το 1821 και εντεύθεν, σε αλλεπάλληλους αγώνες, πρόσφερε με αυτοθυσία ακόμα και τη ζωή του για τη δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας, που σήμερα βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής.
Αυτός ο λαός, δεξιοί και αριστεροί, που ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να προσφέρει και όχι να πάρει από το κράτος και την πατρίδα, σταδιακά, μετά τη Μεταπολίτευση, εκμαυλίστηκε από τους πολιτικούς και άλλαξε εντελώς νοοτροπία, βλέποντας το κράτος ως λύση για όλα του τα προβλήματα, ενώ οι ίδιοι οι πολιτικοί φρόντισαν να βγάλουν από το λεξιλόγιό του τη λέξη «Πατρίδα», που αποτελούσε έναν από τους πιο σημαντικούς πυλώνες της κοινωνικής και πολιτικής ηθικής στην Ελλάδα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το 1981 και εντεύθεν, όταν με το κίβδηλο επιχείρημα της ιστορικής δικαίωσης και με το σκεπτικό ότι μετά την Κατοχή νέμονταν το κράτος οι δοσίλογοι, οι μαυραγορίτες και οι δεξιοί, άνοιξαν οι πύλες του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων για τους επί δεκαετίες αποκλεισμένους αριστερούς, για να κάνουν κι αυτοί ό,τι έκαναν οι άλλοι που κατηγορούσαν και μάλιστα με την ορμή του ηττημένου που διψάει για εκδίκηση. Όμως το ένα λάθος δεν αντιμετωπίζεται και δεν λύνεται με ένα άλλο. Τα αποτελέσματα γνωστά -αρκεί να δει κανείς τα ποσοστά στην ΑΔΕΔΥ- με μοιραίο συνεπακόλουθο τη διάλυση της ιεραρχίας, της Δημόσιας Διοίκησης και του κράτους, τη σταδιακή επιβάρυνση του προϋπολογισμού, μια επιβάρυνση που καλυπτόταν από εξωτερικό δανεισμό, για να καταλήξουμε στη σημερινή τραγική κατάσταση.
Έτσι φθάσαμε στο «μαζί τα φάγαμε», μια φράση που δεν ειπώθηκε τυχαία, αφού είχε ως στόχο τη δημιουργία αισθήματος συλλογικής ευθύνης και ενοχής στους πολίτες και την κοινωνία, για να δεχτούν στη συνέχεια αδιαμαρτύρητα τα όποια δυσβάστακτα μέτρα επιβάλλουν οι δανειστές μας. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, η φράση και το σκεπτικό που την προκάλεσε δεν έφερε το απαιτούμενο αποτέλεσμα, κυρίως για δυο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι μέσα σ’ αυτήν κρύβεται η μισή αλήθεια, αφού ναι μεν οι πολίτες με τη συμμετοχή τους στο παιχνίδι των προσλήψεων και των παροχών του κράτους συμμετείχαν στην κατασπατάληση των δημόσιων πόρων και του εθνικού πλούτου, πλην όμως τους όρους του παιχνιδιού τους καθόρισαν οι πολιτικοί, οι οποίοι μάλιστα, ως κυρίαρχοι στην Εκτελεστική και τη Νομοθετική εξουσία, καπέλωσαν και τη Δικαστική εξουσία, αλλοιώνοντας και το χαρακτήρα του πολιτεύματος και βγάζοντας από τη μέση έναν παράγοντα ο οποίος θα μπορούσε να βάλει φρένο στον ηθικό και πολιτικό κατήφορο των πολιτικών.
Ο δεύτερος λόγος είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη φράση και γενικότερα η τακτική και οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να εφαρμόσει τις πολιτικές της και να πείσει τους πολίτες να συμμετέχουν στις προσπάθειες για την ανόρθωση της χώρας, είναι εκβιαστικές και προσβάλλουν την υπερηφάνεια και το φιλότιμο των Ελλήνων πολιτών.
Αυτοί είναι οι κύριοι λόγοι που προκαλούν την κοινωνική οργή και τροφοδοτούν τα φαινόμενα βίας, χωρίς να αποκλείεται φυσικά η συμμετοχή των μηχανισμών της άρνησης και του μηδενισμού, που πολύ απλά επωφελούνται από μια κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία, για αντικειμενικούς λόγους, που αδρομερώς προαναφέρθηκαν.
Η κατάσταση στην ελληνική κοινωνία δεν είναι καλή και τα φαινόμενα προπηλακισμού και άσκησης βίας εναντίον βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου ορθώς ανησυχούν και πανικοβάλλουν τα κόμματα. Η λύση της καταστολής είναι πυροσβεστική και δεν λύνει το πρόβλημα της οργής και της βίας, για να μην πούμε ότι υπό προϋποθέσεις το επιτείνει, όπως επίσης δεν είναι λύση η ανάληψη πρωτοβουλιών όπως η αναγγελθείσα από τον κ. πρωθυπουργό για την αντιμετώπιση των φαινομένων βίας.
Η Ελλάδα, η Πατρίδα μας, αντιμετωπίζει ένα σοβαρότατο πρόβλημα, που δημιουργήθηκε με κύρια ευθύνη των πολιτικών. Μόνο που για να επιλυθεί το πρόβλημα αυτό δεν αρκεί η συμμετοχή και η συναίνεση των πολιτικών και των κομμάτων, αλλά απαιτείται η εθελούσια μαζική συμμετοχή των ίδιων των πολιτών και της κοινωνίας. Και για να γίνει αυτό, για να ξαναβρούμε εμείς οι Έλληνες τα χαρακτηριστικά της αυταπάρνησης και της φιλοπατρίας του Πόντιου που αρνήθηκε τη σύνταξη, θα πρέπει οι πολιτικοί να κάνουν την αυτοκριτική τους και να δώσουν ξεκάθαρα δείγματα των προθέσεών τους για τη στάση που θα ακολουθήσουν από τούδε και στο εξής. Με άλλα λόγια, πρέπει να μιλήσουν με ειλικρίνεια στον ελληνικό λαό και να του χτυπήσουν στο φιλότιμο, για να συμμετέχει σύσσωμος και με αυταπάρνηση στο δύσκολο έργο της ανασυγκρότησης της χώρας. Τότε θα έχει απαλειφθεί αυτόματα και το πρόβλημα των προπηλακισμών και της βίας εναντίον των πολιτικών.
Το ερώτημα είναι αν μπορούν, αν έχουν το πολιτικό, το ηθικό και το εθνικό ανάστημα να το πράξουν πολιτικοί που έχουν βεβαρημένο παρελθόν, που περιτριγυρίζονται από στρατιές ξένων περίεργων συμβούλων, εκείνοι που δεν χάνουν την ευκαιρία να δηλώνουν ανερυθρίαστα ότι είναι γνήσια και πειθαρχημένα τέκνα της παγκόσμιας διακυβέρνησης και που μέχρι χθες αντιμετώπιζαν με ένα είδος απέχθειας τις λέξεις Έλληνας, Έθνος και Πατρίδα.
Πηγή: Infognomon Politics