Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Το δαιμόνιο της ράτσας

Το χωριό Χολάισσα (σημερινό Γεσίλαλαν) είναι ένα από τα περίπου 50 χωριά και οικισμούς της περιοχής Κατωχωρίου, που μιλούν σχεδόν στο σύνολό τους την ελληνική ποντιακή ως μητρική τους γλώσσα.

Τη δεκαετία του 1960, το τουρκικό κράτος, θεωρώντας ότι οι συμπαγείς πληθυσμοί ελληνόφωνων μπορούν να αποτελέσουν στο μέλλον πρόβλημα για την Τουρκία, αποφάσισε τον αναγκαστικό εκτοπισμό χιλιάδων οικογενειών σε διάφορες περιοχές της Τουρκίας. Ανάμεσα στις περιοχές που δέχτηκαν πληθυσμούς ελληνοφώνων από την Τραπεζούντα είναι το Ντρόρτγιολ της Αλεξανδρέττας, το Ερζιγκιάν και το Οζάλπ του Βαν.

Και οι τρεις προαναφερθείσες περιοχές κατοικούνται από σχετικά συμπαγείς πληθυσμούς Αράβων, Αλεβιτών και Κούρδων, άρα είναι «επικίνδυνες», σύμφωνα με τη λογική του τουρκικού κράτους, όπως επικίνδυνη είχε χαρακτηριστεί και η περιοχή της Τραπεζούντας, κυρίως οι επαρχίες εκείνες, που κατοικούνταν από ελληνόφωνους. Έτσι, το τουρκικό κράτος είχε στόχο να πετύχει «μ’ ένα σμπάρο δυό τρυγόνια».

Δηλαδή, από τη μια να αποψιλώσει την "επικίνδυνη" Τραπεζούντα από πληθυσμούς των ενοχλητικών ελληνόφωνων, που δεν έλεγαν να ξεχάσουν εκείνη την ‘καταραμένη γλώσσα’ που δεν λέει να ξεριζωθεί από τον Πόντο, και από την άλλη να σπάσει την επικίνδυνη πληθυσμιακή ομοιογένεια Αράβων, Αλεβιτών και Κούρδων στις ως άνω περιοχές.

Τότε, το 1965, ανάμεσα σε εκείνους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους ήταν και ο Γιουσούφ Γιλμάζ, από την προαναφερθείσα Χολάισσα. Ο Γιουσούφ εγκαταστάθηκε στο Οζάλπ του Βαν, μια περιοχή που βρίσκεται στα σύνορα με το Ιράν και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με την καταπράσινη κοιλάδα του Όφεως ποταμού που ρέει στον Εύξεινο Πόντο, όπου βρίσκεται η Χολάισσα.

Ο Γιλμάζ δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στη νέα του πατρίδα και το 1974 αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν η εποχή που οι Πόντιοι, ελληνικής καταγωγής μουσουλμάνοι και Λαζοί, στην κυριολεξία έχτιζαν την Τουρκία, αφού κανείς άλλος από τους λαούς της Τουρκίας δεν κατείχε την παραδοσιακή τέχνη του οικοδομείν. Οπότε, τί το πιο φυσιολογικό για έναν Πόντιο, από το να ασχοληθεί με την οικοδομή και την ξυλουργική.

Ο Γιλμάζ δούλεψε, δημιούργησε, σπούδασε και αποκατέστησε τα παιδιά του και κάποια στιγμή πέρυσι αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό του, τη Χολάισσα. Εκεί, το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν, τι άλλο, να χτίσει ένα σπίτι, όπως κάνουν διαχρονικά οι απανταχού Πόντιοι.

Θα αναρωτηθείτε, ποιο ήταν το δεύτερο πράγμα που έκανε. Ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο.

Ο Γιλμάζ, χρησιμοποιώντας τη λογική των προγόνων του, που εκμεταλλεύονταν επί αιώνες την ενέργεια του τρεχούμενου νερού χτίζοντας χαμαιλέτες, σκέφτηκε να χτίσει ένα μικρό υδροηλεκτρικό εργοστάσιο, για να εκμεταλλεύεται το τρεχούμενο νερό από το διπλανό ρυάκι και να παράγει ο ίδιος το ρεύμα που καταναλώνει, ενώ ό,τι περισσεύει, θα το δίνει στους γείτονες. Έτσι, μετά από αλλεπάλληλες δοκιμές, τον περασμένο Μάρτιο ο Γιλμάζ κατάφερε να παράγει το πρώτο ρεύμα, το οποίο έκτοτε χρησιμοποιεί για τις ανάγκες του σπιτιού του. Στις τουρκικές εφημερίδες που τον ανακάλυψαν είπε τα εξής: «Το έργο μου κόστισε 15 χιλιάδες λίρες Τουρκίας (περίπου 7 χιλιάδες ευρώ) και θα παράγει 125 χιλιάδες κιλοβατώρες το χρόνο. Στην περιοχή υπάρχουν νερά που τρέχουν ανεκμετάλλευτα στα ρέματα και τα ποτάμια. Πρέπει να τα εκμεταλλευτούμε και να παράγουμε μόνοι μας το ρεύμα, χωρίς να διαταράξουμε την ισορροπία του περιβάλλοντος».

Αυτό είναι το αθάνατο πνεύμα της ράτσας μας, αναλλοίωτο στους αιώνες ανεξάρτητα από τις συνθήκες που επικρατούν κατά περίπτωση.

Επιμέλεια
Σάββας Καλεντερίδης από την στήλη "Ο Πόντος σήμερα" της εφημερίδας Ποντιακή Γνώμη.