Κυριακή 20 Μαΐου 2012

«Οι Τούρκοι έκαιαν, έσφαζαν και μας κυνηγούσαν…»

«Γεννήθηκα το 1904 στην περιφέρεια Τραπεζούντας, στα χωριά. Το χωριό μου ήταν δίπλα στο δημόσιο στην περιφέρεια Τραπεζούντας Χαψϊκιοϊ. Τα χωριά που ήταν στην περιφέρεια Τραπεζούντας ήταν το Μελιανάντον, το Φαργανάντον, το Τσαχαράντον, η Ζάβερα και το Στάμαν.

Το δικό μου το χωριό το έλεγαν Σαπάντον αλλά ήταν μικρό από 20 έως 25 σπίτια και για αυτό ήταν μαζί με το Μελιανάντον ένα χωριό.

Τον πατέρα μου τον έλεγαν Γιώργο, την μητέρα μου Παρέσα.

Κατά το τέλος του έτους 1922 εφύγαμε από την πατρίδα μας με την ανταλλαγήν. Και ο πατέρας μου και η μητέρα μου πέθαναν από ελονοσία όπως και πολλοί άλλοι από τις κακουχίες…

Οι Τούρκοι έκαιαν, έσφαζαν και μας κυνηγούσαν…

Όταν εφύγαμε δεν μπορέσαμε να πάρουμε τίποτα μαζί μας διότι ήταν μακριά η Τραπεζούντα, αλλά και οι Τούρκοι δεν μας αφήναν να πάρομε τίποτα, όλα τα καλά τα παίρνανε αυτοί.

Μαζί μας παίρναμε μονό κουτάλια, πιάτα, κουβέρτες, γιοργάνια και τα ρούχα μας. Αυτά τα φορτώναμε στην ράχη μας γιατί μεταφορικό μέσο δεν είχαμε.

Ήταν 16 ώρες μακριά, 2 ημέρες πηγαίναμε για την Τραπεζούνταν.

Τα Χριστούγεννα εκάναμε μέσα στην Τραπεζούντα και το νέον έτος το 1923 φύγαμε για την Ελλάδα.

Όταν θα εμπαίναμε στο παπόρι ότι καλά πράγματα είχαμε τα έπαιρναν οι Τούρκοι. Ότι πράγματα είχαμε προλάβει να πάρουμε και ότι μας άφησαν οι Τούρκοι.

Μας έφεραν στο Μακρόνησο, εκεί εκάτσαμε 3 μήνες, μετά μας φέρανε στη Θεσσαλονίκη και από 'κει ήρθαμε στην Κοζάνη».

Από τα απομνημονεύματα της ιστορίας του Κοκκινίδη Αλέξανδρου του Γεωργίου, γεννηθείς το 1904 στο χωριό Σαπάντον Περιφέρεια Τραπεζούντας Χαψίκεην του Πόντου.

Πρόσφυγας το 1922 στο σημερινό χωριό Άγιος Δημήτριος Ελλησπόντου Νομού Κοζάνης. (1904 – 1995).