του Γιάννη Δελόγλου
Διαβάζει με τα μάτια της ψυχής της την ιστορία, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα ενός μαρτυρικού τόπου, μιας πανέμορφης και αλησμόνητης περιοχής του πλανήτη γη, του λατρεμένου Πόντου από όπου ξεριζώθηκαν οι γονείς της για να γεννηθεί το 1934 στην Σκοπιά Σερρών η Ελένη Νικολαίδου-Αινατζή.
Ανήσυχη και προβληματισμένη για όσα συνέβησαν τα μαύρα χρόνια του ξεριζωμού, για όσα βίωσε από διηγήσεις δικών της που τραυμάτισαν την παιδική της ομορφιά, η Ελένη μεγάλωσε με μια δυνατή φλόγα για τις Αλησμόνητες Πατρίδες. Έπλαθε μέσα στην αθώα καρδιά της έναν κόσμο που ήθελε να γνωρίσει από κοντά. Έπλεκε τις πανίδες, τους κάμπους, τα βουνά και τις ακρογιαλιές του Πόντου μέσα στο μυαλό της και έκανε όνειρα για πολλά χρόνια να κάνει το ταξίδι γνωριμίας με τα χώματα που φιλοξενούσαν τους προγόνους της. Ένα όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ θα εκμυστηρευτεί πικραμένη η 88χρόνη Ελένη.
Όμως με μεγάλο ψυχικό πάθος, με πινελιές που ζωγραφίζουν την αγάπη και φωνητικά αρώματα για μουσικά ακούσματα του μαρτυρικού Πόντου που περιέχουν καθαρό αέρα στα Παρχάρια της οροσειράς του Μενοικίου, πλαγιές γεμάτες άρωμα που μεταφέρει εκεί ο Αίολος από την Παναγία του Πόντου στην Παναγία της Σκοπιάς, εξωτερικεύει με πάθος ότι άρπαξαν από τα όνειρα της με ποιήματα. Με ένα νέο της ποίημα εκφράζει ότι λέει η καρδιά της:
ΣΗ ΠΟΝΤΟΥ Τ΄ ΑΚΡΟΒΟΥΝΑ
Έρθεν η ημέρα, έρθεν η ώρα
Ντ΄επεριμένουμε χρόνια
σα δεσμά, στην καταφρόνιαν
και σο Τούρκικον την σκλαβιάν.
Ση Πόντου τ΄ακροβούνα καριοφίλια μαυρισμένα
φέρ΄νε το Εικοσιένα, ψάλλ΄νε την Ελευθερίαν.
Τη Ανάστασης κρούει το Τρανόν η Καμπάνα
κι ο καθείς ας βάλλ΄την στολήν και πιστεμπάλ΄
και έμπρα ας΄στην εικόναν τη Πατρίδας την Αγίαν
ας δί(ει) για θυσίαν για τον Πόντον και ζωήν.
Ση Πόντου ΄μουν το χώμαν ένοιξεν σο κάθε βήμαν για τοι μαρτύρτς έναν μνήμαν
του Τυράννου η μαχαιρέα.
Κουίζ΄νε μα, εκδικητάδες, ζωντανοί κι αποθαμέν
η πατρίδα ερημωμένον, κουίζ΄μα, εμπρός παιδιά.
Έρθεν η ημέρα, έρθεν η ώρα
Ντ΄επεριμένουμε χρόνια
σα δεσμά, στην καταφρόνιαν
και σο Τούρκικον την σκλαβιάν.
Ση Πόντου τ΄ακροβούνα καριοφίλια μαυρισμένα
φέρ΄νε το Εικοσιένα, ψάλλ΄νε την Ελευθερίαν.
Τη Ανάστασης κρούει το Τρανόν η Καμπάνα
κι ο καθείς ας βάλλ΄την στολήν και πιστεμπάλ΄
και έμπρα ας΄στην εικόναν τη Πατρίδας την Αγίαν
ας δί(ει) για θυσίαν για τον Πόντον και ζωήν.
Ση Πόντου ΄μουν το χώμαν ένοιξεν σο κάθε βήμαν για τοι μαρτύρτς έναν μνήμαν
του Τυράννου η μαχαιρέα.
Κουίζ΄νε μα, εκδικητάδες, ζωντανοί κι αποθαμέν
η πατρίδα ερημωμένον, κουίζ΄μα, εμπρός παιδιά.
Πηγή: Ελληνική Γνώμη